Ουκρανία: Τι επιδιώκουν Δύση και Πούτιν με τις προτάσεις τους
Διαβάζεται σε 4'
Η Ρωσία προτείνει διάλογο με την Ουκρανία στην Κωνσταντινούπολη χωρίς άμεση εκεχειρία, ενισχύοντας την αμφιβολία για τις πραγματικές προθέσεις του Πούτιν.
- 11 Μαΐου 2025 17:42
Η πρόταση του Βλαντίμιρ Πούτιν για άμεσες συνομιλίες με την Ουκρανία στην Κωνσταντινούπολη την ερχόμενη Πέμπτη έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις. Κι αυτό, διότι έχει επαναφέρει το ζήτημα των πραγματικών προθέσεων της Μόσχας για τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
Η πρόταση ήρθε ως απάντηση στις πιέσεις της Ευρώπης και του ΟΗΕ για άμεση συμφωνία σε μια άνευ όρων 30ήμερη εκεχειρία, μετά την κλιμάκωση των στρατιωτικών συγκρούσεων και τις εκκλήσεις για παύση του πυρός, βασικά ζητήματα που συζητήθηκαν στην άτυπη Σύνοδο των Ευρωπαίων, κατά την επίσκεψή τους στο Κίεβο.
Παρά την επίσημη πρόταση για συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη, την οποία και αποδέχθηκε πλήρως ο Ερντογάν, ο Πούτιν απέφυγε να αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση για άμεση εκεχειρία, κάτι που ήταν το βασικό αίτημα των Ευρωπαίων ηγετών.
Αντί γι’ αυτό, η Μόσχα προτείνει διαπραγματεύσεις χωρίς όρους, αλλά επισημαίνει ότι η διαδικασία αυτή θα προχωρήσει σύμφωνα με τη δική της ατζέντα, η οποία ενδέχεται να περιλαμβάνει τη συνέχιση του ελέγχου και της κατοχής στα κατεχόμενα εδάφη της Ουκρανίας.
Η Τουρκία ως διαμεσολαβητής
Η Τουρκία -δια στόματος Ερντογάν- επαναλαμβάνει τη θέση της ως διαμεσολαβητής μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Η Κωνσταντινούπολη, μία πόλη ιστορικά συνδεδεμένη με τον διάλογο και τη διπλωματία, εμφανίζεται ως το κατάλληλο σημείο για την πραγματοποίηση των συναντήσεων.
Ο Ερντογάν επιθυμεί να διατηρήσει την ουδετερότητά του και να ενισχύσει τον ρόλο της Τουρκίας ως περιφερειακή δύναμη, επιδιώκοντας να έχει ενεργό συμμετοχή στην ειρηνευτική διαδικασία.
Ωστόσο, όπως γράφει το BBC, η προσφορά αυτή ενέχει και γεωπολιτικά συμφέροντα, καθώς η Τουρκία δεν θέλει να αποξενωθεί ούτε από τη Ρωσία ούτε από τη Δύση, επιδιώκοντας να παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή, ενώ παράλληλα επιθυμεί να ενισχύσει τις σχέσεις της με τις μεγάλες δυνάμεις.
Η πρόταση του Πούτιν, λοιπόν, μπορεί να έχει και την στρατηγική διάσταση του διαχωρισμού της Δύσης, με την Τουρκία να λειτουργεί ως γέφυρα κι ενδεχομένως να αποσκοπεί στην αποδυνάμωση των ενιαίων θέσεων της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Οι πραγματικές προθέσεις του Πούτιν
Το βασικό ερώτημα παραμένει: ο Πούτιν θέλει πραγματικά ειρήνη ή απλώς επιδιώκει να κερδίσει χρόνο και να συνεχίσει τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις στην Ουκρανία;
Οι δηλώσεις του Ρώσου προέδρου για «ειρηνική διάθεση» και «διάλογο» έρχονται σε αντίθεση με τις συνέπειες της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία και τις απώλειες που έχουν προκαλέσει οι συνεχείς επιθέσεις.
Η απόφαση της Μόσχας να μην δεσμευτεί για άμεση εκεχειρία δείχνει ότι δεν έχει καμία πρόθεση να περιορίσει τις στρατιωτικές της ενέργειες, τουλάχιστον όχι πριν επιτύχει τις στρατηγικές της επιδιώξεις.
Η Ρωσία, ειδικά στο μέτωπο της Ουκρανίας, φαίνεται να συνεχίζει να πιστεύει ότι έχει την πρωτοβουλία στον πόλεμο και δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει τα κατεχόμενα εδάφη.
Και το γεγονός ότι ο Πούτιν δεν δεσμεύεται -προς το παρόν- για εκεχειρία υποδηλώνει ότι βλέπει τη διπλωματία ως μέσο να κερδίσει χρόνο, ενώ ταυτόχρονα προχωρά στην επέκταση των εδαφών που ελέγχει.
Η ανάγκη της Δύσης για συντονισμένη αντίδραση
Από την άλλη η Δύση, αν και δεν παύει να εκφράζει τη στήριξή της στην Ουκρανία, παραμένει σε κατάσταση αναμονής για το πώς θα εξελιχθούν οι συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη.
Τόσο η ΕΕ, όσο και οι ΗΠΑ, εξακολουθούν να πιέζουν για άμεση εκεχειρία και πραγματικές διαπραγματεύσεις χωρίς προϋποθέσεις, κάτι που η Ρωσία προς το παρόν αρνείται να αποδεχτεί.
Η Δύση αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να διασπαστεί, αν η Ρωσία καταφέρει να εξασφαλίσει κάποιες συμφωνίες με την Τουρκία, δημιουργώντας παράλληλα αβεβαιότητες και διχόνοιες εντός των διεθνών συμμάχων της Ουκρανίας.
Με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο “τραπέζι”, η πρόταση Πούτιν για συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς την άμεση δέσμευση για εκεχειρία, φαίνεται να έχει διπλό στόχο. Από τη μία πλευρά, δείχνει τη διάθεση της Ρωσίας να προχωρήσει σε διάλογο, αλλά από την άλλη ενισχύει τη στρατηγική καθυστέρησης, δίνοντας χρόνο στη Ρωσία να συνεχίσει την προέλαση και να πιέσει περαιτέρω την Ουκρανία και τη Δύση.