Γιώργος Καπλανίδης

ΕΙΔΑΜΕ ΤΟ “ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ”: ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΣΙΩΠΗΛΗ ΠΑΡΤΙΔΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Είδαμε την παράσταση “Τέλος του Παιχνιδιού” στο θέατρο Ιλίσια που πρωταγωνιστούν ο Μάκης Παπαδημητρίου και ο Γιώργος Χρυσοστόμου και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Το “Τέλος του Παιχνιδιού” του Σάμιουελ Μπέκετ είναι ένα από τα πιο σκοτεινά -και ταυτόχρονα πιο αποκαλυπτικά – θεατρικά έργα του 20ού αιώνα. Ο Μπέκετ με αυτό αποδομεί πλήρως την έννοια της πλοκής, της εξέλιξης και της δράσης, εγκλωβίζοντας τους χαρακτήρες του σε έναν χώρο που είναι ταυτόχρονα σκηνή και φυλακή, πραγματικότητα και συνείδηση.

Στο σύμπαν συτό, οι ήρωες μιλούν για να γεμίσουν το κενό, θυμούνται για να κρατηθούν ζωντανοί και περιμένουν χωρίς να ξέρουν τι. Το παιχνίδι έχει τελειώσει, κι όμως οι κανόνες συνεχίζουν να τηρούνται ευλαβικά.

Τέλος Παιχνιδιού- Παπαδημητρίου Χρυσοστόμου
Γιώργος Καπλανίδης

Ένας κόσμος μετά τον κόσμο

Στο εμβληματικό έργο του κορυφαίου δραματουργού, ο Χαμ, ένας τυφλός και ανάπηρος αφέντης, ζει το προσωπικό του τέλος του κόσμου. Στην έρημη πια γη, κλεισμένος σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, ορίζει μια καθημερινότητα φτιαγμένη από επαναλήψεις, μικρές εξάρσεις και σιωπές. Στο πλάι του, ο υπηρέτης του, ο Κλοβ, ο μόνος που μπορεί να κινηθεί, αλλά δεν μπορεί να φύγει. Και σε δύο σκουπιδοτενεκέδες, οι γονείς του, κατάλοιπα ενός κόσμου που έχει ήδη πεθάνει.

Ο Μπέκετ μέσα από αυτούς τους τέσσερις ήρωες μιλά για τα πάντα: για την εξουσία και την εξάρτηση, την αγάπη και την αποστροφή, τον φόβο της απώλειας και τη ματαιότητα της συνέχειας. Ο Χαμ απαιτεί υπακοή, εφευρίσκει προβλήματα, επινοεί “ανάγκες” μόνο και μόνο για να μη σωπάσει – γιατί η σιωπή γι΄αυτόν ισοδυναμεί με το τέλος. Και κάθε φορά που νιώθει πως το τέλος πλησιάζει, ακούγεται η φράση «Συνεχίζουμε» σαν μια απόπειρα να κρατηθεί ζωντανός μέσα στο κενό.

Τέλος Παιχνιδιού- Παπαδημητρίου Χρυσοστόμου
Γιώργος Καπλανίδης

Με το υπόγειο όσο και ανελέητο χιούμορ του, ο Μπέκετ καταγράφει στο Τέλος του Παιχνιδιού όλον τον παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και την απόλυτη ανάγκη για επαφή με τους άλλους.

Η σκηνοθετική προσέγγιση του Μάκη Παπαδημητρίου

Η παράσταση του Μάκη Παπαδημητρίου μάς μεταφέρει σε έναν χώρο που μοιάζει με πολεμικό καταφύγιο. Αέρας δεν μπαίνει από πουθενά. Τα παράθυρα που προσπαθεί να ανοίξει ο Κλοβ – Γιώργος Χρυσοστόμου είναι “τυφλά”. Όλα μοιάζουν με μία σκηνική αναπαράσταση ενός του χειρότερου εφιάλτη μας, εκείνου που αναρωτιόμαστε αν τελικά έτσι θα τελειώσει το παιχνίδι της ζωής μας. Η στατικότητα του χώρου, το μονότονο -σχεδόν αυτιστικό- τελετουργικό των κινήσεων των ηρώων, συγκροτούν ένα σκοτεινό σύμπαν, όπου η ύπαρξη συνεχίζεται μηχανικά, από συνήθεια, χωρίς σκοπό.

Η σκηνοθεσία του προσεγγίζει τον Μπέκετ με σεβασμό και καθαρότητα και διαπερνάται από το υπόγειο, πικρό χιούμορ, όχι για να ελαφρύνει το σκοτάδι, αλλά για να του προσδώσει βάθος και αλήθεια.. Δεν αναζητά εξωτερικές λύσεις ούτε δραματικές εξάρσεις, κρατά τον ρυθμό του έργου σταθερό, υπογραμμίζοντας την μονοτονία της ανθρώπινης ύπαρξης. Στήνει μια σχεδόν μουσική παρτιτούρα από παύσεις, βλέμματα και μικρές κινήσεις, δίνοντας έμφαση στο πώς οι άνθρωποι συνεχίζουν να μιλούν, να θυμούνται και να ελπίζουν, ακόμη κι όταν τίποτα δεν αλλάζει.

Τέλος Παιχνιδιού- Παπαδημητρίου Χρυσοστόμου
Γιώργος Καπλανίδης

Ωστόσο, αν και σέβεται απόλυτα τη ρυθμικότητα του λόγου, δεν καταφέρνει να προσδώσει στο έργο εκείνη τη ρωγμή, τη μικρή ηλεκτρική εκκένωση που θα το έκανε να πάλλεται.

Το “Τέλος του Παιχνιδιού” είναι ένα στατικό έργο, χωρίς εξωτερική δράση. Όμως εδώ η στατικότητα μετατρέπεται σε ακινησία. Σαν να παρακολουθεί κανείς δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς να οδηγούν μόνοι τους την παράσταση — δύο αυτοτελείς, δυνατές ερμηνείες, χωρίς όμως εκείνη τη δραματουργική σύνδεση που θα έδινε στην παράσταση το «παραπάνω».

Οι ερμηνείες

Οι ερμηνείες είναι το δυνατότερο χαρτί της παράστασης. Ο Μάκης Παπαδημητρίου υποδύεται τον Χαμ καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα με μέτρο, ακρίβεια και μια ανεπαίσθητη τρυφερότητα κάτω από τον σαρκασμό του. Αναδεικνύει τον άνθρωπο πίσω από την αυθεντία, τον αδύναμο πίσω από τον εξουσιαστή και -το βασικότερο- δεν επιλέγει την υπερβολή, κρατά τον Χαμ στο μεταίχμιο ανάμεσα στο ανθρώπινο και το φθαρμένο, στην άμυνα και την ανάγκη.

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου, στον ρόλο του Κλοβ, δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία. Η σωματικότητά του είναι εξαιρετική, ακριβής μέχρι την τελευταία κίνηση, και μεταφράζει τη διαρκή του ανησυχία σε μια συνεχή πάλη ανάμεσα στη φυγή και την παραμονή. Κάθε του βήμα, κάθε του βλέμμα μοιάζει να κουβαλά την εξάντληση και τη ματαίωση ενός ανθρώπου που δεν αντέχει άλλο, αλλά ούτε μπορεί να φύγει. Είναι μια ερμηνεία όπου η κίνηση γίνεται γλώσσα και η σιωπή αποκτά βάρος, μια απόδοση βαθιά βιωματική, που ισορροπεί ανάμεσα στη φθορά και στην τρυφερότητα.

Τέλος Παιχνιδιού- Παπαδημητρίου Χρυσοστόμου
Γιώργος Καπλανίδης

Μαζί, οι δύο ηθοποιοί χτίζουν μια σχέση εξάρτησης και συνύπαρξης, που πείθει και συγκινεί. Στις στιγμές που οι λέξεις λιγοστεύουν, η επικοινωνία τους συνεχίζεται με ρυθμό, αναπνοή και βλέμμα και εκεί το θέατρο του Μπέκετ βρίσκει το πιο ανθρώπινό του πρόσωπο.

Οι Φραγκίσκη Μουστάκη και Δημήτρης Ντάσκας στους μικρούς ρόλους των γονιών του Χαμ, καταθέτουν δυο τρυφερές, παρουσίες. Η παρουσία τους, αν και ακολουθεί πιστά τη μπεκετική σύμβαση, δεν γίνεται απόλυτα κατανοητή. Η σκηνοθετική ματιά δεν διευκρινίζει επαρκώς τη λειτουργία τους μέσα στον κόσμο του έργου, με αποτέλεσμα η σκηνική τους ύπαρξη να μοιάζει περισσότερο με σχόλιο παρά με δραματουργική ανάγκη.

Τέλος Παιχνιδιού- Παπαδημητρίου Χρυσοστόμου
Γιώργος Καπλανίδης

Σκηνικό και κοστούμια

Το σκηνικό της Ηλένιας Δουλαδίρη είναι κλειστοφοβικό, όπως επιτάσσει εξάλλου ο Μπέκετ — ένα καταφύγιο ασφυκτικό, χωρίς διαφυγή, χωρίς αέρα. Ένα σκηνικό που, ενώ υπηρετεί την ατμόσφαιρα, εγκλωβίζει κι εκείνο με τη σειρά του την παράσταση μέσα στην απόλυτη σιωπή του. Τα κοστούμια δεν συμβάλλουν στην αφήγηση. Μοιάζουν “εκτός πλαισίου”  σαν αισθητικές επιλογές περισσότερο παρά δραματουργικές.

Ο σκηνικός χώρος δεν είναι απλώς φόντο στο έργο αυτό, αλλά ένας ζωντανός μηχανισμός φθοράς ένα σύμπαν όπου τα πάντα —το σώμα, ο χρόνος, η μνήμη— καταρρέουν μεθοδικά. Η φθορά δεν είναι διακοσμητική, είναι μέρος της δομής του έργου. Στην παράσταση αυτή η αίσθηση του σταδιακού αποσυντονισμού δεν μεταδίδεται με την ένταση που θα περίμενε κανείς. Το σκηνικό παραμένει εγκλωβισμένο στη στατικότητα, περισσότερο σαν προσεκτικά στημένη εγκατάσταση παρά σαν οργανισμός που φθείρεται μπροστά στα μάτια μας.

Τέλος Παιχνιδιού- Παπαδημητρίου Χρυσοστόμου
Γιώργος Καπλανίδης

Ίσως σε αυτό συμβάλλει και η απουσία φωτισμού (Ιωάννα Αθανασίου – Τάσος Παλαιορούτας) που θα μπορούσε να υπογραμμίσει την απογύμνωση των μορφών. Να φωτίσει την αχρωμία, να καταγράψει τη σκιά του τέλους. Οι φωτισμοί εδώ λειτουργούν υποστηρικτικά, όχι δραματουργικά — δεν προτείνουν διαδρομές μέσα στο σκοτάδι.

Αντίστοιχα, το ηχοτοπίο του Σταύρου Γασπαράτου, αν και άρτιο τεχνικά, παραμένει υπερβολικά διακριτικό, σχεδόν απόν. Λειτουργεί σαν υπόμνηση ενός ήχου που δε φτάνει ποτέ ως εμάς και αυτό στερεί από την παράσταση μια επιπλέον διάσταση ατμόσφαιρας.

Συμπέρασμα

Το Τέλος του Παιχνιδιού είναι ένα έργο δύσκολο, σχεδόν απροσπέλαστο σε πρώτο επίπεδο, που ενδεχομένως θα κουράσει όσους αναζητούν εξωτερική δράση ή ρυθμό. Η παράσταση έχει βάρος — ένα βάρος συνειδητό, που αντανακλά τον ίδιο τον πυρήνα του έργου. Ανήκει σε εκείνες τις θεατρικές εμπειρίες που απαιτούν χρόνο, σιωπή και διάθεση να παραδοθείς σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει σταματήσει να κινείται. Το υποδόριο χιούμορ του Μπέκετ υπάρχει, άλλοτε σκοτεινό, άλλοτε σχεδόν τρυφερό.

Παρά την όλη απαισιοδοξία,  δεν πρόκειται για ένα έργο μηδενιστικό. Μέσα από την εξάντληση της μορφής, αποκαλύπτεται η πιο βαθιά ανθρώπινη ανάγκη: να συνεχίσεις να “παίζεις”, ακόμα και όταν το παιχνίδι έχει τελειώσει. Κι αυτό το “παιχνίδι” μεταφέρεται με δύναμη χάρη στις δύο ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Ο Μάκης Παπαδημητρίου και ο Γιώργος Χρυσοστόμου κατορθώνουν να επικοινωνήσουν το έργο στο κοινό κι αυτό, από μόνο του, είναι σπουδαίο.

Ο Μπέκετ γράφει για την ανθρώπινη επιβίωση μετά το τέλος του νοήματος — μια επιβίωση που δεν έχει τίποτα ηρωικό, μόνο συνήθεια, ειρωνεία και σιωπή. Το έργο του είναι ένας καθρέφτης του ανθρώπου που κοιτάζει την ανυπαρξία και επιλέγει να μείνει, να περιμένει, να πει “τέλος” — αλλά ποτέ να μη φύγει.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα