Ο “κανόνας του 1%”: Μια ευκαιρία για την Ελλάδα στην εποχή της ΑΙ
Διαβάζεται σε 5'
Αν τουλάχιστον το 1% κάθε επένδυσης σε ΑΙ κατευθύνεται μεθοδικά σε υψηλού επιπέδου ψηφιακό εγγραματισμό και επιμόρφωση, μια χώρα όπως η Ελλάδα θα μπορέσει να πολλαπλασιάσει το οικονομικό της αποτύπωμα μέσα σε μια δεκαετία.
- 18 Ιουνίου 2025 08:30
Μέσα στο 2025, οι «τέσσερις μεγάλοι» της Silicon Valley (Microsoft, Alphabet, Amazon και Meta) προγραμματίζουν επενδύσεις άνω των 300 δισ. δολαρίων, κυρίως για κέντρα δεδομένων και εξοπλισμό ΤΝ. Ποσό υπερτριπλάσιο σε σχέση με πέντε χρόνια πριν. Και μέχρι το 2030, η McKinsey εκτιμά ότι θα απαιτηθούν 6,7 τρισ. δολάρια σε παγκόσμιες επενδύσεις μόνο για την κάλυψη της υπολογιστικής ζήτησης που θα φέρει η AI.
Όμως, το πραγματικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα δεν θα κριθεί στα petaflops των hyperscale data centers, αλλά στην εκπαίδευση της νέας γενιάς: από τους προγραμματιστές και τους ερευνητές μέχρι τους γιατρούς, τους γεωπόνους και κάθε επαγγελματία που θα αξιοποιεί δημιουργικά την τεχνητή νοημοσύνη.
Η ελληνική αγορά εργασίας βρίσκεται υπό έντονη πίεση. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, περίπου 200.000 θέσεις που απαιτούν βασικές ή προχωρημένες ψηφιακές δεξιότητες μένουν κενές. Ταυτόχρονα, η αγορά μετράει τουλάχιστον 188 νεοφυείς εταιρείες στον τομέα της ΑΙ, η δεύτερη μεγαλύτερη δεξαμενή στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, χωρίς όμως μια κρίσιμη μάζα εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού για να τις στηρίξει.
Η πρότασή μου είναι απλή: Αν τουλάχιστον το 1% κάθε επένδυσης σε ΑΙ κατευθύνεται μεθοδικά σε υψηλού επιπέδου ψηφιακό εγγραματισμό και επιμόρφωση, μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα θα μπορέσει να πολλαπλασιάσει το οικονομικό της αποτύπωμα μέσα σε μια δεκαετία.
Εύλογη ένσταση: Μα δεν φτάνουν τα 760 εκ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που προορίζονται σε προγράμματα αναβάθμισης ψηφιακών δεξιοτήτων; Ναι, είναι αναγκαία. Αλλά, πρώτον, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα βασικών κυρίως δεξιοτήτων. Και δεύτερον, η χρηματοδότηση λήγει το 2027, όταν ο ρυθμός επένδυσης σε ΑΙ θα κορυφώνεται.
Αντιθέτως, ένας “Εθνικός ΑΙ Λογαριασμός 1%” εξασφαλίζει μόνιμη ροή στρατηγικής σημασίας πόρων. Ένα παράδειγμα: για κάθε δισ. ευρώ που επενδύεται σε hyperscale data centers, λιγότερα από 10 εκ. κατευθύνονται σήμερα σε AI εγγραματισμό, λιγότερα από το κόστος ενός μικρού GPU-cluster. Η εισφορά 1% αντιστρέφει την αναλογία, εξασφαλίζοντας αντίστοιχο ποσό για επιμόρφωση, κάθε φορά που επενδύεται νέο κεφάλαιο. Έτσι, οι ίδιες εταιρείες που ωφελούνται από εκπαιδευμένο ταλέντο πληρώνουν για να το δημιουργήσουν.
Ο ευρωπαϊκός Κανονισμός για την ΤΝ, το γνωστό ΕU AI Act, μάς προσφέρει μοναδικό μοχλό. Το άρθρο 4 επιβάλλει σε παρόχους και χρήστες να εξασφαλίζουν «επαρκή επίπεδα αλφαβητισμού στην AI» προτού καν ενεργοποιηθούν οι περισσότερες βαριές διατάξεις του Κανονισμού. Αντί να δούμε την υποχρέωση αυτή ως ακόμη ένα βάρος, ας τη μετατρέψουμε σε πλεονέκτημα: να θεσπίσουμε, με τον ίδιο νόμο που θα εναρμονίσει το εθνικό δίκαιο με την AI Act το 2025, τον “κανόνα του 1%”. Κάθε παραγγελία, κάθε δημόσια ή ιδιωτική επένδυση σε ΑΙ θα καταθέτει το 1% του προϋπολογισμού της σε έναν ανεξάρτητο φορέα ο οποίος θα χρηματοδοτεί υποτροφίες επανακατάρτισης, θερινά σχολεία, εργαστήρια ανοιχτής και διεπιστημονικής συνεργασίας σε κάθε περιφέρεια της χώρας.
Δεν είναι ευχολόγιο αλλά ιστορικά τεκμηριωμένη οικονομική στρατηγική. Ο πολιτικός επιστήμονας Jeffrey Ding μάς υπενθυμίζει ότι η υπεροχή στις λεγόμενες «τεχνολογίες γενικής χρήσης», από τον ατμό έως το Διαδίκτυο, σχηματίζεται όταν τα κράτη ενισχύουν τη βάση επιστημόνων και τεχνολόγων τους. Και όχι όταν απλώς επιδοτούν «ελίτ εργαστήρια». Η Αμερική του 19ου αιώνα εκτόπισε τη Βρετανία όχι επειδή εφηύρε περισσότερες μηχανές, αλλά επειδή γέμισε την ενδοχώρα της με σχολές εφαρμοσμένης μηχανικής. Μια ανάλογη ευκαιρία διαμορφώνεται τώρα για χώρες που θα επενδύσουν πρώτα στη διάχυση της γνώσης.
Η Εθνική Στρατηγική για την AI αναγνωρίζει την εκπαίδευση και την έρευνα ως πυρήνες της ψηφιακής μας μετάβασης. Λείπει όμως ο μηχανισμός που θα εξασφαλίσει σταθερή χρηματοδότηση σε αυτούς τους κρίσμους πυλώνες. Ο προτεινόμενος “κανόνας του 1%” συμπληρώνει ακριβώς αυτό το κενό, μετατρέποντας την κανονιστική συμμόρφωση σε επενδυτική ευκαιρία.
Είναι όμως ρεαλιστικός ένας τέτοιος κανόνας; Η απάντηση είναι ναι και μάλιστα με το παραπάνω. Δεν πρόκειται για φορολόγηση, αλλά για μια ελάχιστη στρατηγική επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο που θα στηρίξει την ίδια την αγορά της ΑΙ. Με απλούς υπολογισμούς: ένα ποσοστό 1% σε ένα επενδυτικό σχέδιο 100 εκατ. ευρώ αντιστοιχεί σε μόλις 1 εκατ. ευρώ για επιμόρφωση. Λιγότερα απ’ ό,τι κοστίζει η εγκατάσταση ενός μεσαίου GPU-cluster. Πρόκειται για ένα βιώσιμο κατώφλι (και όχι ανώτατο όριο) που ευθυγραμμίζει δημόσιο και ιδιωτικό συμφέρον.
Τα οφέλη θα είναι χειροπιαστά και ταχέως μετρήσιμα. Παραγωγικότητα από τα λιοτρίβια της Μεσσηνίας, όπου η υπολογιστική όραση ταξινομεί ελιές ανάλογα με την ποιότητά τους, μέχρι τα ναυτιλιακά γραφεία του Πειραιά που βελτιστοποιούν δρομολόγια με προγνωστικά μοντέλα. Αναστροφή του brain drain μέσα από εγχώριες ευκαιρίες (brain retain), καθώς οι νέοι θα βρίσκουν στη χώρα τους συναφή πεδία τεχνολογικής ανάπτυξης. Και, βέβαια, ένα σταθερό πλαίσιο συμμόρφωσης που μειώνει την κανονιστική ασάφεια και ενισχύει τη θεσμική αξιοπιστία επιχειρήσεων και οργανισμών.
Η ελληνική Βουλή θα ψηφίσει εντός των επόμενων μηνών την εναρμόνιση με τον ευρωπαϊκό Κανονισμό για την AI. Είναι η κατάλληλη στιγμή για κάτι περισσότερο από απλή συμμόρφωση. Είναι η στιγμή για μια προσθήκη στον νόμο που θα έχει απήχηση για δεκαετίες: 1% για την εκπαίδευση. 1% για τη διάχυση της ΑΙ. 1% για να έχει η Ελλάδα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην ψηφιακή εποχή.