Στρατόπεδο Χαϊδαρίου
Διαβάζεται σε 5'
Το προόριζαν για φράγμα και έγινε ανάχωμα.
- 08 Ιουλίου 2025 06:44
Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου δεν υπήρξε απλώς ένας χώρος εγκλεισμού. Στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, εξελίχθηκε σε καίριο εργαλείο της ναζιστικής τρομοκρατίας στην Ελλάδα, μια υποδομή ελέγχου που συνδύαζε τη στέρηση της ελευθερίας με τη φυσική και ψυχολογική εξόντωση. Υπό τη διοίκηση της Γκεστάπο (Ες Ντε) και την άμεση εποπτεία της περιβόητης Μέρλιν, το στρατόπεδο μετατράπηκε σε επίκεντρο της γερμανικής πολιτικής καταστολής, λειτουργώντας ως τόπος συγκέντρωσης, βασανιστηρίων και μαζικών εκτελέσεων αντιστασιακών.
Η επιλογή του στρατόπεδου Χαϊδαρίου δεν ήταν τυχαία. Η τοποθεσία του, κοντά στη λεωφόρο της Ιεράς Οδού και στους πρόποδες του Αιγάλεω, εξασφάλιζε εύκολη πρόσβαση για τις γερμανικές δυνάμεις και ταυτόχρονα απομόνωση από τον πυκνοκατοικημένο αστικό ιστό της Αθήνας. Το συγκρότημα περιβαλλόταν από ψηλούς τοίχους ύψους περίπου τριών μέτρων, βαριές σιδερένιες πύλες στη δυτική του πλευρά και τριπλή περίφραξη με συρματοπλέγματα. Ανά τακτά διαστήματα, κάθε 200 μέτρα περίπου, είχαν τοποθετηθεί παρατηρητήρια επανδρωμένα με ένοπλους φρουρούς, δημιουργώντας ένα πλέγμα απόλυτης επιτήρησης.
Στο εσωτερικό του στρατοπέδου είχαν διαμορφωθεί στρατώνες, αποθήκες, διοικητήριο, μαγειρεία, αναρρωτήριο και θάλαμοι απομόνωσης. Ιδιαίτερος χώρος είχε διατεθεί για τη φύλαξη γυναικών κρατουμένων, πολλές από τις οποίες εξαφανίζονταν χωρίς ποτέ να υπάρξει επίσημη καταγραφή της τύχης τους. Το Χαϊδάρι αποτελούσε κόμβο συγκέντρωσης κρατουμένων που μεταφέρονταν εκεί από διάφορες περιοχές της χώρας, καθώς οι Γερμανοί έκλειναν μικρότερα στρατόπεδα για λόγους ασφάλειας. Τον Μάιο του 1943, για παράδειγμα, 590 κρατούμενοι μεταφέρθηκαν από τη Λάρισα στην Αθήνα, εκ των οποίων οι 241 ήταν πρώην πολιτικοί κρατούμενοι της Ακροναυπλίας και 20 Αναφιώτες.
Η συντριπτική πλειονότητα των εγκλείστων ανήκε στην Εθνική Αντίσταση. Συνελήφθησαν για την πολιτική τους δράση, τη συμμετοχή τους σε αντάρτικες ομάδες ή και για απλή υποψία αντικατοχικής στάσης. Εκτός από αντιστασιακούς ομήρους κρατούνταν επίσης Εβραίοι, κομμουνιστές, πολίτες οι οποίοι συνελήφθησαν τυχαία σε μπλόκα -όπως στο μπλόκο της Κοκκινιάς- διάφοροι ποινικοί.Παρά τις εξαιρετικά σκληρές συνθήκες κράτησης –την πείνα, την έλλειψη νερού, τα βασανιστήρια και τον καθημερινό ψυχολογικό πόλεμο– οι κρατούμενοι κατάφεραν να διατηρήσουν το ηθικό τους ακμαίο. Πολλοί οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα με το κεφάλι ψηλά, παραμένοντας πιστοί στις αξίες τους μέχρι το τέλος. Η στάση τους αποτέλεσε φάρο για τον ελληνικό λαό, ενδυναμώνοντας το συλλογικό αίσθημα αντίστασης απέναντι στον κατακτητή.
