Ποιος μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη: Το “σίγουρο” και το “αδύνατο”…

Διαβάζεται σε 5'
O Κυριάκος Μητσοτάκης στα έδρανα της Βουλής
O Κυριάκος Μητσοτάκης στα έδρανα της Βουλής (ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI)

Η απάντηση στο ερώτημα “ποιος μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη;” έχει δύο σκέλη. Τι δείχνουν τα δεδομένα της πολιτικής μας σκηνής.

Στην πολιτική μας σκηνή υπάρχουν τέσσερις παίκτες: η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, η Ακροδεξιά με δυο-τρεις εκδοχές και αυτό που πάει να δημιουργηθεί υπό τον Αλέξη Τσίπρα.

Επί του παρόντος, ο μόνος παίκτης που διατηρεί το χαρακτήρα κόμματος εξουσίας, δηλαδή μπορεί να κυβερνήσει ξανά μετά τις επόμενες εκλογές, είναι η ΝΔ (με ή χωρίς Μητσοτάκη, θα δούμε). Όχι όπως από το 2019 μέχρι σήμερα, αφού η αυτοδυναμία μάλλον έχει χαθεί. Αλλά είναι το μόνο κόμμα που, ως πρώτο, θα κυβερνήσει με κάποιον συνεταίρο.

Έτσι λένε όλα τα δεδομένα, αυτό επιτάσσει ο εκλογικός νόμος και δεν υπάρχει δεύτερη εκδοχή. Η μοναδική περίπτωση να κυβερνήσει μεν η ΝΔ αλλά χωρίς το σημερινό αρχηγό της πρωθυπουργό είναι να πάρει πολύ χαμηλό ποσοστό και ο συνεταίρος να απαιτήσει άλλο πρόσωπο.

Φυσικά ο κ. Μητσοτάκης γνωρίζει ότι το καταστροφικό ποσοστό που θα τον «διώξει» θα είναι το 24,99% (χάνεται το μπόνους και η ΝΔ θα μείνει με τους μισούς βουλευτές). Γι’ αυτό από εδώ και στο εξής ο ίδιος και οι δικοί του θα κάνουν τα πάντα για να ξορκίσουν αυτόν τον εφιάλτη και να πιάσουν οπωσδήποτε το 28% των ευρωεκλογών. Ακόμα καλύτερο γι’ αυτούς να έχουν το «3» μπροστά από το ποσοστό τους, το οποίο – θυμίζουμε – τους έδιναν ΟΛΕΣ οι δημοσκοπήσεις του 2024, αλλά το κοντέρ των ευρωεκλογών έγραψε 28,31%.

Όσον αφορά, λοιπόν, το σημερινό κυβερνών κόμμα τα πράγματα είναι λίγο-πολύ δεδομένα και ξεκάθαρα. Η εκλογική πρωτιά – μόνο αν έρθει κάποιο πολιτικό και εκλογικό τσουνάμι, μη προβλέψιμο αυτή τη στιγμή θα χαθεί – διασφαλίζει στη ΝΔ και τρίτη κυβερνητική θητεία με συνεταίρο.

Όλα τα άλλα κόμματα λένε, με αποχρώσεις, ότι αυτό πρέπει να αποτραπεί. Όμως, ταυτόχρονα, αδυνατούν να πουν πώς θα γίνει αυτό. Πώς, δηλαδή, θα νικήσει κάποιος άλλος, ώστε να διαμορφωθούν οι όροι για το σχηματισμό άλλης κυβέρνησης.

Το ΠΑΣΟΚ, που σήμερα κατέχει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (τεχνητά, λόγω διασπάσεων στον ΣΥΡΙΖΑ) και εμφανίζεται δεύτερο στις δημοσκοπήσεις(στις ευρωεκλογές, πάντως, ήταν τρίτο) έχει υιοθετήσει τη θεωρία-στόχο «νίκη έστω με μια ψήφο διαφορά». Ο Νίκος Ανδρουλάκης θεωρεί «αδιανόητη» την τρίτη κυβερνητική θητεία της ΝΔ. Αν αυτή έλθει, «ζήτω που καήκαμε», είπε.

Όμως, στην πολιτική υπάρχουν οι στόχοι, υπάρχει και η πραγματικότητα. Και αυτό που λέει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είναι ευσεβής πόθος παρά επιδίωξη που πατάει στα δεδομένα. Άλλωστε, αν διαφαινόταν και η παραμικρή πιθανότητα εκλογικής νίκης «έστω με μια ψήφο διαφορά», ουδείς θα μιλούσε για «ακούνητη βελόνα» (των δημοσκοπήσεων). Η αυτονόητη διαπίστωση που μόλις προχτές έκανε ένας βουλευτής του («αν το ΠΑΣΟΚ ήταν στο 22%, δεν θα είχε επιστρέψει ο Τσίπρας»), δείχνει πολύ καθαρά το αδιέξοδο του ΠΑΣΟΚ ως προς τους επιτεύξιμους στόχους του.

Τα περί εκλογικής νίκης είναι έπεα πτερόεντα. Το πιθανότερο είναι το ΠΑΣΟΚ να δώσει τη μάχη για τη δεύτερη θέση με το «κόμμα Τσίπρα». Αν αποτύχουν και οι δύο λόγω πολυδιάσπασης της ψήφου, μπορεί να δούμε δεύτερο, ας πούμε, τον Βελόπουλο. Τότε το σενάριο συγκυβέρνησης Δεξιάς-Ακροδεξιάς, μάλλον χωρίς Μητσοτάκη, θα πάρει σάρκα και οστά.

Ο τέταρτος παίκτης, ο Αλέξης Τσίπρας και ό,τι πάει να φτιάξει, είναι ακόμη terra incognita. Για την ακρίβεια, υπάρχει μόνον ο ίδιος και τα υπόλοιπα μένει να φανούν.

Ο πρώην πρωθυπουργός έχει, αναμφισβήτητα, ζωτικό χώρο μπροστά του. Αν αυτός ο χώρος δεν υπήρχε, θα καθόταν στη θέση του πρώην πρωθυπουργού, όπως όλοι οι προκάτοχοί του. Ο χώρος αυτός δεν είναι μόνο το 17% που άφησε πίσω του φεύγοντας το 2023. Είναι και ένα μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων του πάλαι ποτέ προοδευτικού χώρου, το οποίο «μένει εκτός», θυμωμένο και απογοητευμένο. Δεν το εκφράζουν τα σημερινά κόμματα της αντιπολίτευσης. Ούτε γνωρίζουμε ακόμη το ποσοστό αυτών μπορεί να εκφράσει(ξανά) ο Τσίπρας.

Έτσι, καταλήγοντας, η απάντηση στο ερώτημα «ποιος μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη;», έχει δύο σκέλη.

Το πρώτο: Ουδείς, έτσι όπως είναι σήμερα ο χάρτης της αντιπολίτευσης. Και

Το δεύτερο: Ένα μεγάλο «ξεκούνημα» της πάλαι ποτέ κυβερνητικής παράταξης του προοδευτικού χώρου. Είναι αυτή που κυβερνούσε μέχρι το 2009 ως ΠΑΣΟΚ και μετά είχε μια τελευταία έκλαμψη με τη μορφή του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα.

Αν η παράταξη αυτή σήμερα κατάφερνε να επανενωθεί, όλα τα δεδομένα θα άλλαζαν. Είναι αυτό που φοβούνται ο κ., Μητσοτάκης και οι συν αυτώ. Μια τέτοια παράταξη θα μπορούσε να τον νικήσει.

Όμως, τα σημερινά δεδομένα-μικρά ή μικρομεσαία μαγαζιά, που τους αρκούν τα κοινοβουλευτικά και κομματικά οφίτσια- δεν οδηγούν εκεί. Έτσι το σίγουρο (η νίκη μιας ενωμένης παράταξης της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς) γίνεται αδύνατο, αφού αυτή η παράταξη δεν θα δημιουργηθεί.

Εκτός αν κάνει την έκπληξη το εκλογικό σώμα, παραμερίζοντας δεδομένα, προβλέψεις και μίζερους υπολογισμούς…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα