Πώς ο Ερντογάν μετατρέπει την συμφωνία Τραμπ για τη Γάζα σε επίδειξη ισχύος για την Τουρκία

Διαβάζεται σε 6'
Ο Αμερικάνος Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγιπ Ερντογάν
Ο Αμερικάνος Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγιπ Ερντογάν AP Photo Evan Vucci

Η συμμετοχή της Τουρκίας στη συμφωνία για εκεχειρία Γάζας –  Ισραήλ επανάφερε την Άγκυρα στη “γεωπολιτική σκακιέρα” της Μέσης Ανατολής.

Οι δεσμοί της Τουρκίας με τη Χαμάς, που στο παρελθόν θεωρούνταν εμπόδιο στις σχέσεις της με την Ουάσινγκτον, έχουν πλέον μετατραπεί σε στρατηγικό πλεονέκτημα για την Άγκυρα. Πείθοντας τη Χαμάς να αποδεχθεί την πρόταση του Ντόναλντ Τραμπ για τη Γάζα, η Άγκυρα επανάκτησε έναν ισχυρό ρόλο στη “γεωπολιτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής”, γεγονός που ενόχλησε το Ισραήλ και άλλες αραβικές χώρες.

Αν και αρχικά αντιστάθηκαν στο τελεσίγραφο του Αμερικανού προέδρου, που έλεγε “απελευθερώστε τους Ισραηλινούς ομήρους αλλιώς θα συνεχίσει το έργο της καταστροφής σας”, οι ηγέτες της Χαμάς τελικά συμφώνησαν για απελευθέρωση των ομήρων, μόνο όταν η Τουρκία, μια χώρα που θεωρούν πολιτικό προστάτη, τους ώθησε να συμφωνήσουν στο αμερικανικό σχέδιο.

Σύμφωνα με δύο περιφερειακές πηγές και δύο στελέχη της Χαμάς που μίλησαν στο Reuters, το μήνυμα της Άγκυρας ήταν ξεκάθαρο: δεν υπήρχε άλλος δρόμος.

“Αυτός ο κύριος από ένα μέρος που λέγεται Τουρκία είναι ένας από τους πιο ισχυρούς στον κόσμο”, είπε ο Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, αναφερόμενος στον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, λίγο μετά τη συμφωνία της Χαμάς για κατάπαυση του πυρός και απελευθέρωση ομήρων. “Είναι σταθερός σύμμαχος. Βρίσκεται πάντα εκεί όταν τον χρειάζομαι”.

Η υπογραφή του Ερντογάν στο έγγραφο για τη Γάζα ενίσχυσε τη φιλοδοξία της Τουρκίας να αναλάβει κεντρικό ρόλο στη Μέση Ανατολή, έναν ρόλο που ο Ερντογάν έχει επιδιώξει όλο και περισσότερο να επανακατακτήσει, επικαλούμενος συχνά τις σχέσεις και την ηγεσία της Οθωμανικής περιόδου. Τώρα, μετά τη συμφωνία για τη Γάζα, η Τουρκία επιδιώκει να αποκομίσει οφέλη, συμπεριλαμβανομένων των διμερών θεμάτων με τις ΗΠΑ, όπως ανέφεραν οι πηγές.

Ο Sinan Ulgen, επικεφαλής του τουρκικού think tank EDAM και συνεργάτης του Carnegie Europe, σημειώνει ότι η μεσολάβηση της Άγκυρας στη συμφωνία με τη Χαμάς ενίσχυσε σημαντικά τη διπλωματική της θέση τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η Τουρκία ενδέχεται να αξιοποιήσει το νέο θετικό κλίμα στην Ουάσινγκτον για να ασκήσει πιέσεις υπέρ της επανένταξής της στο πρόγραμμα F-35, για τη χαλάρωση κυρώσεων και για αμερικανική υποστήριξη στους σχεδιασμούς της για τη Συρία.

“Αν τα καλά λόγια του Τραμπ μετουσιωθούν σε σταθερή πολιτική στήριξη, η Άγκυρα μπορεί να εκμεταλλευτεί το μομέντουμ για να προωθήσει λύσεις σε χρόνιες διαφωνίες”, δήλωσε ο Ulgen στο Reuters.

Η αναθέρμανση των σχέσεων Άγκυρας – Ουάσινγκτον

Η αναθέρμανση των σχέσεων Άγκυρας και Ουάσινγκτον, όπως ανέφεραν αξιωματούχοι, ξεκίνησε με την επίσκεψη του Ερντογάν στον Λευκό Οίκο τον Σεπτέμβριο. Η συγκεκριμένη επίσκεψη μάλιστα ήταν η πρώτη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου μετά από έξι χρόνια.

Στη συνάντηση τέθηκαν προς συζήτηση ανεπίλυτα ζητήματα, όπως η άρση των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στην Τουρκία το 2020 για την αγορά των ρωσικών S‑400, μια κίνηση που οδήγησε και στον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα των μαχητικών F‑35.

Στο επίκεντρο βρέθηκε επίσης η Συρία. Η Τουρκία πιέζει για την ενσωμάτωση των κουρδικών δυνάμεων SDF, που στηρίζονται από τις ΗΠΑ, στον συριακό στρατό, καθώς τις θεωρεί απειλή λόγω των δεσμών τους με το PKK. Οι πιέσεις αυτές φαίνεται να αποδίδουν, καθώς ο επικεφαλής των SDF, Mazloum Abdi, επιβεβαίωσε ότι εξετάζεται σχέδιο συγχώνευσης με τον συριακό στρατό, κάτι που η Άγκυρα θεωρεί σημαντική νίκη.

Η συμφωνία για τη Γάζα είναι μία ακόμα ενίσχυση του τουρκικού κύρους. Ο Τραμπ επαίνεσε τον Ερντογάν για τη φιλοξενία συνομιλιών Ρωσίας‑Ουκρανίας νωρίτερα φέτος, και η επιρροή της Άγκυρας αυξήθηκε μετά την πτώση του Bashar al‑Assad στη Συρία το 2024, όπου η Τουρκία υποστήριξε τις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις.

Παρόλα αυτά η αυξανόμενη φιλοδοξία της Τουρκίας να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στη Μέση Ανατολή προκαλεί ανησυχίες σε ορισμένους αναλυτές, καθώς θυμίζει τις ημέρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την πτώση της, η Τουρκία είχε στραφεί προς το εσωτερικό, περιορίζοντας τη συμμετοχή της σε περιφερειακές διπλωματικές εξελίξεις.

Για χρόνια, η Άγκυρα δεν συμμετείχε σε υψηλού επιπέδου προσπάθειες επίλυσης της ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης, μια βασική πηγή περιφερειακής αστάθειας. Η υποστήριξη της Τουρκίας σε ισλαμιστικά κινήματα – συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής και διπλωματικής στήριξης προς τη Χαμάς, των ηγετών της οποίας φιλοξενεί – επιδείνωσε τις σχέσεις με το Ισραήλ και αρκετές αραβικές χώρες, ενώ η αντίληψη για την απομάκρυνσή της υπό την ηγεσία του Ερντογάν από τα πρότυπα του ΝΑΤΟ την απομάκρυνε ακόμη περισσότερο από τη διαδικασία ειρηνικής επίλυσης.

Όμως, στην κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων για εκεχειρία στη Γάζα, ο Τραμπ στράφηκε στην Τουρκία, ποντάροντας στην επιρροή του Ερντογάν στη Χαμάς. Ο επικεφαλής της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών, Ιμπραήμ Καλίν, και άλλοι αξιωματούχοι διαβεβαίωσαν την ηγεσία της Χαμάς ότι η συμφωνία έχει τη στήριξη των ΗΠΑ και των περιφερειακών δυνάμεων, με τον Τραμπ να δίνει προσωπικές εγγυήσεις.

Έτσι, η Τουρκία αναδείχθηκε βασικός “παίχτης” στην περιοχή, ρόλος που επιδιώκει εδώ και καιρό. Η νέα της θέση, ωστόσο, προκάλεσε ανησυχία στο Ισραήλ και σε περιφερειακούς ανταγωνιστές, όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι οποίοι παρακολουθούν με δυσπιστία τις φιλοδοξίες του Ερντογάν.

“Ο Ερντογάν είναι μάστερ στο να διευρύνει την επιρροή του, να αρπάζει ευκαιρίες, να αξιοποιεί γεγονότα, να τα μετατρέπει προς το δικό του συμφέρον και να αποσπά την αναγνώριση για αυτά”, δήλωσε ο Άραβας πολιτικός αναλυτής Ayman Abdel Nour. “Προφανώς οι χώρες του Κόλπου δεν ήταν χαρούμενες για το ότι η Τουρκία κέρδισε ηγετικό ρόλο στη Γάζα, αλλά ταυτόχρονα ήθελαν να τελειώσει αυτή η σύγκρουση, να δουν μια συμφωνία και να δουν τη Χαμάς στο περιθώριο”.

Παρόλο που οι αραβικές χώρες συμμερίζονταν το ενδιαφέρον της Τουρκίας να λήξει ο πόλεμος, ο μεγαλύτερος ρόλος που δόθηκε στην Άγκυρα τους προξενούσε ανησυχία, υπενθυμίζοντας την ιστορία της οθωμανικής αυτοκρατορικής κυριαρχίας σε πολλές χώρες της περιοχής, όπως δήλωσε ο Λιβανέζος αναλυτής Sarkis Naoum.

Βασική ανησυχία της Χαμάς ήταν ότι το Ισραήλ δεν θα τηρήσει τη συμφωνία και θα προβεί στην επανεκκίνηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η έλλειψη εμπιστοσύνης σχεδόν κατέρριψε τη διαδικασία.

“Η μόνη πραγματική εγγύηση”, ανέφερε ανώτατο στέλεχος της Χαμάς, “προήλθε από τέσσερις πλευρές: την Τουρκία, το Κατάρ, την Αίγυπτο και τις ΗΠΑ. Ο Τραμπ έδωσε προσωπική διαβεβαίωση. Το μήνυμα των Αμερικανών ήταν: ‘Απελευθερώστε τους ομήρους, παραδώστε τα σώματα των νεκρών και σας εγγυώμαι ότι δεν θα ξαναρχίσει ο πόλεμος”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα