Το βλέμμα του άλλου

Το βλέμμα του άλλου
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΡΑΚΤΗ ΠΟΥ ΣΧΕΔΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΙ ΣΤΟΝ ΕΒΡΟ ΚΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΙΣΡΟΗ ΤΩΝ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ (EUROKINISSI / ΧΑΣΙΑΛΗΣ ΒΑΪΟΣ) Eurokinissi

Σήμερα, παγκόσμια ημέρα μετανάστευσης, ας ακούσουμε τα λόγια των μεταναστών ανάμεσά μας: πώς ζουν εδώ και πώς βλέπουν την Ελλάδα της κρίσης, τι έχουν να πουν για τα δεινά της χώρας, πώς μπορούν οι ίδιοι να συνεισφέρουν; Η Β.Κ. είναι από τη Μολδαβία και είναι 36 ετών (συμμετοχή στις "Γνώμες" του NEWS 247)

“Εμείς εδώ πιάσαμε ζωή από το τίποτα. Λίγο-λίγο, όπως μπορούσε ο καθένας. Οι Έλληνες μας άνοιξαν την πόρτα. Και δύο πόρτες μας άνοιξαν. Πώς να μην το πω αυτό; Γίνεται να μην το πω; Εγώ χρωστάω πολλά σ´αυτήν τη χώρα. Τα παιδιά μου νιώθουν Έλληνες, αυτή την ιστορία ξέρουν και αγαπάνε. Δεν έχουνε δεσμό με την άλλη πατρίδα. Τους έδωσα αρχαία ελληνικά ονόματα για να έχουν κάτι από αυτή τη χώρα για πάντα μαζί τους, όπου και να βρεθούν. Ακόμα και να μας διώξουν από δω. Άνοιξα όλα τα βιβλία της ιστορίας και όσα ονόματα βρήκα, τα έγραψα κάτω με τη σειρά, και μετά διάλεξα.

“Αλλά βλέπω και το στραβό, και το λέω. Όχι για κακό, αλλά γιατί μόνο έτσι αλλάζει κάτι. Όπως κάνω και με τα παιδιά μου. Άμα δεν τους το πω εγώ, που τ´αγαπάω, που ζω μαζί τους κάθε μέρα, ποιός θα τους το πει; Ο Έλληνας, τα φορτώνει όλα στον άλλο. Πάντα κάποιος άλλος φταίει. Το κράτος, ο γείτονας, ο ξένος… Πιο εύκολο είναι να πεις, ώπα, εδώ έχω κάνει λίγο λάθος εγώ λίγο λάθος εσύ, να δούμε τί μπορούμε να κάνουμε για να το διορθώσουμε. Εμείς να κάνουμε, όχι μόνο να περιμένουμε από τον άλλο.

Ο Έλληνας είναι καλός, αλλά είναι καλοπερασάκιας. Έχει μάθει να τα έχει εύκολα. Να του έρχονται έτοιμα. Τι περιμένεις; Πώς να μη σου κόψει τη σύνταξη όταν έχεις μάθει να την παίρνεις στα πενήντα ή στα σαράντα-πέντε; Έτσι, δε γίνεται. Βλέπεις ο άλλος έχει σπίτι δικό του, εξοχικό, αμάξι, δεύτερο αμάξι, και σου λέει δε βγαίνω. Βλέπεις τα νέα παιδιά, άνεργα, δεν έχουνε δουλειά. Τους λες άντε να δουλέψεις με 500€, σου λέει σιγά μην πάω, τόσα παίρνω και από το επίδομα, δεν κάθομαι καλύτερα; Και κάθονται. Βουλιάζει ο καναπές από το καθισιό. Οι καφετέριες είναι γεμάτες. Πώς μπορείς ρε παιδάκι μου να κάθεσαι; Όλη μέρα να κάθεσαι; Το κράτος σου έδωσε ότι είχε, έμαθες να σου δίνει, να παίρνεις λεφτά τζάμπα. Πόσα μπορεί όμως να σου δώσει; Έρχεται μια μέρα που τελειώνουν.

Και σε μας κάπως έτσι έγινε, για άλλους λόγους… Ηρθε η στιγμή που ότι οικονομίες είχαμε κάνει, ότι είχαμε μαζέψει, ότι προκοπή είχε ο καθένας, αυτό το λίγο που είχε, όλα εξανεμίστηκαν. Την έχω μάθει αυτή τη λέξη, γιατί μου αρέσει. Τα πήρε δηλαδή ο άνεμος. Έρχεται μια στιγμή, και όλα πάνε. Και μετά πρέπει να βρεις τρόπο να ξανασταθείς. Οι περισσότεροι φύγαμε, φύγαμε νύχτα, σκορπίσαμε σαν τα ποντίκια. Οσοι ήρθαμε εδώ δουλέψαμε, προκόψαμε.

Υπάρχουν βέβαια Έλληνες και Έλληνες. Όπως παντού υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι. Εμείς είμαστε δουλευταράδες, δεν ξέρουμε τί θα πει κούραση. Το λέγανε μια φορά και στο ραδιόφωνο – όταν πηγαίνω πίσω στην πατρίδα μου ακούω πάντα το ραδιόφωνο – το έλεγε ένας συγγραφέας: φεύγανε όσοι ήτανε δουλευταράδες, αυτοί που μείνανε πίσω ήτανε οι τεμπέληδες, τώρα πια έχουμε γίνει ένα κράτος από τεμπέληδες. Βλέπω τη μάνα μου, πήρε σύνταξη από το σχολείο που δούλευε, και από τότε όλη τη μέρα ασχολείται με τα ζώα. Πάντα είχαμε μερικά για το γάλα μας, τα αυγά, το κρέας. Λίγο, αλλά είχαμε. Έτρωγες κρέας και κάπως σου φαινόταν.

Ο πατέρας μου είχε σπουδάσει οικονομολόγος και δούλευε στο κολχόζ. Πέθανε νέος. Εμείς εκεί δε ζούμε τόσο πολύ όσο εδώ, άλλες οι συνθήκες, το κρύο πολύ… Αλλά αυτόν τον έφαγε η βότκα και του πήρε τη ζωή. Στο χωριό μας, το νεκροταφείο είναι απέναντι από το οινοποιείο. Όταν τον κηδέψαμε, ο τάφος ήταν μια ευθεία με την πόρτα του. Τίποτα στη ζωή δεν είναι τυχαίο.

Η μάνα μου ήταν εκείνη που κρατούσε το σπίτι. Λίγο-λίγο, έχει μαζέψει 160 ζώα, και τα φροντίζει μόνη της. Δίνει φαγητό σε όλους, βοηθάει όποιον μπορεί. Ο γείτονάς της, έχει τα παιδιά ξυπόλυτα. Χωρίς ένα ρούχο ζεστό μέσα στο κρύο. Αλλά όλη μέρα μπροστά στην τηλεόραση, ο καναπές κοντεύει να τρυπήσει. Φτιάχνουνε μια κατσαρόλα με σούπα και τρώνε όλη την εβδομάδα. Έτσι είναι στη ζωή, ότι δίνεις, παίρνεις.

Εγώ δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάνω ό,τι μπορώ. Μόνο να αρρωστήσω δε μπορώ. Δόξα τω Θεώ! Όσο έχω δουλειά, και όσο έχω την υγεία μου, λέω δόξα τω Θεώ! Μπορεί να μην είναι όπως πριν, να δουλεύεις με τα μισά λεφτά, σφίξανε οι άνθρωποι – όχι μόνο οι τσέπες τους, σφίξανε και οι καρδιές τους – αλλά όσο μπορώ. Όταν δε βρίσκω το ένα, κάνω το άλλο. Και προσπαθώ να δείχνω κατανόηση και να δίνω όση αγάπη μπορώ. Μόνο άμα δίνεις πολλή αγάπη μπορεί να πάρεις και λίγη αγάπη πίσω.

Αλλά τί γκρίνια είναι αυτή που έχει ο Έλληνας; Δεν κοιτάτε την ομορφιά γύρω σας. Εδώ είναι ο παράδεισος. Κοιτάζω έξω, τώρα μπορεί να βρέχει, την άλλη στιγμή θα βγεί ένας ήλιος… Εντάξει, φταίνε οι πολιτικοί, φταίνε οι τράπεζες για όλα όσα συμβαίνουν. Αλλά δεν πρέπει κι εμείς κάτι να κάνουμε; Εδώ γκρινιάζει ο φτωχός, γκρινιάζει κι ο πλούσιος. Μπαίνω σε ένα σωρό σπίτια. Ο ένας φωνάζει, αναστενάζει, παραπονιέται για τις περικοπές, είχε μάθει έτσι τη ζωή του και τώρα πρέπει να την μάθει αλλιώς. Δε λέω ότι δεν είναι δύσκολα. Αλλά όχι και να τα βάψουμε μαύρα. Ακούς καμιά φορά κανέναν πλούσιο από την άλλη, και σου λέει, δεν έχετε δει τίποτα ακόμα. Στο λέει και γελάει. Και τί μου το λες καλέ μου άνθρωπε; Για να μαυρίσει η ψυχή μου; Για να στενοχωρηθώ εγώ, ενώ εσύ που έχεις το κουμάντο σου να με βλέπεις να υποφέρω και να χαίρεσαι; Και καλά εγώ, είμαι νέα, είμαι γερή, κάπως θα τα βγάλω πέρα, το γεροντάκι όμως τί να σου κάνει; Που μένει από τη μια μέρα στην άλλη με τα μισά; Πώς να βγει; Και μετά πάει η Χρυσή Αυγή και τους πιάνει όλους αυτούς και τους μοιράζει τρόφιμα.

Αλλιώς γιατί πάνε; Γίνανε φασίστες και ρατσιστές; Από τη μία με βάζεις στο σπίτι σου να φυλάξω το παιδί σου, να φροντίσω τους γονείς σου, και από την άλλη θες να εξαφανιστώ; Τα έχει χάσει ο κόσμος, έχει μπερδευτεί. Αλλά φταίει κι ο καθένας ξεχωριστά. Δεν ήταν έτσι ο Έλληνας. Όσο τα πράγματα ήτανε καλά, σου άνοιγε το σπίτι του, σου μιλούσε σαν να είσαι δικός του. Τώρα σε κοιτάζει αλλιώς. Σου ρίχνει φταίξιμο. Δε σκέφτεται ότι όλοι εμείς ήρθαμε και κάναμε τις δουλειές που κανείς άλλος δεν έκανε. Αλλά στα δύσκολα να σε δω, όχι μόνο όταν όλα είναι μέλι-γάλα. Τα λεφτά σε κάνουν αυτό που είσαι;”

*Η Ναντίνα Χριστοπούλου είναι ανθρωπολόγος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα