Σπονδές στο μίσος…

Σπονδές στο μίσος…

Ο δημόσιος διάλογος μοιάζει όλο και περισσότερο με τηλεόραση που "παίζει", με κλειστή τη φωνή. Ώρες – ώρες, ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι ο ήχος του φανατισμού

Δεν ήταν η πρώτη φορά… Ούτε, προφανώς, θα είναι η τελευταία… Η πρόσφατη απόφαση του πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ, απόφαση που πλήττει την ελευθερία της έκφρασης, δεν πυροδότησε μόνο έναν έντονο δημόσιο διάλογο ανάμεσα σε όσους κατήγγειλαν τις διαγραφές δημοσιογράφων και σε αυτούς που βρήκαν επιχειρήματα για να τις δικαιολογήσουν. Παράλληλα, έδωσε την ευκαιρία στους «ελεύθερους σκοπευτές» – ιδίως, μάλιστα, σε αυτούς που ακροβολίζονται στο διαδίκτυο – να βγάλουν για μια ακόμα φορά τα εσώψυχά τους στη φόρα, αποδεικνύοντας ότι η μόνη σταθερά των ταραγμένων ημερών μας παραμένει ο διάχυτος φανατισμός.

Η “τεχνογνωσία”, άλλωστε, είναι δεδομένη: το γεγονός των πειθαρχικών διώξεων, όπως και κάθε γεγονός, η λίστα Λαγκάρντ, οι διάλογοι των wikileaks, η διαχείριση του προσφυγικού ή ό, τι άλλο, δεν είναι παρά αφορμές για να ηχήσουν τα τύμπανα του πολέμου και να μετατραπεί ο δημόσιος χώρος – ή ένα τμήμα του, για να μη γενικεύουμε – σε ρινγκ ελεύθερης πάλης, χωρίς κανόνες . Από εκεί και πέρα, όλα παίρνουν το δρόμο τους με έναν απελπιστικά προβλέψιμο τρόπο: η μία πλευρά αντιλαμβάνεται την άλλη ως το απόλυτο κακό, οι εξελίξεις διαβάζονται ως το αποτέλεσμα ραδιουργιών, νοσηρών μεταλλάξεων και υπόγειων συναλλαγών, οι αναλύσεις – ποιες αναλύσεις; –  εξαντλούνται στο επίπεδο ενός μανιχαϊσμού χωρίς όρους και όρια.

Διακινείται η άποψη ότι τη βασική ευθύνη γι αυτή την κουλτούρα της αδιαλλαξίας έχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και η αλήθεια είναι ότι οι ευθύνες του στην εμπέδωση του κλίματος ακραίας πόλωσης, που σφραγίζει χρόνια την πολιτική και κοινωνική σκηνή, είναι μεγάλες. Μερίδιο, ωστόσο, και μάλιστα υπολογίσιμο, διεκδικούν πλέον και οι αντίπαλοί του, καθώς, όπως ο αντιμνημονιακός  ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε στη λογική των μηδενικών ανοχών και ανέδειξε την πολεμική ρητορική σε κυρίαρχο λόγο, έτσι και η σημερινή αντιπολίτευση, ανακυκλώνει τη συνταγή των μετώπων και δαιμονοποιεί την Αριστερά, αναπαριστώντας την ως ένα εσμό ατάκτων, που συνέχει απλώς και μόνο η νομή της εξουσίας.

Από εκεί και πέρα, οι θερμοκέφαλοι κάθε πλευράς αναλαμβάνουν να δώσουν στην υπόθεση τον προσωπικό τους τόνο, δημιουργώντας τη γνωστή ατμόσφαιρα, που παραπέμπει στην αισθητική του πολιτικού κατς: έτσι, όπως ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος δεν ήταν οι αντίπαλοι που εφάρμοζαν μία απορριπτέα πολιτική, δεξιά, νεοφιλελεύθερη, ταξική ή ό, τι άλλο, αλλά οι «προσκυνημένοι» που παρέδωσαν τη χώρα στο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, ομοίως και ο Τσίπρας δεν εκφράζει λανθασμένες, απαράδεκτες ή ακόμα και επικίνδυνες θέσεις, αλλά είναι ένας «μεταμφιεσμένος Ερντογάν», που επιδιώκει να καταλύσει τη δημοκρατία και να εγκαθιδρύσει από την πίσω πόρτα ένα ανελεύθερο καθεστώς.

Προφανώς, η αντίληψη των δυο κόσμων, του σκότους και του φωτός, των δικών μας παιδιών και των ξένων, δεν ανακαλύφθηκε επί μνημονίων. Καλλιεργήθηκε με φροντίδα από όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές φυλές, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Αν σήμερα η ακραία πόλωση αποκτά νέα χαρακτηριστικά – και κατά τούτο γίνεται και περισσότερο επικίνδυνη – είναι, επειδή, σε μια στιγμή που η χώρα με δυσκολία κρατάει το κεφάλι έξω από το νερό, ο σπόρος του διχασμού περνάει κατευθείαν στην κοινωνία και απειλεί να χωρίσει τους πολίτες σε δύο μπλοκ συγκρουόμενα και αλληλομισούμενα.

Όσο ο καιρός περνάει, ο δημόσιος διάλογος μοιάζει με τηλεόραση που «παίζει», με κλειστή τη φωνή. Τι χρειάζεται άλλωστε; Οι φιγούρες των πολεμιστών είναι οι γνωστές, τα επιχειρήματά τους πασίγνωστα. Ο φανατισμός, άλλωστε, έχει το δικό του υπόκωφο ήχο, που καλύπτει τα πάντα. Ευθύνη των κομμάτων, ιδίως των δύο μεγαλύτερων, είναι να ξαναδώσουν φωνή στην πολιτική, περιεχόμενο στο διάλογο, αξία στην αντιπαράθεση…

Η πολιτική διαπάλη – ακόμα και η πιο σκληρή – είναι οξυγόνο για τη δημοκρατία. Οι σπονδές στο μίσος είναι δηλητήριο, χωρίς αντίδοτο. Ας αποφασίσουν…

*Ο Χρήστος Μαχαίρας είναι δημοσιογράφος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα