ΑΠΟ ΤΟΝ MONET ΣΤΟΝ WARHOL: 5 + 5 ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΠΟΥ “ΕΚΛΕΨΑΝ” ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΜΑΣ
Η Χριστίνα Τσατσαράγκου και η Γεωργία Οικονόμου πήγαν στην έκθεση “Από τον Monet στον Warhol: Τρεις γενιές, μια συλλογή, ένα ταξίδι στην εξέλιξη της μοντέρνας τέχνης” στο Μουσείο Γουλανδρή και επέλεξαν τους 10 πιο αγαπημένους τους πίνακες.
Με το που διαβαίνεις το κατώφλι της έκθεσης “Από τον Monet στον Warhol: Τρεις γενιές, μια συλλογή, ένα ταξίδι στην εξέλιξη της μοντέρνας τέχνης” στο Μουσείο Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή μαγεύεσαι. Δεν είναι μόνο η “συνάντηση” σπουδαίων έργων όπου κάθε ζωγραφική πινελιά, κάθε χρώμα, κάθε γραμμή έχει τη δική της εσωτερική ένταση, είναι και η εξαιρετική επιμέλεια των Μαρίας Κουτσομάλλη-Moreau και Marina Ferretti Bocquillon που καθιστά την έκθεση ένα οργανικό σύνολο, σαν μια αφηγηματική ροή που συνδέει τρεις γενιές καλλιτεχνών και έργα που αποτυπώνουν τις μεγαλύτερες μεταβολές στον κόσμο της μοντέρνας τέχνης.
Στον πυρήνα της έκθεσης βρίσκεται μια σπάνια ιδιωτική συλλογή ελβετικής οικογένειας (που παραμένει ανώνυμη) καρπός τριών γενεών συλλεκτών με εκπαιδευμένο βλέμμα και διαρκή σχέση με την τέχνη. Έργα που έχουν παρουσιαστεί σε κορυφαίους διεθνείς θεσμούς συναντιούνται εδώ σε μια παρουσίαση με ξεκάθαρη καλλιτεχνική ραχοκοκαλιά.
Η διαδρομή μέσα στην έκθεση εξελίσσεται με έναν ρυθμό αληθινά καλλιτεχνικό, καθώς οι χώροι είναι διαμορφωμένοι έτσι ώστε να αφήνουν το φως να «αγγίξει» τα έργα με μια σχεδόν ιερή προσοχή, επιτρέποντας στον επισκέπτη να βιώσει το έργο τέχνης ως κάτι ζωντανό. Η τέχνη δεν αναπαρίσταται απλώς, συνδιαλέγεται με τον θεατή, προκαλώντας έντονα συναισθήματα και σκέψεις για τις εξελίξεις και τις μεταμορφώσεις που οδήγησαν στην εμφάνιση των πιο εμβληματικών μορφών της μοντέρνας τέχνης.
Μπροστά σε κάθε έργο, το βλέμμα ανακαλύπτει κάτι καινούργιο. Τα έργα των Monet, Picasso, Warhol και άλλων μεγάλων δημιουργών αποκτούν νέες διαστάσεις χάρη στην έξοχη τοποθέτηση και τον προσεκτικό φωτισμό που τα φέρνει στην επιφάνεια, αποκαλύπτοντας την υφή, την ένταση και τη βαθιά σημασία τους.
Οι 5 + 5 πίνακες που μας εντυπωσίασαν αποτελούν ακριβώς αυτούς τους σταθμούς, που σίγουρα δεν εξαντλούν την έκθεση, παρά μόνο ένα μικρό κομμάτι της.
Η Χριστίνα Τσατσαράγκου επέλεξε τους ακόλουθους πίνακες
Claude Monet (1840-1926)
Nympheas (Νούφαρα)
Το 1914 ο Claude Monet βρίσκεται εγκατεστημένος στο Ζιβερνύ, μέσα στον διάσημο υδάτινο κήπο που ο ίδιος σχεδίασε και καλλιέργησε επί δεκαετίες, σαν ζωντανό εργαστήριο ζωγραφικής. Τα Νούφαρα γεννιούνται εκεί, σε μια στιγμή ωριμότητας, αλλά και εσωτερικής δοκιμασίας. Ο πόλεμος ξεσπά, ο κόσμος γύρω του αλλάζει βίαια, ενώ η όρασή του αρχίζει να επιβαρύνεται από καταρράκτη. Ο Monet απομονώνεται συνειδητά στο νερό του κήπου του. Η επιφάνεια της λίμνης, τα νούφαρα, οι αντανακλάσεις του ουρανού και των δέντρων γίνονται ολόκληρο σύμπαν.
Η τεχνική του Monet σε αυτή τη φάση φτάνει σε ακραία ελευθερία. Η πινελιά απλώνεται πλατιά, άλλοτε πυκνή και άλλοτε σχεδόν διάφανη. Το χρώμα χτίζεται σε στρώσεις που πάλλονται. Το νερό αποδίδεται ως επιφάνεια φωτός, όχι ως υλικό στοιχείο. Η σύνθεση λειτουργεί χωρίς κέντρο, χωρίς αφηγηματική ιεραρχία. Ο θεατής βυθίζεται στο έργο αντί να το παρατηρεί από απόσταση. Τα Nymphéas του 1914 δείχνουν έναν ζωγράφο που οδηγεί τον ιμπρεσιονισμό στα όριά του και ταυτόχρονα ανοίγει τον δρόμο προς την αφαίρεση. Η ζωγραφική εδώ γίνεται χώρος και χρόνος μαζί.
Η σπουδαιότητα του έργου βρίσκεται σε αυτή την υπέρβαση. Τα Nymphéas αντιπροσωπεύουν τον ιμπρεσιονισμό στην ύστερη, φιλοσοφική του φάση, εκεί όπου η παρατήρηση της φύσης συναντά την εσωτερική κατάσταση του δημιουργού. Ο Monet, γεννημένος το 1840 στο Παρίσι, υπήρξε κεντρική μορφή του κινήματος, με έργα που επαναπροσδιόρισαν το φως, την ατμόσφαιρα και τη στιγμή. Στα νούφαρα, το βλέμμα του απελευθερώνεται από την πιστή καταγραφή και αποκτά στοχαστικό βάθος. Το έργο αυτό θεωρείται κομβικό γιατί αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη ζωγραφική ως εμπειρία. Εδώ η φύση, ο χρόνος και η συνείδηση ενώνονται σε μια ενιαία, σιωπηλή επιφάνεια.
Paul Signac (1863 -1935)
Juan-les-Pins. Soir (premiere version) – Ζυάν-λε-Πεν Βράδυ (πρώτη εκδοχή)
Ο Paul Signac επιστρέφει στο γαλλικό θέρετρο Juan-les-Pins στις αρχές του 20ού αιώνα και βρίσκει εκεί έναν ιδανικό τόπο για να αναπτύξει τη μεγάλη του εμμονή: το νερό ως πεδίο φωτός, κίνησης και ρυθμού. Το Juan-les-Pins, Soir υπάρχει σε δύο μορφές που συνομιλούν στενά: η ελαιογραφία σε καμβά και το προπαρασκευαστικό σχέδιο σε χαρτόνι με σινική μελάνη. Το θέμα παραμένει ίδιο, ένα δειλινό στη Μεσόγειο, με τον ορίζοντα να λιώνει μέσα σε αποχρώσεις μπλε, μοβ και χρυσού. Στο λάδι, ο Signac δουλεύει με καθαρές χρωματικές κηλίδες, πιστός στις αρχές του νεοϊμπρεσιονισμού και του divisionism. Το νερό γίνεται επιφάνεια δόνησης, σχεδόν μουσική παρτιτούρα. Γι’ αυτό και ο Signac αποκαλείται συχνά ζωγράφος του νερού: λιμάνια, ακτές, ιστιοφόρα και αντανακλάσεις αποτελούν τον βασικό του κόσμο, έναν κόσμο όπου το φως σπάει σε ρυθμούς και όχι σε περιγραφές.
Η παρουσία των δύο έργων πλάι πλάι αποκαλύπτει κάτι ακόμη πιο ουσιαστικό: το εξαιρετικό ταλέντο του Signac στη γραμμή. Το σχέδιο με σινική μελάνη λειτουργεί ως σκελετός της σύνθεσης, με ακρίβεια, οικονομία και καθαρή αρχιτεκτονική σκέψη. Εκεί φαίνεται η πειθαρχία του βλέμματος πριν από την έκρηξη του χρώματος. Ο Signac γεννήθηκε στο Παρίσι το 1863 και ανήκει στη γενιά που συνεχίζει τον ιμπρεσιονισμό προς μια πιο συστηματική κατεύθυνση. Ο Claude Monet αποτέλεσε καθοριστική επιρροή στα πρώτα του βήματα, κυρίως στη σχέση με το φως και το τοπίο, ενώ ο Georges Seurat διαμόρφωσε τον θεωρητικό πυρήνα της ζωγραφικής του. Ο ίδιος ο Signac υπήρξε θεωρητικός, συγγραφέας και υπερασπιστής της μοντέρνας τέχνης. Στα έργα του Juan-les-Pins βλέπουμε αυτή τη σύνθεση σκέψης και ευαισθησίας: επιστημονική ακρίβεια, ποιητική ματιά και μια βαθιά αγάπη για τη θάλασσα ως ζωντανό οργανισμό.
René Magritte (1898-1967)
La Maison – Το σπίτι (1947 περίπου)
Αυτό το έργο του René Magritte δημιουργείται σε μια περίοδο όπου ο Βέλγος σουρεαλιστής ζωγράφος έχει ήδη διαμορφώσει πλήρως τη γλώσσα του. Το σπίτι εμφανίζεται ως κεντρικό μοτίβο, φορτισμένο με ψυχολογική ένταση και αίσθηση αποσταθεροποίησης. Η εικόνα κινείται ανάμεσα στο οικείο και στο αινιγματικό, με την αρχιτεκτονική να λειτουργεί ως σκηνικό μιας σιωπηλής διατάραξης. Ο Magritte χρησιμοποιεί καθαρή ζωγραφική επιφάνεια, ρεαλιστική απόδοση και ακριβή σύνθεση για να οδηγήσει το βλέμμα σε μια κατάσταση αμφιβολίας. Το σπίτι μοιάζει σταθερό και ταυτόχρονα εύθραυστο, σαν φορέας μιας ιδέας που ξεπερνά τη φυσική του υπόσταση.
Το έργο συνομιλεί άμεσα με άλλες εμβληματικές συνθέσεις του Magritte, όπως το “L’Empire des lumières”, όπου η συνύπαρξη μέρας και νύχτας δημιουργεί υπαρξιακή ένταση, και το “La Condition humaine”, όπου η εικόνα αμφισβητεί τη σχέση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αναπαράστασή της. Το La Maison εντάσσεται καθαρά στο σουρεαλιστικό κίνημα και αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα μέσα στην έκθεση ως έργο-κλειδί: συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του Magritte γύρω από την έννοια της κατοίκησης, της συνείδησης και της ψευδαίσθησης του ασφαλούς. Λειτουργεί ως στοχαστικό σημείο αναφοράς, ένα ήσυχο αλλά διαπεραστικό σχόλιο πάνω στη σχέση του ανθρώπου με τον χώρο και τις βεβαιότητές του.
Την περίοδο που ο Magritte δουλεύει έργα όπως το La Maison, δηλαδή από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 ως τα μέσα του ’30, η τέχνη βρίσκεται σε φάση βαθιάς αναδιάταξης. Ο σουρεαλισμός κυριαρχεί ως διεθνές κίνημα, με επίκεντρο το Παρίσι και με κοινή αφετηρία το ενδιαφέρον για το ασυνείδητο, τα όνειρα και την αποσταθεροποίηση της λογικής συνέχειας. Ο André Breton διαμορφώνει το θεωρητικό πλαίσιο, ενώ καλλιτέχνες όπως ο Dalí, ο Ernst και ο Magritte ακολουθούν διαφορετικές διαδρομές μέσα στο ίδιο πεδίο. Εκείνη την εποχή η εικόνα παύει να υπηρετεί την αναπαράσταση του κόσμου και αναλαμβάνει τον ρόλο ενός νοητικού γρίφου.
Παράλληλα, η Ευρώπη ζει έντονη κοινωνική και πολιτική ανασφάλεια. Η εμπειρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου παραμένει νωπή, η οικονομική κρίση του 1929 έχει κλονίσει την πίστη στην πρόοδο και η έννοια της σταθερότητας μοιάζει εύθραυστη. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η τέχνη στρέφεται σε εικόνες που φαίνονται ήσυχες, σχεδόν καθημερινές, αλλά κουβαλούν υπόγεια ένταση. Τα σπίτια, τα δωμάτια, τα τοπία αποκτούν συμβολικό βάρος. Στον Magritte, αυτή η εποχή γεννά έργα που λειτουργούν σαν φιλοσοφικές προτάσεις: απλές εικόνες, καθαρές μορφές, σκέψη που κινείται αθόρυβα και απλώνεται.
Πικάσσο (1881 – 1973)
Le repas frugal – Το λιτό γεύμα (1904)
Το Le Repas frugal («Το λιτό γεύμα») δημιουργήθηκε το 1904, όταν ο Πάμπλο Πικάσο ήταν μόλις 23 ετών και βρισκόταν στο μεταίχμιο της Μπλε και Ροζ Περιόδου του. Πρόκειται για ένα χαρακτικό – μια οξυγραφία με ξηρή χάραξη – που συμπυκνώνει όλη τη σκληρότητα και τη σιωπηλή απόγνωση εκείνων των χρόνων. Ο νεαρός Πικάσο ζει φτωχικά στο Παρίσι, κουβαλά ακόμη το τραύμα της αυτοκτονίας του φίλου του Κάρλος Κασαχέμας και κοιτά τον κόσμο με βλέμμα σκοτεινό, σχεδόν ασκητικό. Το λιτό γεύμα είναι στάση ζωής, είναι η καθημερινότητα της έλλειψης, αποτυπωμένη με μια αδυσώπητη οικονομία μέσων.
Στο έργο βλέπουμε δύο φιγούρες καθισμένες σε ένα τραπέζι: έναν (πιθανότατα) τυφλό άνδρα και μια γυναίκα (θα μπορούσε να είναι η τότε σύντροφος του Πικάσο, Madeleine), σκελετωμένους, ακίνητους, παγιδευμένους σε μια στιγμή που μοιάζει αιώνια. Ανάμεσά τους ένα φτωχό τραπέζι, λίγο ψωμί, ένα ποτήρι κρασί – τίποτα περιττό, τίποτα παρηγορητικό. Η τύφλωση του άνδρα και η εσωστρέφεια της γυναίκας λειτουργούν συμβολικά: η στέρηση δεν είναι μόνο υλική, είναι και υπαρξιακή. Το Le Repas frugal θεωρείται κομβικό έργο γιατί δείχνει τον Πικάσο να βρίσκει τη δύναμή του όχι στη δεξιοτεχνία (που θα αποκτήσει μετέπειτα στην τέχνη του), αλλά στην αλήθεια του βλέμματος. Εδώ γεννιέται ο καλλιτέχνης που δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα τη φτώχεια, τη μοναξιά και την ανθρώπινη ευθραυστότητα — και να τις κάνει τέχνη που αντέχει στον χρόνο. Και ήταν μόλις 23 χρόνων.
Αργότερα, βέβαια, θα γίνει ένας από τους σπουδαιότερους χαράκτες του 20ού αιώνα, με χιλιάδες έργα, σειρές, πειραματισμούς, εμμονές. Αλλά το Le Repas frugal δείχνει κάτι κρίσιμο: ο Πικάσο δεν αντιμετώπισε ποτέ τη χαρακτική σαν «δευτερεύουσα τέχνη». Από την αρχή τη χρησιμοποίησε για να πει την πιο ωμή αλήθεια του.
Andy Warhol (1928 – 1987)
Man Ray (1974)
Το 1974 ο Andy Warhol στρέφει το βλέμμα του σε έναν από τους θεμελιωτές της μοντέρνας τέχνης και της φωτογραφίας, τον Man Ray. Η έγχρωμη μεταξοτυπία Man Ray λειτουργεί ως πράξη αναγνώρισης ανάμεσα σε δύο γενιές δημιουργών. Ο Warhol, στο απόγειο της φήμης του, μεταφέρει το πρόσωπο του Man Ray στο αυστηρά οριοθετημένο οπτικό του σύμπαν: έντονα, τεχνητά χρώματα, επίπεδη επιφάνεια, αίσθηση επανάληψης και συνειδητή απόσταση. Ο Man Ray, γεννημένος το 1890, κουβαλά ήδη μια διαδρομή που διαμόρφωσε τη φωτογραφία, το νταντά και τον σουρεαλισμό. Ανάμεσά τους ανοίγεται ένα χρονικό άλμα 38 ετών και μαζί του ξεδιπλώνεται ολόκληρη η ιστορία της πρωτοπορίας του 20ού αιώνα.
Η σημασία του έργου αναδύεται από αυτή τη συνάντηση δύο κόσμων που συνομιλούν μέσα από την εικόνα. Ο Warhol εντάσσει τον Man Ray στη δική του πινακοθήκη προσώπων, μεταχειρίζεται τη μορφή του ως icon και τη μετατρέπει σε σύγχρονο σύμβολο. Η χειρονομία αυτή λειτουργεί ως φόρος τιμής και ταυτόχρονα ως ένταξη της πρωτοπορίας στη μαζική οπτική κουλτούρα. Ο Man Ray περνά μέσα από το φίλτρο της ποπ και αποκτά νέα παρουσία, αναπαραγώγιμη και σχεδόν άχρονη. Το έργο στήνει μια γέφυρα ανάμεσα στην πειραματική ένταση των αρχών του αιώνα και τη λαμπερή, ψυχρή αισθητική των seventies, αναδεικνύοντας τον Man Ray ως θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε το παρόν.
Η Γεωργία Οικονόμου επέλεξε τους ακόλουθους πέντε πίνακες
Louis Anquetin/ Η λεωφόρος Clichy 1887
Αυτό το έργο του Louis Anquetin, μετα-ιμπρεσιονιστή ζωγράφου και στενού φίλου του Henri de Toulouse Lautrec, εντυπωσιάζει ευχάριστα και κρύβει πίσω του μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Είναι το έργο που ενέπνευσε τον Βαν Γκογκ για το διάσημο «Terrasse de cafe», ένα έργο που αποτυπώνει την ατμόσφαιρα της εποχής και τον χαρακτήρα της περιοχής. Η λεωφόρος Clichy, τοπόσημο της Μονμάρτρης το 1887, βρίσκεται στο κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής του Παρισιού, και φιλοξενεί πολλούς καλλιτέχνες, όπως ο Paul Signac και ο George Seurat, ο οποίος αναφέρεται ως “ο αρχηγός της μικρής λεωφόρου” από τον Βαν Γκογκ. Η περιοχή είναι γεμάτη από καφέ και εστιατόρια, όπου οι ζωγράφοι συναντιούνται τα βράδια, με την ατμόσφαιρα να είναι γεμάτη ενέργεια και δημιουργικότητα.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς γιατί με γοήτευσε τόσο αυτό το έργο. Ίσως είναι η κίνηση που αποπνέει, αυτή η έντονη δυναμική της στιγμής. Η εικόνα της γυναίκας, την οποία βλέπουμε από πίσω, να ανασηκώνει τη φούστα και τα μεσοφόρια της, περνώντας με μικρά πηδηματάκια ανάμεσα στις νερολακούβες, είναι γεμάτη ζωντάνια. Δίπλα της, άλλες γυναίκες περιμένουν τη σειρά τους μπροστά στον πάγκο, ενώ ένας υπάλληλος, εφοδιασμένος με κοντάρι, ξεκρεμάει ένα χοιρομέρι. Η σκηνή είναι γεμάτη κίνηση και ζωή, αποτυπώνοντας με μοναδικό τρόπο την καθημερινότητα της εποχής, και παράλληλα αποκαλύπτει μια απλή, αλλά τόσο εκφραστική, εικόνα του Παρισιού στο τέλος του 19ου αιώνα.
Charles Angrand, Μητρότητα- 1896
Λίγο μετά τον θάνατο του Georges Seurat, ο Charles Angrand αρχίζει να ασχολείται με το σχέδιο, χρησιμοποιώντας μολύβι Conte. Η εικόνα της μητρότητας που απεικονίζεται στον πίνακα αυτό, μαγνητίζει. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης φαίνεται να εντυπωσιάζεται από την ιδέα να δώσει μια νέα, μοντέρνα ερμηνεία της Παρθένου με το βρέφος, απαλλαγμένη από τους αυστηρούς κώδικες της παραδοσιακής θρησκευτικής ζωγραφικής. Και το καταφέρνει με τρόπο εντυπωσιακό, παρουσιάζοντας μια εντελώς διαφορετική διάσταση της αγίας οικογένειας.
Ο έξοχος έπαινος του Paul Signac για το έργο του τα λέει όλα: “Τα σχέδιά του είναι αριστουργήματα. Αδύνατον να φανταστεί κανείς ομορφότερη διάταξη του λευκού και του μαύρου, και όλοι περνούν μπροστά τους χωρίς να υποψιάζονται ότι πρόκειται για ασύγκριτα αντικείμενα θαυμασμού.” Με αυτές τις λέξεις, ο Signac αναγνωρίζει την εξαιρετική δεξιοτεχνία του Angrand και την ικανότητά του να χρησιμοποιεί το φως και τη σκιά, αποδίδοντας μια μοναδική ατμόσφαιρα στο έργο του, που παραμένει αξέχαστο.
George Lacombe, Ο κόλπος του Σαιν Ζαν ντε Λυζ, 1902-1904
Το 1982, ο George Lacombe γνωρίζει τον Paul Sérusier, ο οποίος τον εισάγει στην ομάδα των Ναμπί, και τον βαφτίζουν “ο γλύπτης Ναμπί”. Ο πίνακας αυτού του καλλιτέχνη μοιάζει να βγάζει φως εκ των έσω του, καθώς τα ζωντανά χρώματα του απογειώνουν την αίσθηση της φωτεινότητας. Το ηλιοβασίλεμα, με τα βαθιά και έντονα χρώματα του, αποκαλύπτει τις πολλαπλές επιδράσεις που διασταυρώνονται κατά τη μετάβαση του αιώνα.
Η σύνθεση του πίνακα περιορίζεται σε τέσσερις οριζόντιες λωρίδες, όπου η διαδοχή των ευέλικτων αραβουργημάτων δημιουργεί έναν συμμετρικό ρυθμό. Χωρίς την ψευδαίσθηση του βάθους που θα ανέπτυσσε η γραμμική προοπτική, οι σκοτεινές και χρωματιστές ζώνες εναλλάσσονται με συμμετρία. Τα χρώματα, σαν να έχουν ζωή, παίζουν στο νερό, χίλιες δυο ανταύγειες στραφταλκίζουν και προκαλούν μία σχεδόν μαγική αίσθηση κίνησης. Μέσα από μια ελεύθερη ερμηνεία των νεοϊμπρεσιονιστικών θεωριών, οι μικρές πινελιές χρώματος δημιουργούν έναν ρυθμό που ακολουθεί την κίνηση των κυμάτων, κάνοντας τον πίνακα να πάλλεται.
Léon Pourtau (1868-1898), Σκηνή στην παραλία, 1890-1893
Ζωγράφος και κλαρινετίστας, ο Léon Pourtau είχε έναν ιδιαίτερο και ασυνήθιστο δρόμο στη ζωή του. Παρά την παραγωγή περιορισμένου αριθμού έργων, κάποια από αυτά ίσως να χάθηκαν στο ναυάγιο στο οποίο ο ίδιος έπεσε θύμα.
Στην “Σκηνή στην παραλία“, ο καλλιτέχνης επιστρέφει στο διάσημο έργο του Seurat, *”Ένα κυριακάτικο απόγευμα στην Γκραντ Ζατ”*, δίνοντας μια πολύ προσωπική και εκλεπτυσμένη εκδοχή του. Στο θεματικό επίπεδο, η παραλία του Παρισιού μεταφέρεται στην ακροθαλασσιά, και ενώ ο καμβάς του Pourtau είναι σχεδόν τετράγωνος, απομακρύνεται από τις μεγάλες διαστάσεις του Seurat. Ωστόσο, οι μεγάλες γραμμές της σύνθεσης, με την κυρίαρχη διαγώνιο που χωρίζει τη θάλασσα από την άμμο, καθώς και ο κυμματοθραύστης που σταθεροποιεί τον ορίζοντα, ενσωματώνουν τις επιρροές του Seurat. Το πλήθος, ασαφώς απεικονισμένο και καλοντυμένο, γεμίζει την παραλία μια ηλιόλουστη ημέρα, και οι μικροσκοπικές τελείες χρώματος προσφέρουν μια παράδοξη και μαγευτική αίσθηση, καθιστώντας την ατμόσφαιρα γεμάτη ζωντάνια και κίνηση.
Man Ray (1890-1976), Ο τοίχος, 1938
Δεν μπορείς να μην σταθείς για ώρα μπροστά από το έργο αυτό του Man Ray. Ο “Τοίχος“ παίζει με το φευγαλέο πέρασμα σκιών που μοιάζουν ικανές να διαπεράσουν τον τοίχο, αποθανατίζοντας μια κίνηση γεμάτη ένταση. Αυτή η κίνηση υπαινίσσεται τη φυγή από τη γυναικεία εικόνα και την καταδίωξη από το αρσενικό alter ego της, δημιουργώντας ένα παιχνίδι που φέρει μαζί του ένα αγχωτικό, σχεδόν αόριστο συναίσθημα.
Πολλές είναι οι ερμηνείες που μπορούμε να κάνουμε για αυτήν τη σφιχτή, γεμάτη ανατροπές ατμόσφαιρα. Μήπως ο καλλιτέχνης περιγράφει την ανησυχία του για την άνοδο των απολυταρχικών καθεστώτων; Μήπως αναφέρεται στις θύελλες της προσωπικής του ζωής, στις εντάσεις που διαμόρφωσαν την ύπαρξή του; Ή ίσως, το έργο αναφέρεται στο πεπρωμένο μας, το οποίο φαίνεται να είναι, τελικά, ένα παιχνίδι στα χέρια των θεών—ένας απρόβλεπτος, ακανόνιστος χορός μεταξύ δύναμης και αδυναμίας. Το έργο αποπνέει μια αίσθηση αποξένωσης και έναν υπαινιγμό για τις συγκρούσεις που διαμορφώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
INFO
Επιμέλεια:
– Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, Υπεύθυνη Συλλογής Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή
– Marina Ferretti Bocquillon, Επίτιμη Επιστημονική Διευθύντρια του Musée des impressionnismes Giverny
Σκηνογραφία: Παρασκευή Γερολυμάτου, Ανδρέας Γεωργιάδης
Διάρκεια έκθεσης: 6 Δεκεμβρίου 2025 – 11 Απριλίου 2026
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη, Πέμπτη, Σάββατο & Κυριακή 10.00-18.00, Παρασκευή 10.00-20.00, Τρίτη κλειστά.
Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή
Ερατοσθένους 13, Αθήνα 11635
Τ: 210 725 2895 – goulandris.gr