Νόμιμη παρανομία

Νόμιμη παρανομία
Φωτογραφία αρχείου Eurokinissi

Ακούγεται εξωφρενικό, αλλά στη χώρα της εφαρμοσμένης αδικίας που είναι η Ελλάδα, μήπως η ψυχαναγκαστική τήρηση του νόμου δεν φέρνει αναγκαστικά τα αναμενόμενα έννομα αποτελέσματα;

Ο δρόμος όπου μένω είναι στενός και έχει κίνηση. Να φανταστεί κανείς ότι, όταν η κόρη μου ήταν μικρή, είχα πάντα αγωνία βγαίνοντας από την πολυκατοικία, μην τρέξει και τη χτυπήσει κανένα διερχόμενο όχημα. Το παρκάρισμα επιτρέπεται στη μία πλευρά μόνο, αλλά χρόνια τώρα ―είκοσι δύο μένουμε σ’ αυτό το διαμέρισμα― οι γύρω κάτοικοι και οι επισκέπτες τους παρκάρουν και στις δύο. Στη μία πλευρά, μάλιστα, δεδομένης της στενότητας του δρόμου, οι εποχούμενοι παρκάρουν επάνω στο πεζοδρόμιο.

Ξαφνικά, λίγο μετά τις φετινές γιορτές, με πρωτοβουλία κάποιου κατοίκου της περιοχής, κατέφθασε η αστυνομία και άρχισε να μοιράζει κλήσεις για παράνομη στάθμευση. Ογδόντα ευρώ, που κατεβαίνουν στα σαράντα, εάν πληρώσεις έγκαιρα. Την επομένη παρουσιάστηκα στο αστυνομικό τμήμα της γειτονικής συνοικίας που είχε εκδώσει την κλήση και ζήτησα τον αξιωματικό υπηρεσίας.

Ετοιμαζόμουν να βγάλω ένα λογύδριο, που θα έλεγε πάνω κάτω τα εξής: «Επί είκοσι τόσα χρόνια που ζω σ’ αυτόν τον δρόμο, το παρκάρισμα επιτρέπεται και πάνω στο πεζοδρόμιο από τη μία πλευρά. Και τώρα, στα καλά καθούμενα, κυριολεκτικά εν μία νυκτί, έρχεστε εσείς, και μάλιστα από άλλη συνοικία, και ζητάτε να εφαρμόσετε τον νόμο! Εσείς είστε οι παράνομοι, κατ’ αρχάς, που δεν τον εφαρμόζατε όλο τον προηγούμενο καιρό. Και τελικά, αρνούμαι να πετάξω από το παράθυρο σαράντα ευρώ μέσα στην κρίση, βγάλτε μια ανακοίνωση: “Από την επόμενη εβδομάδα, όποιος παρκάρει εδώ, θα του παίρνουμε τις πινακίδες”, όχι απλώς κλήση. Ειδοποιήστε μας, προηγουμένως, όμως!»

Στην είσοδο του αστυνομικού τμήματος έπεσα σε μια παρέα νεαρών ενστόλων ― τόσο νεαρών, ώστε μου κόπηκαν κάπως η φόρα κι ο εκνευρισμός. Όσο για τον αξιωματικό υπηρεσίας, επρόκειτο για μία επίσης νεαρή, με μακριά, καστανά, σγουρά μαλλιά, αναγεννησιακού στιλ, η οποία, έτσι όπως μου χαμογελούσε φιλικά και ευπροσήγορα, με αποτελείωσε.

Στη μισή σου ζωή, όποτε πατάς το πόδι σου σε αστυνομικό τμήμα, νιώθεις κάτι μεταξύ δέους και απώθησης, μαζί με υπαρξιακή ενοχή. Και μια ωραία πρωία συνειδητοποιείς ότι κανείς δεν σε αντιμετωπίζει πια ούτε ως εξ ορισμού ένοχο ούτε ως ανυπόληπτο πολίτη βήτα κατηγορίας. Επειδή απλούστατα οι περισσότεροι αστυνομικοί θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου ως προς την ηλικία. Μεγάλωσες και έγινες περίπου αξιοσέβαστος;

Ίσως φταίει απλώς το γεγονός ότι οι καιροί άλλαξαν, μαζί και τα ήθη. Η σημερινή αστυνομία δεν συγκρίνεται με εκείνη της χούντας, ούτε καν με αυτήν των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, ή και με την πασοκική αστυνομία, φέρ’ ειπείν. Εξαρτάται, ασφαλώς, και από την εύπορη ή λαϊκή περιοχή όπου βρίσκεται το κάθε αστυνομικό τμήμα. Και, φυσικά, πάντα μπορεί να σου τύχει κανένα στραβόξυλο.

Απαγγέλω στην αξιωματικό υπηρεσίας με την αναγεννησιακή κόμη το ποίημά μου άτονα, σαν από κεκτημένη ταχύτητα. Κι εκείνη, χαμογελώντας γλυκά, με ενημερώνει ότι μπορώ ακόμη και αίτηση να κάνω για να εξεταστεί υπηρεσιακά το πρόβλημά μου. «Αλλά», συμπλήρωσε εμπιστευτικά, «σας συνιστώ να μην το κάνετε. Πρώτον, επειδή υπάρχει καταγγελία από πολίτη, άρα δεν εμπλέκονται μόνο αστυνομικοί. Και δεύτερον, επειδή, και στο δικαστήριο να πάτε, εφόσον έχετε παρκάρει επάνω σε πεζοδρόμιο, είστε εν αδίκω!»

Χρειάζεται να προσθέσω ότι γρήγορα κατευνάστηκε η όποια εξεγερτική διάθεσή μου, έβαλα την ουρά στα σκέλια και πήγα να στηθώ στην άλλη ουρά, του Ταχυδρομείου, όπου πλήρωσα τελικά την κλήση; Και, προφανώς, το ανώνυμο καρφί της γειτονιάς μας εξακολουθεί τις καταγγελίες, γιατί κάθε τόσο βλέπω το παρκαρισμένο επάνω στο πεζοδρόμιο όχημα κάποιου απληροφόρητου δυστυχούς, που θα πρέπει αύριο να καταβάλει το τσουχτερό πρόστιμο των σαράντα ευρώ.

Τα ερωτήματα που με βασανίζουν ακόμη, δεν έχουν να κάνουν με την ταυτότητα ή με τα κίνητρα του άγνωστου καταδότη. Ούτε με τις άπειρες γκρίζες ζώνες ανομίας και ατιμωρησίας που βιώνουμε στην Ελλάδα, τις οποίες, αιφνιδιαστικά, και για λόγους όχι πάντα σοβαρούς, το κράτος αποφασίζει να καταργήσει, επιβάλλοντας τον νόμο, συνήθως για πολύ λίγο μόνο. Και μετά, πάλι, «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει, και ξανά προς τη δόξα τραβά (τραβά, τραβά)».

Σ’ αυτήν τη χώρα, με τις άπειρες ―σε σύγκριση με την κεντρική Ευρώπη, ας πούμε― γκρίζες ζώνες ανομίας και ατιμωρησίας, διαφθοράς και διαπλοκής, γραφειοκρατικής αγκύλωσης και δυσλειτουργίας, μήπως οι κάθε είδους γκρίζες ζώνες λειτουργούν και ως ασφαλιστικές δικλίδες; Μήπως αποσυμπιέζουν την κατάσταση και διευκολύνουν τα πράγματα, κόβουν δρόμο και επιτρέπουν στη μηχανή να ρολάρει, όπως ρολάρει τέλος πάντων;

Τώρα, ο δρόμος όπου μένω είναι λίγο πιο φαρδύς, αφού παρκάρουν πια μόνο από τη μία πλευρά του. Με αποτέλεσμα, τα διερχόμενα αυτοκίνητα να αναπτύσσουν μεγαλύτερη ταχύτητα. Δηλαδή, έγινε ακόμη πιο αδιάβατος και εχθρικός για τους πεζούς, υποβιβάζοντας την ποιότητα ζωής μας.

Ξέρω ότι ακούγεται εξωφρενικό, αλλά μήπως εντέλει η ψυχαναγκαστική τήρηση του νόμου, στη χώρα της εφαρμοσμένης αδικίας που είναι η Ελλάδα, δεν φέρνει αναγκαστικά τα αναμενόμενα έννομα ή έστω θετικά αποτελέσματα; Και πολύ περισσότερο, μήπως στην πραγματικότητα αυτό που μοιάζει με μαγική εικόνα, δεν είναι παρά άλλη μία νεοελληνική ιδιαιτερότητα;

*Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος είναι συγγραφέας και παραγωγός στο Ραδιόφωνο 24/7. Την εκπομπή του, “Και λίγα λέω”, μπορείτε να την ακούτε από Δευτέρα έως Παρασκευή, 8.10 με 9.00 το βράδυ, στους 88,6. Περισσότερα για τα βιβλία του μπορείτε να δείτε στη διεύθυνση http://vangelisraptopoulos.wordpress.com/

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα