Γιάννης Αντώνογλου

ΕΙΔΑΜΕ ΤΗΝ ΤΖΟΚΟΝΤΑ – ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΒΕΝΕΤΙΑ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΣΟΚ ΣΤΗ ΛΥΡΙΚΗ

Είδαμε την “Τζοκόντα” που σκηνοθέτησε ο Όλιβερ Μίερς στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, με την Άννα Πιρότσι στον πρωταγωνιστικό ρόλο- Οι εντυπώσεις μας

Η “Τζοκόντα” του Αμίλκαρε Πονκιέλλι ανήκει στο τέλος του ρομαντισμού και τις αρχές του βερισμού και θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες όπερες του λυρικού ρεπερτορίου, καθώς συνδυάζει δραματικότητα και μουσική μεγαλοπρέπεια αναδεικνύοντας μοναδικά τη συγκρουσιακή φύση της ανθρώπινης ύπαρξης.

Παρόλο που το έργο του Πονκιέλλι δεν απέκτησε ποτέ την παγκόσμια αναγνώριση που είχαν άλλες όπερες της ίδιας εποχής, όπως η Αΐντα ή ο Οθέλλος του Βέρντι, είναι ιδιαίτερα αγαπητή λόγω της δραματικής της δυναμικής και των συγκλονιστικών χαρακτήρων που φιλοξενεί. Εμπνευσμένη από το έργο του Βίκτορ Ουγκό “Άγγελος, τύραννος της Πάδοβας”, η Τζοκόντα πραγματεύεται τη δραματική ιστορία ενός μεγάλου ανεκπλήρωτου έρωτα μέσα από μοναδικές μελωδίες, διάσημες άριες και υπέροχα χορωδιακά μέρη. Παράλληλα συμπεριλαμβάνει ένα από τα πιο διάσημα μπαλέτα όλων των εποχών, τον «Χορό των ωρών», μια μελωδία που όλοι γνωρίζουμε, καθώς πέρασε στην ποπ κουλτούρα όταν χρησιμοποιήθηκε το 1940 στην ταινία του Ντίσνεϊ Φαντασία.

Μέσα από την ιστορία της μιας πλανόδιας τραγουδίστριας, το έργο θέτει ερωτήματα γύρω από την ηθική, την αγάπη και τη θυσία, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνει την κοινωνική καταπίεση του 17ου αιώνα στην Ιταλία.

Βαλέρια Ισάεβα

Σημειώστε επίσης, πως η όπερα αυτή αποτέλεσε το εμβληματικό ντεμπούτο της Μαρίας Κάλλας στην Αρένα της Βερόνας το 1947 και σηματοδοτεί την έναρξη της ανυπέρβλητης διεθνούς καριέρας της. Η διάσημη άρια του έργου «Suicidio!» έχει συνδεθεί αναπόσπαστα με τη φωνή και την ερμηνεία της.

20 χρόνια μετά και πάλι στην Λυρική

Η Τζοκόντα ανέβηκε ξανά στην Εθνική Λυρική Σκηνή ανοίγοντας την αυλαία της φετινής σεζόν (σε διεθνή συμπαραγωγή με το Πασχαλινό Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ και τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου) 20 χρόνια μετά την τελευταία παρουσίασή της, σε νέα σκηνοθεσία του Όλιβερ Μίερς, Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου.

Η Τζοκόντα ερωτεύεται τον Έντσο Γκριμάλντο, ο οποίος όμως αγαπά την παντρεμένη Λάουρα. Η υπόθεση παίρνει δραματική τροπή όταν η Τζοκόντα, παρόλο που η καρδιά της σπαράζει για τον Έντσο, προσφέρει τη βοήθειά της στους δύο εραστές για να δραπετεύσουν. Η πλοκή είναι γεμάτη από ανατροπές και εσωτερικές συγκρούσεις, με την Τζοκόντα να έρχεται αντιμέτωπη με τη μοίρα της, το πάθος και τη θυσία. Η πτώση της ηρωίδας δεν είναι μόνο μία πράξη αυτοκαταστροφής, αλλά και μία μορφή εξιλέωσης.

Γιάννης Αντώνογλου

Η σκηνοθετική ματιά του Μίερς

Η σκηνοθεσία του Όλιβερ Μίερς ξεχωρίζει για τη δυναμική ρεαλιστική οπτική της. Μεταφέροντας τη δράση σε μια σκοτεινή, σημερινή Βενετία, ο Μίερς ανέδειξε τις τραυματικές πτυχές των ηρώων και εστίασε στο ανθρώπινο δράμα υπογραμμίζοντας την εύθραυστη ψυχοσύνθεση της Τζοκόντα που παρουσιάζεται σαν μία κακοποιημένη γυναίκα εντός κυκλωμάτων εμπορευματοποίησης.

Θα εστιάσω σε τρεις σκηνές:

– Στη συγκλονιστική στιγμή του ηλεκτροσόκ της Τζοκόντα, μια τολμηρή προσθήκη, που αν και ξένισε, έδωσε βάθος στον ψυχολογικό ρεαλισμό της παράστασης. Δεν επρόκειτο απλώς για μια δραματική επιλογή, αλλά για ένα ισχυρό σχόλιο πάνω στη γυναικεία κακοποίηση. Το ηλεκτροσόκ μέσω ακουστικών ενίσχυσε την αίσθηση της συναισθηματικής και ψυχικής κατάρρευσης της ήρωίδας, κάνοντάς την σύμβολο της γυναίκας που συνθλίβεται από το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα

– Στη μπαλετική σκηνή του “Χορού των Ωρών“, που στη κλασική εκδοχή της φέρει έναν αέρα αθωότητας και χαράς. Εδώ απέκτησε μια τελείως διαφορετική χροιά και παρουσιάστηκε ως μια απόκοσμη και ειρωνική αναπαράσταση, που δημιουργεί μία νοερή αποστασιοποίηση από τη σκληρή πραγματικότητα.

– Στο τέλος, όπου αντί της αυτοκτονίας της Τζοκόντα γινόμαστε μάρτυρες του θανάτου των ανδρών της παράστασης. Ένας επίλογος που δημιούργησε – εν μέρει δικαιολογημένα αντιδράσεις- καθώς δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς δραματουργικά.

Οι ερμηνείες

Αφού εντυπωσίασε στην πρόσφατη Μήδεια της ΕΛΣ και στο Γκαλά όπερας Η Κάλλας στο Ηρώδειο και λίγους μήνες πριν σταθεί στη σκηνή του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου πάλι ως Μήδεια, η σπουδαία Άννα Πιρότσι ως Τζοκόντα αποτέλεσε την καρδιά και την ψυχή αυτής της παράστασης, προσφέροντας μία από τις πιο δυνατές ερμηνείες του ρόλου, με μία φωνή που συνδύασε το λυρικό βάθος με την τραγική ένταση που απαιτούσε ο χαρακτήρας. Η Ιταλίδα υψίφωνος απέδωσε με μοναδικό τρόπο τη σύγκρουση ανάμεσα στην εσωτερική ευαισθησία και την αμείλικτη πραγματικότητα που συνθλίβει την ηρωίδα απεικονίζοντας όχι μόνο τον πόνο και την αυτοθυσία της, αλλά και την ψυχική και σωματική κόπωση που τη βασάνιζε. Εξαιρετική ήταν και στην άρια «Suicidio!».

Ο Φραντσέσκο Πίο Γκαλάσσο ήταν κάπως πιο επιφυλακτικός στην ερμηνεία του, ωστόσο μας χάρισε έναν όμορφο Έντσο, τον εραστή της Τζοκόντας που την παρατά όταν η παλιά του αγάπη, η Λάουρα, εμφανίζεται ξανά στη ζωή του.

Τζοκόντα
Βαλέρια Ισάεβα

Η Αλίσα Κολόσοβα στον ρόλο της Λάουρα ήταν μία υποβλητική και συναισθηματικά ισχυρή παρουσία. Η φωνητική της εκφραστικότητα διέθετε την απαιτούμενη συναισθηματική φόρτιση διατηρώντας την αίσθηση της ευγένειας και της αθωότητας σε έναν χαρακτήρα που είναι βυθισμένος σε έναν αδιέξοδο έρωτα.

Ο Δημήτρης Πλατανιάς ως Μπάρναμπας προσέδωσε στο έργο μία επιπλέον δραματική ένταση. Ο κορυφαίος Έλληνας βαρύτονος ενσάρκωσε τον σκοτεινό, απειλητικό χαρακτήρα του καταδότη με εντυπωσιακή ένταση, δημιουργώντας την αίσθηση ενός ανθρώπου που ζει εκτός κοινωνικών και ηθικών κανόνων.

Η Ανίτα Ρατσβελισβίλι, μια από τις διασημότερες λυρικές τραγουδίστριες παγκοσμίως, ερμήνευσε μοναδικά τον ρόλο της Τσέκα, της μητέρας της Τζοκόντα, ενώ ο Τάσος Αποστόλου στον ρόλο του Αλβίζε απέδωσε μοναδικά την εσωτερική σύγκρουση του χαρακτήρα του ενσαρκώνοντας την αυστηρότητα και την αμείλικτη ηθική εξουσίας.

Η μουσική διεύθυνση, η χορωδία και ο χορός της Τζοκόντα

Η μουσική διεύθυνση του Ιταλού αρχιμουσικού Φαμπρίτσιο Βεντούρα – αυτή είναι η τρίτη του συνεργασία με την ΕΛΣ, ύστερα από την επιτυχημένη αναβίωση της Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ το 2023 και το δίπτυχο Αλέκο – Ο πύργος του Κυανοπώγωνα το 2024- υπήρξε απόλυτα πειθαρχημένη και στιβαρή. Η μουσική ένταση της όπερας διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα, αναδεικνύοντας τη θεατρική ένταση της παρτιτούρας του Πονκιέλλι. Το αποτέλεσμα ήταν μια ρέουσα και δυναμική ορχηστρική ερμηνεία που υπηρέτησε τόσο τις απαιτήσεις της σκηνοθεσίας όσο και το δραματικό βάρος των γεγονότων.

Η Χορωδία της ΕΛΣ ανταποκρίθηκε άψογα στις απαιτήσεις της παρτιτούρας, ενώ στον «Χορό των ωρών», οι οι χορευτές του Μπαλέτου της ΕΛΣ μας χάρισαν μία πολύ όμορφη στιγμή.

Σκηνικά, φωτισμοί και η παραφωνία των κοστουμιών

Τα σκηνικά του Φίλιπ Φίρχοφερ και οι φωτισμοί της της Φαμπιάνα Πιτσόλι ήταν εξόχως επιβλητικοί. Απεικόνιζαν μία Βενετία “πνιγμένη” σε στοές, βάρκες, με τοίχους γεμάτους από σκοτεινές γωνιές και ατμοσφαιρικά στοιχεία, ένας χώρος που απέπνεε ένταση και απειλή ταυτόχρονα.

Τα κοστούμια της Άνμαρι Γουντς αποτέλεσαν μία αδικαιολόγητη παραφωνία. Τα έντονα πολύχρωμα σχέδια δεν ταιριάζαν καθόλου με τη σοβαρότητα του δράματος και όχι μόνο δεν υποστήριξαν τη σκηνική εικόνα, αλλά μάλλον την υπονόμευσαν.

Το Συμπέρασμα της Τζοκόντα

Η «Τζοκόντα» του Όλιβερ Μίερς ανέδειξε με μοναδικό τρόπο τη σύγκρουση ανάμεσα στον έρωτα, τη θυσία και τη μοίρα, αφήνοντας όμως μία γεύση γλυκόπικρη. Παρά την εντυπωσιακή σκηνοθεσία και τις δυνατές ερμηνείες, η αλλαγή του τέλους απομάκρυνε την παράσταση από το ρομαντικό της πλαίσιο και η νέα κατεύθυνση, αν και ενδιαφέρουσα, δεν κατάφερε να προκαλέσει την ίδια συγκινησιακή ένταση με το παραδοσιακό, αυτοκαταστροφικό φινάλε που έχει συνδεθεί με το έργο.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα