ΕΙΔΑΜΕ ΤΟ “ΤΑ ΠΗΡΕΣ ΟΛΑ ΚΙ ΕΦΥΓΕΣ” – Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΕ ΦΟΝΤΟ ΘΟΛΟ
Είδαμε την παράσταση “Τα πήρες όλα κι έφυγες” που σκηνοθετεί ο Βασίλης Μαυρογεωργίου στο Θέατρο Παλλάς με τον Γιάννη Τσορτέκη στον ρόλο του Στράτου Διονυσίου και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Ο Στράτος Διονυσίου υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της ελληνικής μουσικής, με μια πορεία που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική λαϊκή μουσική κουλτούρα. Η φωνή του, βαριά και γεμάτη συναισθηματική ένταση, κατάφερε να αποτυπώσει την καθημερινή αγωνία του ανθρώπου, αλλά και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Η δύναμη της ερμηνείας του καθόρισε γενιές και οι χαρακτηριστικοί στίχοι των τραγουδιών του, όπως “Τα πήρες όλα κι έφυγες” και “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου”, είναι για πάντα συνυφασμένοι με την ελληνική μουσική παράδοση.
Ωστόσο, η παράσταση “Τα πήρες όλα και έφυγες”, που βασίζεται στη ζωή του Στράτου Διονυσίου, αποτυγχάνει να αποδώσει την πολυπλοκότητα και το βάθος της προσωπικότητας του θρυλικού τραγουδιστή. Αν και η ιδέα της παρουσίασης της ζωής του Διονυσίου υπόσχεται πολλά, το τελικό αποτέλεσμα δεν καταφέρνει να συλλάβει την ένταση της εποχής του και την αντιφατική του φύση. Παρά την καλή πρόθεση του Κωνσταντίνου Σαμαρά στο κείμενο, το έργο κινείται σε επίπεδα επιφανειακής αναπαράστασης, προσφέροντας μια άχρωμη και θολή εικόνα του Διονυσίου. Αντί να αναδείξει τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις της ζωής του, περιορίζεται σε κοινότοπα κλισέ που ενισχύουν περισσότερο τη φολκλόρ εικόνα του, παρά την αληθινή του φύση.
Πριν ξεκινήσω το κείμενο αυτό, προβληματίστηκα για το αν θα έπρεπε να το γράψω, καθώς το θέατρο Παλλάς ήταν κατάμεστο από κόσμο – ο μέσος όρος ηλικίας του ξεπερνούσε τα 60 χρόνια- που έδειχνε να περνάει υπέροχα. Αν και η ατμόσφαιρα ήταν πολύ θετική, δεν ταυτίστηκα με τη διάθεση του κοινού, το οποίο φαινόταν να απολαμβάνει τη μουσική, την ανάμνηση του Στράτου Διονυσίου και τη συμμετοχή της οικογένειας και των στενών συνεργατών του.
Η δραματουργία
Η δραματουργία του έργου ένιωθα πως χώλαινε και “έμπαζε” από παντού. Το κείμενο του Κωνσταντίνου Σαμαρά, αν και προσπάθησε να αποδώσει τη ζωή του σπουδαίου ερμηνευτή, δεν απέφυγε τα κλισέ και τις ανούσιες αναπαραστάσεις, γεγονός που τελικά ενίσχυε την εμπορική εικόνα του, αντί να φωτίζει την πραγματική του προσωπικότητα. Πουθενά δεν ένιωσα πως τα λόγια των ηθοποιών αναδείκνυαν τον άνθρωπο που μεγαλούργησε στη νυχτερινή Αθήνα, παρά τις προσωπικές του μάχες και την έντονη ζωή που έκανε. Αντίθετα, περιοριζόταν σε μια απλή αναπαραγωγή γεγονότων και τραγουδιών.
Η σκηνοθεσία
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Μαυρογεωργίου αποδείχτηκε αδύναμη να αναδείξει το έργο και την ένταση που απαιτούσε η ζωή του Στράτου Διονυσίου. Αν και η πρόθεση ήταν προφανώς να δημιουργηθεί ένα δραματικό και συγκινησιακό πορτραίτο της προσωπικότητάς του, δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί καταλλήλως τον χώρο του θεάτρου Παλλάς, ώστε να δημιουργήσει την απαιτούμενη ένταση και ενέργεια και να εστιάσει στα δραματουργικά σημεία που θα μπορούσαν να δώσουν βάθος και ρυθμό στην παράσταση.
Το σκηνικό του Στράτου Διονυσίου
Απογοητευτικό, το σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά -το οποίο υποτίθεται ότι αναπαριστά έναν νυχτερινό κέντρο. Η διάταξη των τραπεζιών παρέπεμπε περισσότερο σε σχολική τάξη, έμοιαζε εκτός τόπου και χρόνου και δυσχέραινε την παρακολούθηση της παράστασης. Το σκηνικό δεν κατάφερε να αποδώσει την ατμόσφαιρα του λαϊκού κέντρου που ανέδειξε τον Διονυσίου ως αληθινό «άρχοντα της νύχτας». Αντίθετα, η σκηνική παρουσία περιορίστηκε σε άχρηστα ευρήματα και σχήματα χωρίς καμία δραματουργική αξία, όπως η μετατροπή των τραπεζιών σε κρεβάτι ή το “άνοιγμά” τους προκειμένου να βγουν μέσα από αυτά στρώματα ή και ηθοποιοί.
Η συμμετοχή της οικογένειας Διονυσίου
Και ναι, η συμμετοχή της οικογένειάς του, με τα παιδιά του Στράτου Διονυσίου (Άγγελο, Στέλιο, Διαμαντή) να ερμηνεύουν τα τραγούδια του, όπως και η συμμετοχή του μοναδικού Θανάση Πολυκανδριώτη ήταν τω όντι συγκινησιακά φορτισμένη, όμως και πάλι δεν ήταν αρκετή.
Ακόμη και τα τραγούδια, αν και εξαιρετικά, δεν μπόρεσαν να σώσουν την παράσταση από τη φλυαρία και τη στασιμότητα που επικρατούσε στη σκηνή. Η ορχήστρα, ωστόσο, με την καθοδήγηση του Νίκου Στρατηγού και τη συμμετοχή του εξαιρετικού Θανάση Πολυκανδριώτη, παρέμεινε το μόνο σημείο που πραγματικά αγκάλιασε την ατμόσφαιρα του Στράτου Διονυσίου.
Οι ερμηνείες και οι χορογραφίες
Άνισες ήταν και οι ερμηνείες της παράστασης. Απολαυστικός ο Γιάννης Τσορτέκης, έμοιαζε να έχει ενσωματώσει απόλυτα την προσωπικότητα του Στράτου Διονυσίου αποτυπώνοντας τις αντιφάσεις του τραγουδιστή με σεβασμό και βάθος, υπέροχος ο Γιάννης Νταλιάνης στον ρόλο του πατέρα του και εξαιρετικές οι παρουσίες της Μαρία Κεχαγιόγλου και της Μπέσυς Μάλφα. Ωστόσο, οι υπόλοιποι ρόλοι, από τους ηθοποιούς που υποδύονται το υπόλοιπο καστ, ήταν αποδυναμωμένοι και άνευροι.
Οι δε χορογραφίες του Πάρη Μαντόπουλου, αν και προορίζονταν να αποδώσουν την ατμόσφαιρα μίας λαϊκής πίστας, δεν κατάφεραν να αναδείξουν την ένταση του ζεϊμπέκικου και της νυχτερινής ζωής του Διονυσίου. Οι χορευτές και οι ηθοποιοί έμοιαζαν να μην έχουν τη βασική κατάρτιση για να εκφράσουν τη φυσική ενέργεια και την αίγλη του είδους.
Συμπέρασμα
Η παράσταση “Τα πήρες όλα και έφυγες” δεν κατάφερε να αναδείξει το βάθος του Στράτου Διονυσίου και την τεράστια συναισθηματική του κληρονομιά. Αντί να μας μεταφέρει στη μοναδικότητα της ζωής του, περιορίστηκε σε κοινότυπες αναπαραστάσεις και αναμασήματα, αφήνοντάς μας με την αίσθηση μιας χαμένης ευκαιρίας να αναπαρασταθεί η ζωή και το έργο του.