Yστερόβουλος “αντιλαϊκισμός”

Yστερόβουλος “αντιλαϊκισμός”

Διαβάστε το τρίτο άρθρο του Σταμάτη Κυρζόπουλου, για το ζήτημα του λαϊκισμού και των επιδράσεών του στην πρόσφατη ιστορική διαδρομή και τη ζώσα πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας

Με το παρόν σημείωμα κλείνει μια ιδιότυπη τριλογία αναρτήσεων, στην οποία αποπειράθηκα να πραγματευθώ το ζήτημα του λαϊκισμού και των επιδράσεων-επιπτώσεων του στην πρόσφατη ιστορική  διαδρομή αλλά και τη ζώσα πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Στην κατακλείδα του προηγούμενου σημειώματος ισχυρίσθηκα ότι: «ο λαϊκισμός είναι πολυπρόσωπος και πολυπλόκαμος, διαπερνά οριζόντια  το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος, της λεγόμενης διανόησης και της τέχνης και δεν είναι πάντα εύκολα αναγνωρίσιμος και αντιμετωπίσιμος.

Μπορεί να έχει γίνει τρόπον τινά της μόδας να επιτίθεται κανείς στους αντιπάλους του χαρακτηρίζοντας τους λαϊκιστές, οι εύκολες όμως φραστικές καταδίκες δεν αντιμετωπίζουν το φαινόμενο. Είναι δε απολύτως αναποτελεσματικός και ο αφ’ υψηλού αντιλαϊκισμός της κοινωνικο-οικονομικής και τεχνοκρατικής ελίτ». Ξαναδιαβάζοντας τις γραμμές αυτές αντιλήφθηκα ότι το κύριο πρόβλημα με τον «αφ’ υψηλού αντιλαϊκισμό» δεν είναι ότι είναι αναποτελεσματικός, αλλά ότι είναι υστερόβουλος.

Το βίαιο ξέσπασμα μιας πρωτόγνωρης σε σφoδρότητα οικονομικής κρίσης βύθισε τη ρηχή ελληνική οικονομία στο βούρκο της ύφεσης και αποδιαρθρώνει τους αρμούς της κοινωνικής μας συγκρότησης. Μια κοινωνία που ήταν επί δεκαετίες ηδονικά παραδομένη -κατά ένα σημαντικό ποσοστό της τουλάχιστον- σε έναν δάνειο ευδαιμονισμό, βυθίζεται πλέον στον ζόφο, την απόγνωση, την -τυφλή ενίοτε- οργή.

Στην απόπειρα ερμηνείας των αιτίων, του τι συνέβη και οδηγηθήκαμε ως εδώ αλλά και του ενδεικνυόμενου δρόμου ανάταξης, σύντομα συγκροτήθηκαν δύο σχολές σκέψης, που σιγά-σιγά με τον δογματισμό και τον φανατισμό τους στην υπεράσπιση της μονοδιάστατης ανάλυσης τους, προσέλαβαν χαρακτηριστικά αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Οι μεν εστίασαν την ανάλυση τους στις αβελτηρίες του ελληνικού πελατειακού κράτους, οι δε στις ευθύνες της πολιτικής τάξης και την εκτός ελέγχου λειτουργία των αρπακτικών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Οι μεν μιλούν -αν και όχι πάντα ξεκάθαρα- για ένα είδος συλλογικής ενοχής, οι δε θυματοποιούν και αθωώνουν -εξίσου άκριτα- συλλήβδην τον «Λαό». Μοιραία, οι μεν εκλαμβάνουν το Μνημόνιο και τις εκπορευόμενες από αυτό πολιτικές ως επιβεβλημένο -και ηθικά- «καθαρτήριο» της ελληνικής κοινωνίας και ως μοναδική ευκαιρία εκσυγχρονισμού των δομών της, οι δε την αποδοχή του, ως εθνικά προδοτική στάση, που παραδίδει τη χώρα και τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές στους ξένους «εισβολείς».

Η σχετικά μετριοπαθής, και ρεαλιστική εκτιμώ, προσέγγιση ότι η Ελλάδα ήταν -κυρίως με δική της ευθύνη-ο πιο αδύναμος κρίκος μιας όχι τόσο στέρεας αλυσίδας -ευρωζώνη- που μοιραία έσπασε πρώτος και ότι πέραν του απαραίτητου εξορθολογισμού των κοινωνικών μας δομών, περιορισμού της κρατικής σπατάλης και παραγωγικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας, απαιτείται μια διαφορετική αρχιτεκτονική της λειτουργίας του κοινού νομίσματος -πέραν της γερμανικής έμπνευσης αενάου ισοπεδωτικής λιτότητας- αντιμετωπίζεται εκατέρωθεν ως ανεπαρκής και «νερόβραστη».

Η -ας την ονομάσουμε σχηματικά έτσι – αντιμνημονιακή οπτική δείχνει να είναι πλειοψηφική -για λόγους που μάλλον δεν χρειάζονται ιδιαίτερη ανάλυση-  και η άλλη πλευρά -η λεγόμενη μνημονιακή- φαίνεται να αντεπιτίθεται με έναν νέου τύπου «αντι-λαϊκισμό».

Ο επιθετικός αυτός αντιλαϊκισμός εκκινώντας από την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πελατειακού κρατισμού και την ηθική απαξίωση του πολιτικού συστήματος ρητορεύει υπέρ ενός αναπόδραστου υποτίθεται τεχνοκρατικού ελιτισμού, ως μοναδικής λύσης για την έξοδο από την κρίση. Αφού τα κόμματα απέτυχαν οικτρά και λειτούργησαν ως θερμοκήπια διαφθοράς, παραγοντισμού και συντεχνιασμού, θα πρέπει να πάμε σε ένα είδος αριστοκρατικής, τεχνοκρατικής διακυβέρνησης από «επαϊοντες», ειδικούς και «αρίστους», οι οποίοι θα επιλέγονται περίπου ex offício και πάντως όχι κατ’ανάγκην μετά από έκθεση τους στη λαϊκή ψήφο, για να μπορούν υποτίθεται να κάνουν όσα πρέπει να γίνουν «χωρίς το άγχος του πολιτικού κόστους».

Εδώ λοιπόν εντοπίζεται η βασική πολιτική ή/και οικονομική υστεροβουλία της προσέγγισης αυτής. Οι «τεχνοκράτες» καλούνται να υπηρετήσουν με το πνευματικό φωτοστέφανο του «ειδικού» και το ηθικό φωτοστέφανο του μη έχοντος πολιτικές φιλοδοξίες («Δεν είμαι πολιτικός», ήταν η πρώτη δήλωση του Πρωθυπουργού, αμά τη αναλήψει των καθηκόντων του) μια, μόνη και συγκεκριμένη πολιτική, η οποία ως (κατά Thatcher) TINA: there is no alternative (δεν υπάρχει εναλλακτική), δεν θα έπρεπε ιδεωδώς να απαιτεί και λαϊκή έγκριση ή τέλος πάντων αυτή να αναβάλλεται ει δυνατόν για χρόνο, κατά τον οποίο θα έχουν παρέλθει οι έκτακτες συνθήκες (περιπτώσεις Ελλάδας και Ιταλίας).

Η φιλοσοφική τεκμηρίωση του αντιλαϊκισμού των ελίτ έχει πιθανόν τις ρίζες της στην Πλατωνική «Πολιτεία». Ο απογοητευμένος από την παρακμή της Αθηναϊκής δημοκρατίας Πλάτων, προκρίνει την αντίληψη ότι μόνο οι γνωρίζοντες δικαιούνται να έχουν πολιτική άποψη. Οι πολίτες δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να ασχολούνται. Θα τα αναλάβουν όλα οι «ειδικοί». Είναι μια αντίληψη που συναντάται υπόγεια με την μαρξιστική-κομμουνιστική ουτοπία της επίλυσης όλων των προβλημάτων από την ανάληψη της εξουσίας και των μέσων παραγωγής από το προλεταριάτο. Είναι μια αντίληψη, που ενώ πλασάρεται ως ορθολογική, στην πραγματικότητα είναι σωτηριολογική-μεσσιανική.

Είναι πρωτίστως μια αντίληψη κατάργησης του ανταγωνισμού των απόψεων, κατάργησης της ουσίας της πολιτικής, κατάργησης της ουσίας της δημοκρατίας. Είναι αυτό το σημείο, στο οποίο ο αντιλαϊκισμός των ελίτ συναντάται με τον υποτιθέμενο εχθρό του: τον ισοπεδωτικό λαϊκίστικο αντικοινοβουλευτισμό των πάσης φύσης «αγανακτισμένων»… Tελικώς τα άκρα πάντα συναντώνται.

Η γραφειοκρατική θεσμική συγκρότηση της ενωμένης Ευρώπης ενισχύει την αίσθηση των Ευρωπαίων πολιτών ότι οι αποφάσεις που αφορούν τη ζωή και το μέλλον τους, λαμβάνονται εν πολλοίς ερήμην τους και τους επιβάλλονται. Η οικονομική κρίση ενισχύει περαιτέρω και  πολλαπλασιάζει το συγκεκριμένο συναίσθημα. Ο άνωθεν επιβαλλόμενος αντιλαϊκισμός των «ειδημόνων», αν υποτεθεί ότι αντιστρατεύεται τον αντιευρωπαϊκό λαϊκισμό, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να τον ενισχύει, είτε στην ακρο-δεξιά εθνικιστική είτε στην αριστερίστικη εκδοχή του.

Ο λαϊκισμός δεν αντιμετωπίζεται από τον «τεχνοκρατισμό» και τη λατρεία της «δημοκρατίας των διευθυντών», μάλλον τρέφεται από αυτά. Η καταγγελία του λαϊκισμού δεν μπορεί εν τέλει να μετατρέπεται σε απόπειρα εξοβελισμού του λαϊκού ως φορέα πολιτικής και δημοκρατικής νομιμοποίησης.

Και μια και ο λόγος για λαϊκό, κλείνω “Με ένα παράπονο” από τον Δημήτρη Μητροπάνο, μια μασίφ λαϊκή φωνή που σίγησε πρόσφατα. (Μουσική: Δήμος Μούτσης, Στίχοι: Νίκος Γκάτσος).

* Ο Σταμάτης Κυρζόπουλος είναι ιατρός καρδιολόγος, στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο και συγγραφέας του βιβλίου “Μονόδρομοι και αδιέξοδα: Πολιτών υπέρβαση”. Εκτός από το News247 αναλύει και εκφράζει τις σκέψεις του μέσα από το προσωπικό του blog sxoliopoliti.blogspot.gr

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα