Μεταμοντερνισμός, Παγκοσμιοποίηση, Οικονομία και Ελευθερία

Μεταμοντερνισμός, Παγκοσμιοποίηση, Οικονομία και Ελευθερία

Ο Ολοκληρωτικός Καπιταλισμός θα σηματοδοτήσει το «τέλος της Ιστορίας»;

Με την κατάρρευση όλων των άλλων κοσμοειδώλων η οικονομική ανάπτυξη φορτίζεται συμβολικά και αξιακά ως ο μόνος εναπομένων κοινός και αναμφισβήτητος στόχος. Όλα υπάγονται στο αίτημα της μεγιστοποίησης των οικονομικών μεγεθών, όλες οι επιλογές και πολιτικές κρίνονται και αξιολογούνται, σχεδόν αποκλειστικά, σε σχέση με την επίτευξη μιας ατέρμονης οικονομικής ανάπτυξης. Τα κύρια αιτήματα των ατόμων-πολιτών σε ολόκληρο τον κόσμο είναι οικονομικά, πράγμα που ισχύει ακόμα περισσότερο αν λάβουμε υπόψη μας τις τεράστιες και αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες τόσο ανάμεσα στις χώρες όσο και στο εσωτερικό τους.

Ανάμεσα στις πολλές πτυχές της σημερινής πραγματικότητας που έχουν συλλάβει τη φαντασία των αναλυτών, των πολιτικών ηγεσιών και φυσικά των γραφειοκρατών, είναι η επονομαζόμενη οικονομική παγκοσμιοποίηση. Αφήνοντας κατά μέρος την απλά χυδαία αυτή έκφραση, όπως φυσικά αυτή χρησιμοποιείται για να εκφράσεις τις επιλογές ενός αδίστακτου κερδώου Ερμή, δεν μπορώ να αμφισβητήσω ότι είναι ένα κρίσιμο θέμα.

Αυτή η νομαδοποίηση των καπιταλιστικών οικονομιών έχει δύο σκέλη: τεχνικο-οικονομικό και πολιτικο-πολιτισμικό. Οι τεχνικο-οικονομικές ρίζες της κινητικότητας είναι τα χαμηλότερα κόστη για τα μεταφερόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, και τις μεταφερόμενες ψηφιακές πληροφορίες. Η πολιτική διάσταση βασίζεται στη λαθεμένη, κατά την γνώμη μου, πεποίθηση ότι η απελευθέρωση του διεθνούς  εμπορίου μπορεί να κινητοποιήσει την οικονομική ανάπτυξη σε όλες τις περιοχές του κόσμου.

Παρά το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη και ελάττωση των κοινωνικών ανισοτήτων δεν είναι αναγκαστικά παράλληλες, δεν κινητοποιούν δηλαδή αυτόματα η μία την άλλη, οι παραπάνω θεωρήσεις της παγκοσμιοποίησης δημιουργούν ένα νέο, κατά τη γνώμη μου δυναμικά επικίνδυνο για τον άνθρωπο και  τη φύση, πολιτισμό, που χρειάζεται ανάλυση και  την υιοθέτηση ενός νέου Λόγου.

Γιατί αυτός ο «πολιτισμός» της αγοράς καθορίζει μια νέα παγκόσμια πολιτική, που όμως δεν γίνεται παραγωγός καθολικού νοήματας της «κοινής μοίρας και ουσίας του ανθρώπου» και δεν ενεργοποιεί μηχανισμούς ανάπτυξης και διάχυσης των διαφορετικών ειδών πολιτισμού.

Στο γιατί η συγκεκριμένη παγκόσμια ανάπτυξη παράγει αυτόν τον «πολιτισμό» και όχι κάποιον «άλλον», απάντηση δίνει ο Καστοριάδης: «η κεντρική φαντασιακή σημασία του καπιταλισμού είναι η απεριόριστη επέκταση της (ψευδο) ορθολογικής (ψευδο) κυριαρχίας».

Επομένως, και  η Ευρωπαϊκή κουλτούρα θεμελιώνεται σήμερα στη θέση του «δικαίου του ισχυρότερου» ώστε η προσωπική ευημερία να στηρίζεται στην κυριαρχία και την ιδιοποίηση.

Όμως, μια κοινωνία και ειδικότερα ένας πολιτισμός, ρυθμισμένη να υπηρετεί τη βλέψη της για κυριαρχία και έλεγχο, κατά πόσο μπορεί να είναι ελεύθερη; Απλά δεν μπορεί. Διότι η κυριαρχία προϋποθέτει γενίκευση, απάλειψη της διαφορετικότητας.

Προϋποθέτει δηλαδή όλους εκείνους τους όρους που καθιστούν δυνατό τον ανταγωνισμό σε όλα τα πεδία αλλά ευνοούν την καταστολή της ελευθερίας τωνσυντελεστών τους.

Στο δίλημμα του σύγχρονου ανθρώπου ανάμεσα στην χωρίς μεγιστοποίηση του κέρδους ελευθερία και στην ευημερούσα χειραγώγηση, ο τελευταίος δεν φαίνεται να έχει επιλέξει τίποτα. Επιμένει να διεκδικεί την μη χειραγώγηση και την ευημερία.

Μέσα σε αυτήν την αδράνεια της νοηματοδότησης, η ελευθερία ορίζεται απλώς και μόνο ως αντίθετο της καταστολής. Αποτέλεσμα  των παραπάνω διαδικασιών, με κυρίαρχους μοχλούς την πλύση εγκεφάλου προς τις ταπεινές περιοχές του εγώ μας, μέσα από ένα μεγα-μηχανισμό βομβαρδισμού με οπτικοακουστικό πληροφοριακό υλικό, είναι μια παγκοσμιοποιημένη πολιτισμική κρίση με πολλαπλές εκφράσεις, κρίση του περιβάλλοντος, κρίση οικονομική, κρίση πολιτική, κρίση ειρήνης, κρίση απουσίας ουσιαστικού Λόγου και κρίση περί της κρίσης.

Θα συνεχίσω θέτοντας στον εαυτό μου μερικά ερωτήματα που θα προσπαθήσω να απαντήσω:

Ποιά είναι η σχέση πολιτισμού και οικονομίας;

Είναι μια διαλεκτική σχέση όπου στον πολιτισμό, που έχουμε συνηθίσει να ορίζουμε ως την εξέλιξη των γραμμάτων, των τεχνών και του ανθρωπισμού, υπάρχουν έντονα τα σημάδια της οικονομικής ανάπτυξης. Και αντίστροφα, οιοικονομικές σχέσεις εξελίσσονται από την εξέλιξη του πολιτισμού.

Παραδείγματα πολλά και γνωστά από την ιστορία

 

– Η διεθνής τάση της ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων είναι σήμερα αυτή της “παγκοσμιοποίησης”. Δηλαδή της άρσης των συνόρων στην οικονομική δραστηριότητα. Πώς μπορεί αυτή η άρση να επηρεάσει την ανάπτυξη του πολιτισμού;

1) Επηρεάζοντας, ακριβέστερα επαναπροσδιορίζοντας, τον διεθνή καταμερισμό εργασίας

2) Ενθαρρύνοντας τη μεγαλύτερη διάχυση πολιτισμικών χαρακτηριστικών, διάχυση που ούτως ή άλλως μεγαλώνει με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. (ανέκαθεν μέσω του εμπορίου οι λαοί επικοινωνούσαν και πολιτισμικά)

– Σε ποια εμπόδια προσκρούει η παγκοσμιοποίηση;

1) Στον πολιτισμό κάθε χώρας (“νοοτροπία”) ο οποίος καθόριζε μέχρι σήμερα και το με ποιους συναλλάσσεται. Ας δούμε την πυκνότητα οικονομικών συναλλαγών μεταξύ χωρών συναφούς κουλτούρας.

2) Στη γλώσσα, συνυφασμένη και με την κουλτούρα

3) Στην αδυναμία του παγκόσμιου “νότου”

– Τι προϋποθέσεις πρέπει να ισχύσουν για την καλύτερη εφαρμογή της παγκοσμιοποίησης;

1) Άμβλυνση της ισχυρής τοπικής πολιτισμικής συνεκτικότητας

2) Διαμόρφωση “κοινής συνείδησης καταγωγής” (ΕΕ) για την οποία σε πολλές περιπτώσεις απαιτείται και άμβλυνση της ιστορικής αλήθειας

3) Υποστήριξη του “νότου” για να μπορεί να καταναλώνει

-Ποιοι κίνδυνοι λοιπόν ελλοχεύουν;

1) Η ανάδειξη των οικονομικών οργανισμών σε ισχυρότερους από κράτη φορείς

2) Το χάσιμο τη εθνικής ταυτότητας, τελικά η εξαφάνιση μικρών εθνοτήτων

3) Η απώλεια ιστορικής γνώσης ή/και ιστορικής «αλήθειας»

4) Η κατάργηση των γλωσσικών συνόρων, με οικονομικά και όχι πολιτισμικά κριτήρια

5) Η συνεργασία με βάση την αρχή της ετερονομίας

Τίθενται λοιπόν τα κρίσιμα ερωτήματα που ζητούν απάντηση.

– Τα θέλουμε τα παραπάνω θυσία στο βωμό της οικονομικής ανάπτυξης;

– Θα σημαίνει κάτι η τέτοιου είδους και με τέτοιες θυσίες ανάπτυξη για την ανάπτυξη του Ατόμου και την Κοινωνίας;

Η επιστήμη και η τεχνολογία αποτελούσαν σε κάθε εποχή δύναμη και μοχλό εξέλιξης και σήμερα αποτελούν κύριο μοχλό της παγκοσμιοποίησης. Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων ετών μας έχουν τουλάχιστον εντυπωσιάσει.  Συχνά  παρασυρόμαστε σε παρουσιάσεις και αναλύσεις νέων τεχνολογιών, εστιάζοντας την προσοχή μας στο δέντρο και ξεχνώντας το δάσος.  ‘Άλλοτε επιδιδόμαστε σε συστηματική άρνηση, μπροστά στο δέος που νοιώθουμε για το μέλλον των πραγμάτων, όπως το αντιλαμβανόμαστε.  ‘Όλοι πάντως συμφωνούμε ότι υπάρχουν δύο συνιστώσες : η τεχνολογία και η χρήση της.  Η δεύτερη συχνά έρχεται σε σύγκρουση με τις κοινωνικές δυνάμεις.  Το κυνήγι της “πρώτης παρουσίασης” ή της “συγκριτικής δοκιμής” προϊόντων έχει αναδειχθεί σε σημαντικότερη δραστηριότητα από την αξιολόγηση της χρήσης αυτών των προϊόντων και την ένταξή τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Όμως ο σύγχρονος Homo Computans, έχοντας πια για μέτρο στη δράση του τη γνώση που του παρέχει η τεχνο-επιστήμη, όχι μόνο όταν δρα υπό το κράτος της ανάγκης, αλλά και όταν αναλογίζεται αυτό που κάνει, δεν παίρνει τοις μετρητοίς όσα κατάφερε να σκεφτεί η ενεργός συνείδηση στην προσπάθειά της να αποκρυπτογραφήσει την κατάστασή του μέσα στον σύγχρονο ιστορικό-κοινωνικό κόσμο.  Εμφανίζεται έτσι να κάνει αυτό ακριβώς που ξέρει ότι θα έπρεπε να αποφύγει, αν στα σχέδιά του δεν είναι η καταστροφή του, ζώντας σε μια κοινωνία διπλών μηνυμάτων που τον ειδοποιεί για τις καταστροφικές συνέπειες της δράσης του, ενώ κάνει τα πάντα για να τον παρασύρει σε αυτή.

Πρέπει λοιπόν να καταλάβουμε το γεγονός, ότι η τεχνο-επιστήμη της εποχής μας επικαθορίζεται από την παγκοσμιοποιημένη παραγωγή που ελέγχει όχι μόνο τα κέντρα πολιτικών αποφάσεων αλλά και τα κέντρα επιστημονικής έρευνας.

Η οικονομική θεώρηση, που έχει τυποποιήσει τον οικονομικό ορθολογισμό σαν την προεξάρχουσα γλώσσα της δημόσιας πολιτικής-έτσι ώστε κάθε σοβαρό πολιτιστικό αντικείμενο εκτός της “αποτελεσματικότητας” να ανάγεται σε μια οικονομική εξωτερικότητα,   αποσοτικοποιημένο και παραμελημένο εκτός του πλαισίου της πολιτικής-είναι πολύ υπεύθυνη για τον προβληματισμό της σύγχρονης Κοινωνίας. Ο οικονομικός όμως ορθολογισμός μας θυμίζει τη μαθηματική αντίθεση μεταξύ ορθολογισμού και ρεαλισμού. Θα δώσω ένα παράδειγμα : Ο ορθολογισμός υποστηρίζει ότι,  κατά κάποιο τρόπο, το Πανεπιστήμιο μπορεί να μετατραπεί σε ανταγωνιστική και κερδοφόρα επιχείρηση, βασισμένη σε μετρήσιμες εισροές και εκροές και με κυρώσεις χρεωκοπίας για την εταιρεία και το διαχειριστή, χωρίς να παραβιαστεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του.

Αυτό φυσικά δεν μπορεί να εφαρμοσθεί και έτσι θα συμβεί κάτι από τα ακόλουθα: Να ξεχάσουμε το επιχειρηματικό-πανεπιστημιακό μοντέλο γιατί δεν ταιριάζει στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, ή να εξαναγκάσουμε την πραγματικότητα να αλλάξει για να ταιριάζει στο επιχειρηματικό μοντέλο, κάτι δηλαδή ανάλογο με την πολιτική πολλών σύγχρονων πολυεθνικών επιχειρήσεων που αλλάζουν συχνά πολλές γραμμές των προϊόντων τους. Ή, τέλος, που είναι και το πιθανότερο, το νέο παγκόσμιο πανεπιστήμιο να προκύψει υπό μορφή υβριδικού συνδυασμού πανεπιστημίου και επιχείρησης, όπου οι εικόνες του πρωταθλητισμού στις βαθμολογίες αξιολόγησης θα πωλούνται ευκολότερα από την ακαδημαϊκή ουσία, η μάθηση θα καθοδηγείται από πιστοποιητικά και πιστωτικές μονάδες, η σοφία θα είναι διανοητική περιουσία και η αρετή θα συναρτάται με το χρήμα.

Είναι αυτή η διαδικασία τυποποίησης που, υποστηριζόμενη από δομές της εξουσίας, οδηγεί ως αποτέλεσμα στον «πολιτισμό» της Αγοράς. Και εκεί έγκειται το πρόβλημα. Δεν είναι δηλαδή πρόβλημα η κυβερνητική παρέμβαση αφ’ εαυτής ούτε οι διεθνείς σχέσεις που όλοι άλλωστε τις υποστηρίζουμε.

Είναι ο τυποποιημένος χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης, η αύξουσα τάση για πολιτισμική ομοιογένεια, που κινείται από την εξουσία και παίρνει τα πρότυπά της από τις αγορές και τις αξίες τους. Τα ιδανικά της ισότητας (που έχει ως κοινωνική αντανάκλαση την ποικιλία) και της ελεύθερης και όχι προς πώληση δημιουργικότητας (πνευματική ποικιλία) σπρώχνονται στο περιθώριο. Η αναγκαία, κατά τη γνώμη μου, ατέλειωτη ποικιλία εξαρτάται από την ανταλλαγή της γνώσης σε ένα κοινό δημόσιο χώρο, και όχι από μια σειρά συμβολαιογραφικών ιδιωτικών συνεννοήσεων όπου η μη συμμόρφωση συνεπάγεται υπερβολικά μεγάλο ρίσκο. Αλλά ενώ κάθε τελευταίος δύστροπος θύλακας διαφορετικότητας μπαίνει στην γραμμή και συμμορφώνεται, οι πιέσεις αυξάνουν για τυποποίηση.

