Πλάκα μας κάνεις…

Πλάκα μας κάνεις…

"Ο Τζιμάκος επιτέλους απολύθηκε, στραβάδια, και ο κόσμος έγινε λίγο πιο θλιβερός και γκρίζος. Μακάρι η είδηση του θανάτου του να ήταν μία ακόμα πλάκα"

«Μην παίρνετε ναρκωτικά – δεν φτάνουν για όλους». Δεν θα ξεχάσω αυτό το γκράφιτι που είχα δει σ’ ένα μαγαζί που εμφανιζόταν ο Τζιμάκος ο Πανούσης πριν από πολλά χρόνια – ακόμα γελάω όταν το σκέφτομαι. Επίσης, μέρος της προσωπικής μου μυθολογίας είναι μια ιστορία που είχα ακούσει για το πώς παραιτήθηκε ο Πανούσης από την Εθνική Τράπεζα, για να γίνει καλλιτέχνης. Κάποια στιγμή λοιπόν απλώς σταμάτησε να πηγαίνει στο γραφείο. Όταν ο προϊστάμενός του τού τηλεφώνησε για να του ζητήσει εξηγήσεις για την απουσία του, ο Πανούσης, του εκμυστηρεύτηκε, σοβαρά και συγκινητικά, πως είναι έγκυος, και γι’ αυτό δεν μπορεί να παρουσιαστεί στην εργασία του.

Αλήθεια; Ψέματα; Τί σημασία έχει, εφόσον είναι μια ωραία ιστορία, που έχει πλάκα. Η πλάκα, δηλαδή, σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, το περιπαικτικό αστείο σε βάρος κάποιου, και γενικότερα η διασκέδαση με πειράγματα και αστεία, ήταν το είδος της Τέχνης που υπηρετούσε ο Τζιμάκος ο Πανούσης. Ξεκινώντας από τον εαυτό του, σατίριζε τους πάντες και τα πάντα: τη σημαία και το σφυροδρέπανο, τις ιδεολογίες και την πίστη, το οπαδιλίκι και το αντριλίκι, τους μικροαστούς και τους πολιτικούς, το σεξ και τα μίντια, το στρατό και την εκκλησία, τους άντρες και τις γυναίκες, τους μπάτσους και τους φασίστες, του κομουνιστές και τους εθνικόφρονες, τους φτωχούς και τους πλούσιους, τη ζωή και τον θάνατο. 

Ασφαλώς και η πλάκα του ενίοτε ήταν χοντροκομμένη, χυδαία, προσβλητική, ισοπεδωτική, υπερβολική και εμμονική. Επίσης, από αυτή ζούσε, αυτή πουλούσε για να ευημερήσει, αυτό ήταν το νούμερό του, όπως άλλοι τραγουδάνε λαϊκοπόπ, ή φτιάχνουν κεντροαριστερά κόμματα, η κάνουν ινσταλέισον μοντέρνας τέχνης, λέμε τώρα. Δεν ξέρω για την προσωπική του ιδεολογία, τί είχε βαθιά μέσα στη καρδιά και το μυαλό του, και δεν μ’ενδιαφέρει. Είπαμε, το προϊόν του Τζιμάκου ήταν η πλάκα, και την υπηρέτησε ευδοκίμως και φιλοτίμως, παραμένοντας επί των σατιρικών επάλξεων μέχρι την τελευταία του στιγμή.

Ποτέ ο Τζιμάκος δεν άρεσε στους σοβαροφανείς – οι αληθινά σοβαροί μπορεί να ενοχλούνταν, αλλά τουλάχιστον εκτιμούσαν το πηγαίο του ταλέντο, το αριστοφανικό του χιούμορ, την εκρηκτική του σκηνική ζωτικότητα, το στόμα του το απύλωτο που ξερνούσε ωκεανούς πιπεράτου λόγου. Οι σοβαροφανείς, αυτές οι ξύλινες μούρες, οι έχοντες καταπιεί μπαστούνι, οι εξ επαγγέλματος δυσκοίλιοι, όλοι αυτοί δυστυχώς αφθονούν, είναι πέντε στο δεκάρικο, ο τόπος βρομάει από δαύτους. Όμως άνθρωποι σαν τον Πανούση σπανίζουν, είναι το αλάτι της Γης, μην αφήνοντάς την να σαπίσει, να καλυφθεί από τη μούχλα της έγκριτης μετριότητας.

Ο Τζιμάκος επιτέλους απολύθηκε, στραβάδια, και ο κόσμος έγινε λίγο πιο θλιβερός και γκρίζος. Μακάρι η είδηση του θανάτου του να ήταν μία ακόμα πλάκα.

*Ο Παύλος Μεθενίτης είναι δημοσιογράφος του Ραδιοφώνου 24/7.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα