Πείνα και απόγνωση στη Γάζα – Ο καθημερινός γολγοθάς των οικογενειών για λίγο φαγητό
Διαβάζεται σε 6'
Η καθημερινότητα μιας οικογένειας σε προσφυγικό καταυλισμό στη Γάζα εν μέσω λιμού. “Μία μέρα μοιάζει με εκατό” τονίζουν.
- 03 Αυγούστου 2025 22:38
Κάθε πρωί η Αμπίρ και ο Φάντι Σομπχ ξυπνούν στη σκηνή τους στη Λωρίδα της Γάζας με την ίδια αγωνία: Πώς θα βρουν φαγητό για τους ίδιους και τα έξι παιδιά τους.
Έχουν τρεις επιλογές. Να περάσουν από ένα αυτοσχέδιο συσσίτιο και, αν σταθούν τυχεροί, να πάρουν μία κατσαρόλα με αραιές φακές. Να προσπαθήσουν να φτάσουν ένα φορτηγό ανθρωπιστικής βοήθειας, σπρώχνοντας μέσα σε πλήθος απελπισμένων. Ή να ζητιανέψουν. Αν τίποτα από αυτά δεν “πετύχει”, απλώς δεν τρώνε.
Και αυτό, σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα του AP, είναι κάτι που συμβαίνει όλο και πιο συχνά.
Η οικογένεια Σομπχ, εκτοπισμένη ξανά και ξανά, ζει σε προσφυγικό καταυλισμό στη δυτική Γάζα, κοντά στη θάλασσα. Η δική τους ιστορία είναι ίδια με χιλιάδες ακόμα ιστορίες οικογενειών στη Γάζα – σε μια περιοχή που έχει “γονατίσει” από την πείνα και τις βόμβες.
Η πείνα επιδεινώνεται διαρκώς. Από τον Μάρτιο το Ισραήλ έχει επιβάλει πλήρη αποκλεισμό του παλαιστινιακού θύλακα, σε μια προσπάθεια να πιέσει τη Χαμάς να απελευθερώσει τους ομήρους, όπως υποστηρίζει.
Παρά την επανέναρξη της εισόδου ανθρωπιστικής βοήθειας στην περιοχή τον Μάιο, οι ποσότητες που φτάνουν στους λιμοκτονούντες Παλαιστίνιους είναι ελάχιστες. Επίσης πολλές παρτίδες φαγητού και ειδών πρώτης ανάγκης λεηλατούνται ή πωλούνται στη μαύρη αγορά, καθώς η ασφαλή παράδοση τροφίμων είναι σχεδόν αδύνατη.
Διεθνείς οργανώσεις προειδοποίησαν νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ότι «το χειρότερο σενάριο λιμού εκτυλίσσεται επί του παρόντος στη Γάζα
“Μία μέρα μοιάζει με εκατό”
Η μέρα για την οικογένεια Σομπχ ξεκινά στη σκηνή με ανυπόφορη ζέστη. Με το καθαρό νερό να είναι σχεδόν ανύπαρκτο, η Αμπίρ φέρνει θαλασσινό. Πλένει ένα-ένα τα παιδιά μέσα σε μια μεταλλική λεκάνη, ρίχνοντάς τους το νερό στο κεφάλι. Η μικρή Χάλα, μόλις 9 μηνών, κλαίει, γιατί το νερό κάνει τα μάτια της να τσούζουν. Τα μεγαλύτερα δείχνουν πιο στωικά.
Στη συνέχεια η Αμπίρ μαζεύει τα κλινοσκεπάσματα, σκουπίζει τη σκόνη και την άμμο από το δάπεδο της σκηνής, και βγαίνει έξω να βρει πρωινό. Μερικές φορές, γείτονες ή περαστικοί της δίνουν φακές. Μερικές φορές δεν παίρνει τίποτα.
Αν βρει φακές, τις αλέθει και τις ανακατεύει με νερό για να ταΐσει το μωρό. Άλλες φορές, δεν βρίσκει τίποτα.
«Μια μέρα μοιάζει με εκατό», τονίζει η Αμπίρ, «από τη ζέστη, την πείνα και την αγωνία».
Αναμονή στο συσσίτιο
Ο Φάντι πηγαίνει στο κοντινό συσσίτιο. Κάποιες φορές παίρνει μαζί του και κάποιο παιδί. Συνήθως όμως περιμένει όλη μέρα και γυρίζει σπίτι με άδεια χέρια.
“Σπάνια υπάρχει φαγητό εκεί”, λέει. Το συσσίτιο λειτουργεί περίπου μία φορά την εβδομάδα και ποτέ δεν έχει αρκετό φαγητό για τον κόσμο που συγκεντρώνεται. “Τα παιδιά κοιμούνται πεινασμένα”, εξηγεί.
Ο Φάντι συνήθιζε να πηγαίνει σε μια περιοχή στο βόρειο τμήμα της Γάζας, όπου φτάνουν φορτηγά με βοήθεια από το Ισραήλ. Εκεί, τεράστια πλήθη εξίσου απελπισμένων ανθρώπων συρρέουν γύρω από τα φορτηγά και αρπάζουν ό,τι μπορούν από το φορτίο με τα τρόφιμα.
Συχνά, οι ισραηλινές δυνάμεις που βρίσκονται κοντά ανοίγουν πυρ, σύμφωνα με μάρτυρες. Το Ισραήλ ισχυρίζεται ότι πυροβολεί μόνο προειδοποιητικά, ενώ άλλοι στο πλήθος συχνά έχουν μαχαίρια ή πιστόλια για να κλέψουν τα κουτιά.
Ο ίδιος τραυματίστηκε από πυροβολισμό πρόσφατα στο πόδι και δεν μπορεί πλέον να πλησιάσει. Η μοναδική του ελπίδα είναι το συσσίτιο.
Την ίδια στιγμή η Αμπίρ και τα τρία μεγαλύτερα παιδιά – ο 10χρονος Γιούσεφ, ο 9χρονος Μοχάμεντ και η 7χρονη Μαλάκ – ψάχνουν νερό. Με μεγάλα μπιτόνια στα χέρια ή στις πλάτες τους, προσπαθούν να γεμίσουν από φορτηγά που φέρνουν γλυκό νερό από το εργοστάσιο αφαλάτωσης της κεντρικής Γάζας.
“Είμαι κουρασμένη”
Κάποιες φορές, η Αμπίρ προσπαθεί η ίδια να φτάσει στην περιοχή Ζικίμ, με ή χωρίς τα παιδιά. Οι περισσότεροι στο πλήθος είναι άνδρες — πιο γρήγοροι και πιο δυνατοί από αυτήν. «Μερικές φορές καταφέρνω να βρω φαγητό, αλλά τις περισσότερες φορές επιστρέφω με άδεια χέρια», λέει.
Όταν αποτυγχάνει απευθύνεται στην ευσπλαχνία όσων τα κατάφεραν. «Επιβιώσατε από το θάνατο, δώστε μου λίγο αλεύρι για τα παιδιά μου». Συχνά κάποιοι της δίνουν λίγο. Ένας από αυτούς, ο Γιούσεφ Αμπού Σάλεχ, είπε: «Τους βλέπω κάθε φορά. Είναι φτωχοί και ο άντρας της άρρωστος. Είμαστε όλοι πεινασμένοι».
Κατά τη διάρκεια της πιο ζεστής περιόδου της ημέρας, το μεσημέρι, τα έξι παιδιά μένουν μέσα ή γύρω από τη σκηνή — για να μη σπαταλούν ενέργεια και ζητούν φαγητό.
Όταν η ζέστη υποχωρεί, τα παιδιά βγαίνουν έξω. Μερικές φορές η Αμπίρ τα στέλνει να ζητιανέψουν τροφή από τους γείτονες. Αλλιώς, ψάχνουν στους βομβαρδισμένους δρόμους και τα ερείπια, ψάχνοντας οτιδήποτε μπορεί να τροφοδοτήσει την πρόχειρη σόμπα της οικογένειας, ξύλα, χαρτιά, πλαστικά μπουκάλια, ακόμα και παλιά παπούτσια. Μια φορά, βρήκαν μια κατσαρόλα στα σκουπίδια — είναι η μοναδική που έχουν.
Έχουν γίνει καλοί στο να αναγνωρίζουν τι μπορεί να καεί. Τα κομμάτια χαρτιού ή ξύλου είναι τα καλύτερα, αλλά και τα πιο δύσκολα να βρεθούν.
Η Αμπίρ είπε ότι έχει αδυνατίσει και συχνά ζαλίζεται όταν βγαίνει έξω για να βρει φαγητό ή νερό. «Είμαι κουρασμένη. Δεν αντέχω πια», είπε.
«Αν ο πόλεμος συνεχιστεί, σκέφτομαι να αυτοκτονήσω. Δεν έχω πια δύναμη ή ενέργεια».