Μια κοινωνία και ειδικότερα μια επιστήμη, ρυθμισμένη να υπηρετεί τη βλέψη της για κυριαρχία και έλεγχο, κατά πόσο μπορεί να είναι ελεύθερη ;  Απλά δεν μπορεί.  Διότι η κυριαρχία προϋποθέτει γενίκευση, απάλειψη της πολλαπλότητας, ισοπέδωση της διαφοράς.  Προϋποθέτει δηλαδή όλους εκείνους τους όρους που καθιστούν δυνατό τον ανταγωνισμό της θετικιστικής επιστήμης αλλά ευνοούν την καταστολή της ελευθερίας του επιστήμονα.

Για να διατηρηθεί ο πολιτισμός θα ήταν λογικότερο να συνδέσουμε την ελευθερία με διαδικασίες υπέρβασης του ισχύοντος.  Τέτοιες διαδικασίες υπέρβασης όχι μόνο στο πεδίο της επιστήμης, αλλά παντού όπου συντελούνται, τροφοδοτούνται από τη φαντασία.  Σε αυτή άλλωστε κεντρώνει την προσοχή του και ο Καστοριάδης. Στην φαντασία ωστόσο, δεν βρίσκουμε τη φρόνηση όσο την τόλμη. Αυτό είναι κοινός τόπος στην τέχνη που πρέπει να επαναφέρουμε στο προσκήνιο. Φαίνεται πάντως ότι η φαντασία σπανίζει σήμερα, θύμα και αυτή της προσωπικής μας οικονομικής ευημερίας.

Με την κρίση και την αβεβαιότητα ορατή στις διεθνείς οικονομίες, η περίοδος που διανύουμε αποτελεί κομβικό σημείο πολλών εξελίξεων. Καλλιεργημένες προσδοκίες που δεν επιβεβαιώθηκαν και ερωτήματα που αναζητούν απάντηση επιπλέουν στη θάλασσα της κατευθυνόμενης πληροφόρησης και τελικά της ετεροκαθοριζόμενης γνώμης. Ο “Εν αρχή” ων Λόγος, μέσα στο θόρυβο των παγκοσμιοποιημένων “ειδήσεων” που επιχειρούν να τον επαναπροσδιορίσουν, αναδεικνύεται σε οχυρό που οι εναπομείναντες σκεπτόμενοι οφείλουν να προασπίσουν από την επέλαση ενός ολοκληρωτισμού που στο πέρασμά του, αλλοιώνει έννοιες και αξίες.

Οι νέες τεχνολογίες  συγκέντρωσαν τα βλέμματα, τις προσδοκίες αλλά και τις οικονομίες του “Άγνωστου Παγκοσμιοποιημένου Πολίτη”, φερόμενες ως ο μοχλός μιας ανάπτυξης με λαμπρό μέλλον. Τι είναι, όμως, “ανάπτυξη”; Η ευημερία κάποιων αριθμητικών δεικτών; Το μέγεθος των αγορών και των κερδών εταιριών “νέας οικονομίας”; Η ποιότητα ορισμένων χαρακτηριστικών μιας ή περισσοτέρων περιοχών επιχειρηματικής δραστηριότητας; Η εξέλιξη της παραγωγής σε κάποιους κλάδους; Κάποια από τα έμμεσα ή άμεσα αποτελέσματα αυτών στην ποιότητα ζωής; Πώς και πότε η ανάπτυξη αφορά ολόκληρη την κοινωνία;

Μπορεί η ανάπτυξη να είναι κατευθυνόμενη και ποιες κοινωνικές διαδικασίες καθορίζουν τις κατευθύνσεις της; Πώς, τέλος, σχετίζεται η ανάπτυξη και η “πρόοδος των αριθμών” με τον δραματικά μεταβαλλόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας;

Μολονότι η αγορά  είναι πλέον de facto παγκοσμιοποιημένη, είναι αφέλεια ή και σφάλμα να πιστεύει κανείς ότι η ευημερία είναι επίσης παγκοσμιοποιημένη, άποψη που έμμεσα προβάλλεται από την ελεγχόμενη πληροφόρηση. Η ευημερία εξακολουθεί να έχει πολλές αποχρώσεις, ανάλογα με τη δύναμη κάθε οντότητας (κράτους, εταιρίας, πολίτη) που συμμετέχει στην αγορά ,γεγονός που η χώρα μας με οδύνη σήμερα αντιλαμβάνεται.

Η συμβολή των νέων τεχνολογιών στην ανάπτυξη, δεν εξαρτάται μόνο από το μέγεθος των αγορών κατά κλάδο και είδος δραστηριότητας, αλλά και από την κατά περίπτωση προστιθέμενη αξία. Η μεταφορά της ευημερίας των αγορών στην καθημερινή ζωή του (παγκόσμιου) πολίτη, απαιτεί η προστιθέμενη αξία να επενδύεται όσο το δυνατόν περισσότερο στην υπηρεσία της κοινωνίας. Τότε η ανάπτυξη παύει να είναι μια απαρίθμηση δεικτών και γίνεται μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, ορατή από όλους.

Ερχόμενοι στο θέμα των ιδιωτών και του ρόλου τους στην ανάπτυξη, είναι σκόπιμο να σταθούμε στην μετά “dot-com” εποχή, ιδωμένη με τη γλώσσα των αριθμών. Η ιδιωτικοποίηση προβλήθηκε ως ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για κλάδους της νέας οικονομίας οι οποίοι σε κρατικά χέρια δεν εμφανίζονταν “αποτελεσματικοί”. Το “σύνθημα” πέρασε παντού, σε οτιδήποτε δημόσιο μπορούσε να παράξει κέρδος σε ιδιωτικά χέρια, λειτουργώντας με όρους “νέας οικονομίας”: στις τηλεπικοινωνίες, στην ενέργεια, στις μεταφορές στην υγεία, αλλά και στην εκπαίδευση. Τόσο στην ελληνική πραγματικότητα, όσο και εκτός αυτής υπάρχουν πλείστα παραδείγματα προς αποφυγή στη διαχείριση δημοσίων πόρων. Η ιδιωτικοποίηση, όμως, δεν είναι λύση, για λόγους που ξεπερνούν την “αποτελεσματικότητα της διαχείρισης” και καταλήγουν να ανάγονται στα θεμέλια των κοινωνικών οικοδομημάτων οργανωμένων ως κράτη όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.

Φαίνεται με αριθμούς τι πραγματικά πέτυχαν οι ιδιώτες εκεί που δραστηριοποιήθηκαν κατά κράτος. Σήμερα, που μετοχές των 100 δολαρίων στοιχίζουν λίγα σεντς, η αποτελεσματικότητα της ιδιωτικής δραστηριοποίησης είναι ένα παγόβουνο, κορυφή μόνο του οποίου είναι τα σκάνδαλα της Enron και της WorldCom τα οποία η κατευθυνόμενη πληροφόρηση εμφανίζει μόνο ως “άλλη μία” είδηση. Από πλήθος τέτοιων περιπτώσεων φαίνεται ότι οι ιδιώτες, οι οποίοι είχαν πάρει την άδεια από τους κυβερνώντες για να παρέχουν στους καταναλωτές ενέργεια και επικοινωνίες “υψηλής ποιότητας και ανταγωνιστικών τιμών”, έγραψαν όλα αυτά στα παλαιότερα των υποδημάτων τους και κοίταξαν το συμφέρον που δηλώνει η λέξη ιδιώτης: το ιδιωτικό τους, στο οποίο υπήρξαν και ιδιαίτερα αποτελεσματικοί, άσχετα με την εξέλιξη της τιμής των μετοχών των εταιριών τους.

Εκτός, όμως, από τις θεωρητικές αναλύσεις, οι αριθμοί λένε ότι ο “Άγνωστος Παγκοσμιοποιημένος Πολίτης” τελικά δεν ευεργετήθηκε από τον ανταγωνισμό και τις ιδιωτικοποιήσεις εθνικού πλούτου στην Ευρώπη για πλήθος λόγων, δύο σημαντικοί από τους οποίους είναι ότι πρώτον, οι ΗΠΑ και όποια κέντρα πραγματικής παγκόσμιας εξουσίας υπάρχουν πίσω τους, όποτε το αποφασίσουν ευτελίζουν οποιοδήποτε ευρωπαϊκό χρηματιστήριο θέλουν, και δεύτερο ότι στην Ευρώπη, οι κολοσσοί που ιδιωτικοποιήθηκαν ήσαν δημόσιοι, δηλαδή εθνικός πλούτος, συσσωρευμένος από την εργασία πολλών γενεών. Κατά την ιδιωτικοποίηση, οι απόγονοι των πολιτών που έχτισαν τον κοινωνικό πλούτο των εταιριών που ιδιωτικοποιήθηκαν, κλήθηκαν (και πήγαν!) να αγοράσουν μετοχές οι οποίες ήδη επί της ουσίας τους ανήκαν διότι προέρχονταν από τη δουλειά των γονιών τους και των παππούδων τους. Ακόμη και αν η ιδιωτικοποίηση αποτελούσε πάνδημο αίτημα, οι πολίτες μιας χώρας που επί σειρά γενεών έχτισαν, ας πούμε, τον ΟΤΕ, εδικαιούντο δωρεάν μετοχές του. Όμως όχι, η “επικοινωνιακή πολιτική”

και το εν γένει κλίμα της “Νέας Οικονομίας” απαιτούσε οι μετοχές αυτές να ξαναγοραστούν από τους πραγματικούς ιδιοκτήτες τους και μάλιστα να χάσουν τελικά την αξία τους.

Τα φαινόμενα αυτά εκδηλώθηκαν ως έργα με διαφορετικά σκηνικά και μουσικές υποκρούσεις στις διάφορες χώρες και βέβαια, η τελική αίσθηση σχετίζονταν πάντα με τη θέση της κάθε χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και από την προστιθέμενη αξία που ήταν σε θέση να παράξουν.

Είναι φανερό ότι εμείς έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας, και ότι είναι αρκετή η περισυλλογή που απαιτείται σχετικά με το θέμα “ανάπτυξη”. Η όποια αντιμετώπιση των ευκαιριών και των προκλήσεων, δεν μπορεί να είναι πρόσκαιρη όπως παρά τις δηλώσεις επιβεβαιώθηκε ότι ήταν στο παρελθόν. Αντίθετα, οφείλει να εκμεταλλεύεται τις δημιουργικές δυνάμεις που σε περίσσεια διαθέτει η χώρα μας με σκοπό τη δημιουργία βάσεων για ανάπτυξη.

Θα επιμείνω λίγο στο θέμα της Τεχνολογίας (ως τεχνοκράτης άλλωστε),κυρίως  στη σχέση της με την ανεργία και τον σοσιαλισμό.

Υπάρχουν διάφορες απόψεις επί του θέματος και πολύς ο κόπος όσων σκοπεύουν να μας πείσουν για την αναγκαιότητα της αύξησης της ανεργίας με τη χρήση της τεχνολογίας.  Αυτή καθεαυτή, η τεχνολογία δεν μπορεί παρά να αναπτύσσεται.  Οσο η επιστημονική γνώση αυξάνεται, πράγμα που είναι μέσα στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, τόσο περισσότερες εφαρμογές βρίσκει σε αυτό που ονομάζουμε τεχνολογία.  Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την προσπάθεια για αποκάλυψη της φύσης επειδή μπορεί να κάνουμε κακή χρήση των αποτελεσμάτων της.  Θεωρώ απαραίτητο να διευκρινιστεί από την αρχή, ότι η τεχνολογία από μόνη της δεν επιδρά στην απασχόληση.

Η ανεργία είναι ένα φαινόμενο που σχετίζεται με τη διάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας και όχι με τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε αυτή.  Είναι αποτέλεσμα των παραγωγικών σχέσεων, οι οποίες καθορίζουν την απασχόληση.  Μάλιστα, η θέση αυτή ισχύει τόσο για την βιομηχανική επανάσταση στις αρχές του 20ου αιώνα, που ουσιαστικά εγκαθίδρυσε τον καπιταλισμό, όσο και για την τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής και των επικοινωνιών στις ημέρες μας.  Είναι η φιλοσοφία της χρήσης της τεχνολογίας, ακριβέστερα των μέσων παραγωγής που ενσωματώνουν υψηλή (για κάθε εποχή) τεχνολογία, η οποία καθορίζει τις επιπτώσεις στην απασχόληση.

Αν το ζητούμενο είναι η παραγωγή του ίδιου κέρδους, με την είσοδο της νέας τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία, οι θέσεις εργασίας θα περιορισθούν.  Αυτό είναι που επιβεβαιώνει και η πράξη, διότι η επιδίωξη είναι το κέρδος.  Ενα, πρόσκαιρο κατά τη γνώμη μου , αντίβαρο, είναι η επέκταση σε νέες αγορές.  Αυτό επιχειρείται με τη παγκοσμιοποίηση σήμερα.

Τελικά όμως, κάποια στιγμή δεν μπορεί παρά να επέλθει κορεσμός, δηλαδή να μην υπάρχουν πλέον άλλες αγορές στις οποίες να επεκταθούμε, οπότε δημιουργείται αδιέξοδο.  Τα πράγματα εντείνονται και με τον ανταγωνισμό, ο οποίος πλέον θα διεξάγεται σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο ανταγωνισμός θα πιέσει για χρήση όλων των μέσων, συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογικών, για συμπίεση του κόστους.  Σε αυτή τη λογική του κέρδους, τεχνολογία και ανεργία φαίνεται να συμβαδίζουν.

Η τεχνολογία, στη περίπτωση αυτή, εκφυλίζεται σε εργαλείο για μείωση του κόστους.  Υπάρχει, όμως, και άλλη χρήση της τεχνολογίας.  Για παράδειγμα, μια βιομηχανία που μολύνει το περιβάλλον, μπορεί να εισάγει ένα νέο μηχάνημα προκειμένου να λιγοστέψει την ανθρώπινη εργασία.  Μπορεί, επίσης, να αγοράσει μια διάταξη που προστατεύει το περιβάλλον από τα απόβλητά της.  Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για χρήση νέας τεχνολογίας στην παραγωγή.  Μόνο που στη πρώτη το κέρδος αυξάνεται, ενώ στην δεύτερη, όχι.  Είναι, λοιπόν, θέμα χρήσης και όχι ύπαρξης της τεχνολογίας.

Θα μπορούσε, όμως να είναι διαφορετικά, δηλαδή η τεχνολογία να χρησιμοποιείται για να αυξήσει τις θέσεις εργασίας ή γενικά για να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας.  Ας δούμε ένα απλό παράδειγμα : Σε ένα εργοστάσιο απασχολούνται 100 εργαζόμενοι για 8 ώρες την ημέρα προσφέροντας εργασία 800 ανθρωποωρών ημερησίως.  Για λόγους απλότητας, ας δεχθούμε ότι η απαραίτητη στο εργοστάσιο προσφορά εργασίας παραμένει σταθερή (ίση με 800 ανθρωποώρες για το παράδειγμα).  Κάποια στιγμή, εισάγεται μια μηχανή η οποία κάνει τη δουλειά 50 εργαζομένων, δηλαδή προσφέρει έργο ισοδύναμο με 400 ανθρωποώρες.  Το φερόμενο ως «φυσιολογικό» είναι να απολυθούν οι «περισσευούμενοι» 50 εργάτες και οι υπόλοιποι 50 να συνεχίσουν να δουλεύουν για 8 ώρες προσφέροντας τις υπόλοιπες 400 εργατοώρες.  Το σενάριο μπορεί να επαναληφθεί με την εισαγωγή και νέων μηχανών και τελικά να απολυθούν όλοι οι εργαζόμενοι και να μείνει ένας ή και κανένας χειριστής μιας οσοδήποτε έξυπνης μηχανής.

Δείτε, τώρα, μια άλλη φιλοσοφία αντιμετώπισης του ίδιου προβλήματος.  Αντί να απολυθούν 50 εργάτες, το ωράριο να μειωθεί σε 4 ώρες ημερησίως, οπότε η απαιτούμενη ανθρώπινη εργασία (400 ανθρωποώρες) θα προσφέρεται από τους 100 εργαζόμενους χωρίς να αυξηθεί η ανεργία.  Απαιτούμε βεβαίως να μην μειωθούν οι αποδοχές.  ‘Άλλωστε, ο Μπρέχτ παρατήρησε , σωστά κατά τη γνώμη μου ,ότι η εργασία είναι καταπιεστική εκτός εάν ευχαριστεί αυτόν που την κάνει . και δυστυχώς μόνο λίγοι έχουν δουλειές που τους ευχαριστούν.

‘Όμως όλοι ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει, διότι η καπιταλιστική διάθρωση της οικονομίας δεν επιτρέπει μείωση του κέρδους.  Στο παράδειγμα που έφερα, δεν μπορούν να μην μειωθούν οι αποδοχές, διότι την εργασία την οποία μας ελευθερώνει η χρήση της τεχνολογίας, θεωρούμε όλοι «φυσικό» να την ωφεληθεί αυτός που καθορίζει τους όρους της και όχι ο εργαζόμενος.  Δεν φταίει, όμως, η τεχνολογία γι’ αυτό, αλλά η χρήση της.

Το πρόβλημα έγκειται ασφαλώς στο πως εξασφαλίζεται και η ανάπτυξη και η ευημερία.  ‘Όσο η ανάπτυξη γίνεται με ανταγωνιστικούς όρους και συνδέεται με τη γιγάντωση και τη συνεχιζόμενη επέκταση χωρίς σεβασμό στον άνθρωπο και στο περιβάλλον, τόσο η τεχνολογία θα αποτελεί εργαλείο που δεν θα χρησιμοποιείται με γνώμονα τον άνθρωπο.

Το θέμα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού των σοσιαλιστικών κινημάτων στην Ευρώπη.  Οι πολλές δυνατότητες που έχουν οι άνθρωποι στην διάθεσή τους από τις νέες τεχνολογίες, δεν σημαίνουν ότι βελτιώνεται η ποιότητα της ζωής τους.  ‘Ένας άστεγος που ζει κάτω από μια εντυπωσιακή γέφυρα σε μια πόλη που όλοι επικοινωνούν ηλεκτρονικά, τι γνώμη λέτε να έχει για την ευημερία ;  Πως νομίζετε ότι αντιλαμβάνεται την «αναγκαιότητα» της κατάστασής του ;   Και πως του ερμηνεύει το σύστημα την κατάστασή του;  Του κατηγορεί την τεχνολογία γενικά και αόριστα και όχι τη χρήση της.

Η υποταγή, λοιπόν, της παραγωγής και της κοινωνίας στη λογική του κέρδους, φέρει την τεχνολογία να είναι ευτελές εργαλείο που χρησιμοποιείται στο βωμό μιας αμφισβητούμενης, πρόσκαιρης και ασταθούς κοινωνικής ευημερίας.  Στο σημείο αυτό, τα σύγχρονα σοσιαλιστικά κινήματα έχουν πολλά να προσφέρουν.  Αντίθετα ο ξεπερασμένος νεοφιλελευθερισμός υστερεί ακριβώς επειδή είναι εγκλωβισμένος στην υπηρεσία του κέρδους των ολίγων.

Προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η επαναφορά στην ημερήσια διάταξη ιδεών και πρακτικών που ανέκαθεν αποτελούσαν πρόπλασμα μιας σοσιαλιστικής ιδεολογίας και πολιτικής : η κοινωνική αλληλεγγύη, η πολιτική ως συμπύκνωση κοινωνικών πρακτικών και όχι ως τέχνη της διαχείρισης, η ιδεολογία της συλλογικότητας αντί των οραμάτων του ατομικισμού, η πίστη σε ένα καλύτερο κόσμο όπου θα πρυτανεύουν οι ανάγκες και οι αξίες χρήσης και όχι οι νόμοι της αγοράς και του ανελέητου ανταγωνισμού.

Όμως δυστυχώς αυτός ο δρόμος δεν ακολουθήθηκε ούτε από τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης. Αντί αυτού «εφευρέθηκε» ο «τρίτος δρόμος» στις αρχές της δεκαετίας του 90, κυρίως από τους Γκίτενς, Μπλαίρ, Σρέντερ, Κλίντον. Ο «τρίτος δρόμος» προσπαθούσε να υπερβεί τόσο το ατομικιστικό νεοφιλελευθερισμό όσο και τα αποτελέσματα του κεϋνσιανισμού, δηλαδή του κοινωνικού κράτους. Η κατάληξή του ήταν δυστυχώς η συνθηκολόγηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με την αστική ιδιωτικοποίηση, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, τα μηδενικά ελλείμματα, την εκμηδένιση των κοινωνικών δικαιωμάτων και τη λειτουργία  του δημοσίου με επιχειρηματικούς όρους (ότι δηλαδή βιώνουμε σήμερα στη χώρα μας). Αξίζουν ίσως δύο λόγια για το «σύντροφο» Μπλαίρ το νεότερο πρωθυπουργό στη ΜεγάληΒρετανία, από το 1812, που ανέλαβε με τα υψηλότερα ποσοστά συμπάθειας από τον πόλεμο την εξουσία. Δέκα χρόνια αργότερα ο Μπλαίρ εξαναγκάστηκε σαν εγκαταλείψει την εξουσία, ενάντια στην επιθυμία του, ανεπιθύμητος από το κόμμα του, χωρίς την αγάπη του λαού του. Η κλίμακα της αποτυχίας της εξωτερικής πολιτικής του σοσιαλδημοκράτη Μπλαίρ μπορεί να μετρηθεί σε θανάτους, τραυματισμούς, ακρωτηριασμούς και δυστυχία σε όλη την Μέση Ανατολή, από τη Μεσόγειο μέχρι τον Τίγρη ποταμό.

Και όμως ο Μπλαίρ εξακολουθεί και «υπάρχει» αμοιβόμενος πλουσιοπάροχα για τις διαλέξεις του (βλέπε και τον δικό μας Γ.Παπανδρέου). Ο Νέρων υποτίθεται ότι έπαιζε τη λύρα του, ενώ η Ρώμη καταβροχθιζόταν από τη φωτιά που ο ίδιος έβαλε. Ο διορισμός των διαφόρων «Μπλαίρ» στο χρυσοφόρο αμερικάνικο τσίρκο των διαλέξεων προσφέρει ένα σύγχρονο παράδειγμα της ματαιοδοξίας του Ρωμαίου αυτοκράτορα.

Παρά τη γενικευμένη όμως αποτυχία του «τρίτου δρόμου» οι έννοιες του, όπως η «κοινωνική συνοχή» (σε αντιδιαστολή με τη σοσιαλιστική διεκδίκηση της κοινωνικής ισότητας και της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω αναδιανομής του πλούτου), οι συμβάσεις απασχόλησης ώστε να εμφανίζονται χαμηλά ποσοστά ανεργίας, (σε αντιδιαστολή με τη σοσιαλιστική διεκδίκηση σταθερής και μόνιμης απασχόλησης) και ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους μόνο στις πλέον ακραίες περιπτώσεις των φτωχοποιημένων λαών, φαίνεται ότι διατηρούνται στα σημερινά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ε.Ε. με μόνη δικαιολογία τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας του συστήματος.

Φαίνεται ότι η αύξηση της ανισότητας σε σχέση με τη «φιλελεύθερη δημοκρατία» θέτει σε αμφισβήτηση το «τέλος της ιστορίας»(F.Fukuyama, 1989), με την έννοια των ανταγωνιζόμενων ιδεολογιών. Ο ίδιος ο Fukuyama παραδέχτηκε στο Παρίσι το 2011 ότι συντρέχουν ορισμένοι πολύ σοβαροί λόγοι για τους οποίους ενδέχεται η φιλελεύθερη δημοκρατία να μην είναι η μοίρα όλης της ανθρωπότητας μια και υπάρχει η απειλή της φερόμενης πολιτικής αποσύνθεσης, η κατάρρευση των δημοκρατικών θεσμών μακροπρόθεσμα και η «κινεζοποίηση» (δηλαδή ένα καθεστώς παρόμοιο με αυτό της Κίνας).

Πράγματι, φοβάμαι, ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι η προσπάθεια του επιθετικού κεφαλαίου και των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων να εγκαθιδρύσουν ένα καθεστώς με αποδοτικό καπιταλισμό αλλά χωρίς δημοκρατία. Ας μη υποτιμήσουμε τον κίνδυνο αυτό αφού όλες οι δυτικές χώρες προχωρούν επικίνδυνα προς την κατεύθυνση αυτού του νέου πολιτικού συστήματος, του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που θα εισαχθεί για λόγους οικονομικής επιβίωσης.

Δεν διαβιούμε στην πραγματικότητα σε δημοκρατίες: μαζική επιτήρηση, βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων, (Λονδίνο, Παρίσι, Αθήνα κτλ) επιθέσεις σε μειονότητες, διεύρυνση του στρατιωτικού βιομηχανικού κατεστημένου, λιτότητα κτλ.

Έχουμε την ελευθερία να επιλέγουμε κάθε είδους προϊόν ή τρόπο ζωής (όσα τουλάχιστον μπορούμε μέσα στην προϊούσα φτωχοποίηση) όμως αυτό δεν εγγυάται την προσωπική και πολιτική μας ελευθερία που διαρκώς συρρικνώνεται. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός διαδίδεται σε όλο τον κόσμο, βοηθούμενος από τις αγορές, τις οικονομικές διασώσεις και τη λιτότητα (χαρακτηριστικά προϊόντα φυσικά και αυτά της φιλελεύθερης δημοκρατίας!).

* Ο Νίκος Μαρκάτος είναι Ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ, πρώην Πρόεδρος Σχολής Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ,  πρώην Πρύτανης ΕΜΠ (1991-97), Senior Visitor στο Department of Applied Mathematics & Theoretical Physics του Πανεπιστημίου Cambridge και Fellow του Selwyn College του Πανεπιστημίου Cambridge (2002 – 2003), Visiting Professor University of Surrey (2001-2010).

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα