Λοβέρδος και ΚΕΕΛΠΝΟ χέρι χέρι στην υπόθεση των οροθετικών γυναικών

Λοβέρδος και ΚΕΕΛΠΝΟ χέρι χέρι στην υπόθεση των οροθετικών γυναικών

Η αξία της ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εκμηδενίστηκαν στην υπόθεση των οροθετικών γυναικών που ενορχηστρώθηκε από τον τότε υπουργό υγείας Ανδρέα Λοβέρδο σε αγαστή συνεργασία με το ΚΕΕΛΠΝΟ. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Κρίση, φόβος και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής», που εξηγεί πολύ καλά τι έγινε εκείνη την περίοδο

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χαράλαμπου Πουλόπουλου, ” Κρίση, φόβος και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Τόπος”:

Η υπόθεση του διασυρμού των οροθετικών γυναικών λίγο πριν από τις εκλογές του 2012 αποτελεί ένα κομβικό σημείο στην πορεία διολίσθησης του κοινωνικού κράτους προς την υιοθέτηση κατασταλτικών πρακτικών. Είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της χρήσης του φόβου από πολιτικά στελέχη ως  ψηφοθηρικού εργαλείου που επιδιώκει να αποσπάσει τεχνητά τη συναίνεση των πολιτών στην αντιμετώπιση ενός κατασκευασμένου κινδύνου. Συνιστά μια μορφή αυταρχικής πολιτικής η οποία οικοδομείται πάνω στο αίσθημα του κινδύνου και φαίνεται να έχει άμεσα πολιτικά αποτελέσματα, αδιαφορώντας  για τα ανθρώπινα δικαιώματα μιας κοινωνικά αδύναμης ομάδας μέσα στο περιβάλλον της κρίσης.

Σε αυτό το σημείο θυμίζουμε πως ακόμη μία από τις οροθετικές γυναίκες που είχαν τότε διαπομπευτεί, έχασε τη ζωή της την Πέμπτη, 12 Μαΐου

Σε αυτή την υπόθεση ανατράπηκαν με τον πλέον επίσημο τρόπο πρακτικές των προηγούμενων ετών. Επιλέχτηκε η ποινικοποίηση μιας ασθένειας, προκειμένου να προωθηθεί μια νεοφιλελεύθερη πολιτική και να δοθεί άλλοθι στην πολιτική εξουσία για μείωση των δαπανών στην υγεία και την πρόνοια,  με το πρόσχημα της προστασία των πολιτών από την επινοημένη «απειλή». Στην κρίσιμη περίοδο κατά την οποία το αίσθημα του φόβου μπροστά στον κίνδυνο κυριαρχεί, οι πολίτες επικεντρώνονται σε αυτόν και τείνουν να ξεχάσουν τα πραγματικά προβλήματα που τους απασχολούν. Επιπλέον το κράτος, αναλαμβάνοντας να «επιλύσει» με αυταρχισμό και αναλγησία το πρόβλημα που επινόησε και ανέδειξε, έχει την ευκαιρία να κάνει επίδειξη αποτελεσματικότητας στη διαφύλαξης της δημόσιας τάξης και υγείας, εις βάρος των εξιλαστήριων θυμάτων, που δεν έχουν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Αυτή η υπόθεση επίσης είναι ένα συμβολικό παράδειγμα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο  αυταρχικό κράτος το οποίο επιτίθεται σε κοινωνικά αδύναμες ομάδες και σε ένα μέτωπο φορέων, πολιτών και μη-κυβερνητικών οργανώσεων που  προσπαθούν να προασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Δείχνει τρόπους αντίστασης των πολιτών στις επιλογές μιας πολιτικής εξουσίας που θέλει να υποκαταστήσει την υγεία και την κοινωνική φροντίδα με τον αυστηρό κοινωνικό έλεγχο μέσω του  εγκλεισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Τον Απρίλιο του 2012 η  οικονομική κρίση στην  χώρα έχει ήδη μετατραπεί σε βαθιά κοινωνική και ανθρωπιστική κρίση. Ενώ η ύφεση βαθαίνει και το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται, το Υπουργείο Υγείας προωθεί μια υγειονομική διάταξη (Γ.Υ. 39α/ ΦΕΚ 1002/02/04/2102 ια) για εξετάσεις σε πάσχοντες από λοιμώδη και άλλα νοσήματα χωρίς τη συναίνεσή τους και με τη συνδρομή της αστυνομίας.

Η συγκεκριμένη υγειονομική διάταξη δεν έχει κατ’ ουσίαν νομικό έρεισμα, καθώς βασίζεται στον αναγκαστικό νόμο 2520 της 27ης Αυγ./4ης Σεπτ. 1940 (ΦΕΚ Α’ /273). Ο νόμος αυτός, ωστόσο,  επιτρέπει μόνον την επέμβαση των Αρχών σε χώρους συνάθροισης υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπως είναι τα καταστήματα, τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία, αλλά δεν προβλέπει περιοριστικά μέτρα σε βάρος μεμονωμένων ατόμων.

Παρόλα αυτά ο  εμπνευστής της διάταξης Υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος θα θριαμβολογεί τις επόμενες μέρες σε τηλεοπτικές εκπομπές, λέγοντας:

«ανακάλυψα ένα νόμο του 1940 που έδινε τη δυνατότητα στον Υπουργό Υγείας να εκδίδει διατάξεις με νομικό περιεχόμενο …τώρα εάν (κάποιος) δεν θέλει να εξεταστεί, τον συλλαμβάνουν και του κάνουν εξετάσεις …».

Με αυτή τη διάταξη  ξεκινάει λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Μαΐου 2012  το χρονικό ενός απάνθρωπου διασυρμού οροθετικών γυναικών, που συνελήφθησαν και υποχρεώθηκαν σε εξετάσεις, στο όνομα της προστασίας της δημόσιας υγείας. Στη συνέχεια όσες βρέθηκαν θετικές στον ιό HIV/AIDS, κατηγορήθηκαν για σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη και οι περισσότερες προφυλακίστηκαν, αφού πρώτα διαπομπεύθηκαν με τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών τους και των προσωπικών τους στοιχείων. Η δημοσιοποίηση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων έγινε κατά παράβαση του ιατρικού απορρήτου και προσέβαλε βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα δημιουργώντας αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό .

Οι εκλογές του Μαΐου θεωρούνται κρίσιμες και συνδέονται ευθέως από μέρος των πολιτικών δυνάμεων με τη σωτηρία της χώρας από τη μεγάλη χρεοκοπία, η οποία αποτελεί τον κίνδυνο που έρχεται απέξω. Υπάρχουν όμως, μεταξύ άλλων και κίνδυνοι στο εσωτερικό της χώρας αυτή τη φορά, που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Δεν είναι πια οι απρόσωπες και απόμακρες αγορές. Αποκτούν ταυτότητα  και πρόσωπο, τα οποίο προβάλλουν δεόντως τα μέσα ενημέρωσης. Είναι οι οροθετικές γυναίκες που εμφανίζονται ως εκδιδόμενες και ανάγονται σε μείζονα απειλή για την ελληνική οικογένεια και την κοινωνία.

Η ασθένεια από την οποία υποφέρουν προσφέρεται για τέτοιου είδους επικοινωνιακή εκμετάλλευση, καθώς σχετίζεται με τη σεξουαλική πράξη και ηθική, και συνδέεται με ένα  βαθύτερο συλλογικό φόβο ο οποίος έρχεται από το παρελθόν και έχει αναπαραχθεί με στερεότυπα και προκαταλήψεις για τις σεξουαλικές σχέσεις και το ρόλο των δυο φύλων. Το HIV/AIDS αντικαθιστά ως «κατάρα» του Θεού τη σύφιλη και η βλεννόρροια παλιότερων εποχών  που θεωρούνταν τιμωρία των εκνόμων.

 

Tις πρώτες μέρες εφαρμογής της διάταξης προωθείται ένα σενάριο ενισχυμένο με δόσεις ξενοφοβίας, καθώς οι ειδήσεις θέλουν τις γυναίκες που έχουν συλληφθεί να είναι αλλοδαπές πόρνες, μια ξενόφερτη «υγειονομική βόμβα». Με αυτόν τον τρόπο, μία ακόμα φορά, ο μεγάλος κίνδυνος συνδέεται με τον «ξένο» ως «εχθρό». Ωστόσο, αυτό το σενάριο  σύντομα καταρρίπτεται, για να μπουν στο στόχαστρο ελληνίδες εξαρτημένες από ναρκωτικά, άστεγες γυναίκες που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Από αυτές εκπορεύονται όλα τα δεινά που μπορεί να συμβούν στην ελληνική κοινωνία. Οι πολίτες, για ένα διάστημα τουλάχιστον, έχουν να σκεφτούν πιο επείγοντα πράγματα από τα προωθούμενα μέτρα λιτότητας.

Η πολιτική εξουσία με κύριους εκφραστές τον Υπουργό Υγείας Ανδρέα Λοβέρδο και τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοϊδη, σε συνεργασία με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) και υπηρεσίες δίωξης και καταστολής,  δείχνει την «αποτελεσματικότητά» της στην αντιμετώπιση του κινδύνου. Εντοπισμός, κράτηση, εξακρίβωση, διαπόμπευση, εγκλεισμός και ατίμωση είναι οι λέξεις κλειδιά για αυτήν την επιχείρηση ποινικοποίησης της ασθένειας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Η ατίμωση,  που κατά τον  Φουκώ  αποτελεί την τέλεια ποινή, επανέρχεται επειδή δεν απαιτεί τη συγκατάθεση κάποιου κώδικα ή δικαστηρίου. Τη δημόσια ατίμωση των οροθετικών γυναικών αναλαμβάνουν ορισμένα μέσα ενημέρωσης μέσα από τα δελτία ειδήσεων και τις ενημερωτικές εκπομπές ποικίλης ύλης, με την πρόθυμη συμβολή της πολιτικής ηγεσίας που θριαμβολογεί στους τηλεοπτικούς δέκτες για την αποτροπή του κινδύνου μόλυνσης της δημόσιας υγείας και της προστασίας της ελληνικής οικογένειας.

Η συνεργασία ενός οργανισμού υγείας, όπως το ΚΕΕΛΠΝΟ, με την αστυνομία για την εφαρμογή της διάταξης με πρακτικές υποχρεωτικών εξετάσεων, κρατήσεων και απομόνωσης, δημιουργεί ρήγμα στις σχέσεις των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν προβλήματα με το σύστημα υγείας και τους φορείς του. Οι άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια και είχαν μέχρι τότε αναπτύξει ένα στοιχειώδη βαθμό εμπιστοσύνης προς τις υπηρεσίες υγείας, αντιλαμβάνονται ότι στοχοποιούνται και αποκόβονται από τις πηγές βοήθειας που έχουν κρατικό χαρακτήρα, που τους είναι απαραίτητες για να αποφύγουν τον κίνδυνο.  Έτσι, όμως,  διευκολύνεται αντί να περιορίζεται η μετάδοση των λοιμωδών νοσημάτων και οι κίνδυνοι τόσο για τους ίδιους τους πάσχοντες όσο και για τη δημόσια υγεία μεγαλώνουν. Ένας άνθρωπος  που πάσχει από νόσημα το οποίο μπορεί να θεωρηθεί κίνδυνος για τη δημόσια υγεία θα αποφύγει τις εξετάσεις, τη θεραπεία, την προσέγγιση γενικά των υπηρεσιών υγείας, εξαιτίας του φόβου της σύλληψης, του διασυρμού και της προφυλάκισης. 

Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) επισημαίνει ότι:

«το ιατρικό απόρρητο αποτελεί θεμελιώδη αρχή άσκησης της ιατρικής, ή έλλειψη εμπιστοσύνης για την τήρηση του απορρήτου μεταξύ ατόμων με συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την πρόσβασή τους σε διαγνωστικές υπηρεσίες για τον ιό HIV».

Οι περικοπές, όμως,  που έχουν γίνει στους προϋπολογισμούς του τομέα της υγείας και της κοινωνικής φροντίδας είναι τεράστιες, οι μειώσεις  του αντίστοιχου προσωπικού είναι προτεραιότητα της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά οι σχετικές ανάγκες  των πολιτών, εν μέσω κρίσης,  συνεχώς αυξάνονται. Το χάσμα που δημιουργείται χρειάζεται κάπως να καλυφθεί. Η αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων και αποδιοπομπαίων τράγων  γίνεται το μέσο. Δεν έχει στόχο να περιορίσει τις μολύνσεις αλλά να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη και να δημιουργήσει την εντύπωση ότι παράγεται έργο.  Όταν όμως, η αστυνομία έρχεται να υποκαταστήσει το ρόλο των υπηρεσιών υγείας και οι οργανισμοί υγείας παραβιάζουν το απόρρητο και τη δεοντολογία στο πλαίσιο μιας «αγαστής συνεργασίας» με τις υπηρεσίες δίωξης, ο κίνδυνος είναι μεγάλος, όχι από τη μόλυνση αλλά από την απαξίωση των θεσμών και της δημοκρατίας.

*Ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα