Όταν ο γαμπρός αναγκάστηκε να ακυρώσει το γάμο γιατί η νύφη λέρωσε τα χέρια της με αίμα

Όταν ο γαμπρός αναγκάστηκε να ακυρώσει το γάμο γιατί η νύφη λέρωσε τα χέρια της με αίμα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ // Ο Γ. ΛΑΓΟΣ ΣΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ (EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ) Eurokinissi

Στη σύγχρονη ιστορία της η Ελλάδα έχει παρακολουθήσει πολλές φορές τα πόδια να σηκώνονται και να χτυπούν το κεφάλι. Εν έτει 2020 έμελλε να συμβεί ακόμη μία φορά...

To ελληνικό μετεμφυλιακό κράτος χτίστηκε πάνω σε μία εξόφθλαμη αντίφαση, σε μία φυσιολογική-με τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής-αντικανονικότητα.

Υπό νορμάλ συνθήκες όσοι πρωταγωνίστησαν στην προσπάθεια αντίστασης στον κατακτητή κατά την κατοχή και της οικοδόμησης μίας νέας δημοκρατίας βασισμένης σε γερά θεμέλια, θα έπρεπε να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και τον πρώτο λόγο.

Οι δωσίλογοι, από την πλευρά τους, και όσοι συνεργάστηκαν με τους ναζί θα έπρεπε να κριθούν από τη δικαιοσύνη (τουλάχιστον). Εν τέλει, από τη Συμφωνία της Βάρκιζας και μετά (Φεβρουάριος του 1945) έγινε το ακριβώς αντίθετο. Οι δωσίλογοι έβγαλαν μέσα σε μία νύχτα τις γερμανικές στολές και φόρεσαν τις ελληνικές για να ενταχθούν αμόλυντοι στον εθνικό κορμό και οι αντιστασιακοί κυνηγήθηκαν λυσσωδώς (μέχρι και τα τρίτα τους ξαδέρφια με τον περιβόητο νόμο περί κοινωνικών φρονημάτων) έτσι ώστε να μετατραπούν σε παρίες της πολιτικής ζωής.

Η ανωμαλία αυτή, τα πόδια δηλαδή να χτυπούν το κεφάλι, κράτησε κάτι παραπάνω από 30 χρόνια. Τερματίστηκε, όχι με τη Μεταπολίτευση όπως θα περίμενε κανείς αλλά με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 όταν και αναγνωρίστηκε επίσημα από το ελληνικό κράτος η Εθνική Αντίσταση και οι αριστεροί έπαψαν να νιώθουν ξένοι και ανεπιθύμητοι στην ίδια τους τη χώρα. Είχε προηγηθεί-κατά τη Χούντα- μία νέα δόση της πολιτικής αντικανονικότητας, της αντιποίησης αρχής θα μπορούσε να πει κάποιος-όταν οι λιγοστοί αντιστασιακοί της περιόδου 1967-1974 είδαν προς μεγάλη έκπληξή τους τους δρόμους να πλημμυρίζουν λίγο πριν από την έλευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και ορδές κόσμου να ουρλιάζουν “δώστε τη Χούντα στο λαό”. Που ήταν όλοι αυτοί επτά χρόνια; Πουθενά! Λούφαζαν και ιδιώτευαν στο μικροκόσμο τους.

Οι επόμενες γενιές είναι αλήθεια ότι μεγάλωσαν σε πιο ομαλές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Η Αριστερά είχε πια αποκατασταθεί όχι μόνο de jure αλλά και de facto, τα κόμματα εναλλάσονταν ομαλά στην εξουσία, η πολιτική βία μειώθηκε στο ελάχιστο, αν εξαιρέσει κανείς τη θλιβερή περίπτωση της 17Ν που νόμιζε ότι σκοτώνοντας εφοπλιστές, διπλωμάτες και εκδότες θα άλλαζε τον κόσμο. Μέχρι και ο Πορτοκάλογλου με τους Φατμέ τραγούδησαν αυτή την ανία, την απουσία πολύ μεγάλων πολιτικών γεγονότων και συγκινήσεων με μία τάση παραπονιάρικη που πάντα διακρίνει τους νέους (Χούντα δε θυμάμαι, μα ούτε ελευθερία, της μεταπολίτευσης καημένη γενιά, άχρωμα όλα και λειψά).

Στην ανία αυτή έβαλε βίαια τέλος η χρεοκωπία της χώρας και τα τρία απανωτά μνημόνια την προηγούμενη δεκαετία. Οι γενιές μας είχαν πια αυτό που ζητούσαν τόσα χρόνια. Την ευκαιρία να δράσουν και να βάλουν τη δική τους σφραγίδα στα γεγονότα. Το προσπάθησαν είναι αλήθεια, ο ιστορικός του μέλλοντος θα κρίνει αν τα κατάφεραν ή όχι. Αθελά τους όμως άρχισαν να κουβαλάνε το σταυρό που κουβαλούσαν και οι παππούδες τους.

Οι αντιφασίστες των καιρών μας δεν ήταν κατά βάση πάρα πολλοί. Συλλογικότητες από το χώρο της αριστεράς και της αναρχίας, λίγα πολιτικά κόμματα, κυρίως αυτά με τις αριστερές καταβολές, ανεξάρτητοι και ανένταχτοι που δεν γούσταραν το φασισμό και όσα πρέσβευε, αυτοί. Η πλειοψηφία, δυστυχώς, βρισκόταν στην άλλη πλευρά. Οι τηλεμαϊντανοί χαϊδευαν τους Χρυσαυγίτες, οι σελέμπριτις κάθε άλλο παρά σοκαρισμένοι δήλωναν με την είσοδο στη Βουλή των φασιστών, οι σκυλοπόπ τραγουδιστές είχαν το δικό τους τρόπο να τους αβαντάρουν.

Και η ελληνική δεξιά; Παλιά της τέχνη κόσκινο. Σφιχταγκάλιασμα πίσω από τις κουρτίνες, πολιτικό φλερτ και ανταγωνισμό στη σκληρότητα των συνθημάτων για τις ψήφους των απανταχού κυρ-Παντελήδων. Εξω οι λαθρομετανάστες φώναζε η Χρυσή Αυγή; Να ‘σου τα ίδια από τα προεκλογικά -και όχι μόνο-μπαλκόνια ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς. Και κάποιοι συνάδελφοι δημοσιογράφοι να σιγοντάρουν μακιγιάροντας την πολυχρονεμένη νύφη έτσι ώστε να μην φαίνεται αποτρόπαια και άσχημη. Από προξενιό ο γάμος, αλλά έπρεπε να γίνει, αλλιώς θα χανόταν η προίκα (βλέπε εξουσία).

Ολα αυτά μέχρι τη δολοφονία Φύσσα. Ο γάμος, τότε, σχόλασε γιατί ακόμα και οι καλεσμένοι δυστρόπησαν. Οκ, να είναι άσχημη η νύφη αλλά να έχει και τα χέρια της βαμμένα με αίμα; Αυτό πήγαινε πολύ. Και έτσι ο παρολίγον σύζυγος αναγκάστηκε να ζητήσει διαζύγιο πριν καν περάσει τα δαχτυλίδια. Δεν είχε άλλη επιλογή.

Καλώς έπραξε. Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι εν έτει 2020 ο παρ’ ολίγον γαμπρός να παρουσιάζεται διώκτης αντί για υποψήφιος σύζυγος της άσχημης και δολοφόνου νύφης πάει πολύ. Και προς κακή τους τύχη οι αντιφασίστες αυτής της δύσκολης εποχής παρακολούθησαν στην τηλεόραση και τους υπολογιστές τους άγνωστους στους ίδιους ανθρώπους να πανηγυρίζουν και να εκφράζουν την απόλυτη ικανοποίησή τους για τη δικαστική απόφαση. Ανθρώπους που δεν κούνησαν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι για να νικηθεί η Χρυσή Αυγή και ο νεοναζισμός, είτε στον αστερισμό των ιδεών είτε ακόμη περισσότερο στο δρόμο.

Αντ’ αυτού, οι όψιμοι αντιφασίστες άρχισαν να δείχνουν με το δάχτυλο τους πολιτικούς τους αντιπάλους και να παρουσιάζουν αυτούς ως υποψήφιους γαμπρούς της πολυχρονεμένης νύφης. Μα είχατε τυπώσει και τα προσκλητήρια αγαπητοί…Τα ξεχάσατε; Οχι βέβαια! Αλλά ήταν μία ακόμη ευκαιρία τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα