Ας δούμε τις διαφορές μας εποικοδομητικά

Ας δούμε τις διαφορές μας εποικοδομητικά

Διαβάστε ένα άρθρο για τις αιτιολογίες που οδηγούν σε απώλεια ακοής και την κοινωνική προκατάληψη που δημιουργεί καθημερινές ιστορίες πόνου, θλίψης, απόγνωσης

Η ιατρική έχει ήδη αποκρυπτογραφήσει όλες τις αιτιολογίες που οδηγούν σε μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού απώλεια ακοής και με διάφορα τεχνολογικά μέσα και βοηθήματα μπορεί να δώσει – σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ καλή – αντισταθμιστική στήριξη. Εδώ δεν θα μάς απασχολήσει άλλο η ιατρική πλευρά. Για λεπτομέρειες μπορείτε να ανοίξετε ένα εγχειρίδιο ιατρικής. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι τα ιστορικά, τα ψυχοσυναισθηματικά, τα εκπαιδευτικά και τα κοινωνικοπολιτικά επακόλουθα της ανηκοΐας. Είναι όλα εκείνα τα γνωρίσματα που έχουν να κάνουν με την γνώση, την επίγνωση της ταυτότητας, τις αξίες, την συμπεριφορά, τις κοινωνικές στάσεις και την επίσημη αντιμετώπιση από τους πολιτειακούς θεσμούς.

Έχει μεγάλη διαφορά, αν κάποιος γεννηθεί χωρίς ακοή ή τήν χάσει σε μικρή ηλικία, μέχρι τα τέσσερα-πέντε, από το αν τήν χάσει στην ύστερη παιδική ή στην εφηβική ηλικία κι’ από το αν τήν χάσει σε μεταγενέστερη ηλικία. Αν δεν είχες ποτέ κάτι, δεν σού λείπει κιόλας. Εδώ μπορούμε να κάνουμε μία αρχική, αδρή διάκριση.

Στο επίπεδο του πολιτισμού, το υπόβαθρο για την ατομική και την κοινωνική ανάπτυξη κάθε ανθρώπου είναι η γλώσσα. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέει κάποιος: «Είμαι η γλώσσα μου». Η γλώσσα μάς ξεχωρίζει απ’ όλο το άλλο βασίλειο της βιολογίας, μάς κάνει ανθρώπους, μάς προσφέρει την ικανότητα να οικοδομούμε την δικιά μας ξεχωριστή πραγματικότητα μέσα στο βασίλειο των ιδεών. Η γλώσσα ζωγραφίζει την εικόνα του κόσμου μας, εμπνέει την κοσμοθεωρία μας. Η φυσική απόκτηση της γλώσσας γίνεται εύκολα και αβίαστα, αρκεί το παιδί να βρεθεί σε περιβάλλον κατάλληλο.

Όσο πιο πλούσιο το περιβάλλον σε γλωσσικά παραδείγματα προσιτά στα παιδιά, τόσο ταχύτερη και πληρέστερη η απόκτηση της γλώσσας. Στην διαδικασία της απόκτησης της γλώσσας κάθε παιδί έχει τον ιδιαίτερο μοναδικό ρυθμό του, δεν μπορούμε να κάνουμε εδώ αξιολογήσεις. Κάποια παιδιά ξεμπερδεύουν άνετα με την απόκτηση της (πρώτης) γλώσσας γύρω στα τρία-τέσσερα, κάποια άλλα θέλουν μεγαλύτερη πίστωση χρόνου, πάνε κι’ ως τα επτά-οκτώ. Σε κάποιες πολύ σπάνιες περιπτώσεις η πίστωση χρόνου φτάνει και μέχρι τα δώδεκα-δεκατρία. Χοντρικά – και έχοντας πάντα υπ’ όψη μας τις φυσικές στατιστικές αποκλίσεις – μπορούμε να πούμε ότι συνήθως γύρω στα τέσσερα με πέντε ένα παιδί έχει ήδη αποκτήσει την γλώσσα που κυριαρχεί γύρω του και χειρίζεται ορθά τα γραμματικά σχήματα που εκείνη διαθέτει, με σκοπό να επικοινωνήσει, να ανακαλύψει, να εκφραστεί. Από κει και πέρα, όσο μεγαλώνει το παιδί, μπορεί να εκμάθει και μία δεύτερη, και μετά μία τρίτη γλώσσα. Αν ένας άνθρωπος έχει το κίνητρο και το ενδιαφέρον, μπορεί να εκμάθει όσες γλώσσες θέλει. Ο Μιθριδάτης ήξερε εικοσιδύο γλώσσες, ο Χάξλεϋ δεκατέσσερεις. Κι’ αν θυμάμαι καλά, ένας συμπαθέστατος πιτσιρικάς γύρω στα δεκαπέντε παρουσιάστηκε πέρσι στην τηλεόραση γνωρίζοντας ήδη δεκαεπτά γλώσσες. Μα, θα μού πείτε, γιατί να «εκμάθει» κι’ όχι ν’ «αποκτήσει»; Ά, χα, χα, μα ακριβώς αυτό συμβαίνει. Όλες οι γλώσσες πέρα από την πρώτη θέλουν συγκέντρωση, θέλουν προσοχή, θέλουν συνειδητή παρακολούθηση, θέλουν αυτό που λέμε απλά εκμάθηση. Μόνο η πρώτη γλώσσα κάθε παιδιού αποκτάται – δηλαδή κατακτάται με απόλυτα φυσικό, αβίαστο τρόπο. Συγκρατήστε το αυτό: Είναι αναγκαίο για κάθε άνθρωπο να αποκτήσει μία τουλάχιστον γλώσσα – την πρώτη του γλώσσα.

Ας πάμε τώρα πίσω στους ανήκοους ανθρώπους, να δούμε την διάκριση που μπορούμε να κάνουμε. Μπορούμε να βάλουμε στην μία μεριά όλα εκείνα τα παιδιά που είτε γεννιούνται χωρίς ακοή είτε τήν χάνουν πριν φτάσουν στην ηλικία των τεσσάρων-πέντε ετών. Αυτά τα παιδιά δεν έχουν ακόμα αποκτήσει μία πρώτη γλώσσα. Γι’ αυτό ορίζουμε την ανηκοΐα τους ως γνήσια προγλωσσική. Στην άλλη μεριά μπορούμε να βάλουμε όλους εκείνους τους ενήλικες – συμβατικά μετά τα δεκαοκτώ – που χάνουν κάποια στιγμή την ακοή τους. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ήδη ανεπτυγμένη και εμπεδωμένη γλώσσα και προσωπικότητα, ακόμα και οι νεώτεροι σε ηλικία ξέρουν πού βαδίζουν, ποιά είναι η ταυτότητά τους, ποιές είναι οι προσδοκίες τους από την ζωή τους. Γι’ αυτό ορίζουμε την ανηκοΐα τους ως γνήσια μεταγλωσσική. Και τί γίνεται ενδιάμεσα; Πώς θα ορίσουμε την ανηκοΐα που συμβαίνει στην ύστερη παιδική ηλικία (μετά τα πέντε) και στην εφηβεία; Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Για να τό πω πιο απλά, εξαρτάται από την κάθε περίπτωση. Στις πιο απλές περιπτώσεις, όπου φαίνεται ότι η απόκτηση της γλώσσας έχει καθυστερήσει σε σχέση με τον στατιστικό μέσον όρο, τότε μιλάμε πάλι για προγλωσσικά ανήκοα παιδιά. Κι’ ακόμα, κάποιοι έφηβοι, απ’ τα δεκατέσσερα-δεκαπέντε, φαίνονται να είναι σε θέση να χειριστούν ρεαλιστικά την απώλεια ακοής τους όπως οι ενήλικες, οπότε τούς βάζουμε μαζί με τους μεταγλωσσικά ανήκοους. Και πάλι, όμως, απομένουν αρκετές ενδιάμεσες περιπτώσεις, τις οποίες δεν μπορούμε εύκολα να κατατάξουμε – η εικόνα εδώ είναι θολή, εξαιρετικά θολή. Η συνήθης πρακτική είναι – για λόγους ασφαλείας – η κατάταξη αυτών των ενδιαμέσων περιπτώσεων στην ομάδα της προγλωσσικής ανηκοΐας, κι’ αυτό για να έχουμε την ευεργετική συνδρομή της ειδικής εκπαίδευσης, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Οι μεταγλωσσικά ανήκοοι βιώνουν ξαφνικά μία εμπειρία απώλειας σε τόσο μεγάλη ένταση και έκταση, ώστε η καθημερινότητά τους κυριολεκτικά αναποδογυρίζει. Τίποτα δεν είναι πια δεδομένο, τίποτα δεν είναι πια όπως πριν. Νοιώθεις ερείπιο, το μόνο που βλέπεις είναι τα συντρίμμια ενός κόσμου γύρω σου. Πενθείς. Συγκλονίζεσαι από την ίδια την προδοσία της φύσης προς εσένα. Ο εθισμός στις αισθήσεις μας και στα στοιχεία που αυτές μάς τροφοδοτούν, μάς εμποδίζει ν’ αναλογισθούμε πώς θα ήταν η ζωή μας χωρίς κάποιες απ’ αυτές. Κι’ όμως. Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι τρομερά ευπροσάρμοστος. Τά καταφέρνει. Σηκώνεται. Ενθαρρύνεται. Ο μεταγλωσσικά ανήκοος άνθρωπος, αφού ξεπεράσει την αρχική φάση της συντριβής, επαναπροσανατολίζεται, επαναρρυθμίζεται. Διαθέτει ήδη στην μνήμη μία συγκροτημένη γλωσσική και κοινωνική ταυτότητα, μέσα από την οποία η ανηκοΐα μπορεί να υποστεί ορθολογική επεξεργασία. Μπορούν να γίνουν επιλογές. Μπαίνουν στην μέση και τα τεχνικά βοηθήματα. Αλλάζουν οι συνήθειες και οι καθημερινές πρακτικές. Έρχεται η οικογένεια, έρχονται οι φίλοι να προσφέρουν στήριξη. Κι’ η ζωή, κάποια στιγμή, ξαναπαίρνει την ομαλή της πορεία. Ίσως να μην είναι τόσο άνετη οσο ήταν πριν, πάντως είναι αξιοβίωτη, συγκροτημένη, αξιοπρεπής.

Διαμετρικά αντίθετη είναι η αντιμετώπιση της προγλωσσικής ανηκοΐας. Εδώ δεν υπάρχει καν η παραμικρή εμπειρία απώλειας – όπως έγραψα και πιο πάνω, κάτι που δεν είχες ποτέ δεν σού λείπει κιόλας. Όμως ελλοχεύει από κοντά ο κίνδυνος της αγλωσσίας – με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η σύγχρονη παιδαγωγική, σε συνεργασία με την γλωσσολογία και την ειδική εκπαίδευση, έχει ήδη βρει την οριστική λύση – ομολογουμένως μετά από αιώνες σκληρής δουλειάς κι’ έρευνας. Για να καταλάβετε την λύση αυτή, προσπαθήστε να φανταστείτε τί συμβαίνει σε τυπικές οικογένειες προγλωσσικά ανηκόων παιδιών που γεννιούνται από ανήκοους γονείς. Σε μία τέτοια οικογένεια υπάρχει ζωηρή και αδιάκοπη επικοινωνία. Το παιδί αποκτά γλώσσα, ανακαλύπτει τον κόσμο, χτίζει την δικιά του προσωπική και κοινωνική πραγματικότητα. Ένα τέτοιο παιδί δεν υστερεί σε τίποτα από ένα άλλο, ευήκοο παιδί που μεγαλώνει φυσιολογικά σε οικογένεια ευηκόων. Η διαφορά είναι στην τροπικότητα της επικοινωνίας, όπως λέει η γλωσσολογία. Στην οικογένεια του ανήκοου παιδιού χρησιμοποιείται μία κινηματική (νοηματική) γλώσσα, η οποία προσλαμβάνεται με την όραση και εκφράζεται με τα χέρια (και το υπόλοιπο σώμα, κυρίως το πρόσωπο). Η σχέση κινηματικής γλώσσας και ανηκοΐας δεν είναι αιτιολογική. Είναι προσαρμοστική. Το παιδί κατευθύνεται αβίαστα και φυσιολογικά στην απόκτηση μίας γλώσσας τέτοιας, που να μπορεί να προσλάβει και να εκφράσει. Για το ανήκοο παιδί από ανήκοους γονείς αυτό είναι προφανές. Αλλά και το ίδιο συμβαίνει αν γεννηθεί ευήκοο παιδί από ανήκοους γονείς. Προσανατολίζεται στην κινηματική γλώσσα που τού προσφέρουν οι γονείς του, αλλά συγχρόνως προσανατολίζεται και στην φωνούμενη γλώσσα (φθογγόγλωσσα) του ευρυτέρου κοινωνικού του περιβάλλοντος – αφού έτσι ή αλλιώς τήν ακούει.

Σε όλες τις εμπειρικές μελέτες που έχουν γίνει διεθνώς για να διερευνήσουν τις επιδόσεις προγλωσσικά ανηκόων στην σχολική εκπαίδευση, η υπεροχή των ανηκόων παιδιών από ανήκοους γονείς είναι συντριπτική. Αναμενόμενο. Τα ανήκοα παιδιά από ανήκοους γονείς ξεκινούν την τυπική σχολική τους εκπαίδευση έχοντας συντριπτικά περισσότερα και βαρύτερα νοητικά εφόδια από τά άλλα παιδιά. Και το κυριότερο: Τα ανήκοα παιδιά από ανήκοους γονείς δείχνουν να εκμαθαίνουν την επίσημη γλώσσα του σχολείου καλύτερα, ταχύτερα και πληρέστερα. Και πάλι αναμενόμενο. Ένας εγκέφαλος που έχει ήδη αποκτήσει αβίαστα και φυσιολογικά μία πρώτη γλώσσα, επαναπροσανατολίζεται αμέσως στην εκμάθηση και δεύτερης γλώσσας. Μέσα από αυτή την προοπτική αναφάνηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα – αρχικά στις Σκανδιναβικές χώρες και συνακόλουθα και σε άλλες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου – η οριστική λύση στην ειδική εκπαίδευση προγλωσσικά ανηκόων παιδιών: Η δίγλωσση διαπολιτισμική εκπαίδευση.

Εδώ θα αναρωτηθείτε: Γιατί «διαπολιτισμική»; Καιρός ν’ αφήσουμε για λίγο την γλωσσολογία και να πάμε στην ιστορία και στην κοινωνιολογία. Από τους αρχαίους κιόλας χρόνους – ο Πλάτων μάς αναφέρει στον «Κρατύλο» και στον «Θεαίτητο» – σε όλο τον κόσμο οι προγλωσσικά ανήκοοι ζούσαν επικοινωνώντας συλλογικά μεταξύ τους, διαμορφώνοντας μικρές κοινότητες με τις αξίες, τα ήθη και τα έθιμά τους. Όταν ξεκίνησε η επίσημη ειδική εκπαίδευση των προγλωσσικά ανηκόων στην Ευρώπη του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα και αργότερα στην Βόρεια Αμερική, τα σχολεία που προσέφεραν μία κινηματική γλώσσα έγιναν τα χωνευτήρια των εκεί κοινοτήτων τους. Για ιστορικούς λόγους, επειδή οι προγλωσσικά ανήκοοι είχαν πάνω τους στραμμένη την προσοχή των επισήμων εκπαιδευτικών θεσμών, κατέληξαν να αποτελούν τους τυπικούς εκπροσώπους ατόμων με ανηκοΐα. Σήμερα, με την εξάπλωση της δίγλωσσης διαπολιτισμικής εκπαίδευσης σε όλο τον κόσμο, οι οργανώσεις των προγλωσσικά ανηκόων σχετίζονται στενά με τα ειδικά σχολεία. Έτσι, η κοινωνιολογία σήμερα ορίζει τις κοινότητες των ανηκόων ως διαφοροποιημένες γλωσσικές κοινότητες ή γλωσσικές μειονότητες. Κοινότητες που πάνω στο υπόβαθρο μίας κινηματικής γλώσσας οικοδομούν μία ιδιαίτερη εικόνα του κόσμου, μία ιδιαίτερη κοσμοθεωρία.

Η διαχρονική, όμως, πορεία των κοινοτήτων αυτών δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, αλλά με άγρια αγκάθια. Η κοινωνική προκατάληψη και τα στερεότυπα δημιουργούσαν καθημερινές ιστορίες πόνου, θλίψης, απόγνωσης. Ακόμα και στις μέρες μας, σε απομακρυσμένες περιοχές χωρίς ενημέρωση, οι προγλωσσικά ανήκοοι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με μία σκληρή πραγματικότητα. Εδώ ας κάνουμε μία στροφή και ας πάμε να δούμε την νομική αντιμετώπισή μας από τους επίσημους πολιτειακούς θεσμούς.

Όλοι οι ανήκοοι – προγλωσσικοί και μεταγλωσσικοί – σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης έχουν πάνω τους την νομοθετική ετικέτα της αναπηρίας (disability). Με δευτερεύουσες μικροδιαφορές από χώρα σε χώρα η νομοθεσία παρέχει προς τους ανήκοους ανθρώπους ευεργετικές διατάξεις κοινωνικής πρόνοιας, ειδικής εκπαίδευσης και αποκατάστασης. Στα προηγμένα κράτη υπάρχουν επί πλέον νομοθετικές διατάξεις που αναγνωρίζουν τις ιθαγενείς κινηματικές γλώσσες σε ορισμένους τομείς της κρατικής παρέμβασης (εκπαίδευση, κοινωνική μέριμνα, πληροφόρηση). Πάντως είναι αξιοπρόσεκτη μία δυσαρμονία ανάμεσα στην νομοθεσία και στην έμπρακτη κοινωνική ζωή των ανηκόων. Αν διαβάσετε τα σχετικά εδάφια των ποινικών κωδίκων διαφόρων χωρών που αναφέρονται στην παραβατικότητα των ανηκόων, θα εκπλαγείτε. Π.χ. στο άρθρο 33 του δικού μας Ποινικού Κώδικα μπορεί να καταλογισθεί μειωμένη ευθύνη σε ανήκοο εγκληματία σε σχέση με ευήκοο. Δηλαδή, αν δεν μού αρέσει κάποιος και τόν ξεπαστρέψω στέλνοντάς τον να συναντήσει τον Δημιουργό του, πληρώνω αδρά έναν ικανό δικηγόρο και τήν βγάζω καθαρή με16 χρόνια φυλακή λόγω μειωμένης ευθύνης και, λόγω καλής διαγωγής, βγαίνω στα 5; Απαράδεκτο.

Είδαμε σύντομα και απλουστευτικά το πολύπλευρο ζήτημα της ανηκοΐας από την σκοπιά διαφόρων επιστημών. Κάθε επιστήμη φωτίζει ένα θέμα διαφορετικά και εξάγει διαφορετικά συμπεράσματα. Όμως η επιστήμη – κάθε επιστήμη – περιγράφει, ερμηνεύει και προτείνει λύσεις μέσα στα πλαίσια του δυνάμει εφικτού. Η έμπρακτη κοινωνική αποδοχή μίας λύσης είναι καθαρά θέμα επιλογής – παρεμβαίνει εδώ και η ηθική, η οποία καθορίζει το Δέον επιλέγοντάς το μέσα από το Είναι της επιστήμης.

Είναι προφανές ότι μέσα από την ποικιλία των (έγκυρων) επιστημονικών συμπερασμάτων μπορούν να γίνουν ποικίλες και διαφορετικές επιλογές, όλες εξ ίσου σεβαστές, όλες εξίσου βιώσιμες. Όπως είδαμε στην σύντομη αυτή περιπλάνηση στον κόσμο της ανηκοΐας, δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Κάποιοι από μάς νοιώθουν ενταγμένοι σε μία γλωσσική κοινότητα, κάποιοι άλλοι όχι. Κάποιοι, τέλος, νοιώθουν ότι ανήκουν σε δύο κόσμους, έχοντας σμιλέψει μέσα τους μία διαπολιτισμική ταυτότητα. Ορισμένοι από μάς δέχονται την ταμπέλα της αναπηρίας, ορισμένοι άλλοι όχι. Οι διαφορές μας, ωστόσο, μπορούν να γίνουν εφαλτήρια για εποικοδομητική προσέγγιση, για συμφιλίωση, για αλληλεγγύη μεταξύ μας. Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας, για να ξεπεράσουμε την κοινωνική προκατάληψη και να γίνουμε αποδεκτοί με ίσους όρους από το ευρύτερο κοινωνικό μας περιβάλλον. Όμως, πώς θα γίνουμε αποδεκτοί από το ευρύτερο περιβάλλον μας, εάν πρώτα δεν μάθουμε να αποδεχόμαστε ο ένας τον άλλο, εάν πρώτα δεν μάθουμε να δείχνουμε σεβασμό και κατανόηση ο ένας στις επιλογές του άλλου;

* Ο Χρυσόστομος Παπασπύρου, ανήκοος από ηλικία 3 ετών, είναι πτυχιούχος της Σχολής Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών Πανεπιστημίου Αθηνών, με περαιτέρω σπουδές στην οργανική χημεία και διδακτορικές σπουδές στην γλωσσολογία των κινηματικών γλωσσών. Είναι διευθυντής στο Γυμνάσιο και Λύκειο Κωφών & Βαρηκόων Αγίας Παρασκευής. Έχει δημοσιεύσει πολυάριθμες επιστημονικές μελέτες για τις κινηματικές γλώσσες και την εκπαίδευση των ανηκόων.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα