Η προφανής ανάγκη για συγκρότηση εθνικής ομάδας διαπραγμάτευσης

Η προφανής ανάγκη για συγκρότηση εθνικής ομάδας διαπραγμάτευσης

Η ανάγκη εκμετάλλευσης της παρούσας συγκυρίας, για να αποκτήσουμε το maximum από μια επαναδιαπραγμάτευση και να μην μείνουμε ένα ανάδελφο έθνος στο διηνεκές

Έχουν περάσει μόλις λίγες ημέρες από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και την –αναμενόμενη- συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ και τα μάτια και τα αυτιά όλου του πλανήτη είναι και πάλι στραμμένα στην Ελλάδα. Αιτία δεν είναι άλλη από το πώς θα διαχειριστεί η νέα κυβέρνηση την ήδη υπάρχουσα συμφωνία με τους πιστωτές και εάν θα παραμείνει συνεπής στις προεκλογικές δεσμεύσεις της για κατάργηση του Μνημονίου και ολομέτωπη σύγκρουση με τους εταίρους. Και μολονότι ο μεσολαβήσας χρόνος είναι ελάχιστος, η αμετροέπεια Υπουργών και κυβερνητικών στελεχών (ενδεικτική της επιθυμίας τους να προκαταβάλουν εαυτούς και αλλήλους ότι δεν είναι σαν τους προηγούμενους και ότι δεν θα κάνουν την περιβόητη «κωλοτούμπα») και –κυρίως- η πληθωρική (στα όρια rock star) παρουσία του νέου Υπουργού Οικονομικών, Γιάν(ν)η Βαρουφάκη, δημιουργούν την αίσθηση αφενός ότι η άρτι συγκροτηθείσα κυβέρνηση δεν είναι και τόσο πρόσφατη και αφετέρου ότι «το πράγμα αρχίζει να κινείται».

Ποιο είναι –όμως- τελικά το «πράγμα»? Ποιο είναι το διακύβευμα και πώς πρέπει να χρησιμοποιηθεί εθνικά η συγκυρία της πρόσφατης ανάδειξης νέας κυβέρνησης (και –μάλιστα- με τον αδιαμφισβήτητο τρόπο που αυτή επετεύχθη)? Είναι ξεκάθαρο ότι η προεκλογική σημαία των συγκυβερνώντων κομμάτων, ήτοι η (οριστική) παύση της λιτότητας και η επιστροφή στην ανάπτυξη, παρέχει στη συμπολίτευση μια διαπραγματευτική ορμή ασύγκριτη με την κουρασμένη εικόνα της αντίστοιχης απερχόμενης. Και μπορεί σε ορισμένες περιστάσεις η ορμή αυτή να παρήξε τα αντίθετα αποτελέσματα (βλέπε συνάντηση Βαρουφάκη-Ντάισελμπλουμ, από όπου το ιστορικό ενσταντανέ, που έχει ήδη πάρει διαστάσεις μύθου), πλην –όμως- σε γενικές γραμμές φαντάζει (τουλάχιστον επί του παρόντος) ευεργετική.

Το ζήτημα για την χώρα, λοιπόν, είναι να εκμεταλλευτούμε την παρούσα συγκυρία για να αποκτήσουμε το maximum από μια ενδεχόμενη επαναδιαπραγμάτευση επί της ουσίας. Αναγκαία συνθήκη για κάτι τέτοιο είναι ένα αρραγές και κατά το δυνατόν πολυσυλλεκτικό εθνικό πολιτικό μέτωπο. Και τούτο διότι –πέραν της προφανούς σημειολογίας που θα είχε κάτι τέτοιο- είναι ουσιωδώς διαφορετικό να διαπραγματεύεται μια -δημοκρατικότατα βεβαίως- εκλεγμένη κυβέρνηση, αντιπροσωπεύουσα –εντούτοις- το 39% περίπου των ψηφισάντων από το να το πράττει μια πλατειά συμμαχία πολιτικών δυνάμεων, εκπροσωπούσα ένα ολόκληρο έθνος. Και δεν εννοώ –φυσικά- ότι οι εταίροι και οι δανειστές μας θα συγκινηθούν από μια πρωτόγνωρη –για τα ελληνικά δεδομένα- τέτοια συνέργεια, αλλά, σε κάθε περίπτωση και ελλείψει εσωτερικών ερίδων, μια εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης θα είχε εξέχουσα νομιμοποίηση και θα λειτουργούσε πολύ καλύτερα ως πολιορκητικό κριός. Και μπορεί μεν να φαντάζει απίθανο να επιδείξουν τέτοια πολιτική μεγαλοψυχία οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου (και κάποιοι (πολλοί) θα πουν δικαιολογημένα, δεδομένου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε ακριβώς αυτό που λέμε «εποικοδομητική αντιπολίτευση»), πλην –όμως- και μικροπολιτικά βλέποντάς το, θα ήταν επ’ ωφελεία όλων όσοι θα συνέπρατταν. Και τούτο από όποια μεριά και αν το δει κανείς: εάν μεν το απότοκο των διαπραγματεύσεων ήταν θετικό για τη χώρα, θα το πιστώνονταν όλες οι συμπράξασες πολιτικές δυνάμεις, εάν, δε, ήταν αρνητικό, τα συνεργήσαντα κόμματα θα είχαν το «γαλόνι» της «υπεύθυνης πολιτικής δύναμης» για εσωτερική κατανάλωση.

Αλλά, κυρίως και πέρα από αυτά, η πρωτοφανής συγκυρία πρέπει να λειτουργήσει σαρωτικά για όλα τα εθνικά στερεότυπα που επικρατούν σήμερα. Εάν δεν είναι ευκαιρία για συνέργειες, υπεύθυνη πολιτική στάση, εθνική συνεννόηση και υπέρβαση των κοντόφθαλμων στρατηγικών η στενωπός που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα, τότε είναι δεδομένο ότι θα μείνουμε ένα ανάδελφο έθνος στο διηνεκές, ουραγός των εξελίξεων και δακτυλοδεικτούμενη της Ε.Ε. Η ιστορία έχει πυκνώσει ασυνήθιστα και δεν είναι εύκολο να αντιληφθεί κάποιος την ιστορικότητα των στιγμών. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς είναι πολύ εύκολο να μπει κανείς στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Και από εκεί δεν βγαίνεις με τίποτα.

* Ο Χρήστος Ι. Θεοδωρόπουλος, είναι δικηγόρος, LL.M., Μ.Δ.Ε., Αντιπρόεδρος Ένωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα