Παγιδευμένοι στο χθες

Παγιδευμένοι στο χθες

Δεν είναι της παρούσης να αναφερθούν οι χαμένες ευκαιρίες που κόστισαν σε χρόνο και σε χρήμα ώστε σήμερα η χώρα να είναι παγιδευμένη σ’ ένα φαύλο κύκλο μνημονιακής περιδίνησης

Σε καταστάσεις όπως αυτές που βιώνει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία οκτώ χρόνια της κρίσης, καταστάσεις που έχουν οδηγήσει σε ακρότητες πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών διαστάσεων, η συναίνεση θα έπρεπε να αποτελεί μοναδική επιλογή. Η μεσότητα που υπό την παρούσα συγκυρία αποτελεί προϋπόθεση για την επανασύνδεση του πολιτικού συστήματος με την κοινωνία, συκοφαντείται από τα πολιτικά κόμματα που υποτίθεται ότι επιθυμούν να την εκφράσουν. Το τελευταίο που περιμένουν οι πολίτες σε καταστάσεις ανασφάλειας και φόβου είναι ο διχασμός. Σε κρίσιμες καταστάσεις που εγκυμονούν κινδύνους, οι σώφρονες πολιτικοί συμβιβάζονται. Προσαρμόζουν τις πολιτικές τους θέσεις σ’ ένα πλαίσιο σύνθεσης και συναίνεσης. Αυτό σήμερα αποτελεί ζητούμενο σε κάθε περίπτωση για το οποίο η κυβέρνηση όφειλε να είχε κάνει το πρώτο βήμα. Όχι μόνο η παρούσα, η οποία εμφανώς πλέον επιδιώκει την πόλωση, αλλά και οι προηγούμενες. Δεν είναι της παρούσης να αναφερθούν οι χαμένες ευκαιρίες που κόστισαν σε χρόνο και σε χρήμα ώστε σήμερα η χώρα να είναι παγιδευμένη σ’ ένα φαύλο κύκλο μνημονιακής περιδίνησης.

Ο συγκρουσιακός πολιτικός λόγος, η εμπάθεια και η υπερβολή δεν αποτελούν, όπως νομίζουν οι θεωρητικοί του «σκληρού ροκ», ζητούμενο για την συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Μπορεί κάποτε να ήταν βασικό χαρακτηριστικό για την οριοθέτηση ανάμεσα στη Δεξιά και στην Αριστερά, αλλά στις σημερινές συνθήκες προκαλεί απογοήτευση. Δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς αναλυτής πολιτικών δεδομένων προκειμένου να αναγνωρίσει το πρόβλημα που αναδύεται μέσα από τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων. Κι ενώ η αδιαφορία της κοινής γνώμης είναι κραυγαλέα, τα κόμματα με προεξάρχον το κυβερνητικό επιμένουν να πολιτεύονται εκπροσωπούμενα από λούμπεν στελέχη και ακραίους λαϊκιστές. Αντί να αναζητήσουν την ισορροπία στο κέντρο επιζητούν τη δικαίωση από την ιστορία με αναδρομές στο παρελθόν. Εδώ η κυβέρνηση έχει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης αφού νοηματοδοτεί εκ νέου λέξεις που δεν έχουν πλέον απήχηση στη κοινωνία.

Ασφαλώς η αντιπολίτευση δεν είναι άμοιρη ευθυνών, αφού κι αυτή επιχειρώντας να αντιγράψει μεθόδους και πρακτικές της αριστεράς, ενδίδει στην πόλωση ερχόμενη σε πλήρη αντίφαση με τις αρχές και τις αξίες του μετριοπαθούς κέντρου. Κι όλα αυτά σε μια κρίσιμη συγκυρία όπου θα περίμενε κανείς να αλλάξουν αντιλήψεις και νοοτροπίες, ο δημόσιος διάλογος παραμένει προσκολλημένος σε στερεότυπα μιας γενιάς που δεν υπάρχει και το αφήγημα της έχει ξεπεραστεί. Σ’ αυτό το νοσηρό πλαίσιο ενώ ο μεσαίος χώρος, ως σημείο συνάντησης της δεξιάς με την αριστερά, θα μπορούσε  εκ των πραγμάτων να συμβάλλει στην κατανόηση του διαφορετικού μέσα από συναινετικές διαδικασίες, αντιμετωπίζεται ως λάφυρο ενός πολέμου που κάθε πλευρά δεν θέλει να σταματήσει για τους δικούς της λόγους. Σ’ αυτή τη βάση όποιοι παρεκκλίνουν τολμώντας να υποστηρίξουν το αυτονόητο, που στην προκειμένη περίπτωση είναι και εθνικά αναγκαίο, καθίστανται αυτομάτως στόχος «διαρροών» που συνήθως συνοδεύονται από υπερβολές, θεωρίες συνωμοσίας, υπαινιγμούς και δυσφημιστικά σχόλια. Κι όλα αυτά ενώ οι μετριοπαθείς δημοκράτες πολίτες, αυτοί που δεν κραυγάζουν, που δεν φανατίζονται, που δεν θεωρούν συλλήβδην προδότες τους αντιπάλους τους, είναι περισσότεροι από τους «ριζοσπάστες». Το ερώτημα τίθεται ευθέως: Πιστεύει σοβαρά η κυβέρνηση ότι μπορεί να αντέξει στην πόλωση που η ίδια συντηρεί και ως πότε;

*Ο Χάρης Παυλίδης είναι δημοσιογράφος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα