Ρούμπιο για πόλεμο στην Ουκρανία: “Υπάρχει σημαντική πρόοδος, αλλά έχουμε δρόμο ακόμη για την ειρήνη”
Διαβάζεται σε 4'
Για πρόοδο των συνομιλιών για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία έκανε λόγο ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Μάρκο Ρούμπιο στις δηλώσεις του.
- 19 Δεκεμβρίου 2025 20:41
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο δήλωσε σήμερα, Παρασκευή (19/12) ότι οι συνομιλίες για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία δεν γίνονται για να επιβληθεί μια συμφωνία σε κανέναν, προσθέτοντας ότι πρόοδος έχει υπάρξει αλλά υπάρχει ακόμη δρόμος μπροστά μας.
Μιλώντας στους δημοσιογράφους κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο Ρούμπιο πρόσθεσε ότι τα τελευταία ζητήματα είναι τα πιο δύσκολα.
Ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας δήλωσε επίσης ότι η Ουάσινγκτον δεν μπορεί να επιβάλει την ειρήνη στην Ουκρανία, ενώ νέες “διαβουλεύσεις” για να τεθεί τέλος στον πόλεμο με τη Ρωσία αρχίζουν σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
“Στο τέλος τέλος, από αυτούς εξαρτάται να συνάψουν συμφωνία. Δεν μπορούμε να αναγκάσουμε την Ουκρανία να συνάψει συμφωνία. Δεν μπορούμε να αναγκάσουμε τη Ρωσία να συνάψει συμφωνία. Πρέπει αυτές να το θέλουν”, τόνισε ο Μάρκο Ρούμπιο κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην Ουάσινγκτον.
Ο Ρούμπιο δήλωσε ότι μπορεί να συμμετάσχει σε ένα μέρος των συνομιλιών για την Ουκρανία το Σάββατο στο Μαϊάμι και πρόσθεσε ότι οι συνομιλίες διεξάγονται Παρασκευή και Σάββατο.
Οι Ουκρανοί διαπραγματευτές για την ειρήνη θα αρχίσουν έναν νέο γύρο συνομιλιών την Παρασκευή με την αμερικανική ομάδα σχετικά με προτάσεις για τον τερματισμό του πολέμου με τη Ρωσία, δήλωσε ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Κιέβου Ρουστέμ Ουμέροφ.
Ο απεσταλμένος του Λευκού Οίκου Στιβ Γουίτκοφ, και ο γαμπρός του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο Τζάρεντ Κούσνερ, σκοπεύουν επίσης να συναντήσουν τη ρωσική αντιπροσωπεία στο Μαϊάμι αυτό το Σαββατοκύριακο, δήλωσε αξιωματούχος του Λευκού Οίκου στο Reuters, καθώς οι Αμερικανοί μεσολαβητές συνεχίζουν να προσπαθούν για την επίτευξη συμφωνίας για να τεθεί τέλος στην εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία.
Η Ευρώπη δεν θέλει να βάλει το χέρι στην τσέπη για την Ουκρανία
«Έχουμε μια απλή επιλογή», είπε παράλληλα ο Ντόναλντ Τουσκ, πρωθυπουργός της Πολωνίας, καθώς έμπαινε σε μία από τις πιο καθοριστικές συνόδους κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδώ και μια γενιά. «Ή χρήματα σήμερα ή αίμα αύριο. Και δεν μιλάω μόνο για την Ουκρανία. Μιλάω για την Ευρώπη».
Όπως εξηγεί το Politico, το νόημα του Τουσκ ήταν ότι η ίδια η ελευθερία των Ευρωπαίων διακυβεύεται στα λασπωμένα πεδία μάχης της Ουκρανίας: οι χώρες της ΕΕ μπορούν είτε να πληρώσουν για να σταματήσουν τον Βλαντίμιρ Πούτιν εκεί και τώρα, είτε να πολεμήσουν όταν τα στρατεύματά του εισβάλουν στις δικές τους χώρες.
Η εξίσωση του Τουσκ — χρήμα ή απώλειες — αποκαλύπτει τη σύγκρουση που βρίσκεται στον πυρήνα όλων των προσπαθειών της ΕΕ να στηρίξει την Ουκρανία. Τι ακριβώς είναι διατεθειμένα να συνεισφέρουν τελικά τα 27 κράτη-μέλη του μπλοκ για να σώσουν την Ουκρανία, και τους ίδιους τους εαυτούς τους; Η σύνοδος κορυφής της Πέμπτης το βράδυ στις Βρυξέλλες έδωσε μια απάντηση: ιδανικά, τα χρήματα κάποιου άλλου.
Οι ηγέτες της ΕΕ κατέληξαν σε συμφωνία για δανεισμό 90 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ώστε να διατηρηθεί η Ουκρανία όρθια για τα επόμενα δύο χρόνια. «Δεσμευτήκαμε, παραδώσαμε», καυχήθηκε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα.
Πίσω από την επικοινωνιακή εικόνα, οι βαθιές διαφωνίες στην ΕΕ είναι εμφανείς. Για μήνες, τα κράτη-μέλη συγκρούονταν για το ποιος θα αναλάβει το κόστος στήριξης της Ουκρανίας, ένα ζήτημα που παραμένει ανοιχτό. Μετά τη διακοπή της αμερικανικής χρηματοδότησης από τον Ντόναλντ Τραμπ, οι Ευρωπαίοι αύξησαν τις συνεισφορές τους, χωρίς όμως να καλύψουν το κενό, αναγκάζοντας τις ισχυρές χώρες να αναζητήσουν νέες λύσεις.
Η πρόταση για αξιοποίηση παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων συνάντησε αντιδράσεις, κυρίως από το Βέλγιο, λόγω φόβων για νομικές και πολιτικές συνέπειες. Τελικά, υιοθετήθηκε ως εναλλακτική ο κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός, με εγγύηση τον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Παρότι η ανάγκη της Ουκρανίας για χρηματοδότηση είναι επιτακτική, πολλοί στην Ευρώπη εξακολουθούν να αμφισβητούν αυτή τη στρατηγική.