Η σημασία και η ακτινογραφία των ιταλικών εκλογών

Η σημασία και η ακτινογραφία των ιταλικών εκλογών

Δημόσιο χρέος, μεταναστευτικές ροές, ευρωσκεπτικισμός και πολιτική αβεβαιότητα στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης

Του Πρόδρομου Θεοδουλίδη*

Οι εκλογικές αναμετρήσεις στον πυρήνα των χωρών της Ευρώπης, συνεχίζονται με τη σκυτάλη να περνάει στην γειτονική μας Ιταλία. Τα διλήμματα παραμένουν ανοιχτά και αμείλικτα. Πρόοδος ή συντήρηση; Ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία ή αυστηρός δημοσιονομικός έλεγχος και λιτότητα;

Η επισκίαση της ιταλικής πολιτικής σκηνής από τους επικεφαλείς της λαϊκής δεξιάς και του εθνολαϊκισμού, έως την πορεία των ακροδεξιών σχηματισμών, όλο το προηγούμενο διάστημα είναι κάτι, που θα μετρηθεί στην πράξη, όπως συνέβη και στις πιο πρόσφατες ευρωπαϊκές εκλογικές αναμετρήσεις (Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία κ.λπ.). Είναι κάτι που κρατά άσβεστη, τη φλόγα του προβληματισμού στον προοδευτικό πολιτικό κόσμο και εκδηλώνεται στο όνομα του ευρωσκεπτικισμού, ο οποίος υποθάλπει έναν άκρατο εθνικό απομονωτισμό. Εν τέλει, σηματοδοτεί βαθμιαία από τη μια, την υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών και από την άλλη, την ανάγκη επιτάχυνσης εκείνων των διαρθρωτικών αποφάσεων που θα επανακαθορίσουν την τύχη της ενότητας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Σε μια Ιταλία που μαστίζεται από τη διεύρυνση της κοινωνικής αδιαφορίας και την αποστροφή των πολιτών από τα κοινά με κίνδυνο, η αποχή να εκτοξευθεί σε επίπεδα ρεκόρ, η μάχη του προγραμματικού λόγου και των επιχειρημάτων, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Το ιταλικό πολιτικό σύστημα κι ο ιταλικός λαός, διανύουν συνθήκες πραγματικής δοκιμασίας.

Η Ιταλία, σήμερα

Ο κεντροαριστερός κυβερνητικός συνασπισμός των πέντε τελευταίων ετών, δεν κατάφερε να κυοφορήσει πολιτικές αναζωογόνησης του ιταλικού λαού με αποτέλεσμα τα σύννεφα της δυσαρέσκειας και της απογοήτευσης να πυκνώνουν.

Το συμπέρασμα αυτό, εδράζεται τόσο στην καταγεγραμμένη σε έρευνες κοινής γνώμης, οικονομική αβεβαιότητα για το μέλλον, όσο και στα στοιχεία εκείνα που ερμηνεύουν μια σοβαρή αδυναμία εξυπηρέτησης του ιδιωτικού δανεισμού. Η ανεργία βρίσκεται στο 11%, ενώ η φορολόγηση των φυσικών προσώπων κρίνεται επαχθής (47% έναντι 38% του ευρωπαϊκού μέσου όρου).

Παρά το ότι, μακροοικονομικά η ιταλική οικονομία δείχνει ότι μπορεί να ανακάμψει, εντούτοις οι επιδόσεις της σε σχέση με τα υπόλοιπα ισχυρά κράτη-μέλη παρουσιάζονται αδύναμες. Το κυβερνητικό επιτελείο προβάλει -ως δεδομένο- τη μεγαλύτερη ύφεση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ισχυριζόμενο παράλληλα, τη δημιουργία 1 εκατ. νέων θέσεων εργασίας ως απόρροια του μεταρρυθμιστικού προγράμματος που ακολουθεί. Καθώς, πλησιάζουν οι εκλογές κι η πολιτική νηφαλιότητα γίνεται όλο και πιο αναγκαία, το ιταλικό πολιτικό προσωπικό αυτοαπαξιώνεται, υποσχόμενο μείωση φορολογικών βαρών ή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης με παροχές.

Όταν, κάθε κράτος-μέλος της Ευρωζώνης υποχρεούται στην τήρηση των δημοσιονομικών προδιαγραφών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και υπόκειται στον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όταν επιπλέον, οι ίδιοι πολιτικοί πρωταγωνιστές πρέπει να προτείνουν τρόπους απομείωσης του ιταλικού δημοσίου χρέους-μαμούθ (133% του ΑΕΠ ή 2,3 τρις ευρώ). Μπορεί οι ειδικοί, να μην αμφισβητούν τη σχετική βιωσιμότητα και τη σταθερότητα του χρέους σε συνθήκες κρίσης, ωστόσο για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελεί «πηγή κοινής ανησυχίας για τη ζώνη του Ευρώ» σύμφωνα την αξιολόγηση του Νοεμβρίου.

Ο πολιτικός λόγος των κατ’ ευφημισμό «αντισυστημικών» κομμάτων πανευρωπαϊκά, από το Εθνικό Μέτωπο (FN) στη Γαλλία έως και την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) μπορεί να εγγράφει στο κέντρο της επιχειρηματολογίας ένα αντι-μεταναστευτικό ντελίριο, ωστόσο αυτό, δεν μονοπωλεί την αντιπολιτευτική τους ατζέντα.

Λαϊκιστικά κόμματα, όπως το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο με νέο ηγέτη τον Λουίτζι Ντι Μάϊο, αλλά και η Λέγκα του Βορρά εντάσσουν στην εκλογική τους πρώτη γραμμή, τη στασιμότητα της οικονομίας, υποσχόμενοι την παροχή χρηματικού βοηθήματος στους οικονομικά αναξιοπαθούντες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι το 2013, το κόμμα του Γκρίλο συγκέντρωσε τα υψηλότερα του ποσοστά στις περιφέρειες, όπου καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό κόκκινων δανείων.

Ας σημειωθεί ότι, παρά το υψηλό του δημοσίου χρέους, το αντίστοιχο χρέος των ιταλικών νοικοκυριών συγκριτικά με εκείνο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, είναι χαμηλό. Κι αυτό, ενδεχομένως κάνει την ιταλική οικονομία πιο ευέλικτη στις μεταβολές της αγοράς.

Η σημασία των ιταλικών εκλογών

Οι δυνάμεις που θα καταγράψει το ευρωσκεπτικιστικό μπλοκ τίθενται ως πολιτικό αντιστάθμισμα στο σχεδιασμό διεύρυνσης της ΕΕ, μετά και την αποκόλληση της Μ. Βρετανίας. Το εύρος αυτών, θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις στη διαχείριση του δημοσίου χρέους, αλλά και της μεταναστευτικής ροής προς την καρδιά της Ευρώπης.

Για το δεύτερο, θα εξαρτηθούν πολλά από τα όσα, θέτει η Καγκελάριος Μέρκελ ως στόχο, στο πλαίσιο της μεγαλύτερης οικονομικής αλληλεγγύης μεταξύ πλούσιων και φτωχών κρατών/μελών της ΕΕ, αλλά και της προόδου στην κοινή ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στους πρόσφυγες.

Τα γεγονότα των πρόσφατων εβδομάδων έχουν οδηγήσει σε ένα γενικευμένο κλίμα αμφισβήτησης και αντιδράσεων που υπονομεύει τη δημοκρατική ομαλότητα. Η συμμετοχή των νεοφασιστικών οργανώσεων σε αυτές, έχει καταγγελθεί με δημόσιες ενέργειες και σε όλους τους τόνους με στόχο την αναβάθμιση της αντιπαράθεσης με πιο θεσμικό χαρακτήρα. Η πρωτοβουλία Αριστερών και δημοκρατικών οργανώσεων να προτείνουν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, έτσι ώστε να τεθούν εκτός νόμου οι φασιστικές/ναζιστικές οργανώσεις, ενεργοποιώντας διατάξεις του ιταλικού Συντάγματος, συνιστά μία από αυτές.

Τα κόμματα και η προεκλογική ατζέντα

Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων (M5S) ως «αντι-συστημικό» κόμμα, το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα (PD) που ηγήθηκε του κυβερνητικού συνασπισμού από το 2013 έως το 2018 και το οποίο πλήττεται σήμερα, από τη δεξιά στροφή, το κεντροδεξιό Forza Italia (FI) του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και η ευρωσκεπτικιστική δεξιά Λέγκα του Βορρά (LN), ως ενιαίος συνασπισμός με τους ακροδεξιούς Αδελφούς Ιταλούς, καθώς και η Αριστερή Συμμαχία (Ελεύθεροι και Ίσοι/ LeU) συνιστούν τα πολιτικά στρατόπεδα που αντιμάχονται για το μετεκλογικό τοπίο στην Ιταλία.

Η επανεμφάνιση Μπερλουσκόνι από το 2011, δεν είναι έκπληξη καθώς μπορεί να απείχε από το πολιτικό προσκήνιο λόγω των «σχέσεών» του με την ιταλική δικαιοσύνη, ωστόσο κάθε άλλο παρά ανενεργός υπήρξε στο εσωτερικό του κόμματός του. Δημοσκοπικά, τουλάχιστον προς ώρας, οι Ιταλοί δεν απορρίπτουν την ακροδεξιά φασιστική ρητορική με το (ακρο)δεξιό συνασπισμό να υπερβαίνει σε πολιτική ακρότητα, φυλετικό μίσος και ιδεολογική οπισθοδρομικότητα, ακόμη και τον Αμερικανό Τράμπ.

Η εκδήλωση ρατσιστικών επιθέσεων στη Γαλλία, όπως παρατηρείται και στην Ιταλία, μόνο τυχαία, δεν είναι προκειμένου να προωθηθεί το «μεταναστευτικό» στην κορυφή της προεκλογικής ατζέντας. Όσο πιο δραστήριο είναι το Κίνημα του Γκρίλο στο πεδίο αυτό, άλλο τόσο συμπιέζονται τα όποια παθητικά αντανακλαστικά απομένουν στην Forza Italia και το συνεργάτη της, τη Λέγκα του Βορρά. Αυτό, όμως είναι το προφανές. Το ερώτημα είναι πως, ο 81χρονος πρώην Πρωθυπουργός θα λύσει στη συνείδηση των Ιταλών εκλογέων μια πρακτική εξίσωση. Αναζητώντας τη χρυσή τομή ανάμεσα στην επιθετική στάση για το θέμα και στην υπογραφή της Συνθήκης του Δουβλίνο που φέρει το όνομά του κι από την οποία γεννήθηκαν σοβαρές υποχρεώσεις για το Ιταλικό κράτος.

Στον πλειοδοτικό διαγωνισμό έναντι των μεταναστών πρωταγωνιστεί κι ο Ματέο Σαλβίνι (Λέγκα του Βορρά). 600.000 απελάσεις μεταναστών (όσους δηλ. έφτασαν στην Ιταλία την τελευταία 4ετία) υποσχέθηκε ο Μπερλουσκόνι, την εκδίωξη 100.000 μεταναστών ετησίως, έσπευσε να δεσμευτεί ο Σαλβίνι, κατηγορώντας τους παράλληλα για εμπόριο ναρκωτικών, κλοπές, βιασμούς κ.ο.κ..

Στο πλαίσιο αυτό, η Αριστερά θα μπορούσε να εμφανιστεί ένας πλουραλιστικός πόλος προοδευτικών ιδεών και ριζοσπαστικών προτάσεων με ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας τόσο «μεταξύ» της, όσο και με τις ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, επιταχύνοντας τις διεκδικήσεις στο επίπεδο της κοινωνικής συναίνεσης και των δικαιωμάτων.

Οι αδυναμίες στο πεδίο της εφαρμοσμένης συναίνεσης είναι αλήθεια πως αντικατοπτρίζουν και τις δυσκολίες σε εκείνο της κοινωνικής συνεύρεσης αριστερών και προοδευτικών κινημάτων, φορέων, συνδικάτων, ομάδων κ.λπ., αλλά και της συνεργασίας. Η βάση της προγραμματικής σύγκλισης των δυνάμεων αυτών με στόχο την οικοδόμηση μιας συνεκτικής, μακροχρόνιας στρατηγικής συνασπισμού συνιστά μια κοινή παραδοχή, η οποία αποδίδεται στους ψυχραιμότερους, χωρίς ωστόσο να λαμβάνει σάρκα και οστά.

Ο σχεδιασμός πολιτικών μέτρων επανάκτησης των σχέσεων με τα λαϊκά στρώματα στην περιφέρεια ιδιαίτερα, αλλά και στους χώρους εργασίας που επλήγησαν από την κρίση είναι έργο κοπιώδες και χρονοβόρο που απαιτεί συντονισμό, που ωστόσο μπορεί να επανακαθορίσει την πολιτική κατεύθυνση της χώρας.

Η δυσαρέσκεια ως εργαλείο των ευρωσκεπτικιστών

Η τρίτη οικονομία της Ευρώπης συνεχίζει να είναι αδύναμη, η αγορά εργασίας της αναπτύσσεται με αργούς ρυθμούς, ενώ η ανεργία των νέων (32%) συνιστά τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ.

Η έντονη διαμαρτυρία κατά του Ευρώ και υπέρ της ανάκτησης της ιταλικής κυριαρχίας απέναντι στο «τέρας των Βρυξελλών» των προηγούμενων ετών από τους Μπερλουσκόνι, Σαβίνι και Γκρίλο εξελίχθηκε σε μια αρκετά μετριοπαθή ρητορική, τον τελευταίο χρόνο. Δηλωτική της αδυναμίας τους να κλιμακώσουν την αντιπαράθεση με τις διεθνείς αγορές, διότι κάτι τέτοιο θα έφερε πιο κοντά την προοπτική ρήξης με την Ευρωζώνη.

Τα διαρθρωτικά προβλήματα κρατούν σε χαμηλές επιδόσεις την κρατική λειτουργία, ενώ η διαφθορά επιβραδύνει κάθε βήμα επαναφοράς της εμπιστοσύνης των πολιτών, σ’ αυτήν. Τα δύο αυτά, στοιχεία τροφοδοτούν καθημερινά τον προεκλογικό λόγο της λεγόμενης «αντι-ελίτ» στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η απαξίωση των πολιτικών θεσμών. Λέγκα του Βορρά και Κίνημα των Πέντε Αστέρων ως κατεξοχήν λαϊκίστικα πολιτικά μορφώματα ακολουθούν τη συγκεκριμένη εκλογική τακτική.

Η συμμετοχή της Λέγκα του Βορρά σε έναν ενδεχόμενο κυβερνητικό συνασπισμό, πιθανότατα θα σημάνει την έκπτωση σε θέματα κράτους δικαίου, όπως επίσης και μια υπολογίσιμη ευρωσκεπτικιστική φωνή, στην υλοποίηση της ευρωπαϊκής μεταρρυθμιστικής πολιτικής, όπως την εννοεί ο Γάλλος Πρόεδρος Εμ. Μακρόν.

Οι πιθανότητες

Η συμμαχία του Μπερλουσκόνι, πιθανότατα να μην αναρριχηθεί έως το όριο του 40%, που απαιτείται για το σχηματισμό κυβέρνησης. Η αβεβαιότητα είναι ορατή, δεδομένης της αδυναμίας των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων να ανακτήσουν μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά, όπως επίσης κι ένα παρατεταμένο κλίμα διαπραγματεύσεων ή ακόμα κι ένας, δεύτερος γύρος εκλογών.

Οι πιθανές συμπράξεις σε περίπτωση απουσίας πλειοψηφίας φανερώνονται υπέρ του δέοντος αισιόδοξες, πλην όμως στερούνται ισχυρών ερεισμάτων για γόνιμες και στέρεες λύσεις διακυβέρνησης. Ξεκινούν, από αυτήν μεταξύ του Forza Italia και του Δημοκρατικού Κόμματος και φτάνουν έως το οξύμωρο σχήμα μεταξύ Κινήματος Πέντε Αστέρων και Λέγκας του Βορρά, λαμβάνοντας υπόψη την αριστερή καταβολή των ψηφοφόρων του Γκρίλο. Το σενάριο μιας κυβερνητικής συμμαχίας μεταξύ Forza Italia και Δημοκρατικού Κόμματος -κατά το γερμανικό πρότυπο- ενέχει υψηλό πολιτικό ρίσκο.

Με τις ρατσιστικές θέσεις και τα κηρύγματα μίσους να ανακτούν σημαντικό χρόνο προβολής στα ΜΜΕ, βρίσκοντας απήχηση στα πλατιά κοινωνικά στρώματα, παράλληλα με τις αναφορές υποβάθμισης της Υγείας και της Παιδείας, η Ιταλία εισέρχεται στην τελευταία μέτρα μίας, από τις πιο αμφίρροπες ιστορικά, εκλογικές της αναμετρήσεις. Η τελική έκβαση είναι απρόβλεπτη, η ισορροπία αναζητείται από τον ιταλικό λαό διακαώς, ταυτόχρονα με την προσδοκία όλων, η 5 του Μάρτη να μην αποτελέσει μέρα όξυνσης της ήδη, βεβαρυμμένης ευρωπαϊκής αστάθειας.

Ο Πρόδρομος Θεοδουλίδης είναι Επικοινωνιολόγος – Πολιτικός Αναλυτής

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα