Πώς οι ΗΠΑ δίνουν στην Κίνα τα εργαλεία για να παρακολουθεί τον κόσμο
Διαβάζεται σε 8'
Από τον Μπους ως τον Μπάιντεν, οι ΗΠΑ καταγγέλλουν την κινεζική καταστολή, την ώρα που η δική τους τεχνολογία τροφοδοτεί τα δικά τους συστήματα παρακολούθησης.
- 29 Οκτωβρίου 2025 17:04
Εδώ και έναν χρόνο, Αμερικανοί βουλευτές προσπαθούν επανειλημμένα να κλείσουν ένα κενό στον νόμο που επιτρέπει στην Κίνα να παρακάμπτει τις εξαγωγικές απαγορεύσεις για ισχυρά τσιπ τεχνητής νοημοσύνης.
Αντί να τα αγοράζει, τα νοικιάζει μέσω αμερικανικών cloud υπηρεσιών, όπως η Amazon και η Microsoft. Τέσσερις φορές επιχειρήθηκε να μπει φρένο, τέσσερις φορές απέτυχε, καθώς πάνω από 100 λομπίστες των τεχνολογικών κολοσσών έσπευσαν να παρέμβουν.
Λίγο πριν τη συνάντηση Τραμπ – Σι Τζινπίνγκ, το ζήτημα της πώλησης αμερικανικής τεχνολογίας στην Κίνα είναι ξανά στο επίκεντρο. Όμως, πίσω από τις πολιτικές κορώνες, η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Όπως αποκαλύπτει εκτενής έρευνα του Associated Press, επί πέντε διαφορετικές κυβερνήσεις, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, οι ΗΠΑ επέτρεψαν -και σε ορισμένες περιπτώσεις βοήθησαν ενεργά- αμερικανικές εταιρείες να πουλούν τεχνολογία σε κινεζικές αστυνομικές αρχές και κρατικές υπηρεσίες παρακολούθησης.
Οι “τρύπες” στους νόμους και τα ασταμάτητα δισεκατομμύρια
Επανειλημμένα, παρά τις διακομματικές προσπάθειες, το Κογκρέσο “έχει κάνει τα στραβά μάτια” σε κενά που επιτρέπουν στην Κίνα να παρακάμπτει τους δικούς της κανόνες, όπως οι υπηρεσίες cloud, οι μεσάζοντες και τα κενά στις κυρώσεις που θεσπίστηκαν μετά τη σφαγή της Τιενανμέν.
Για παράδειγμα, παρά τις απαγορεύσεις στις εξαγωγές προηγμένων μικροτσίπ, η Κίνα αγόρασε εξοπλισμό κατασκευής τσιπ αξίας 20,7 δισ. δολαρίων από αμερικανικές εταιρείες το 2024 για να ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία της, προειδοποίησε έκθεση επιτροπής του Κογκρέσου αυτόν τον μήνα.
Αυτή η απροθυμία του Κογκρέσου για δράση, σύμφωνα με την έρευνα του AP, αντανακλά τον τεράστιο πλούτο και τη δύναμη της τεχνολογικής βιομηχανίας, η οποία είναι πιο ορατή από ποτέ υπό την κυβέρνηση Τραμπ.
Και τους τελευταίους μήνες, ο ίδιος ο πρόεδρος έχει συνάψει μεγάλες συμφωνίες με εταιρείες της Σίλικον Βάλεϊ που συνδέουν ακόμη πιο στενά την αμερικανική οικονομία με τις εξαγωγές τεχνολογίας στην Κίνα, δίνοντας στους φορολογούμενους άμεσο μερίδιο στα κέρδη για πρώτη φορά.
Το “παζάρι” του Τραμπ με τη Σίλικον Βάλεϊ
Τον περασμένο Αύγουστο, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε μια συμφωνία των Nvidia και AMD, για την άρση των περιορισμών εξαγωγής τσιπ προς την Κίνα, με αντάλλαγμα 15% των εσόδων για το αμερικανικό κράτος.
Την ίδια περίοδο, η κυβέρνηση απέκτησε 10% μετοχικό μερίδιο στην Intel, αξίας περίπου 11 δισ. δολαρίων.
Ειδικοί σε θέματα ασφάλειας προειδοποιούν ότι τα τσιπ αυτά καταλήγουν στον κινεζικό στρατό και στις υπηρεσίες πληροφοριών, ενώ Κινέζοι ακτιβιστές καταγγέλλουν ότι η Ουάσιγκτον επιτρέπει στις εταιρείες της να θέτουν την ατζέντα.
Ο Ζου Φενγκσού, πρώην ηγέτης των φοιτητών στην Τιενανμέν και σήμερα Αμερικανός πολίτης, δήλωσε στο AP ότι οι ΗΠΑ επιτρέπουν στις εταιρείες τους να ενισχύουν το κινεζικό καθεστώς παρακολούθησης.
«Είναι όλα για το κέρδος. Κι αυτό είναι στρατηγική αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών».
Η ισχύς των λομπιστών
Σύμφωνα με τα στοιχεία που εξετάστηκαν, οι τεχνολογικοί και τηλεπικοινωνιακοί κολοσσοί των ΗΠΑ ξόδεψαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τα τελευταία είκοσι χρόνια σε λομπίστες που επηρέαζαν νομοθεσίες σχετικές με το εμπόριο με την Κίνα.
Οι εταιρείες υποστηρίζουν ότι οι νέοι περιορισμοί θα ωθήσουν το Πεκίνο να αναπτύξει δική του τεχνολογία και θα αποδυναμώσουν την αμερικανική αγορά.
Η Nvidia σε ανακοίνωσή της τόνισε πως «η απαγόρευση των αμερικανικών υπολογιστών από εμπορικές αγορές ωφελεί μόνο τον ανταγωνισμό», ενώ η Intel από την πλευρά της, δήλωσε ότι τηρεί τις πολιτικές εξαγωγών.
Παρά τις κυρώσεις, κινεζικές εταιρείες όπως η Dahua και η Hikvision, γνωστές για τον ρόλο τους στην καταστολή των Ουιγούρων (τουρκογενής μουσουλμανική μειονότητα στο Σιντζιάνγκ της Κίνας, όπου αντιμετωπίζει καταστολή και μαζική παρακολούθηση από το κινεζικό κράτος), συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες cloud των Amazon και Microsoft, με σκοπό να προσφέρουν λογισμικό παρακολούθησης στο εξωτερικό.
Η Microsoft αρνήθηκε οποιαδήποτε συνεργασία με τις κινεζικές εταιρείες, ενώ η OpenAI δήλωσε ότι ακολουθεί αυστηρά τις πολιτικές περιορισμού πρόσβασης στην Κίνα.
Μια μακρά ιστορία αποτυχιών
Από το 1989 έως σήμερα, καμία αμερικανική κυβέρνηση δεν κατάφερε να κλείσει τα κενά που επιτρέπουν την πώληση τεχνολογιών παρακολούθησης στην Κίνα, ούτε μετά την Τιενανμέν, ούτε μετά τις αποκαλύψεις για τα στρατόπεδα των Ουιγούρων.
Από κάμερες και routers, μέχρι λογισμικά αναγνώρισης προσώπου, η αμερικανική καινοτομία έγινε εργαλείο επιτήρησης.
Το 2006, ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής Κρις Σμιθ, με διακομματική στήριξη, παρουσίασε το νομοσχέδιο Global Online Freedom Act, για να περιορίσει τη συμμετοχή των αμερικανικών εταιρειών στην κινεζική επιτήρηση.
Ο Σμιθ συνέκρινε τη στάση των εταιρειών με την ιστορική περίπτωση της IBM που είχε προμηθεύσει υπολογιστές στη ναζιστική Γερμανία, κάτι που η IBM αργότερα χαρακτήρισε “ψευδές”.
Η αντίδραση του τεχνολογικού λόμπι ήταν άμεση και συντονισμένη. Εκατοντάδες σχόλια, πιέσεις και αναφορές κατατέθηκαν, με τις εταιρείες να υποστηρίζουν πως οι υπολογιστές και οι διακομιστές που πουλούσαν στην Κίνα “δεν διαφέρουν” από εκείνους που εξάγονται σε άλλες χώρες.
Το νομοσχέδιο δεν προχώρησε ποτέ.
«Τα λεφτά μιλούν… Όταν πλημμυρίζουν με χρήμα τα μέλη των κρίσιμων επιτροπών, είναι εύκολο να πιστέψεις το αφήγημά τους περί “μεταρρύθμισης”», είπε ο Σμιθ χρόνια αργότερα. Και πρόσθεσε: «Πουλάμε σε μια εχθρική δύναμη την ικανότητα να μας καταστρέψει».
Το 2007, επί προεδρίας Τζορτζ Μπους, το Υπουργείο Εμπορίου οργάνωσε σεμινάριο με θέμα «Πώς να πουλήσεις στην κινεζική αγορά ασφαλείας», προσφέροντας οδηγίες για «στρατηγική εισόδου» στην αγορά της επιτήρησης.
Το ίδιο μοτίβο συνεχίστηκε κι επί της εποχής Μπαράκ Ομπάμα. Πρώην λομπίστες του τεχνολογικού κλάδου ανέλαβαν θέσεις-κλειδιά, όπως ο Έρικ Χίρσχορν, υπεύθυνος για τους εξαγωγικούς ελέγχους.
«Μπορείς να χρησιμοποιήσεις έναν υπολογιστή για παραγγελία ή για ένα ερωτικό γράμμα. Θα σταματήσεις να πουλάς στην Κίνα επειδή ένας στους δέκα χιλιάδες μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον ενός αντιφρονούντα;», είχε πει σε συνέντευξή του.
Το 2010 και παρά τις προειδοποιήσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο πρέσβης Τζον Χάντσμαν προώθησε αμερικανικά συμφέροντα στο Σιντζιάνγκ, ενώ οι αρχές κρατούσαν χιλιάδες Ουιγούρους.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι ΗΠΑ ενθάρρυναν συνεργασίες “έξυπνων πόλεων” με την Κίνα, δίνοντας σε εταιρείες όπως η IBM πρόσβαση σε κοινά ερευνητικά προγράμματα “αστικής ασφάλειας”.
Το 2016, ο Κέβιν Γουλφ, υφυπουργός Εμπορίου, προσπάθησε να περιορίσει τις εξαγωγές συστημάτων παρακολούθησης. «Η μαζική επιτήρηση μπορεί να γίνει με καθημερινά προϊόντα, κάμερες, λογισμικά, αναγνώριση προσώπου», είχε πει. Το σχέδιο κρίθηκε περίπλοκο και εγκαταλείφθηκε.
Επί της πρώτης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, το Κογκρέσο ενίσχυσε τους ελέγχους και επιβλήθηκαν κυρώσεις σε κινεζικές εταιρείες, αλλά οι πωλήσεις συνεχίστηκαν.
Ο Τζο Μπάιντεν, το 2021, χαρακτήρισε τις κινεζικές εταιρείες παρακολούθησης “εξαιρετικές απειλές”, όμως το νέο πλαίσιο περιορισμών που προώθησε “πάγωσε” ύστερα από τις πιέσεις των λομπιστών.
«Το αποτέλεσμα θα επιβράδυνε τις επιχειρήσεις και θα οδηγούσε σε απώλεια πελατών χωρίς λόγο», δήλωσε τότε το Εμπορικό Επιμελητήριο.
Η Γκουλμπαχάρ Χαϊτιγουάτζι συνελήφθη και κρατήθηκε για περισσότερα από δύο χρόνια σε στρατόπεδα εγκλεισμού στο Σιντζιάνγκ, όταν συστήματα αστυνόμευσης βασισμένα σε αμερικανική τεχνολογία οδήγησαν τις κινεζικές αρχές να τη χαρακτηρίσουν “τρομοκράτισσα”.
Βρισκόταν υπό συνεχή και εξαντλητική παρακολούθηση, με κάμερες να την παρατηρούν ακόμη και στην τουαλέτα.
Ακόμη και μετά την απελευθέρωσή της, το 2019, ζούσε -όπως λέει- μέσα σε μια “υπαίθρια φυλακή”, όπου κάθε της κίνηση καταγραφόταν, μέχρι που τελικά κατάφερε να εγκαταλείψει το Σιντζιάνγκ αργότερα την ίδια χρονιά.
Η ίδια δηλώνει ότι οι αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη.
«Είναι πραγματικά απογοητευτικό που οι Ηνωμένες Πολιτείες, μία από τις ισχυρότερες χώρες στον κόσμο, πωλούν τέτοια τεχνολογία στην Κίνα, ενώ γνωρίζουν τις δυνητικά τραγικές συνέπειες», δήλωσε στο AP.
Παρά τις προειδοποιήσεις, το Κογκρέσο και οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ εξακολουθούν να αφήνουν ανοιχτές τις χαραμάδες που επιτρέπουν στην Κίνα να αξιοποιεί την αμερικανική καινοτομία.