Προσωπική μαρτυρία από το κολαστήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ: Ο ανθρωποφύλακας Θεοφιλογιαννάκος άγγιζε τα όρια της τρέλας

Προσωπική μαρτυρία από το κολαστήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ: Ο ανθρωποφύλακας Θεοφιλογιαννάκος άγγιζε τα όρια της τρέλας

Μία προσωπική μαρτυρία από το κολαστήριο της ΕΑΤ - ΕΣΑ και έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις αν πρέπει πραγματικά να τον μισείς ή απλά να τον λυπηθείς

Γράφει ο Κώστας Χρήστου στο nou-pou.gr

«Ένας άνθρωπος με σκληρό πρόσωπο και μάτια παγωμένα σαν κάννες όπλων». Έτσι μου είχε περιγράψει ο πατέρας μου τον Θεόδωρο Θεοφιλογιαννάκο, τον διοικητή του ΕΑΤ-ΕΣΑ και έναν από τους μεγαλύτερους βασανιστές της επταετίας. Στο σπίτι δεν μιλάμε για την περίοδο της χούντας. Είναι ένα θέμα που πονάει γενικά, αλλά και πιο προσωπικά.

Αν σήμερα κάνεις ερωτήσεις στον πατέρα μου σχετικά με την περίοδο που βρισκόταν στα κελιά της ΕΣΑ, η απάντηση του είναι ένα μικρό, αθώο χαμόγελο, που συνοδεύεται από την ατάκα «ήταν άσχημες και κακές μέρες αυτές που τελειώσανε». Για σένα όμως, όταν γνωρίζεις πως ο πατέρας σου βασανίστηκε φρικτά από ένα μάτσο αμόρφωτους και βίαιους ανθρώπους, κάτι τέτοιο δεν τελειώνει ποτέ.

Ο πατέρας μου ως φοιτητής ήταν γραμμένος στην νεολαία του Κέντρου. Προσωπικός φίλος του Παναγούλη ( σ.σ.: και οι δύο Γλυφαδιώτες) ήταν ένα παιδί που αγωνιζόταν για την Δημοκρατία. Που πίστευε στα ιδανικά εκείνης της «παλιάς Αριστεράς» που μόνος της στόχος ήταν ο άνθρωπος. Και ό,τι καλύτερο μπορείς να βγάλεις από αυτόν. Αυτόν τον σοσιαλιστικό ουμανισμό τον διατηρεί μέχρι και σήμερα. «Όλα ξεκινούν και καταλήγουν στον άνθρωπο. Η ανθρωπιά θα πρέπει να είναι η θρησκεία του μέλλοντος» λέει μέχρι και σήμερα. Ήταν αυτός ακριβώς ο ρομαντισμός που προσπάθησαν να σπάσουν αυτοί οι άνθρωποι, την ημέρα που τον οδηγούσαν στα κρατητήρια -της Μπουμπουλίνας αρχικά- και μετά στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Είχε πατέρα κομμουνιστή -ακόμη και αν ο ίδιος δεν άνηκε ποτέ εκεί- «παρακρατικούς» φίλους και πολύ αναμφίβολα για το καθεστώς φρονήματα. Όλα τα προαναφερθέντα, τον έκαναν ιδανικό πρότυπο για τα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ένα πραγματικό κολαστήριο όπως ακριβώς το περιέγραφε και ο Περικλής Κοροβέσης στο βιβλίο του, «Ανθρωποφύλακες». Ο πατέρας μου -και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι- βίωσαν τον απόλυτο εξευτελισμό και βιασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Με ξύλο και βασανιστήρια τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. «Η πόρτα άνοιγε και έμπαιναν μέσα σαν μανιασμένοι ταύροι. Δύο, τρεις, τέσσερις, κάποια στιγμή έχανες το μέτρημα. Χτυπούσαν με λύσσα, σχεδόν σαν να βρίσκονται σε πανικό. Χωρίς λόγο και αιτία».

Το μενού των βασανιστηρίων είχε μεγάλη ποικιλία. Από φάλαγγα (σ.σ.: χτύπημα στις πατούσες των ποδιών με ξύλο ή με σιδερόβεργες) μέχρι ξερίζωμα μαλλιών, ξύλο με γκλοπ μέχρι λιποθυμίας, μαστίγωμα με καλώδια ή αλυσίδες, ενώ πολλά ήταν και τα σεξουαλικά βασανιστήρια κυρίως εις βάρος των γυναικών.

Σε περιπτώσεις όπως του Αλέκου Παναγούλη, του Αντρέα Λεντάκη και του Σπύρου Μουστακλή, εφαρμόστηκε και ηλεκτροσόκ. Αυτά όμως, είναι λίγο πολύ γνωστά. Μπορείς να τα δεις στα περισσότερα από τα ντοκιμαντέρ του Τάσου Τέλλογλου ή του Χρίστου Βασιλόπουλου, με ανθρώπους να μιλούν γι’ αυτά. Ο Θεοφιλογιαννάκος ωστόσο, ήταν μια κατηγορία μόνος του. «Θα σου πω ότι έχω πει και στους άλλους» του είπε στην πρώτη τους γνωριμία. «Από δω μέσα βγαίνεις είτε φίλος ή σακάτης».

Οι ερωτήσεις ήταν δεκάδες,  χωρίς ουσία και λογική. Ήταν απλά μια πρόφαση για να συνεχίσουν οι βασανιστές το αποτρόπαιο έργο τους. «Σου ζητούσαν να ρουφιανέψεις. Να δώσεις ένα όνομα. Ακόμη και κάποιου που δεν είχε την παραμικρή σχέση με τον αντιδικτατορικό αγώνα. Υπήρχαν χιλιάδες τέτοια περιστατικά». Και ακόμη περισσότερα, ήταν αυτά που γινόντουσαν πίσω από τις πόρτες.

 

Ένα από τα εκατοντάδες εφιαλτικά βράδια, οι βασανιστές μπήκαν στο κελί του πατέρα μου και ζωγράφισαν έναν κύκλο με μια κιμωλία. Τον έβαλαν να σταθεί όρθιος διαμηνύοντας του πως «αν τολμήσεις να πάρεις τα πόδια σου θα ξεχάσεις πώς είναι το φως». Μετά από περίπου 20 ώρες ορθοστασία, τα ήδη πονεμένα του πόδια των πρόδωσαν. Ένας από αυτούς πετάγεται σαν να τον τσίμπησε σφήκα και φωνάζει τους υπόλοιπους. Ο πατέρας μου τρέμει. Έρχονται. Ανεβαίνουν τις σκάλες. Είναι η στιγμή που καταλαβαίνει ότι ίσως να μην βγάλει τη νύχτα. Δεν έχει προλάβει ν’ αποχαιρετήσει τους γονείς του.

Ο Θεοφιλογιαννάκος κάνει την εμφάνιση του σαν πεινασμένος Κέρβερος. Τη μορφή του τρικέφαλου τέρατος ολοκληρώνουν τα πρόσωπα του Μάλλιου και του Μπάμπαλη. Με ύφος που στάζει αίμα και είναι έτοιμο να καταστρέψει ό,τι  βρεθεί στο διάβα του. Από την αφήγηση εκείνης της νύχτας κρατάω μόνο αυτή την πρόταση: «Εκείνο το βράδυ στο κελί έμαθα πώς είναι να μουδιάζεις από το πολύ ξύλο και να μην νιώθεις τίποτα». Μετά από γρονθοκοπήματα και «γκλοπιές» που κράτησαν μία ολόκληρη ώρα -συνοδευόμενα από ατάκες του Θεοφιλογιαννάκου ότι θα του βιάσουν τη γυναίκα μπροστά του- ο πατέρας μου έπεφτε λιπόθυμος από τους βασανιστές του. «Το ξύλο από ένα σημείο και μετά το συνηθίζεις. Η ορθοστασία με το ξενύχτι όμως, είναι κάτι το απάνθρωπο».

Ο Θεοφιλογιαννάκος είχε πάντα το ίδιο σκληρό βλέμμα. «Ένας άνθρωπος που περίμενες χωρίς λόγο να βγάλει το όπλο και να σου ρίξει στο κεφάλι. Και μετά να πάει να πέσει για ύπνο».  Όλοι είχαν περάσει από την «φιλοξενία» ανθρώπων όπως του Γκραβαρίτη, του Σπανού και του Χατζηζήση, αλλά ο διοικητής της ΕΣΑ άγγιζε τα όρια της τρέλας. Ο ίδιος ο Παναγούλης απορούσε στο δικαστήριο πως ένας άνθρωπος του «Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών» έβριζε κάθε μέρα τον Χριστό και την Παναγία, χτυπώντας ο ίδιος του κρατούμενους αν και διοικητής.

«Μέσα στη φυλακή, ειδικά σε μια στρατιωτική φυλακή, ο στόχος είναι ένας. Η επιβίωση. Αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις απίστευτες αντοχές. Αναρωτιέσαι όμως, τι θα μείνει από σένα όταν τελειώσουν όλα αυτά. Σωματικά και ψυχολογικά».

Του έλεγα ότι απορώ που τόσα χρόνια δεν τον έχει σκοτώσει κάποιος. Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη με τον Μάλλιο και τον Μπάμπαλη. Ο ένας έπεσε νεκρός από την «17 Νοέμβρη» και ο άλλος από την «Ομάδα Ιούνης ’78». Πράξεις που από την κοινωνία εκείνης της εποχής, αντιμετωπίστηκαν με επευφημίες και χειροκροτήματα.  Μέχρι και αρκετά χρόνια πριν, όταν τον έβλεπα να δακρύζει σιωπηλά στα αφιερώματα του Πολυτεχνείου, απορούσα γιατί ένας άνθρωπος σαν τον Θεοφιλογιαννάκο είναι ακόμη ζωντανός. Και μετά ήρθε αυτή η δήλωση από τον πατέρα μου.

«Η νίκη του ανθρωπισμού, είναι όταν περνάς καταστάσεις σαν αυτές και χειρότερες και συνεχίζεις να παραμένεις άνθρωπος. Όταν δείχνεις ότι οι ιδέες και τα ιδανικά σου, δεν καταστρέφονται με κλωτσιές και με μπουνιές». Δεν έχει πάει ποτέ στο Πάρκο Ελευθερίας. Για τον ίδιο λόγο που συνηθίζει να αποφεύγει και την Μπουμπουλίνας.

Άσχημες αναμνήσεις μιας παλιάς ιστορίας, που τα απομεινάρια της μαστίζουν αυτή τη δόλια χώρα μέχρι σήμερα. Με ανθρώπους που, όπως έλεγε ο Όργουελ, νομίζουν ότι είναι «πιο ίσοι από τους άλλους» και με νοσταλγούς μιας βιασμένης εποχής που θεωρούν ότι η σωτηρία της υπάρχουσας κοινωνίας, κρύβεται σε μια πομπώδη παρέλαση από τανκ. Μια ιστορία γεμάτη πόνο, αίμα, νεκρούς και ντροπή. Τόση πολλή ντροπή. Αλλά και με αγώνα. Με ιδανικά. Με σκέψεις που μένουν ζωντανές μέχρι σήμερα. Που αγγίζουν. Που εμπνέουν.  Που βγάζουν τα καλύτερα από τις σκοτεινές καρδιές των ανθρώπων και τους φέρνουν λίγο πιο κοντά στο φως.

Με πράξεις και λόγια που σιγοτραγουδούν «ελπίδα» ακόμη και στα αυτιά των πιο δύσπιστων, που νομίζουν πως όλα έχουν τελειώσει και η αυλαία όπου να ‘ναι πέφτει. Πράξεις που αποστομώνουν αυτούς που εκβιάζουν και αφοπλίζει εκείνους που καραδοκούν. Μα πάνω απ’ όλα με ευγένεια. Με χαμόγελο. Με το κεφάλι ψηλά. Με καρδιά. Με αξιοπρέπεια. Με αγάπη. Λέξεις που άνθρωποι σαν τον Θεοφιλογιαννάκο δεν κατάλαβαν ποτέ στη ζωή τους. Που δεν γνωρίζεις αν πρέπει να τους μισήσεις γι’ αυτή τους την άγνοια ή απλά να τους λυπηθείς.

 

Και είναι κάτι στιγμές σαν και αυτές που γράφεις με βουρκωμένα μάτια αυτές τις γραμμές, όχι γιατί θες να πουλήσεις, όχι γιατί θες να εντυπωσιάσεις ή να ξεχωρίσεις, αλλά γιατί είσαι εδώ και βλέπεις. Πως μερικοί άνθρωποι απλά δεν το βάζουν κάτω. Όσο μεγάλη και αν είναι η φουρτούνα, όσο αποπνιχτική και αν είναι η ατμόσφαιρα. Γιατί μέχρι και σήμερα ξέρουν να μένουν ζωντανοί.

Και είναι κάτι μέρες σαν και αυτές που φτάνει η στιγμή να τον ρωτήσω πώς νιώθει για τον θάνατο του Θεοφιλογιαννάκου. Και με δάκρυα στα μάτια χαμογελώντας σου αποκρίνεται.

«Νικήσαμε».

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στο nou-pou.gr

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα