Ασφαλείς ήρωες στην Ελλάδα είναι μόνον οι νεκροί

Ασφαλείς ήρωες στην Ελλάδα είναι μόνον οι νεκροί

Ο Πέτρος Ευθυμίου, μετά από 50 χρόνια καταθέτει τη μαρτυρία του για τη δικτατορία. Η στάση του ελληνικού λαού και η γενιά του Πολυτεχνείου που στοχοποιήθηκε ετεροχρονισμένα

Την 21η Απριλίου του 1967, οι μαθητές της Β’ Λυκείου του Ε΄ Γυμνασίου Αρρένων Εξαρχείων, ήμασταν ήδη βετεράνοι των κάθε μορφής κινητοποιήσεων της ταραγμένης  δεκαετίας του 1960. Το βάπτισμα το είχαμε πάρει στις κινητοποιήσεις για την Κύπρο του 1963. «Πρωτάκια» τότε εμείς, ακολουθήσαμε τα παλληκάρια της έκτης τάξης, που γκρέμισαν την πόρτα  και παρέσυραν όλο το σχολείο  σε μια πορεία, που, από την οδό Τοσιτσα στο Μουσείο και το Πολυτεχνείο κατέληξε μέσω της Σταδίου και της Κοραή στα Προπύλαια. 

Αλλωστε, το Ε’ Γυμνάσιο ήταν «φυσικά» πολιτικοποιημένο. Πέντε τουλάχιστον μαθητές του είχαν εκτελεστεί απο τους Γερμανούς στην Κατοχή για συμμετοχή στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα. Οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων είχαν προλάβει τον υπερεθνικόφρονα καθηγητή, που διαβεβαίωνε κάθε τόσο τους ακροατές του, ότι είχε επιζήσει από τους «συμμορίτας μαθητάς του» διότι η χειροβομβίδα που του έρριξαν ήταν ιταλική και όχι αγγλική ή γερμανική.

Γύρω από το σχολείο, τα Εξάρχεια γινόταν δεύτερο σχολείο. Δεν ήταν μονον η πλειοψηφία των φοιτητών που έπαιζε ρόλο σ αυτό. Ηταν επίσης η γειτονιά μιας ορισμένης –τουλάχιστον- διανόησης, που έδωσε τον τόνο σε πολλά, στην έντεχνη μουσική, στο θέατρο, την ζωγραφική.  Δίπλα μας περνούσε ο Σταύρος  Ξαρχάκος (απόφοιτος επίσης του Πέμπτου) , στον λόφο Στρέφη άκουσα πρώτη φορά μαγεμένος την ευγενή μορφή του Νίκου Χουλιαρά να τραγουδάει την «χαλασιά μου», στην πλατεία Εξαρχείων κυριαρχούσε ο Αλέφαντος και μας μυούσε στον κόσμο των μπεχλιβάνηδων ο Ανδρέας Μαζαράκης.

Από τον Ιούλιο του 1965 ως τον Απρίλη του 1967, αρκετές δεκάδες μαθητές του Πέμπτου, αριστεύσαμε και στην τέχνη των διαδηλώσεων. Είμασταν πεπεισμένοι, πως «η Δημοκρατία θα νικήσει». Δεν φοβόμασταν καμιά εκτροπή. Αλλωστε, όλοι οι καθοδηγητές μας, είτε στην Αριστερά, είτε στην Κεντροαριστερά, μας διαβεβαίωναν, πως δεν μπορεί να επιχειρηθεί δικτατορία, αλλά και να τολμήσουν κάποιοι, θα συντριβούν από τον λαό.

Απροετοίμαστοι για αυτό που ερχόταν

Η δικτατορία υπήρξε λοιπόν για μάς τους δεκαεφτάρηδες, πρίν απ΄όλα, η κατάρρευση αξιοπιστίας του παλιού πολιτικού κόσμου. Νιώσαμε ότι υπήρξαν λίγοι και ανίκανοι. Οτι τιποτα δεν κατάλαβαν και τίποτα δεν έπραξαν ώστε η Χούντα να μην μπορέσει να επιβληθεί τόσο άνετα.

Ακομα περισότερο αντιληφθήκαμε την έλλειψη κάθε μορφής προετοιμασίας του παλαιού πολιτικού κόσμου, όσοι θελήσαμε να αντισταθούμε ενεργά στην χούντα και διαπιστώσαμε, ότι καμιά πολιτική δύναμη, ακόμα και η Αριστερά, δεν είχε καμιά προπαρασκευή για ένα παρόμοιο ενδεχόμενο. Οσα λέγονταν για τους «Δημοκρατικούς Συνδέσμους» που είχαν αναπτυχθεί σε όλη την Ελλάδα, για την παρόμοια προπαρασκευή της Νεολαιας Λαμπράκη, ώστε, αν καποιοι τολμούσαν να κινηθούν, «θα χτυπάγαν οι καμπάνες και ο λαός θα έπνιγε  με το πλήθος και το πάθος της κινητοποίησης του τους πραξικοπηματίες» ήταν ένα αφήγημα παρόμοιο με το «ξανθό γένος» μιας προηγούμενης παραμυθίας.

Οργανώθηκα τελικά τον Δεκέμβρη του 1967 στον «Ρήγα Φεραίο», με στρατολόγο τον Νίκο Θωμόπουλο. Δούλεψα, με προκηρύξεις, διανομή εντύπων, αναγραφή συνθημάτων σ’ αυτή την οργάνωση, ως τον Οκτώβρη του 1968. Τον Οκτώβρη του 1968, με τον Γιώργο Γλυνό, τον Γιώργο Μαλακό, τον Περικλή Γρίβα, τον Γιάννη «παππού» Χαριτόπουλο και άλλους συντρόφους ξεκινησαμε την οργάνωση ΣΕΠ, (Σοσιαλιστική Επαναστατική Πάλη), που είχε στόχο την «δυναμική αντίσταση για την ανατροπή του καθεστώτος και την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης». 

Από Κύπριο σύντροφο πήρα το 1969 την πρώτη εκπαίδευση στα εκρηκτικά. Το 1970, η ΣΕΠ επιχείρησε μια «ενότητα στη δράση» με το «Κίνημα 20ης Οκτώβρη». Ενότητα που τελικά δεν ευδοκίμησε. Αλλά για δύο χρόνια, ως το 1972, μετείχα ως συνδεσμος των δύο οργανώσεων σε πυρήνα της 20ης Οκτώβρη. Τότε διαμορφώθηκαν  δεσμοί  με συντρόφους της 20ης Οκτώβρη: τον Ακη Πιστικίδη, τον Δημήτρη Ψυχογυιό, τον Γιάγκο Ανδρεάδη, τον Κώστα Βαικούση. Το καλοκαίρι του 1971 στο Παρίσι, είχα μια δεύτερη εκπαίδευση στα οπλα και τα εκρηκτικά.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας/Αρχείο ΕΡΤ

Παράλληλα, το 1971, με τον Λαοκράτη Βασση, τον Ερατοσθένη Καψωμένο, τον Δημήτρη Καψωμένο, τον Ηλία Νικολούδη , τον Παναγιώτη Κανελλάκη, ενεργοποιήσαμε την οργάνωση ΔΑΣ (Δημοκρατικός Απελευθερωτικός Στρατός) παρακλάδι της “Δημοκρατικής Αμυνας”, υπό τον Γιώργο Μυλωνά.  Ο ΔΑΣ είχε σημαντικη δράση  και στην αμοιβαία στήριξη με την εξίσου απειλούμενη –οπως αποδειχτηκε- Κύπρο. Επιχαμε συνείδηση της προπαρασκευαζόμενης προδοσίας και κάναμε ο,τι μπορούσαμε, όχι μόνον να ρίξουμε την χούντα στην Ελλάδα, αλλά να ενισχυθεί το δημοκρατικό μέτωπο στην Κύπρο.

Συνεργάστηκα επίσης με διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, επιχειρώντας ενότητα στην δράση εναντίον της δικτατορίας.  Δουλέψαμε το 1973 τους περίφημους “Ανώνυμους”, υπήρξε διερεύνηση για κοινή δραση με την ομάδα του Πάμπλο , με οργανώσεις όπως οι “Μπολσεβίκοι”, ή ο “Μαχητής”.

Στο Πανεπιστήμιο μου στα Γιάννενα, ήμουν ο εκδότης του περιοδικού “Σηματωρός” το 1972 (τό έκλεισε η χούντα στο δεύτερο τεύχος και ήταν η πρώτη σύλληψη μου από την Ασφάλεια, πρός “σωφρονισμό”). Δούλεψα  με τον Χάρη Καμπουρίδη , τον Ερατοσθένη Καψωμένο, τον Παναγώτη Νουτσο για τις πολιτιστικές δράσεις στο Πανεπιστήμιο. Για να αποκτήσουμε την Κινηματογραφική Λέσχη Φοιτητών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που αποδείχτηκε μια εστία αντίστασης κατά της χούντας και μαζικοποίησης του παράπλευρα αναπτυσσόμενου φοιτητικού κινήματος. Στην εξέγερση του Πολυτεχνειου του 1973, η συνέλευση των φοιτητών στα Γιάννενα, με εξέλεξε στην Επιτροπή Αγώνα, έτσι ώστε, γι’ αυτή την πλευρά της δράσης μου, να συλληφθώ και να περάσω την γνωστή διαδρομή της ανάκρισης από την Ασφάλεια και την ΕΣΑ.

Ο ελληνικός λαός δεν αντιστάθηκε στη Χούντα ενεργά, αλλά δεν την αποδέχτηκε

Εχοντας αυτήν την βιωματική σχέση με την δικτατορία και την αντίσταση, καταθέτω μετά από πενήντα χρόνια, χωρίς φόβο και πάθος την αλήθεια, που πολλοί και ποικίλοι μύθοι επιχειρούν να ωραιοποιήσουν, να συγκαλύψουν, ή να συκοφαντήσουν.

Η αλήθεια –όπως εγώ τουλάχιστον την βίωσα- είναι ότι ο ελληνικός λαός δεν αντιστάθηκε στην Χούντα ενεργά. Δεν υπάρχει ίχνος αναλογίας για παράδειγμα στην παλλαϊκή ενεργό στράτευση του 41-44 στην Εθνική Αντίσταση με την Αντίσταση του 67-74.

Φυσικά και δεκάδες χιλιάδες “φακελωμένοι” αριστεροί συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και στάλθηκαν σε φυλακές και ξερονήσια. Αλλά αυτοί ήταν στελέχη και πολιτικός χώρος με παλιούς λογαριασμούς. Εννοώ ότι στην περίοδο 1967-1972 –ως το φοιτητικό κίνημα- συγκριτικά πολλοί λίγοι πολίτες  επέλεξαν να στρατευθούν ενεργά και οργανωμένα στην αντίσταση κατά του χουντικού καθεστώτος.

Με όποιο τρόπο και να το υπολογίσει κανείς, τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων είναι αμφίβολο αν ξεπέρασαν τις εκατοντάδες, και με τον περίγυρο των συμπαθούντων να αριθμούσαν τελικά κάποιες λίγες χιλιάδες. 

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει –με κανέναν τρόπο- ότι ο ελληνικός λαός αποδέχτηκε την χούντα ή, έστω , ανέχθηκε την δικτατορία.

Φωτιά κάτω από τη στάχτη

Εκτός από τους χαφιέδες, τους επαγγελματίες εθνικόφρονες, και τα οικονομικά λαμόγια που αγκάλιασαν το καθεστώς, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων κράτησε απόσταση από την χούντα. Εστω με την μορφή των ανεκδότων, με την παρακολούθηση ξένων σταθμών για πραγματική ενημερωση, με την περιφρόνηση και αποξένωση που επιφύλασσε στους εκπροσώπους του καθεστώτος, ο λαός έδωσε σαφές σήμα ότι η χούντα είναι ξένο σώμα στον κοινωνικό κορμό. Γι’ αυτό άλλωστε, με ορατό και χυδαίο τρόπο, η χούντα καθιστούσε σαφές ότι το κύριο όπλο επιβολής της είναι η βία και ο φόβος.

Ταυτόχρονα, ήταν φανερό, ότι υπήρχε πάντα  στον λαό, «φωτιά κάτω από την στάχτη», κατά την έξοχη διατύπωση του Τζον Σταινμπεκ. Στην κηδεία του Γιώργου Παπανδρέου, του «Γερου της Δημοκρατίας» το 1968, στην κηδεία του Γιώργου Σεφέρη το 1971, στο  μνημόσυνο του Γερου το 1973, δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες λαού, έδειξαν ότι μπορεί να σπάσουν το φράγμα του φόβου και να δράσουν ομαδικά κατά της χούντας. Δεν υπήρχε όμως αντίστοιχα η οργανωμένη και πειστική δύναμη για να δώσει σταθερή κατευθυνση και έκφραση σ αυτή την διαθεσιμότητα.

Η Αντίσταση των οργανώσεων, είχε δύο βασικά διαφορετικά χαρακτηριστικά.  Υπήρχαν καταρχήν οι οργανώσεις που αποτελούσαν προέκταση των προδικατορικών κομμάτων και πολιτικών δυνάμεων. Για παράδειγμα, άλλες αντιστασιακές οργανώσεις δημιούργησε και κατηυθυνε το ΚΚΕ (Εσωτερικού), άλλες το ΚΚΕ (που τότε λεγόταν «εξωτερικού»). Πολλές οργανώσεις αντιστοιχούσαν στην παλαιά «αριστερά του Κέντρου». Αλλες ομάδες αντιστοιχουσαν στην Δεξιά που κάλυπτε η  στάση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και άλλες εξέφραζαν τον φιλοβασιλικό χώρο.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας/Αρχείο ΕΡΤ

Λίγο πολύ όλες αυτές οι δυνάμεις συστοιχήθηκαν στα αντίστοιχα κόμματα της Μεταπολίτευσης. Αξίζει όμως να σημειωθεί, ότι στην μεγάλη τους πλειοψηφία, οι κομματικοί οργανισμοί δεν ανέδειξαν ποτέ στην ηγεσία τους αντιστασιακούς, που με ρίσκο και κόστος, με παράτολμες ενέργειες, με φυλακές και διώξεις τίμησαν το νόημα της έννοιας του πολίτη.

Υπήρχαν όμως και πολυάριθμες οργανώσεις, οι οποίες δεν είχαν αντιστοιχία με τα προδικτατορικά πολιτικά κόμματα και δεν επιδίωκαν την παλινόστηση του παλαιού κοματικού καθεστώτος. Αυτές οι οργανώσεις, διεκδικούσαν μια διαφορετική μεταδικτατορική Ελλάδα, με πραγματική δημοκρατία, απαλλαγμένη από τις στρεβλώσεις της προδικτατορικής πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικης ζωής.

Νομίζω μαλιστα ότι η πολιτική ιδιοφυία του Ανδρέα Παπανδρέου είναι ότι με την ίδρυση του ΠαΣοΚ εξέφρασε την δυναμική αυτού του αυθεντικού νέου ρεύματος που απελευθέρωσε ο αντιδικτατορικός αγώνας.

Η πραγματική τομή επομένως, που έφερε η δικτατορία, είναι ότι αυτή η σχετικά μικρή αριθμητικά  μαγιά των αντιστασιακών οργανώσεων, με τις προκηρύξεις, τις βόμβες, το στραπατσάρισμα της βιτρίνας του καθεστώτος στις δίκες, με απολογίες-φωτια, έδρασαν ως καταλύτης στην συνείδηση μιας νέας γενιάς. Είτε σε ανθρώπους, οπως εγώ, που η δικτατορία με βρήκε 17 χρονών, είτε στους αμέσως επερχόμενους, αυτούς που ονομάστηκαν ¨γενιά του Πολυτεχνείου.

Θυμάμαι ότι μοίραζα υλικό που κατήγγειλε τα βασανιστήρια σε μια ομάδα του ΠΑΜ με την Μαργαρίτα Γιαραλή, την Σελήνη Σαββινίδου και τόσους και τόσες άλλες. Το 1976 βάφτισα την κόρη μου Σελήνη από την ομορφιά που έδωσε στο ονομα η Σαββινίδου.

Οσοι αγωνιστήκαμε οργανωμένα το 1967 με 1972, ήμασταν τελικά σαν τους Κουρήτες που προστάτευσαν την γέννηση του Δία. Την ωρα που είχε καταρρεύσει ο προδικτατορικός πολιτικός κόσμος, μια νέα γενιά έμπαινε στο προσκήνιο, χωρίς δεσμα και εξαρτήσεις. Μια γενιά με ανοιχτούς ορίζοντες καθώς ρουφάγαμε διψασμένα την εξέγερση του Μαη του 68, το κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ στην Αμερική, μας ενέπνεε ο Τσέ, αλλά είμασταν αλληλέγγυοι στον Γιάν Πάλλατς. Ακούγαμε Θεοδωράκη , Χατζηδάκη, Ξαρχάκο, Μαρκόπουλο, Σαββοπουλο, αλλά ακούγαμε και Μπήτλς και Ρολλινγκ Στοουνς , και ρόκ και σοουλ, και αγαπάγαμε εξίσου τον Ξυλούρη όσο και το Γουντστοκ.

Αυτοί οι πρώτοι, ακηδεμόνευτοι απο το προδικτατορικό πολιτικό σκηνικό πυρήνες, αποτέλεσαν σε εναν σημαντικό βαθμό το περιβάλλον της γέννησης του φοιτητικού κινήματος, που άρχισε δειλά το 1971, εξαπλώθηκε το 1972 και κορυφώθηκε στο Πολυτεχνείο το 1973.  Το φοιτητικό κινημα ήταν ο πραγματικός καταλύτης της απονομιμοποίησης της χούντας και εν τέλει της κατάρρευσης της μετά την προδοσία της Κύπρου.                                        

Ηταν επίσης το φοιτητικό κίνημα η εκφραση του Δία της λαικής οργής. Γι αυτό και η εξέγερση του Πολυτεχνείου έγινε σύμβολο παλλαικού και όχι μονον φοιτητικού αγωνα εναντίον της Χούντας.

Ταυτόχρονα, η γενιά της αντιδικτατορικής αντίστασης και η γενιά του Πολυτεχνείου, αποτέλεσαν καταλυτικό παράγοντα ανανέωσης της πολιτικής και των θεσμών της . Το βιβλίο αναφοράς του Κώστα Κορνέτη “Τα παιδιά της δικτατορίας”, εύστοχα ειπώθηκε, ότι “καταδεικνύει –χωρίς να εξωραίζει- πως σε αντίθεση με την πρόσφατη δαιμονοποίηση της, η περίφημη “Γενια του Πολυτεχνείου” αναδείχθηκε σε βασικό φορέα εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης”.

Mόνο τιμή πρέπει σε όσους αντιστάθηκαν

Συμπυκνώνοντας αυτή την προσωπική βιωματική μαρτυρία, νομίζω ότι “μόνον τιμή πρέπει” σε όσους τάχθηκαν τότε στις Θερμοπύλες του χρέους. Και ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο βλακώδες ιστορικά, από να μπερδεύεις διαφορετικής κατηγορίας στάσεις και δράσεις, με διαφορετικής τάξεως και αιτιολογίας αποτελέσματα. Κανείς δεν διανοήθηκε να κατηγορήσει τους επαναστατες του 1821 για την Επανάσταση, επειδή μετά την εκδίωξη των Τούρκων δυναστών, έγιναν όσα δεν μας αρέσουν, απο την λυμφατική μετεπαναστατική δημοκρατία, ως τα εξαρτημένα από τις ξένες δυνάμεις κόμματα.

Όμως στην  Ελλάδα της κρίσης, υπαρχουν πλήθη που κραυγαζουν ότι “η Χούντα δεν έπεσε το 73” αλλά κυβερνά αδιάλειπτα την χώρα, ενώ όσοι αγωνίστηκαν εναντίον της είναι οι υπαίτιοι της σημερινής κακοδαιμονίας.

Στην ζωή μου νιώθω πάντα εκπαιδευτικός. Το  ιστορικό και διατηρητέο Τρίτο Δημοτικό Σχολείο που τέλειωσα στην Λάρισα, έχει τώρα μέτωπο στην μετονομασθείσα “Οδό Ηρώων Πολυτεχνείου”. Σκέφτομαι με τρόμο την θέση του δασκάλου αν ένα παιδί,  που έχει ακούσει σε ενα πρωινάδικο ότι “την χώρα την χρεωκόπησε η γενιά του Πολυτεχνείου” τον ρωτήσει αν πρόκειται για τους ιδιους “Ηρωες του Πολυτεχνείου” που τιμούν στην σχολική γιορτή και ονομάτισαν και τον δρόμο του σχολείου τους.

Αλλά είναι γνωστό, ότι ασφαλείς ήρωες στην Ελλάδα είναι μόνον οι νεκροί ηρωες.

*Ο Πέτρος Ευθυμίου, είναι δημοσιογράφος

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα