Δημοσκοπήσεων ανάγνωση και πραγματικότητα

Δημοσκοπήσεων ανάγνωση και πραγματικότητα
Κάλπες Eurokinissi

Τα επιτελεία των κομμάτων σχεδιάζουν στη βάση όχι μόνο των επόμενων εκλογών αλλά και του τοπίου που θα διαμορφωθεί αμέσως μετά από αυτές.

Ας πούμε ότι στις επόμενες εκλογές (Μάϊο ή Οκτώβριο) επιβεβαιώνονται οι δημοσκοπήσεις –που κατά ριπάς βλέπουν το φως της δημοσιότητας αυτές τις μέρες– και η Ν.Δ είναι πρώτο κόμμα. Εφόσον ο Κυριάκος Μητσοτάκης συγκεντρώσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία το έργο λαμβάνει τέλος, η νίκη του είναι αδιαμφισβήτητη και ο Αλέξης Τσίπρας αναγκάζεται να βολευτεί μέχρι νεοτέρας στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Κάτι τέτοιο, ωστόσο, αποτελεί το λιγότερο πιθανό σενάριο παρά την “ανάγνωση” που κάνουν κάποιοι στις μετρήσεις. Και είναι το λιγότερο πιθανό σενάριο για αρκετούς λόγους:

Πρώτον, γιατί οι δημοσκόποι “έσκισαν τα πτυχία τους” αρκετές φορές κατά το πρόσφατο παρελθόν (εκλογές Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015 και δημοψήφισμα) και καλό θα ήταν οι νουνεχείς τουλάχιστον να μην εξάπτονται και να μην προεξοφλούν. Πριν περίπου τρία χρόνια οι σοβαρότεροι εξ αυτών –θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Δημήτρη Μαύρο της MRB και τον Τάκη Θεοδωρικάκο της GPO (τώρα σύμβουλο στρατηγικής του προέδρου της Ν.Δ)– αναγκάστηκαν να ζητήσουν δημόσια συγγνώμη για την αποτυχία των “εργαλείων” και της μεθοδολογίας τους. Και παρότι έως και σήμερα η σχετική συζήτηση αποτελεί “φετίχ”, ελάχιστα έχουν αλλάξει ως προς το θέμα αυτό.

Περίπου ίδια μεθοδολογία, ελάχιστη βελτίωση της τεχνικής, ισχυρότατη  υποεκπροσώπηση μερίδας του εκλογικού σώματος (κάτι που δεν είναι απίθανο να μας φέρει αντιμέτωπους με τον εφιάλτη που λέγεται Χρυσή Αυγή, εάν λάβει κανείς υπόψη του και το κλίμα εκρηκτικής ανόδου της ακροδεξιάς ανά την Ευρώπη), πολύ μεγάλο ποσοστό “αδιευκρίνιστης ψήφου”, επίμονη άρνηση των πολιτών να απαντήσουν, και, κυρίως, terra incognita το ποσοστό της αποχής.

Δεύτερο, γιατί ο πολιτικός χρόνος είναι τόσο πυκνός που μπορεί να προκαλέσει σχετικά απρόβλεπτες σήμερα μετατοπίσεις εκλογικών πληθυσμών. Η εξοντωτική πόλωση είναι πιθανό να συνθλίψει τα μικρότερα κόμματα, οι εν εξελίξει υποθέσεις πολιτικής διαφθοράς ίσως αναγκάσουν κάποιους να απολογούνται αντί να κουνούν το δάκτυλο, και μεγάλα πολιτικά γεγονότα ίσως προκαλέσουν μείζονες ανακατατάξεις. Η Συμφωνία των Πρεσπών, τα θετικά κοινωνικά μέτρα και η μη περικοπή των συντάξεων, τα σκάνδαλα, ο διεθνής παράγοντας και αρκετά άλλα υποκρύπτουν εκ των πραγμάτων μια δυναμική που σήμερα δεν μετριέται επαρκώς και μπορεί να κινήσουν τις εξελίξεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Τρίτον, διότι ο χρόνος διεξαγωγής των εθνικών εκλογών έχει από μόνος του ειδική βαρύτητα σε αυτή την εξίσωση. Βουλευτικές εκλογές μαζί με αυτοδιοικητικές και ευρωεκλογές είναι άλλο πράγμα από το να προηγηθούν η δεύτερη και η τρίτη αναμέτρηση από τις εθνικές κάλπες στο τέλος της θητείας. Και ως προς τούτο η πρωτοβουλία και η τελική απόφαση ανήκει στον πρωθυπουργό. Είναι βέβαιο πως δεν πρόκειται να επιλέξει να δώσει την εκλογική μάχη με τους δυσμενέστερους όρους. Το αντίθετο θα συμβεί.

Τα επιτελεία των κομμάτων, άλλωστε, σχεδιάζουν στη βάση όχι μόνο των επόμενων εκλογών αλλά και του τοπίου που θα διαμορφωθεί αμέσως μετά από αυτές.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για παράδειγμα, ίσως έχει μόνο μία σφαίρα στη θαλάμη του. Η αυτοδυναμία φαντάζει αυτή τη στιγμή  η ασφαλέστερη, ίσως και η μοναδική λύση γι αυτόν. Σε αντίθετη περίπτωση οι εξελίξεις θα εξαρτηθούν –εφόσον είναι πρώτο κόμμα όπως προεξοφλούν στην οδό Πειραιώς– από τη διαφορά της Ν.Δ από τον ΣΥΡΙΖΑ και από τις πραγματικές δυνατότητες να σχηματίσει κυβέρνηση.

Οι συνεργασίες δεν θα είναι εύκολες και δεν θα είναι άπειρες. Υπό τις παρούσες δημοσκοπικές συνθήκες μόνο το ΚΙΝ.ΑΛ μπορεί να αυτο-προσφερθεί ως κυβερνητικός εταίρος. Ποιο ΚΙΝ.ΑΛ, όμως; Του 5% ή 6%,  ή του 8% ή 10%; Πόσο πιθανό είναι η Φώφη Γεννηματά (που επιχειρεί δειλά το τελευταίο διάστημα να ξορκίσει την προφανή ταύτισή της με τη Ν.Δ σε αρκετά ζητήματα) να προσαρτήσει ένα κόμμα που θα έχει απαξιωθεί εκλογικά στο άρμα ενός τροπαιούχου Κυριάκου Μητσοτάκη; Και πόσο απίθανη, από την άλλη, μπορεί να θεωρείται η επιλογή να “ανανεωθεί” και να αυξήσει την εκλογική δύναμη και την “χρησιμότητά” της μέσω μιας δεύτερης αναμέτρησης με απλή αναλογική;

Ο Αλέξης Τσίπρας, τέλος, φαίνεται να διαθέτει επιλογές που ορισμένοι υποτιμούν. Στην περίπτωση –που υπό τις σημερινές συνθήκες φαντάζει σχεδόν απίθανη–  κατά την οποία ανατρέπει τα δεδομένα και κερδίζει τις εκλογές θα αναδειχθεί σε ηγετική φιγούρα πρωτόγνωρων διαστάσεων στα μεταπολιτευτικά χρονικά. Όμως ουδείς θα τον κατηγορήσει εάν χάσει τις εκλογές με σχετικά μικρή διαφορά. Όσο μικρότερη τόσο καλύτερα για τον ίδιο και τόσο χειρότερα για τον πολιτικό του αντίπαλο.

Επιπλέον, εδραιώνει τον ΣΥΡΙΖΑ ως ισχυρή παράταξη στον χώρο της κεντροαριστεράς και τον μετατρέπει σε έναν εκ των δύο βασικών πόλων του συστήματος διακυβέρνησης για τα επόμενα πολλά χρόνια. Δεν τελειώνουν, όμως, όλα εκεί. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και στην περίπτωση που η Ν.Δ κατορθώσει να σχηματίσει κυβέρνηση, έχει μπροστά του και την προεδρική εκλογή του Φεβρουαρίου του 2020, όπου εκ των πραγμάτων η τράπουλα θα ξαναμοιραστεί.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα