Ναπολέων Σουκαντζίδης: Δεν διάλεξε τον θάνατο. Διάλεξε να μην προδώσει τη ζωή

Διαβάζεται σε 7'
Ναπολέων Σουκαντζίδης: Δεν διάλεξε τον θάνατο. Διάλεξε να μην προδώσει τη ζωή
Ναπολέων Σουκαντζίδης

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης δεν ήταν απλώς παρών μέσα στην κτηνωδία του Χαϊδαρίου, την βίωσε με όλο του το είναι.

Μετά την κατάληψη της Ελλάδας, οι Γερμανοί ανέθεσαν στους Ιταλούς τη διοίκηση και διαχείριση των στρατοπέδων όπως της Ακροναυπλίας, της Λάρισας και των Τρικάλων. Καθώς η αντίσταση εντεινόταν, οι αρχές κατέφευγαν σε αυστηρότερα μέτρα: διέλυσαν ευάλωτα στρατόπεδα και μετέφεραν τους κρατούμενους σε πιο ασφαλείς εγκαταστάσεις. Έτσι τον Μάιο του 1943, το στρατόπεδο των Τρικάλων καταργήθηκε και οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στη Λάρισα. Από τη Λάρισα Ακροναυπλιώτες και Αναφιώτες μεταφέρθηκαν στο Χαϊδάρι.

Το στρατόπεδο Χαϊδαρίου, αρχικά χτισμένο ως στρατώνας την περίοδο Μεταξά, βρισκόταν 8 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αθήνας, στη δεξιά πλευρά της Ιεράς Οδού. Το Χαϊδάρι ως ιταλικό στρατόπεδο διατηρήθηκε λίγες ημέρες μέχρι την ιταλική συνθηκολόγηση και από τις 10 Σεπτεμβρίου 1943 πέρασε στη γερμανική διοίκηση. Αποτελούνταν από πολλά κτίρια και σύντομα μετατράπηκε σε κέντρο κράτησης και εξόντωσης των αγωνιστών της αντίστασης. Υπό τον έλεγχο των Γερμανικών Ες Ντε (S-D) μετεξελίχθηκε σε ένα από τα πιο φοβερά στρατόπεδα βασανιστηρίων της κατοχικής Ελλάδας. Οι Ες Ντε είχαν νεκροκεφαλές στο πηλίκιό τους και διοικητή τον Πρώσσο Ραντόμσκυ.

Στο διάστημα από την παράδοση των Ιταλών μέχρι την είσοδο των Γερμανών στο Χαϊδάρι είχαν γίνει συνεννοήσεις του ΕΑΜ με τους Ιταλούς να αφήσουν κρατούμενους να αποδράσουν. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης μαζί με τους Δ. Παρτσαλίδη, Ζ. Ζωγράφο, Μ. Σινάκο και Δ. Παπαρήγα προσπάθησαν να αποδράσουν, όμως δεν πρόλαβαν. Μπήκαν στο στρατόπεδο οι Γερμανοί.

Χαϊδάρι. Αγγαρείες, χωρίς ουσία, εξαντλητικές, επιβάλλονταν με γρήγορο βήμα ή τρέξιμο, συνδυασμένες με ανελέητο κυνηγητό και μαστιγώματα, είτε με το παραμικρό, είτε και χωρίς καμία αφορμή. Αλλά όλα αυτά δεν επαρκούσαν για να ικανοποιήσουν την βαρβαρότητα και τη σαδιστική μανία του διοικητή του στρατοπέδου και των άγριων επιτελών του. Η βαρβαρότητα των βασανιστών δεν περιοριζόταν σε συγκεκριμένες μεθόδους. Αναζητούσαν διαρκώς νέους, πιο απάνθρωπους τρόπους εξόντωσης, τους οποίους επέβαλαν άλλοτε ως τιμωρία, άλλοτε ως άσκηση και άλλοτε απλώς για τη διασκέδασή τους.

Ο Ναπολέων. Ανάμεσα στους κρατούμενους του Χαϊδαρίου ξεχωρίζει η μορφή του Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Οι περισσότεροι, μάλλον, δεν τον γνωρίζετε, ίσως μερικοί τον θυμάστε από τη στάση του στην εκτέλεση* των 200 στην Καισαριανή, την Πρωτομαγιά του 1944.

Σίγουρα, όμως, ελάχιστοι ξέρετε ποιος ήταν ο Ναπολέων Σουκατζίδης πριν τη βάρβαρη εκτέλεση των 200.

Γεννήθηκε στην Προύσσα της Μικράς Ασίας το 1909. Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Αλκαλοχώρι του Ηρακλείου Κρήτης. Εργαζόταν ως λογιστής, είχε αποφοιτήσει με άριστα από τη Μέση Εμπορική Σχολή αλλά και από την Ανώτατη. Πολυμαθής, πολύγλωσσος, πνευματικός, μα πάνω απ’ όλα, ένας καλός άνθρωπος. Εμφανισιακά ήταν ψηλός, γεροδεμένος, γελαστός με εκφραστικά μάτια και με ένα φαλακρό κεφάλι από τα 33 του χρόνια. Ήταν τέτοια η προσωπικότητά του και η συνδικαλιστική του δράση, στον τόπο του, που εκλέχθηκε Πρόεδρος Εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου. Στις 6 Ιουνίου 1936 συλλαμβάνεται εξαιτίας της συνδικαλιστικής του δράσης και εξορίζεται στον Άη Στράτη. Στο νησί παρέμεινε ένα χρόνο και ύστερα μεταφέρθηκε στην Ακροναυπλία. Αργότερα τον πήγαν στα στρατόπεδα Τρικάλων, Λάρισας και Χαϊδαρίου.

Στο Χαϊδάρι έτρεχε για όλους, είχε τη θέση του στρατοπεδάρχη και του διερμηνέα του Διοικητή.

Ο Β. Ρώτας και η Βούλα Διαμιανάκου έγραψαν ένα κείμενο και ένα ποίημα για το Ν. Σουκατζίδη (βλέπε «Μνημόσυνο», 1961) εντυπωσιασμένοι από την προσωπικότητά του.

Ο Σουκατζίδης δεν ήταν απλώς παρών μέσα στην κτηνωδία του Χαϊδαρίου, την βίωσε με όλο του το είναι. Οι μαρτυρίες συγκρατουμένων του αποκαλύπτουν τη στάση του απέναντι στη βαρβαρότητα, αλλά και το τίμημα που πλήρωσε γι’ αυτή του την αξιοπρέπεια.

Γεγονότα από τον εγκλεισμό του στο Χαϊδάρι. Οι μαρτυρίες κρατουμένων, όπως του γιατρού Αντώνη Φλούντζη, αποκαλύπτουν με δραματικό τρόπο την προσωπική του στάση, αλλά και την αγριότητα του στρατοπέδου. Ο γιατρός του στρατοπέδου, και επίσης κρατούμενος και Ακροναυπλιώτης, Αντώνης Φλούντζης περιγράφει ένα χαρακτηριστικό γεγονός. Ο Ραντόμσκυ, διοικητής του Χαϊδαρίου, παρακολουθούσε μία ομάδα Εβραίων να κουβαλούν πέτρες. Ξεχώρισε έναν που θεώρησε πως κουβαλούσε τις λιγότερες και είπε στον Ναπολέοντα, «χτύπα τον»! [Συνήθιζε να βάζει κρατούμενους να χτυπούν άλλους κρατούμενους.]

-«Όχι κ. Διοικητά», απαντά ο Σουκαντζίδης, «δεν μπορώ να χτυπήσω συγκρατούμενό μου. Μα ούτε και κανένα άνθρωπο. Εγώ δεν έχω χτυπήσει στη ζωή μου ούτε σκυλί».

Παρά τις αγριοφωνάρες του Ραντόμσκυ και τις απειλές για τη ζωή του ο Ναπολέων αντιστάθηκε σθεναρά, «δεν θα γίνω βασανιστής ανθρώπων» του είπε και τότε ο «Σύρμας»** (ο Ραντόμσκυ) άρχισε να τον χτυπάει σε όλο του το σώμα, χωρίς λύπηση. Τον μαστίγωσε αλύπητα. Και αυτό δεν ήταν το μόνο περιστατικό.

Μία μέρα, καθώς ο Ναπολέων με τον «Σύρμα» πήγαιναν προς τα μαγειρεία ο διοικητής παρατήρησε πως τα βορεινά παράθυρα του πάνω ορόφου στο μπλοκ 3 ήταν κλειστά. Γύρισε στον Ναπολέοντα και του είπε έντονα πως δεν είχε δώσει κανένας τέτοια εντολή και να πάει αμέσως να βρει τον θαλαμάρχη και να του πει να τα ανοίξει.

Ο Ναπολέων ξεκίνησε να τρέχει αλλά δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί πάνω από είκοσι μέτρα όταν ο «Σύρμας» χωρίς καμία προειδοποίηση, έσκυψε, άρπαξε μία πέτρα και την εκτόξευσε με δύναμη, πετυχαίνοντάς τον στην πλάτη. Και πριν καλά καλά προλάβει ο Ναπολέων να αντιδράσει, έβγαλε το πιστόλι και τον πυροβόλησε. Ευτυχώς, αστόχησε. Η σφαίρα πέρασε δίπλα από τον Ναπολέοντα και καρφώθηκε στο χώμα.

Κάποτε στις 7 Ιανουαρίου 1944 τον χτύπησε στο πρόσωπο με μαστίγιο επειδή από τα ονόματα που καλούσε βάσει του καταλόγου που του είχε δώσει, εμφανίστηκαν μόνο έντεκα, πολύ λιγότεροι από τους τριάντα που ήθελε για εκτέλεση. Θα συνέχιζε να τον ξυλοκοπεί, αν δεν παρενέβαινε ένας αξιωματικός, εξηγώντας πως οι υπόλοιποι πιθανόν βρίσκονταν στην απομόνωση, κάτι που τελικά επιβεβαιώθηκε και από τον υποδιοικητή Λέφλερ.

Στις 7 Φεβρουαρίου τον μαστίγωσε στο πρόσωπο επειδή έγινε προσπάθεια από τους κρατούμενους να μεταφερθεί ο άρρωστος Εβραίος Μεγήρ στο αναρρωτήριο. Και κάποια άλλη στιγμή τον είχε χτυπήσει επανειλημμένα και με δύναμη στο κεφάλι χρησιμοποιώντας μία ξύλινη σανίδα.

Όταν κάποιος πέθαινε από τα βασανιστήρια, στον Ναπολέοντα, είχε ανατεθεί η ευθύνη να μεριμνά για την ταφή του, σε έναν χώρο πίσω από τα λουτρά, κοντά στα συρματοπλέγματα, σημείο που είχε μετατραπεί σε αυτοσχέδιο νεκροταφείο του στρατοπέδου. Ο Ναπολέων βοηθούσε παντού, ο Α. Φλούντζης αναφέρει πόσο προσπάθησε και κατάφερε να έρθει κλίβανος για τα ρούχα και τις κουβέρτες των κρατουμένων καθώς τους είχαν πνίξει οι ψείρες.

Η στάση του Σουκατζίδη στο Χαϊδάρι, η αξιοπρέπεια και η άρνησή του να μετατραπεί σε βασανιστή, τον ανέδειξαν σε πρόσωπο σεβαστό ακόμα και στους πιο σιωπηλούς συγκρατούμενούς του. Μα το σπουδαιότερο δεν ήταν μόνο η αντοχή του στα βασανιστήρια, αλλά η επιλογή του να σταθεί ως άνθρωπος και την τελευταία στιγμή.

Την Πρωτομαγιά του 1944, όταν οι Γερμανοί ανακοίνωσαν την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών ως αντίποινα για τη δολοφονία ενός Γερμανού στρατηγού, του προσέφεραν την «ευκαιρία» να εξαιρεθεί, αφού ήταν ο μεταφραστής των διαταγών. Εκείνος αρνήθηκε. Δεν άφησε τη θέση του. Διάβασε με καθαρή φωνή τα ονόματα των συντρόφων του και στάθηκε πλάι τους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Δεν διάλεξε τον θάνατο. Διάλεξε να μην προδώσει τη ζωή.

ΠΗΓΗ:

Αντώνης Φλούντζης, Χαϊδάρι. Κάστρο και βωμός της εθνικής αντίστασης, Παπαζήση, 1976

*12 Δεκεμβρίου 1943 έγινε η πρώτη μαζική εκτέλεση κρατουμένων. Όσοι προορίζονταν για εκτέλεση τους έβγαζαν τα ρούχα ώστε να μην χρεώνεται το Ράιχ με επιπλέον έξοδα. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσαν οι 200 της Καισαριανής που φορούσαν τα ρούχα τους.

**Τον Ραντόμσκυ τον ονόμαζαν «Σύρμας» επειδή ήταν σκληρός, βάρβαρος, αδίστακτος και ένας χυδαίος βασανιστής και όταν τον έβλεπαν οι κρατούμενοι να έρχεται φώναζαν «σύρμα», και έτσι του έμεινε το παρατσούκλι ο «Σύρμας».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα