ΕΝΑ ΤΡΑΝΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Σελίδες από το προσωπικό ημερολόγιο της Μελίνας Νάτσιου. Καταγραφές μιας ζωής που θέλει να υπάρξει.
«Σήμερα βγήκα στη γειτονιά μου, για πρώτη φορά, ελαφρώς βαμμένη και με ένα κοντό μαύρο σορτς. Είπα μέσα μου: “ή όλα ή τίποτα”. Λίγη πούδρα, ελαφριά μάσκαρα. Ουφ. Βγαίνω».
Η Μελίνα Νάτσιου γράφει όπως ζει: με φόβο και τσαγανό μαζί. Τα κείμενά της δεν επιδιώκουν να είναι λογοτεχνία, αλλά καταγραφές. Από τη δουλειά, τον δρόμο, την επιβίωση, την επιθυμία, την ντροπή, το βλέμμα του άλλου. Ό,τι διαβάζουμε το έχει βιώσει πρώτα στο πετσί της, από το βλέμμα των άλλων, από την πραγματική ζωή εκεί έξω.
Οι λέξεις της δεν ζητούν αποδοχή, κατανόηση ή οίκτο. Η Μελίνα μιλά για το τρανς βίωμα στην Ελλάδα του σήμερα και απαιτεί τα αυτονόητα: χώρο, φωνή και σεβασμό, ενώ παράλληλα παλεύει διαρκώς να μη χάνει τον εαυτό της στη διαδρομή.
Ο λόγος στην ίδια.
Σήμερα βγήκα στη γειτονιά μου, για πρώτη φορά, ελαφρώς βαμμένη και με ένα κοντό μαύρο σορτς. Είπα μέσα μου: «Ή όλα ή τίποτα». Μπαντάνα ροζ στο κεφάλι. «Όμορφη είσαι, πανάθεμά σε», σκέφτηκα μόλις με είδα στον καθρέφτη.
Το κεφάλι ψηλά -ό,τι κι αν ακούσεις, Μελίνα. Κάνε πως δεν ακούς. Κάνε πως δεν είδες. Καμώνομαι και φεύγω. Φτου και βγαίνω.
Δεν άκουσα τίποτα… Δεν είδα τίποτα…
Εκτός από βλέμματα. Κορναρίσματα. Ένα σφύριγμα.
Κάπου υπήρξαν και σχόλια, σίγουρα. Τα ένιωσα απλώς, δεν τα άκουσα.
Το κεφάλι ψηλά, Μελίνα. Φτου και βγες.
Όταν περπατάς στον δρόμο και είσαι αυτό που βλέπεις στον καθρέφτη σου -και σκέφτεσαι: «Είναι προκλητικό αυτό το σορτσάκι».
Αλλά σήμερα… αποφάσισα να δείξω τα στρογγυλά μου οπίσθια.
Καλή μου αρχή — απ’ την όπισθεν.
Παίρνεις φόρα.
Το κεφάλι ψηλά.
Λίγη πούδρα. Ελαφριά μάσκαρα.
Στρινγκοφέροντα οπίσθια.
Ωραία λέξη, τα οπίσθια.
Πιο πρόστυχη κι απ’ τον κώλο.
Ψηλά όλα.
Βγαίνω.
Ξύπνησα με ένα όμορφο ηχητικό μήνυμα από μια φίλη που έχω να δω χρόνια. Η φωνή της με ξύπνησε γλυκά, σαν κάτι να θυμήθηκε το σώμα μου πριν απ’ το μυαλό.
Σκέφτομαι τον πόλεμο εκεί χάμω και τρέμω. Τα διαφορετικά παιδιά που τρώνε ξύλο στους δρόμους. Όλα αυτά που δεν χωράνε πια στην κανονικότητα των άλλων.
Και μέσα σ’ όλα, σκέφτομαι τους υπέροχους φίλους που έχω στη ζωή μου. Φωτεινά σημεία -κάπως με κρατάνε όρθια.
Ήπια έναν διπλό ελληνικό, που δεν τον πέτυχα. Καφές νευρικός, σαν το χέρι μου που έτρεμε ελαφρά. Απ’ την ένταση ή απ’ τη σκέψη; Δεν ξέρω.
Κοίταξα τα πεταμένα ρούχα που βαριέμαι να μαζέψω από χθες. Ή ίσως τα αφήνω εκεί για να μου θυμίζουν ότι υπάρχω.
Πήγα στον καθρέφτη και είδα μία ούτε άσχημη ούτε όμορφη. Μία τεσσάρων ετών τρανς. Τόσο μικρή κι όμως τόσο κουρασμένη.
Καλή είμαι για τα 40 μου…
Μ’ αγαπούν – δε μ’ αγαπούν. Μ’ αγαπάω – δε μ’ αγαπάω. Σ’ αγαπώ – δε σ’ αγαπώ. Μ’ αγαπάτε – μ’ αγαπάς – μ’ αγαπώ.
Αγαπώ. Χωρίς απόστροφο.
Γιατί η αγάπη, όταν είναι αληθινή, δε χρειάζεται κομμάτια. Ούτε σημάδια που δηλώνουν απουσία.
Μια λέξη που την τσακίσαμε απ’ τη χρήση. Τη βάλαμε στα μηνύματα, στις φωτογραφίες, στα story.
Τη φοράμε σαν φίλτρο. Και την ξεχνάμε μόλις τελειώσει η μπαταρία.
Αλλά εγώ την ψιθυρίζω ακόμα.
Στον εαυτό μου.
Χωρίς στόρι, χωρίς χειροκρότημα. Χωρίς θεατές.
Αγαπώ.
Φτου. Ξυπνάω και βλέπω στον καθρέφτη ένα αγόρι να ματώνει. Το κορίτσι μέσα μου τρέχει να καλύψει τις πληγές, πρόχειρα, όπως πάντα. Πρόωρα εκσπερματώνει, χωρίς έλεγχο, χωρίς λόγο.
Κρύβει τις τρίχες στο πρόσωπο, τις σκεπάζει με μια φράντζα, λες κι έτσι θα γίνουν αόρατες. Το σώμα του πάσχει από μια ακούσια αποβολή σπέρματος, μέσα μου, σαν να κρατά μια περίοδο που δεν του ανήκει.
Το κορίτσι με το μικρό στήθος δεν αυνανίζεται. Δεν μπορεί. Τα υγρά του ξεφεύγουν μόνα τους, αθόρυβα, βίαια.
Κρύβει τα σημάδια από το λέιζερ, σκεπάζει τον πόνο με λίγη πούδρα – νούμερο 3.
Στα μάτια, πιο ανοιχτό, νούμερο 2.
Τα χείλη σκούρα, όχι για να φιλήσουν, αλλά για να καλύψουν εγκαύματα.
Νιώθω ότι είμαι η μάνα μου – σημειώνω 1‑0. Ύστερα, ο πατέρας μου – 1‑1. Κι εγώ;
Εγώ, μέσα σε ένα στενό κρουαζέ φόρεμα, που καίει μπροστά, αγκαλιάζει από πίσω και φιλάει το μέσα μου. Πιο βαθιά. Πιο δυνατά.
Εκεί πεθαίνει το αγόρι. Εκεί τελειώνει.
Το κορίτσι χύνει στον λαιμό του. Κι εγώ κραυγάζω μέσα μου, γιατί μια ζωή παλεύει να γεννηθεί στα σωθικά μου από μια ακούσια αποβολή σπέρματος.
Λίγο πριν τα 40.
Να σας ζήσει.
Αγόρι ή κορίτσι;
Στην αρχή ήθελα απλώς να τους καυλώνω. Μετά, να με θέλουν όλοι στο κρεβάτι τους. Ύστερα, να με θέλουν μόνο όσοι ήθελα εγώ.
Έπειτα, να μου κάνουν ερωτική εξομολόγηση. Κάθε μέρα. Πιο πολλοί, όλο και πιο πολύ. Μέχρι που να μην έχω ανάγκη τίποτα απ’ όλα αυτά.
Αν η κοινωνία σταματούσε να παράγει αντίτυπα κι άρχιζε να δημιουργεί μοναδικότητες, κανείς δε θα είχε την ανάγκη να κρίνει και κανείς δε θα καταδεχόταν να κριθεί.
Να μας μάθουν να υπάρχουμε, όχι να συγκρινόμαστε. Να συστηνόμαστε, όχι να απολογούμαστε.
Δεν γεννηθήκαμε για να χωρέσουμε σε ράφια. Ούτε σε καλούπια, ούτε σε αριθμούς. Ούτε να μοιάζουμε. Μα να είμαστε.
Λιγότερα «πρέπει», περισσότερα «ποιος είσαι εσύ;» Λιγότερα αντίγραφα, περισσότερες υπογραφές.
Να είμαστε η διαφορά. Όχι η παρένθεση.
Ένα από τα λίγα θετικά που διδάχθηκα από τον πατέρα μου ήταν να ακούω Μαρκόπουλο. Από τις πρώτες μου μουσικές μνήμες είναι η φωνή της Λαβίνα από το Σεργιάνι στον κόσμο. Πάντα, όταν ακούω Μαρκόπουλο, θυμάμαι τα νηπιακά μου χρόνια — τα καλοκαιρινά μεσημέρια στο χωριό του πατέρα μου. Όταν άγγιζα το πικάπ και παρακαλούσα να με αφήσει να βάλω εγώ τον δίσκο να παίζει. Έπρεπε να αφήσω απαλά τη βελόνα. Μην τυχόν και κάνω ζημιά στο βινύλιο.
Κάπως έτσι σκέφτομαι και τον πατέρα μου: κάπως πιο όμορφα, κάπως λιγότερο άτσαλα. Κάνει κι αυτό η τέχνη, η πουτάνα: μαλακώνει τους θυμωμένους.
Δεν έγραψα όλο αυτό για να πω αντίο στον Μαρκόπουλο ή στον πατέρα μου. Αλλά για να τους ευχαριστήσω.
Για τα μόνα όμορφα συναισθήματα που διατηρούνται ακόμα μετά από 35 χρόνια.
Ευχαριστώ, Μαρκόπουλε.
Ευχαριστώ, πατέρα.
Πριν, με πίεζα να είμαι αρσενικό -με την έννοια του στερεότυπου. Τώρα, που είμαι τρανς, πασχίζω να είμαι το θηλυκό -πάλι με την έννοια του στερεότυπου.
Προφανώς, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς στερεότυπα. Χωρίς αυτό το ζόρι, δεν ξέρω πώς να κινηθώ.
Ποια θα είμαι εγώ όταν θα έχω σύντροφο;
Θα είμαι η κοπέλα;
Ή μήπως το «αγοροκορίτσι»;
Κι πάλι στερεότυπο.
Λίγο ρατσίστρια, λίγο σεξίστρια, λίγο πατριαρχική.
Από μέσα, ξεκινάμε να τα πολεμάμε αυτά -επειδή έχουμε επιλέξει τον πολιτισμό με τον οποίο θέλουμε να πορευτούμε.
Βάζω το GPS. Βάζεις το όχημα;
5‑10‑15‑20‑25‑30‑35. 38! Φτου και βγαίνω.
Σε είδα. Μην κρύβεσαι. Τα φυλάς; Φύλα καλά. Δεν θα μας δουν, αν τα φυλάς.
Κρύφτηκες. Κρύψου καλά. Θα μας ακούσουν, αν μιλάς -οι μεγάλοι. Θα μας βάλουν για ύπνο.
Η απάνω γειτονιά κοιμάται καλά. Μείνε με τ’ αγόρια. Δώσε στα κορίτσια.
Παίξε με τ’ αγόρια. Φύλα τα κορίτσια.
Δώσε — φύλα. Παίξε — φύλα.
Μη μιλάς.
Μου χρωστάς μια ηχώ. Στις παιδικές σου συμφωνίες.
Η Μελίνα δεν φοβάται να κάνει φίλο της εκείνον που θαυμάζει.
Αν είχε σύντροφο, θα ήταν κάποιος που θα τον θαύμαζε -και που, ταυτόχρονα, θα την είχε υποτάξει.
Λες κι αυτό γυρεύει, βαθιά μέσα της, την υποταγή.
Αυτό που δεν σου αρέσει να είσαι στη ζωή σου είναι ακριβώς αυτό που σε καυλώνει στο κρεβάτι.
Για να τολμήσεις στον έρωτα να σταθείς στη σκιά του, πρέπει να έχεις τόσο φως μέσα σου, ώστε να φέγγεις για τον εαυτό σου μόνο.
Και αρκεί.
Καθημερινές πρωί, σκοτάδι της διπλανής πόρτας. Σαββατοκύριακα βράδυ, φωτεινή ροζ επιγραφή.
Τρανς απλή, καθημερινή στο φως του ήλιου, ισόγειο, ξύλινη πόρτα, θωρακισμένη.
Λουλούδια σε γλάστρα, φλερτ σε σιωπηλές ματιές στο μετρό.
Πιο πολύ ταξί. Το περιμένεις λίγο.
Στην πέφτουν τρεις, ποτέ ένας μόνος.
Ανάμεσα στο φλερτ και τον κίνδυνο.
Σε θέλουν δέκα. Οι έξι επιμένουν, οι τέσσερις ασκούν βία, για να τους θελήσεις.
Σε βρίζουν δέκα. Οι έξι από μακριά, οι τέσσερις ασκούν βία, για να τους ακούσεις.
Την ίδια μέρα, λίγο πιο μετά, είσαι θεά, κούκλα, θηλυκό.
«Είσαι όμορφη. Σε θέλω. Θα σε αρπάξω, θα σου ορμήξω.
Με ανάβεις μόνο που περπατάς. Θα σε γαμάω όλο το βράδυ.»
Την ίδια μέρα, λίγο πιο νωρίς, είσαι τραβέλι, άνδρας.
«Ρε μαλάκα, αγόρι είναι ή κορίτσι;»
«Δεν έχεις στήθος; Γιατί δεν παίρνεις ορμόνες;»
Λίγο πιο αργά, ιέρεια του σεξ.
Σε παρακαλάνε για ένα βράδυ.
«Όχι; Πόσα θες; Έλα μωρό μου, θα σου δώσω όσα θες.»
Λίγο πιο νωρίς, «Ρε μαλάκα, τραβέλι είναι. Τι κοιτάς;»
Σε σπρώχνουν στα αυτοκίνητα, για να γίνεις ήρωας, για να γίνεις ΖΑΚ.
Λίγο ιέρεια, λίγο τέρας. Λίγο παστέλ αρσενικό, λίγο νέον θηλυκό επαναστατικό ροζ.
Στο φως της μέρας, σερβίρω ήλιο, καθημερινό.
Φτάνει πια με τα ροζέ σαββατοκύριακα.
Σερβίρω σε μια γεμάτη πλατεία. Δεν προλαβαίνω να πω πολλά, μόνο τα τυπικά.
Ξάφνου, ένα ζευγάρι με τη μικρή τους κόρη πλησιάζει.
Παίρνω την παραγγελία τους, απομακρύνομαι -και για αρκετά λεπτά νιώθω τα βλέμματα να με τρυπούν.
Σκέφτομαι πως με κοιτάνε επειδή είμαι τρανς γυναίκα.
Μετά από δέκα λεπτά, το μικροσκοπικό πλασματάκι με το κατακόκκινο φόρεμα, σαν νεράιδα -η κόρη τους- πλησιάζει και μου λέει: «Έχετε πολύ ωραία φωνή και ωραίο κραγιόν».
Με κόβει σαν αυγολέμονο.
Δεν με νοιάζει αν της είπαν να το πει.
Με συγκινεί που κάθε μέρα υπάρχει έστω ένας πελάτης που σου δίνει λίγο απ’ το φως του.
Και όταν είναι παιδί, ακόμα καλύτερα.
Φόρεσε το σκουλαρίκι της. Άναψε τσιγάρο.
Φέρθηκε με μητρικό θράσος στο αγόρι, με την ασφάλεια της αυτοαπόρριψης.
Πορεύσου. Θα έχεις μια ολόκληρη ζωή ν’ αναζητάς, να σκοτώνεις, να θρηνείς, να χρωστάς συναισθήματα.
Κάθε Σεπτέμβρη.
Μετεξεταστέα.
Ένα παιδί σκυφτό, με το κεφάλι στη γη, κρατάει λουλούδια στην ανηφόρα.
Μπορεί και μόνη της.
Έχει φωνή αγγελική, βαστώντας μαργαρίτες -τις έκοψε μέσα στη βροχή για να τις προσφέρει.
Φοράει φορέματα και το νερό λυτρώνει την πλευρά της.
Ο νους της χώρισε και δε θα ξαναπαντρευτεί.
Αστεφάνωτη σκέψη, καθημερινή.
Καφές στο χέρι την Κυριακή.
Η εποχή ξέχασε, τα χρόνια πέταξαν.
Ένα παιδί 40‑πριν κοιτάει το φως.
Ένα παιδί που βαστά μαργαρίτες στη βροχή.
Ένα κορίτσι για καμβά, ρόλο και ποίημα.
Μία κοπέλα που είναι τεχνη των διαβασμένων, για να ξορκίσουν τον παιδικό τους εαυτό.
Μία γυναίκα για εραστές, για άνδρες και για αγόρια.
Λίγο πριν το σκοτάδι.
Πολύ μετά το φως.
Δεν είναι αργά για σκοτάδι.
Ούτε νωρίς για φως.