Θόδωρος Κουρεντζής: Η Ελλάδα, η μορφίνη, και το μαχαίρι που έκοβε και μοίραζε κομμάτια ουρανό

Διαβάστε για τον Έλληνα αρχιμουσικό που διαπρέπει μακριά από την Ελλάδα, και το δώρο που έφερε στην πατρίδα του σε μια από τις δυσκολότερες στιγμές της, μαζί με την πικρή υπενθύμιση του τί διαλέγουμε να αναδείξουμε σαν σημαντικό σ´αυτή τη χώρα και τί αφήνουμε να φύγει...
- 13 Ιουλίου 2012 09:04
Προχθές το βράδυ, ένας από τους σπουδαιότερους και ίσως ο πιο ρηξικέλευθος, εκκεντρικός και ανατρεπτικός μαέστρος της εποχής μας, ο Θόδωρος Κουρεντζής, παρουσίασε έργα του Ραχμάνινοφ και του Σοστακόβιτς με το μουσικό του σύνολο MusicAeterna και τον πολυβραβευμένο πιανίστα Αλεξάντρ Μέλνικοφ, προσκεκλημένος στην πατρίδα του για δεύτερη μόλις φορά.
Η ερμηνεία που έκανε τον κόσμο να κρατάει την αναπνοή του και να βουρκώνει από συγκίνηση, ήταν μια μετάγγιση χαράς σε μια κοινωνία θλιμμένη και πληγωμένη – κυρίως από τον εαυτό της – ένα απρόσμενο δώρο που ήρθε σε ώρα ανάγκης, και μια επιστροφή στην πατρίδα της παιδικής του ηλικίας, σε ότι ο ίδιος κράτησε από την Ελλάδα μέσα του.
Η “μαγική αναταραχή”
Ο Θόδωρος Κουρεντζής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972, μεγάλωσε στον Βύρωνα, και σε νεαρή ηλικία έφυγε για μουσικές σπουδές στη Ρωσία. Σήμερα είναι καλλιτεχνικός διευθυντής της Όπερας και του Μπαλέτου του Περμ, δίνει παραστάσεις σε όλο τον κόσμο, συνεργάζεται με διάσημες ορχήστρες, ενώ από το 2009 συνεργάζεται και με το περίφημο θέατρο Μπολσόϊ. Έχει κερδίσει τέσσερις φορές τη Χρυσή Μάσκα, την μεγαλύτερη διάκριση που υπάρχει στη Ρωσία.
Τί τον έδιωξε; “Η Ελλάδα” λέει, “δε διώχνει κανέναν. Η Ελλάδα είναι σαν ένα νοσοκομείο που σου κάνει ενέσεις μορφίνης όλη την ώρα, μέχρι να πάρεις δύναμη να επιχειρήσεις αποτοξίνωση.” Έφυγε επειδή ήθελε να πάει αλλού, σε ένα χώρο μαγικό, ξεχασμένο. Εκεί, εκτός από σπουδαίους δασκάλους-θρύλους της μουσικής, βρήκε “ανθρώπους που ζουν με τη μουσική, που έχουν καταλύσει το δυτικό σύστημα του επαγγελματία μουσικού, του εγώ-εσύ-αυτός-εκείνο”, και μια χώρα “σε μαγική αναταραχή” που του έδωσε την ευκαιρία να εκφράσει αυτό που είχε μέσα του, παίρνοντας μεγάλα ρίσκα και δουλεύοντας σκληρά.
Από την Ελλάδα νοσταλγεί τις γειτονιές της παιδικής του ηλικίας, τα στενά δρομάκια του Βύρωνα και τις αυλές με τα γεράνια.
Τον ενοχλεί όμως το βόλεμα, η διαχρονική έλλειψη διαπαιδαγώγησης και πειθαρχίας, αλλά και ο συνδικαλισμός στη μουσική – όλα αυτά δηλαδή που δεν επιτρέπουν στον καλλιτέχνη να εκφραστεί χωρίς ή πέρα από όρια, και που μετατρέπουν την τέχνη και τη δημιουργία σε επάγγελμα με ένσημα, ωράρια και επιδόματα. Εκτός από όσα τον ενοχλούν, υπάρχουν και άλλα που ίσως τον πληγώνουν. Όμως δεν μιλάει για αυτά.
“Ο κόσμος” λέει, “φοβάται τις αλλαγές, φοβάται ν´αφήσει τη δουλίτσα του, το σπιτάκι του, τον τόπο που έχει μάθει να μένει, και να φύγει μακριά, να αναμετρηθεί με όλα, να χτυπηθεί με τη σκιά του, να κάνει μάθημα ανατομίας με την ψυχή του στο τραπέζι. Πρέπει να είσαι ευέλικτος για αυτά τα πράγματα. Όταν ήμασταν παιδιά, ήμασταν ευέλικτοι. Μετά αρχίζουν οι φοβίες, όταν κάτι μας προειδοποιεί για τις πιθανότητες αποτυχίας, κι αυτό δημιουργεί μια αγκύλωση, και οδηγεί στη σπατάλη της ζωής (…) Η ζωή πρέπει να αναπαράγει τη ζωή, η ζωή πρέπει να φέρνει ενέργεια, να αναταράσσει τη σκέψη, ν´ακολουθούν αυτές οι αστραπές, τα κύματα…”
Τον παρατηρώ στις πρόβες, στις στιγμές της βαθειάς συγκέντρωσης στα άδυτα του περίφημου θεάτρου Μπολσόϊ, ή στη σκηνή την ώρα που σκύβει και υποκλίνεται χωρίς σεμνοτυφία, αλλά με βαθύ σεβασμό, χάρη και φυσική ευγένεια, και μετά στο δρόμο, όπου οι περαστικοί τον πλησιάζουν με θαυμασμό. Παρ´ότι έχω παρακολουθήσει την καριέρα του μακριά από την Ελλάδα από τα πρώτα του βήματα, δεν φανταζόμουν τη λατρεία και ταυτόχρονα την οικειότητα που του δείχνουν οι απλοί άνθρωποι στο δρόμο. Κατεβαίνοντας, μαζί με τον στενό του φίλο ποιητή Δημήτρη Γιαλαμά, τα σκαλιά του Κινέζου Πιλότου Τζάο Ντα, μιας μισοσκότεινης, υπόγειας ταβέρνας που θα μπορούσε να υπάρχει απαράλλαχτη μισό αιώνα πριν, τους ακούω να μιλούν για τον Σαχτούρη, τον αγαπημένο τους Έλληνα ποιητή. Την εικόνα αυτής της Ελλάδας διαλέγουν να κρατήσουν.
Ένα κομμάτι πράσινο γυαλί
Ο Κουρεντζής διευθύνει χωρίς μπαγκέτα, με τα χέρια, ή μάλλον, με ανοιγμένα φτερά. Χορεύει και μαζί παίζει, όχι απλώς σαν μαέστρος, ούτε καν χορευτής, αλλά σαν παιδί που στέκεται στην άκρη ενός βράχου και απλώνει τα χέρια, νομίζοντας πως θα πετάξει. Το ισχνό σώμα του πάλλεται και κυματίζει, και μαζί του κυματίζει και ολόκληρη η ορχήστρα. Η βεβαιότητα και μαζί η αθωότητα στο βλέμμα είναι τέτοια, που ο θεατής ξεγελιέται, και πετάει μαζί του.
Οι εκφράσεις του προσώπου του πάνω στη σκηνή, μπορεί να δείχνουν βαθειά συγκέντρωση, αφοσίωση ή και κατάνυξη, αλλά ταυτόχρονα μεγάλη, ανυπέρβλητη χαρά. Τη χαρά του παιδιού που παίζει, που πηδάει τα κύματα, που ρίχνει τη μπάλα στα δίχτυα στο αυτοσχέδιο γηπεδάκι της πλατείας, ή – όπως λέει ο άλλος αγαπημένος του ποιητής Γκέοργκ Τρακλ – που χαϊδεύει το τρίχωμα μιας γάτας. Γελάει, μιλάει, χορεύει, εκτινάσσεται, γαληνεύει, συνοφρυώνεται, βουρκώνει, ρίχνει αστραπές, σηκώνει κύματα.
“Η πνευματικότητα” λέει “της μουσικής, είναι κάτι που το προκαλείς, χωρίς όμως να το ελέγχεις (…) Μπορεί να ετοιμαστείς για ένα κοντσέρτο πάρα πολύ καλά, να κάνεις πάρα πολλές πρόβες, να έχεις τρομερή πειθαρχία, πνευματικότητα, συγκίνηση, όλα, όλα όσα χρειάζονται, και όλα να είναι έτοιμα και να βγεις, και να μην τραγουδάνε οι άγγελοι…”
“Οι άνθρωποι που έρχονται να ακούσουν μουσική, σου αφιερώνουν δύο ώρες από τη ζωή τους, κάτι τρομερά πολύτιμο. Όταν σκέφτεσαι πόσοι είναι αυτοί που σου έχουν χαρίσει ένα κομμάτι της ζωής τους, καταλαβαίνεις ποια είναι η υπευθυνότητα που πρέπει να έχεις ώστε να γεμίσεις αυτές τις δύο ώρες με κάτι που θα τους κάνει να φύγουν διαφορετικοί. Ο καλλιτέχνης είναι αυτός που, αυτό που βλέπουν όλοι, αυτός το βλέπει με διαφορετικό τρόπο. Αυτός που έχει διατηρήσει αυτή την παιδική μαγεία. Όπως όταν βρίσκεις ένα κομμάτι πράσινο κρύσταλλο πεταμένο στο δρόμο, και το βάζεις εδώ, στο μάτι, και κοιτάζεις τον κόσμο μέσα απ´αυτό. Και σου λέει το παιδάκι, δώσε μου κι εμένα να δώ!”
Η στιγμή που “τραγούδησαν οι άγγελοι”
Αναρωτιέμαι τί θα ήταν σήμερα, αν είχε παραμείνει στην Ελλάδα. Πως θα είχε διαμορφωθεί ο ίδιος, πως θα είχε εκφραστεί η μουσική του ιδιοφυϊα, και που θα είχε βρει ανταπόκριση, στήριξη, αναγνώριση. Πόση από την μαγεία της παιδικής του ηλικίας θα είχε καταφέρει να κρατήσει ατόφια μέσα του. Και πόση χαρά θα μπορούσε να νιώθει. Αν η δική του πατρίδα θα τον είχε πατήσει ή θα τον είχε εκτοξεύσει εκεί που σήμερα βρίσκεται. Αν θα του είχε δώσει φτερά για να πετάξει. Αν θα υπήρχαν γύρω του όλοι αυτοί οι αφοσιωμένοι μουσικοί που προχθές στη σκηνή, βούρκωναν από την ένταση και τη φόρτιση της στιγμής εκείνης, που το ελληνικό κοινό, κρατώντας την αναπνοή του, αποθέωνε την συγκλονιστική ερμηνεία.
Δεν ξέρω τί έχει προσφέρει στον Κουρεντζή η πατρίδα του. Ξέρω όμως ότι αυτό που ο ίδιος της πρόσφερε, σε μια από τις δυσκολότερες και πιο φορτισμένες περιόδους της ιστορίας της, ήταν όχι μόνο μια τόσο αναγκαία στιγμή ψυχικής ανάτασης, αλλά, όπως θα έλεγε και ο Σαχτούρης, ένα κομμάτι ουρανού.
ΥΓ- Προχθές αργά, βγαίνοντας από την αίθουσα στους άδειους δρόμους, βρήκα στην τσέπη μου – όπως νομίζω και όλοι οι υπόλοιποι – ένα σπασμένο πράσινο γυαλί.
*Η Ναντίνα Χριστοπούλου είναι ανθρωπολόγος. Το 2011 πέρασε μερικές μέρες στη Μόσχα με τον Θόδωρο Κουρεντζή, κατά την διάρκεια της προετοιμασίας της όπερας Wozzek του A. Berg στο θέατρο Bolshoi, στο πλαίσιο της σειράς ντοκυμαντέρ της ΕΡΤ “Φιλοξενούμενοι: οι Έλληνες στον κόσμο· στην Ελλάδα, ο κόσμος” (που βασίστηκε στην έρευνά της, και έγινε σε συνεργασία με τους σκηνοθέτες Μύρνα Τσάπα, Εύα Στεφανή, Σταύρο Ψυλλάκη και Νίκο Λυγγούρη, στην Ελλάδα και 13 άλλες χώρες).