Η κόρη του Ρίτσου εναντίον του Μίκη για τη Ρωμιοσύνη στο συλλαλητήριο

Η κόρη του Ρίτσου εναντίον του Μίκη για τη Ρωμιοσύνη στο συλλαλητήριο

"Ο Ρίτσος όταν έγραφε τους στίχους αυτούς δεν είχε υπ' όψιν του τη συγκεκριμένη σημερινή χρήση από τα πάσης φύσεως παλληκάρια που γίνανε μαλλιά κουβάρια" λέει η 'Ερη Ρίτσου

Την αντίδραση της κόρης του μεγάλου Έλληνα ποιητή Γιάννη Ρίτσου, Έρης Ρίτσου, προκάλεσε η χρήση του μελοποιημένου ποιήματος “Ρωμιοσύνη” που ακούστηκε στο συλλαλητήριο για την Μακεδονία στο Σύνταγμα.

Με ανάρτησή της η κα. Ρίτσου αναφέρει “Μαθαίνω πως στο συλλαλητήριο ακούστηκε η Ρωμιοσύνη: “Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας”. Βέβαια ο Ρίτσος όταν έγραφε τους στίχους αυτούς δεν είχε υπ’ όψιν του τη συγκεκριμένη σημερινή χρήση από τα πάσης φύσεως παλληκάρια που γίνανε μαλλιά κουβάρια… (Εκτός και αν η χρήση από πλευράς διοργανωτών είναι μια συμβολική χειρονομία συμφιλίωσης με τη γείτονα χώρα. Επί μακεδονικού εδάφους όλοι μαζί, το χώμα της Μακεδονίας είναι δικό τους και δικό μας! Οπότε, πάσο!)”

Μετά από λίγες ώρες επανήλθε εξηγώντας πότε και κάτω υπό ποιες συνθήκες γράφτηκε το ποίημα του πατέρα της λέγοντας πως ασχέτως από ποιους χρησιμοποιείται το ποίημα γράφτηκε για συγκεκριμένο λόγο και αυτό όπως υπογραμμίζει “δεν αλλάζει”.

Ολόκληρη η δεύτερη ανάρτηση:

“Η Ρωμιοσύνη γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ 1945-47, μέσα στον εμφύλιο, και είναι μια εποποιία της Αντίστασης του Ελληνικού λαού κατά των Ναζί.
Η Ρωμιοσύνη μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη, μετά τον ξυλοδαρμό του καθώς και άλλων αριστερών από τους χωροφύλακες στον Πειραιά, ανήμερα των Φώτων το 1966. Μέσα στα αίματα ο Μίκης επιστρέφει σπίτι του και βρίσκει ένα αντίτυπο της Ρωμιοσύνης που μελοποιεί μέσα σε λίγες ώρες.
Είτε φασίστες την τραγουδήσουν, είτε πατριδολάγνοι, είτε πατριδοκάπηλοι, είτε δωσίλογοι, είτε άσχετοι, είτε ανύποπτοι, η Ρωμιοσύνη είναι το ποίημα που είναι, γράφτηκε για το λόγο που γράφτηκε και αυτό ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ.”

“Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους. 
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια, 
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους 
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι 
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους 
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους – 
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ 
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους 
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο 
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους 
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους 
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.”

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα