Περί νεοπλουτισμού και πλουτισμού γενικώς

Διαβάζεται σε 7'
Περί νεοπλουτισμού και πλουτισμού γενικώς
Istock

Πως ο νεόπλουτος και η επιδεικτική του συμπεριφορά παραμορφώνουν την κοινωνία και τις πόλεις, ενώ η υπεροψία και ο δικαιωματισμός επηρεάζουν την καθημερινότητα στην Ελλάδα.

Περί χρήματος ο λόγος σήμερα, χρήματος και συμπεριφοράς και άρα περί δικαιωματισμών – ένας υποτιμητικός νεολογισμός που αφορά κατά κύριο λόγο τα ανθρώπινα δικαιώματα,τον οποίο όμως χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα για όποιον συμπεριφέρεται σαν το «ξέρεις εγώ ποιος είμαι» χωρίς να το λέει. Αλλά το δείχνει και το «φωνάζει» με τόσους άλλους τρόπους.

Στην εποχή των «influencers» και των σταρ των ριάλιτι, που επιδεικνύουν τον νεοαποκτηθέντα πλούτο τους σε λεγεώνες ακολούθων στο Instagram, αξίζει ίσως να θυμηθούμε τα λόγια της Αμερικανίδας κριτικού Mary McCarthy (1912-1989): «Το παλιό χρήμα είναι εξίσου ανόητο με το νέο, απλώς έχει κληρονομήσει μια επίφαση καλλιέργειας».

Αυτή η επίφαση, για την Ελλάδα, είναι σημαντική. Γιατί στο εξωτερικό, τα πράγματα είναι αλλιώς. Κυρίως γιατί εκεί υπήρξε αριστοκρατική τάξη, κάτι που δεν κατάφερε για πολλούς λόγους να αναπτυχθεί στη χώρα μας. Ετσι ο νεόπλουτος, δεν είναι και τόσο «νέος» πια διότι είναι πολλοί «εκείνοι» και εδώ και δεκάδες χρόνια πλουτίζουν ξαφνικά.

Νεόπλουτος: Κάποιος που έχει αποκτήσει πρόσφατα πλούτο, ιδίως όταν τον επιδεικνύει με τρόπο επιδεικτικό.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Από τα γαλλικά nouveau riche («νεόπλουτος»). Πρώτη καταγεγραμμένη χρήση: 1796.
Ένας όρος που δημιουργήθηκε κατ’ αναλογία είναι το nouveau pauvre («νεόπτωχος»).

Συνήθως είναι επιχειρηματίες, αλλά φυσικά όχι μόνον. Είναι και γιατροί και μανάβηδες και κάθε λογής επαγγελματίες. Απλώς, οι επιχειρήσεις είναι πιο πρόσφορο έδαφος για πιο γρήγορο πλουτισμό και επίσης, δεν χρειάζεσαι και σπουδές για να τα καταφέρεις – αρκεί ένα ταλέντο, ένας χαρακτήρας οραματιστής που αντέχει το ρίσκο και αντέχει το άγχος. Αυτό το λέω, διότι η μόρφωση – που δεν σημαίνει καλλιέργεια και αγωγή βεβαίως – και τα πολλά χρόνια μπροστά στα βιβλία μπορεί και να σε κάνουν λίγο πιο μαζεμένο. Και προς Θεού, όλα αυτά δεν σημαίνουν πως δεν υπάρχουν επιχειρηματίες ευγενείς, σεμνοί και πολιτισμένοι. Μιλάμε ποσοστιαία πάντα.

Το κείμενο το εμπνεύστηκα από ένα συγκεκριμένο επουσιώδες γεγονός, που όμως με έκανε να αναλογιστώ πόσα αντίστοιχα, μικρά και μεγάλα, ζούμε καθημερινά και τα καταπίνουμε γιατί τα έχουμε συνηθίσει.

Το γεγονός ήταν η εξωφρενική τιμή ενός ποτηριού κρασιού στο δρομάκι μικρού νησιού. 21 ευρώ το ποτήρι για εμένα σημαίνει «δείχνω με το δάχτυλο όποιον δεν έχει πολλά φράγκα και του λέω “δεν σε θέλω στον χώρο μου”». Και ξεκαθαρίζω: έχουν όλοι δικαίωμα να πουλάνε το προϊόν τους όσο θέλουν. Ειδικά η ποιότητα, οφείλει να κοστίζει διότι αλλιώς δεν μπορείς να την παράγεις και να την παρέχεις. Ένα ρούχο ή ένα παπούτσι υψηλής ποιότητας, ένα resort υψηλών προδιαγραφών οικοτουρισμού και ένα κτήριο εκπληκτικού design που πληροί όλες τις ενεργειακές και περιβαλλοντικές προδιαγραφές θα κοστίζουν και πολύ μάλιστα. Και καλά θα κάνουν.

Δεν μιλώ για αυτό. Ένα τόσο ακριβό ποτήρι κρασί σε ένα κανονικό χώρο, όμορφο και περιποιημένο χωρίς κάτι ιδιαίτερο, στο κέντρο ενός μικρού φιλικού νησιού στέλνει μόνο ένα μήνυμα: ότι επιθυμεί την αλλαγή του κοινού του. Δεν το ενδιαφέρει κανείς με άποψη χωρίς να του κυλάνε τα χρήματα από τις τσέπες. Όποιος δεν είναι πολύ πλούσιος, δεν σημαίνει ότι δεν έχει αισθητική, άποψη, κουλτούρα, γνώση, στυλ. Αν δεν αντέχεις να πληρώσεις 42 και 42 δηλαδή 84 ευρώ ως ζευγάρι τα 2 ποτήρια κρασί δεν σημαίνει κάτι εκτός της οικονομικής σου επιφάνειας. Το πιθανότερο, δε, είναι να γεμίσουν το μαγαζί αυτό αρκετοί που δεν θα καταλαβαίνουν καν αν είναι ωραίο το κρασί που πίνουν αλλά θα νιώθουν καλά να βρίσκονται εκεί που είναι οι ομοιοί τους.

Και αυτό είναι χαρακτηριστικό αυτής της φυλής (όπως θα έγραφε και το Nitro κάποτε): θέλουν πάντα να βρίσκονται με ομοίους τους. Ομοίος ομοίω αεί πελάζει. Εντάξει, αυτό συμβαίνει σε κάθε κοινωνικό σύνολο, όμως στη δική τους περίπτωση το καθοριστικό είναι ότι δεν καταδέχονται να καθίσουν κάπου που δεν είναι εγκεκριμένο από την κάστα τους. Δεν καταδέχονται να πάνε διακοπές, να φάνε σε εστιατόριο, να αγοράσουν αυτοκίνητο, να ψωνίσουν το οτιδήποτε δεν έχει εγκριθεί από εκείνους που θεωρούν style opinion leaders τους.

Στον δρόμο δεν κοιτάζουν τους άλλους, δεν παρατηρούν τους ανθρώπους διότι δεν τους ενδιαφέρει. Κοιτάζουν ευθεία χωρίς περιέργεια. Δεν θα αναμιχθούν ποτέ στο πλήθος – γιατί να το κάνουν άλλωστε; Μόνο στο εξωτερικό θα βρεθούν με άλλους που δεν έχουν καλοσκανάρει και αυτό γιατί με το που πατούν εκτός, ψαρώνουν.

Αυτό όμως που με νοιάζει περισσότερο από όλα είναι η αγένεια της υπεροψίας και αυτό που παραφράζουμε και μεταφράζουμε ως δικαιωματισμό που ουσιαστικά αφορά το ότι νιώθουν entitled για μια σειρά πραγμάτων. Από την πρώτη θέση στο αεροπλάνο που οφείλει να υπάρχει όταν θελήσουν να ταξιδέψουν ως τη θέση για το σκάφος στις μαρίνες όπου ταξιδεύουν, τις θέσεις στα πάρκινγκ και την προτεραιότητα σε υπηρεσίες (που τις αποφεύγουν, εννοείται, και όταν μπορούν στέλνουν άλλους). Και ασφαλώς ο τρόπος και το ύφος – έχω τόσες πολλές φορές βρεθεί μπροστά σε κάποιον σε εστιατόριο που μπροστά σε άδεια τραπέζια δεν δέχεται το «είναι κρατημένο» που είναι τα τρελαίνεσαι.

Όλα τα παραπάνω δυστυχώς παραμορφώνουν τη φυσιογνωμία των πόλεων, τη φυσιογνωμία των περιοχών και της κάθε γειτονιάς. Είναι γνωστό πως στο Λονδίνο ανακαινίστηκαν κτήρια σε υποβαθμισμένες περιοχές για να ανέβει η τιμή τους στην αγορά και να δημιουργηθούν νέα στέκια. Για να αναμιχθεί η τράπουλα δηλαδή, κάτι που βοηθάει πολύ στην καλλιέργεια των παιδιών και συμβάλλει στην πολιτιστική, κυρίως, ανάπτυξη αφού η street κουλτούρα που προάγει την τέχνη και τη μόδα είθισται να μην γεννιέται σε ανάκτορα. Εδώ όμως, φοβόμαστε τον πολύχρωμο συγχρωτισμό με άγνωστα είδη (και την πολυπολιτισμικότητα άλλωστε).

Η Ελλάδα, λοιπόν, που δεν έζησε την Αναγέννηση της Ιταλίας και δεν ανέπτυξε μια αισθητική επιπέδου – η αισθητική δεν αφορά μόνο τη διακόσμηση, την αρχιτεκτονική και τη μόδα αλλά και τους τρόπους – που δεν κρατά τόσα «τζάκια» όσα η Γαλλία και η Αγγλία είναι πολύ πιο επιρρεπής σε άξεστες συμπεριφορές. Αλλωστε όπως λέει και ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας στο βιβλίο του «Φωτιά και Τσεκούρι» για την Ελλάδα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου:

«Η αστική τάξη ήταν πολύ σημαντική. Περιλάμβανε μόνο μικροαστούς, οι οποίοι ήταν βαθύτατα εμποτισμένοι – όπως και όσοι ανήκαν στις άλλες τάξεις – από τις ιδέες της Θρησκείας και της Πατρίδος, της Οικογένειας και της Ιδιοκτησίας. Ουσιαστικώς, το σύνολο του πληθυσμού αποτελείτο από τις κοινωνικές αυτές τάξεις. Η λιτότητα της ζωής τους ήταν γενική και μεγάλη. Στους ορεσίβιους η λιτότητα έφθανε στα ακρότατα δυνατά όρια.

Οι μεγαλοαστοί ήταν ολιγάριθμοι. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες είχαν περιορισθεί σε μικρούς σχετικώς κλήρους. Έτσι, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν πια παρά λίγες εκατοντάδες εύπορων οικογενειών. Στην ουσία, εκτός από ανθρώπους που μετρούνταν στα δάκτυλα, πραγματικά πλούσιοι ήταν μόνο όσοι πλούτισαν στο εξωτερικό και αυτοί είχαν ένα ιδιαίτερο γόητρο, δεδομένου ότι η παράδοση των μεγάλων εθνικών ευεργετών ήταν πάντα ζωντανή και συνεχιζόταν. Οι εθνικοί ευεργέτες είχαν ιδρύσει πολύ σημαντικά ιδρύματα και αυτά εντυπωσίαζαν εξαιρετικά, επειδή η χώρα ήταν πολύ πτωχή».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα