Στην Ελλάδα του Euro 2004, ονειρευόμασταν με δανεικά

Στην Ελλάδα του Euro 2004, ονειρευόμασταν με δανεικά
Ομόνοια 2004: Πανηγυρισμοί γα την κατάκτηση του Euro AP

Η εθνική γιορτή, η επίπλαστη ευμάρεια και το εθνικό πένθος. Από τον θρίαμβο της αρμάδας του Ρεχάγκελ το 2004 στην ανώμαλη "προσγείωση". Η Ελλάδα του 2004 σε όλες τις εκφάνσεις της.

Η κομψή πενηντάρα με το ιδιαίτερο ντύσιμο ταλαιπώρησε πάνω από μία ώρα τις πωλήτριες του πολυκαταστήματος. Μετά από μεγάλη προσπάθεια κατέληξε σε έξι ζευγάρια παπούτσια. Σημειωτέον, από τα ακριβά, το κατάστημα έτσι και αλλιώς πωλούσε μόνο συγκεκριμένες μάρκες. Πήγε στο ταμείο, έμαθε το ποσό που πρέπει να πληρώσει και έδωσε την κάρτα της. Η ταμίας την πληροφόρησε ότι το πιστωτικό όριο της κάρτας έχει ξεπεραστεί. Ατάραχη η κομψή πενηντάρα έδωσε άλλη κάρτα, τη δεύτερη. Και εν συνεχεία την τρίτη. Και την τέταρτη. Κανένα θέμα. Πλήρωσε τελικά με την έκτη (!) κάρτα που έβγαλε από το πορτοφόλι της. Φανερά ικανοποιημένη, κανόνισε τα της αποστολής στο σπίτι της, έβαλε τα γυαλιά της και αγέρωχη πέρασε την πόρτα της εξόδου. Στην Ελλάδα του 2004, φίλε αναγνώστη, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Μα κανένα απολύτως πρόβλημα!

2004: Ο προπονητής της εθνικής ομάδας Ότο Ρεχάγκελ AP

Μην βιαστείτε να τοποθετήσετε το παραπάνω περιστατικό στη σφαίρα του απίθανου. Είναι απολύτως πραγματικό και συνέβη σε πολύ γνωστό πολυκατάστημα της Αθήνας το τρομερό καλοκαίρι του 2004, λίγες ημέρες αφότου ο Αγγελος Χαριστέας και τα υπόλοιπα παιδιά του Οτο Ρεχάγκελ είχαν στείλει τον πλανήτη αδιάβαστο κατακτώντας το Euro 2004 και προκαλώντας απανωτούς οργασμούς χαράς στους απανταχού Ελληνες και λίγες ημέρες πριν η Ελλάδα υποδεχθεί τον υπόλοιπο κόσμο στο Ολυμπιακό Στάδιο για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.

Περιγράφει ανάγλυφα την Ελλάδα της επίπλαστης ευμάρειας. Την “ισχυρή Ελλάδα” όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Κώστας Σημίτης (Πρωθυπουργός μέχρι τις 7 Μαρτίου του 2004) που όμως, όπως αποδείχθηκε πολύ αργότερα, στηριζόταν σε πήλινα πόδια. Το 2004 ζούσαμε πάντως το όνειρό μας σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στον αθλητικό, αρκεί κανείς να σκεφτεί την ευκολία με την οποία ο Ελληνας της εποχής αποκτούσε χρήματα.

Βουλευτικές εκλογές 2004. Ο Κώστας Σημίτης ψηφίζει στον Πειραιά EUROKINISSI

Χρήματα όχι φυσικά δικά του αλλά δανεικά από τις τράπεζες οι οποίες μοίραζαν λεφτά για κάθε πιθανό ή απίθανο σκοπό. Εμπαινες, όπως έλεγαν τραπεζικοί της εποχής, σε τραπεζικό κατάστημα μόνο με την ταυτότητά σου και έβγαινες με μίνιμουμ 3000 ευρώ. Δεν σε ρωτούσε κανείς τίποτα. Ηθελες να πάρεις το δάνειο; Το έπαιρνες και έξω από την πόρτα. Η Μύκονος, λόγου χάρη, σε περίμενε. Η κοπέλα σου ή το αγόρι σου σε περίμενε. Εκλεινες αμέσως αεροπορικά και διαμονή για την Ιμπιθα. Εκανες αυτό που γούσταρες.

Δεν ήθελες μετρητά; Υπήρχαν οι κάρτες. Εβγαζες σχεδόν όσες ήθελες. Τις φούσκωνες μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε. Αγόραζες (συνήθως πράγματα που δεν χρειαζόσουν στην πραγματικότητα), ικανοποιούσες την ανάγκη για ολοένα μεγαλύτερη κατανάλωση, τα μαγαζιά πανηγύριζαν για τις πωλήσεις τους, οι τράπεζες κρατούσαν τους πελάτες τους ικανοποιημένους. Μία απέραντη αλλά ψεύτικη ευτυχία.

Πριν το καλοκαίρι των μεγάλων αθλητικών-και όχι μόνο- εξάψεων, στην Ελλάδα συνέβη και μία πολιτική αλλαγή. Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε την εξουσία μετά από 11 χρόνια συνεχούς παραμονής σ’ αυτήν και παρέδωσε τη σκυτάλη στη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή.

Κώστας Καραμανλής 2004 EUROKINISSI

Με κύριους άξονες την “ήπια δημοσιονομική προσαρμογή” και την “επανίδρυση του κράτους” η νέα κυβέρνηση θέλησε να αφήσει τη δική της σφραγίδα. Για την ακρίβεια δεν άλλαξε πολλά πράγματα. Και τα νούμερα μάλλον συνηγορούσαν σε εκείνη την επιλογή της. Η ελληνική οικονομία το 2004 έτρεχε με ρυθμούς ανάπτυξης μεγαλύτερους του 5%, η ανεργία μόλις που ξεπερνούσε το 10% (και θεωρούνταν και σχετικά υψηλή), το ποσοστό της φτώχειας ήταν μικρότερο του 20% ενώ στις τράπεζες οι Ελληνες είχαν ακουμπήσει περισσότερα από 150 δις ευρώ αποταμιεύσεων.

Μέσα σ’ αυτή τη ραστώνη που είχε δημιουργήσει η επίπλαστη ευμάρεια, ουδείς ήθελε να αλλάξει κάτι ή να τα βάλει με παθογένειες δεκαετιών. Γιατί να χαλάσουμε στο κάτω-κάτω βρε αδερφέ τις συνήθειές μας; Με δανεικά μεγαλουργήσαμε στο προτύτερο παρελθόν, με δανεικά μεγαλουργούσαμε και τότε. Οι κάνουλες ήταν ανοιχτές και οι πιο καπάτσοι το εκμεταλλεύονταν όχι μόνο για τον προσωπικό τους πλουτισμό αλλά και την κοινωνική τους ανέλιξη.

Η κυβέρνηση Καραμανλή έβαλε τα πάντα στον αυτόματο και αυτός ο αυτόματος εκείνο το καλοκαίρι την οδήγησε σε απίστευτα μέρη. Ποιος δεν θα ήθελε να κυβερνά έναν λαό ο οποίος βρισκόταν υπό το καθεστώς μέθεξης για περισσότερο από δύο μήνες;. Από τη στιγμή που ο Γιώργος Καραγκούνης σκόραρε στο εναρκτήριο ματς του Euro 2004 κόντρα στην Πορτογαλία μέχρι που έπεσε η αυλαία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας πέρασαν για την ακρίβεια 78 ημέρες κατά τις οποίες ο Ελληνας είχε σχεδόν καθημερινά και ένα καινούργιο λόγο να πανηγυρίζει.

Πορτογαλία 2004: Η στιγμή που η ποδοσφαιρική ομάδα της εθνικής Ελλάδας σηκώνει την κούπα ASSOCIATED PRESS

Το ποδοσφαιρικό έπος της Πορτογαλίας, το μεγαλύτερο και πιο ένδοξο που γράφτηκε ποτέ στο βασιλιά των σπορ, διαφήμισε την Ελλάδα στα πέρατα της γης. Οι αναφορές, καθημερινές και διθυραμβικές όπως ήταν αναμενόμενο, χάρισαν το καλύτερο μπουστάρισμα στους επικείμενους Ολυμπιακούς Αγώνες για τους οποίους η χώρα προετοιμαζόταν πυρετωδώς ήδη από το 1997. Εκείνη την εποχή όσοι έγραφαν και επιχειρηματολογούσαν για τις σπατάλες ήταν απλά εχθροί του έθνους. Οταν αργότερα ήρθε ο λογαριασμός, οι περισσότεροι κατάλαβαν αλλά εκείνη την ώρα, την ώρα της μεγάλης προσμονής, ουδείς έδινε σημασία στις αντίθετες φωνές. Επρεπε να τελειώσει η μεγάλη αποστολή που ο Κώστας Λαλιώτης είχε βαπτίσει ως τη νέα μεγάλη ιδέα του έθνους.

Πολιτικά αυτό βόλεψε αφάνταστα την τότε κυβέρνηση όχι μόνο να κερδίσει πολύτιμο πολιτικό χρόνο αλλά και να μην σπαταλήσει ούτε δράμι από το πολιτικό της κεφάλαιο. Ολα πήγαιναν δεξιά. Ο Καραμανλής στους πρώτους μήνες της θητείας του είδε την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου να αναδεικνύεται πρωταθλήτρια Ευρώπης (με τον ίδιο παρόντα στο γήπεδο να πανηγυρίζει έξαλλα) και την Ελλάδα να διοργανώνει ίσως τους πιο λαμπερούς και άρτιους Ολυμπιακούς Αγώνες που διοργανώθηκαν ποτέ (με μία τελετή έναρξης που πέρασε στην ιστορία).

Η Ελλάδα εκείνου του ανεπανάληπτου καλοκαιριού απέδειξε αν μην τι άλλο ότι ξέρει να απολαμβάνει τις χαρές της ζωής και τις συχνά απροσδόκητες ευκαιρίες που αυτή φέρνει. Απαντες-κακά τα ψέματα-βουτήξαμε στη θάλασσα των ηδονιστικών συναισθημάτων και για κάποιο διάστημα αποκτήσαμε την ψευδαίσθηση ότι ζούσαμε πράγματι σε μία κανονική ευρωπαϊκή χώρα. Με το ευρώ της, με το μετρό της, με τη μεγάλη της ανάπτυξη, με τα ολυμπιακά της μετάλλια, με το Euro της, με όλα. Δεν επιθυμούσαμε σε καμία περίπτωση κάποιος να μας χαλάσει το όνειρο και να μας επαναφέρει στην πραγματικότητα.

Ολυμπιακοί αγώνες 2004: Στιγμιότυπο από την τελετή λήξης AP

Από την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων στα τέλη του Αυγούστου του 2004 μέχρι την είσοδο της χώρας στο πρώτο μνημόνιο τον Μάιο του 2010 μεσολάβησαν ούτε έξι χρόνια. Χρόνος όμως που εν τέλει αποδείχθηκε πολύς για να καταδείξει ότι τα παλάτια εκείνου του καλοκαιριού χτίστηκαν στην άμμο (και με δανεικά λεφτά). Και ως γνωστόν, το αναφέρει και το γνωστό άσμα, είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια.

Μας κατηγόρησαν έκτοτε ότι ζούσαμε παραπάνω από τις δυνατότητές μας. Μας λοιδώρησαν για την εργατικότητά μας. Μας συκοφάντησαν για τις επιλογές των ηγετών μας αλλά και τις δικές μας. Ισως όχι άδικα, αλλά πάντως τρομερά άκομψα. Ας είναι…

Εμείς θα έχουμε πάντα το καλοκαίρι του 2004. Και ως παράδειγμα και ως αντιπαράδειγμα. Παράδειγμα γιατί αποδείχθηκε ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες μερικές χούφτες Ελλήνων μπορούν να πετύχουν θαύματα για τα οποία μπορεί να μιλάει όλος ο πλανήτης. Αντιπαράδειγμα διότι μέσα στην εξάψή μας, ποτέ δεν διανοηθήκαμε να μετακινήσουμε λίγο την κουρτίνα και να δούμε τι κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Κοιμηθήκαμε το μακάριο ύπνο μας μέχρι που τα ορμητικά νερά της κρίσης του 2010 μας ξύπνησαν απότομα και έκτοτε μας κρατούν ακόμη ξύπνιους και τρομαγμένους.

Εuro 2004: Ελληνας φίλαθλος AP

Θα ζήσουμε, άραγε, ποτέ ανάλογο καλοκαίρι σαν αυτό του 2004; Δεν υπάρχει απάντηση. Ή, μάλλον, υπάρχει. Καλύτερα όχι. Ουσιαστικά το καλοκαίρι του 2004 ήταν αυτό που οι Αμερικανοί λένε once in a lifetime. Eνα οργιαστικό μεθύσι, το καλύτερο της ζωής μας, από το οποίο ξυπνήσαμε τόσο ζαλισμένοι που κάναμε καιρό να συνέλθουμε. Δεν ήταν, κοντολογίς, κανονικότητα. Και πως θα μπορούσε να είναι κανονικότητα να παίρνει η Ελλάδα το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του ποδοσφαίρου μέσα στην έδρα του διοργανωτή του τουρνουά; Η 4η Ιουλίου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μία ακόμη εθνική εορτή. Αλλά και η αφορμή για να θυμόμαστε την εποχή της επίπλαστης ευμάρειας. Αρα και κάτι σαν εθνικό πένθος. Γέλιο και δάκρυ την ίδια στιγμή.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα