ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΛΕΣΣΑ: ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ “ΕΙΚΟΝΑ” ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Η Ελισάβετ Πλέσσα, επιμελήτρια της αναδρομικής έκθεσης «Συνάψεις» του Μαρτίνου Γαβαθά, είχε την τύχη να ξέρει εξ απαλών ονύχων τι ήθελε να κάνει και την ικανότητα να το κάνει άριστα.
Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο εξωτερικό και ασχολήθηκε με την εικόνα αυτής – κάτι που οφείλει σε μια εμπνευσμένη καθηγήτρια του σχολείου της. Εχει συνεργαστεί με τους σημαντικότερους ανθρώπους της τέχνης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχει επιμεληθεί εκδόσεις και αμέτρητες εκθέσεις σε σημαντικά μουσεία, ιδρύματα και γκαλερί. Η Ελισάβετ Πλέσσα είναι μια γυναίκα που ζει μέσα στο πιο όμορφο και ευφάναστο σύμπαν, αυτό της δημιουργίας, μία ειδικός επιτυχημένη και αφοσιωμένη στο έργο της, ένας άνθρωπος που, επίσης, αγαπά βαθιά τον κινηματογράφο, το θέατρο και τον χορό.
Ποια είναι η διαδικασία και η πορεία της επιμέλειας μίας έκθεσης; Με ποια κριτήρια επιλέγετε τα έργα;
Αρχίζω πάντα από το βιβλίο της έκθεσης και μόνο όταν αυτό είναι σε καλό δρόμο αρχίζω να ασχολούμαι με την ίδια την έκθεση. Από εκεί και πέρα, το βιβλίο μού ορίζει το σκεπτικό της έκθεσης, αλλά και η έκθεση μού δείχνει για το βιβλίο κατευθύνσεις που δεν είχα σκεφτεί. Είναι, επίσης, πάντα μια πρόκληση το πώς θα μεταφέρω στην έκθεση πράγματα του βιβλίου, γιατί μια έκθεση στον χώρο λειτουργεί πολύ διαφορετικά από ό,τι σε μια σελίδα χαρτιού.
Επιλέγω τα έργα με το κριτήριο να βλέπω κάτι σε αυτά που κεντρίζει το μάτι μου και όχι το μυαλό μου, το οποίο ακολουθεί μετά. Στη συνέχεια, τα ίδια τα έργα με οδηγούν στις ενότητες που θα δημιουργήσω στο βιβλίο και κατόπιν στην έκθεση. Ποτέ δεν λειτουργώ αντίστροφα, δεν προσπαθώ δηλαδή να εφαρμόσω ιδέες, αφήνω το έργο του καλλιτέχνη να με καθοδηγήσει. Ένα βιβλίο και μια έκθεση για το έργο ενός καλλιτέχνη οφείλουν να υπηρετούν το δικό του όραμα, και όχι το όραμα του επιμελητή. Υπάρχω γιατί υπάρχει ο καλλιτέχνης.
Πώς επιλέγετε το πού και με ποιους θα δουλέψετε; Εννοώ, ότι προφανώς κάτι σας έλκει και επιλέγετε ποιους καλλιτέχνες θα επιμεληθείτε, αλλά υπάρχουν και άλλες παράμετροι, όπως για παράδειγμα η πρόκληση να συστήσετε στον κόσμο κάποιον άγνωστο.
Με έναν περίεργο τρόπο δεν επιλέγω, με επιλέγουν, με βρίσκουν, τόσο οι καλλιτέχνες όσο και οι συλλέκτες, ίσως γιατί διακρίνουν ότι θα μπορέσω να μεταφέρω την ουσία ενός καλλιτεχνικού έργου. Με έλκουν πάντως οι καλλιτέχνες που στο έργο τους φόρμα και περιεχόμενο γίνονται ένα. Η προσπάθεια να αναδείξω ένα άγνωστο έργο, όπως στην περίπτωση του Μαρτίνου Γαβαθά φέτος, ή της 95χρονης Ρίκας Πανά πέρυσι, πάλι στη Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας, είναι κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Η ιδέα επίσης να αποδώσω την πραγματική διάσταση ενός παραγνωρισμένου καλλιτέχνη που είναι γνωστός για τους λάθος λόγους.
Δουλεύετε με ανθρώπους που μπορεί προσωπικά να μην σας συγκινεί ή αγγίζει το έργο τους αλλά που θεωρείτε ότι έχουν μεγάλη αξία;
Όχι, ποτέ.
Υπάρχει, συνεπώς, αντικειμενικότητα στην τέχνη;
Δεν ξέρω αν υπάρχει αντικειμενικότητα, αλλά όπως έλεγε ο αγαπημένος μου Νίκος Χουλιαράς, «Η τέχνη υπάρχει ή δεν υπάρχει».
Το έργο τέχνης μπορεί να σταθεί μόνο του, χωρίς επεξηγήσεις και μακροσκελείς λεζάντες, ή δεν μπορεί.
Πιστεύετε πως στην Ελλάδα η τέχνη, η γνώση από τους ειδικούς και οι χώροι που τη φιλοξενούν είναι σε επίπεδο τέτοιο ώστε να αποτελεί πόλο έλξης και ανθρώπων από το εξωτερικό; Και πόσο έχει αλλάξει με τα χρόνια;
Ναι, σίγουρα τα πράγματα στον ελληνικό εικαστικό χώρο έχουν αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Όλο και πιο πολλοί νέοι άνθρωποι σπουδάζουν την τέχνη, τόσο θεωρητικά όσο και καλλιτεχνικά. Επίσης, οι πρόσφατες μεγάλες δωρεές των χώρων, των κτιρίων και των συλλογών έχουν δημιουργήσει ισχυρό ενδιαφέρον σε ένα φιλότεχνο κοινό άλλων χωρών, που ούτε καν περνούσε από την Ελλάδα και ειδικά την Αθήνα παλαιότερα.
Όμως θεωρώ πως δεν έχουμε ακόμα βρει με βεβαιότητα έναν αληθινό βηματισμό στα εικαστικά πράγματα. Είμαστε σε καλό δρόμο, αρκεί οι προσπάθειες από όλες τις μεριές να γίνονται με γνώμονα την ουσία και όχι την προβολή.
Θεωρείτε πως υπάρχουν όρια στην τέχνη;
Δεν υπάρχουν όρια στην τέχνη και στην ελευθερία της έκφρασής της, αλλά ούτε και όλα είναι τέχνη. Και ούτε όλοι μπορεί να έχουν άποψη για την τέχνη, όσο και αν νομίζουν πως την αγαπούν. Όπως ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να έχει άποψη για την καρδιολογία, την πυρηνική φυσική ή τα χρηματοοικονομικά.
Πρέπει η τέχνη να έχει πολιτικό πρόσημο; Και επίσης, καθώς ζούμε ημέρες «πολεμικές», πιστεύετε πως χωρά η απόλαυση της τέχνης σε τέτοιους καιρούς ή είναι μία «πολυτέλεια»;
Όχι δεν πιστεύω στην τέχνη με πολιτικό πρόσημο, η τέχνη λειτουργεί σε άλλα πεδία, άσχετα αν ευαισθητοποιεί μέσα μας περιοχές που μας κάνουν να σκεφτούμε για το τι συμβαίνει γύρω μας. Όπως είχε πει ο μεγάλος θεωρητικός της τέχνης, Clement Greenberg, στον κατά τη γνώμη μου σπουδαιότερο σύγχρονο καλλιτέχνη, τον William Kentridge: «Take care of the art and the politics will take care of itself» («εσύ φρόντισε την τέχνη και η πολιτική θα φροντίσει τον εαυτό της»). Η τέχνη είναι κάτι τόσο περιττό όσο και τόσο απόλυτα αναγκαίο. Είναι ζήτημα ανάγκης, όχι πολυτέλειας.
Γιατί στην Ελλάδα; Θα μπορούσατε να δουλεύετε οπουδήποτε στον κόσμο και με επιτυχία.
Αγαπώ με πάθος την Ιταλία και η Αγγλία είναι η άλλη «πατρίδα». Νιώθω ελεύθερη στη Νέα Υόρκη και θαυμάζω βαθιά τα μεγάλα και μικρότερα ευρωπαϊκά μουσεία και τις σπουδαίες εκθέσεις τους. Ίσως αν ζούσα σε κάποια από αυτές τις χώρες να είχα μια διαφορετική σταδιοδρομία. Όμως κάθε φορά που γυρίζω στην Ελλάδα μετά από ένα ταξίδι νιώθω πάντα πως είμαι εδώ που θα ήθελα να είμαι και προσπαθώ με τις εκθέσεις, τα βιβλία και τα κείμενά μου για τους καλλιτέχνες να αφήσω πίσω μου ένα μικρό στίγμα.