Η Μέρλιν, το διαβόητο κτίριο της Γκεστάπο στο κέντρο της Αθήνας, λειτουργούσε ως εφιαλτικός προθάλαμος του Χαϊδαρίου. Βρισκόμενο (το κτίριο) στη συμβολή των οδών Σέκερη, Κανάρη, Μέρλιν και Βασιλίσσης Σοφίας είχε είσοδο από το μέγαρο Μηταράκη της οδού Μέρλιν, γι αυτό και έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «Μέρλιν». Η Μέρλιν, λοιπόν, υπήρξε τόπος ανακρίσεων και βασανιστηρίων. Εκεί αποφασιζόταν η τύχη κάθε κρατούμενου: αποφυλάκιση, μεταγωγή στη Γερμανία, εγκλεισμός στο Χαϊδάρι ή εκτέλεση. Όσοι επιβίωναν από τα φρικτά βασανιστήρια, κατέληγαν στο στρατόπεδο, γνωρίζοντας ότι η ελευθερία είχε καταστεί, σχεδόν, αδύνατη.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1943, οι Γερμανοί παρέλαβαν επίσημα τη διοίκηση του στρατοπέδου από τους Ιταλούς. Στις 29 Δεκεμβρίου, τη διαχείριση ανέλαβαν τα Ες Ντε, οι περιβόητοι «Νεκροκεφαλίτες», ονομασία που οφειλόταν στο χαρακτηριστικό σύμβολο της νεκροκεφαλής στα πηλίκιά τους. Η καθημερινότητα στο Χαϊδάρι έγινε ακόμη πιο εξουθενωτική. Οι κρατούμενοι υφίσταντο εξαντλητικές αγγαρείες, ληστρικές επιθέσεις από τους φρουρούς, καψώνια, συστηματικούς ξυλοδαρμούς και, συχνά, τυχαίους πυροβολισμούς ως μέσο εκφοβισμού.
Παρά ταύτα, η αντίσταση δεν κάμφθηκε. Πρώην κρατούμενοι της Ακροναυπλίας, αξιοποιώντας την εμπειρία τους σε συνθήκες καταστολής, ανέλαβαν να εμψυχώσουν τους νεοεισερχόμενους, να οργανώσουν μορφές αλληλεγγύης και να δημιουργήσουν μια υποτυπώδη «κοινότητα» επιβίωσης μέσα στην κόλαση του στρατοπέδου.
Η πρώτη μαζική εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1943. Δέκα άρρωστοι κρατούμενοι, αφού υποχρεώθηκαν να γδυθούν*, μεταφέρθηκαν σε ένα λατομείο κοντά στον Άγιο Γεώργιο Χαϊδαρίου. Εκεί, μπροστά σε έναν ανοιγμένο λάκκο, στρατιώτες σχημάτισαν το εκτελεστικό απόσπασμα και τους εκτέλεσαν. Άλλοι κρατούμενοι εκτελούνταν στα νταμάρια πίσω από το στρατόπεδο, σ’ έναν τόπο που γέμιζε με άταφους νεκρούς. Υπολογίζεται πως από το στρατόπεδο πέρασαν περισσότεροι από 21.000 κρατούμενοι. Από τους κρατούμενους στο στρατόπεδο προέρχονταν και οι 200 εκτελεσμένοι στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών και την απελευθέρωση, οι ελπίδες για απονομή δικαιοσύνης διαψεύστηκαν γρήγορα. Η εμπλοκή ξένων δυνάμεων –ιδίως της Βρετανίας και κατόπιν των Ηνωμένων Πολιτειών– συνέβαλε στην πολιτική αποκατάσταση πολλών συνεργατών των κατακτητών. Δωσίλογοι και καταδότες αντί να τιμωρηθούν αυστηρά, προβλήθηκαν ως «πατριώτες» και κατέλαβαν θέσεις ισχύος στη νέα τάξη πραγμάτων. Αντίθετα, οι πραγματικοί ήρωες της αντίστασης παραμερίστηκαν, ενώ η ιστορική μνήμη του Χαϊδαρίου υπονομεύτηκε από τη σκόπιμη σιωπή και την παραχάραξη της Ιστορίας.
Το Χαϊδάρι, που υπήρξε τόπος μαρτυρίου και μεγαλείου, παρέμεινε για χρόνια στη σκιά. Η μνήμη των χιλιάδων ανθρώπων που πέρασαν από εκεί –πολλοί από τους οποίους δεν επέστρεψαν ποτέ– καλείται να αντισταθεί όχι μόνο στη λήθη αλλά και στη σκόπιμη παραχάραξη.
*Τους προς εκτέλεση τους αφαιρούσαν τα ρούχα ώστε να μην καταστραφούν και να χρησιμοποιηθούν από άλλους κρατούμενους, με κύριο σκοπό τη μείωση των εξόδων. Οι 200 εκτελεσθέντες της Καισαριανής ήταν και οι μόνοι που φορούσαν τα ρούχα τους.
ΠΗΓΕΣ
Θέμος Κορνάρος, Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, Αθήνα 1963
Αντώνης Φλούντζης, Χαϊδάρι, Παπαζήση, 1976