Scott A Garfitt/Invision/AP / 24 Media Creative Team

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΝΘΙΜΟΣ ΣΤΟ NEWS 24/7: “ΔΕ ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΕΧΩ ΠΟΤΕ ΤΟΝ ΑΠΟΛΥΤΟ ΕΛΕΓΧΟ”

Λίγο μετά την πανελλήνια πρεμιέρα της “Βουγονίας” στις Νύχτες Πρεμιέρας, συναντήσαμε τον Γιώργο Λάνθιμο για μια συζήτηση πάνω στο σινεμά του, τους κόσμους που δημιουργεί, και τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Ας το θέσουμε ως εξής.

Δε θα δυσκολευτεί κανείς να αναγνωρίσει το στυλ του Γιώργου Λάνθιμου στη Βουγονία, παρά το γεγονός ότι είναι ριμέικ, και παρά το γεγονός ότι είναι η πρώτη ταινία του έλληνα σκηνοθέτη για την οποία δεν ήταν εκεί από την αρχή της ανάπτυξης. Είναι η πιο εύκολη απόδειξη πως, μέσα από αυτό του υλικού που του προσφέρθηκε, αναγνώρισε κάτι την απόγνωσή του για τον κόσμο γύρω μας.

Κι όπως κάθε καλλιτέχνης, έτσι κι εκείνος έκανε αυτό που ξέρει καλύτερα: Δημιούργησε έναν νέο, απόλυτα δικό του κόσμο, για να επικοινωνήσει όσα τον πονάνε στον δικό μας.

Έχει πολύ ενδιαφέρον όμως να εντοπίζει κανείς στα λόγια του μια ρητή αποστασιοποίηση από την όποια ιδέα του μυθικού απόλυτου auteur που απλώς Δημιουργεί ένα αμόλυντο όραμα που βρίσκεται στο μυαλό του σαν το σινεμά να ήταν θεωρητική άσκηση. Τονίζει διαρκώς το πώς το «στυλ» του δεν είναι κάτι για το οποίο έχει συναίσθηση, αλλά προκύπτει ως μια διαδικασία πολλών σταδίων και μέσα από τη δουλειά του με πολύτιμους συνεργάτες, από το σενάριο ως τις ερμηνείες κι από το μοντάζ ως τη μουσική.

«Δεν νομίζω καν ότι έχω ποτέ τον απόλυτο έλεγχο», μας λέει συζητώντας για το πώς αποτυπώνοντας οι ιδέες του στη μεγάλη οθόνη. Λίγο αργότερα, όταν η συζήτηση φτάνει στις παλιότερες ταινίες του, μιλά με ένα βαθύ χαμόγελο για την αγάπη του για αυτές ως αντικείμενα που στα μάτια του είναι ατελή. Κι οι κόσμοι που δημιουργεί; «Και πάλι, δεν είναι κάτι συνειδητό», τονίζει.

Τι είναι όμως τελικά συνειδητό; Η κάθε λεπτομέρεια. Κανείς μας δεν έχει τον έλεγχο ενός κόσμου, αλλά έχει τον έλεγχο των επιμέρους πραγμάτων γύρω του. Έχει τον έλεγχο των συνεργατών, ναι. Των ιδεών που θέλει να επικοινωνηθούν. Του αν, τελικά, είναι κανείς ανοιχτός απέναντι σε έναν κόσμο που μοιάζει να αγκομαχά. Του πώς τοποθετεί τον εαυτό του μέσα σε αυτόν.

Ο Λάνθιμος εμφανίστηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας, όπου η Βουγονία προβλήθηκε ως ταινία έναρξης σε πανελλήνια πρεμιέρα, φορώντας μια καρφίτσα υπέρ της Παλαιστίνης –όπως και στη Βενετία, όπου έκανε παγκόσμια πρώτη η ταινία– ενώ λίγες μέρες νωρίτερα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα που υπέγραψαν τη δέσμευση των εργαζομένων του κινηματογράφου για άρνηση συνεργασίας με κινηματογραφικούς θεσμούς που εμπλέκονται στο απαρτχάιντ και τη γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού.

«Είναι το ελάχιστο», μου λέει, ενώ εκφράζει αισιοδοξία για το ότι μαζεύονται κι άλλοι συνάδελφοι και εργάτες του σινεμά σε αυτήν. (Τις πάνω από 5.000 υπογραφές μπορείτε να τις δείτε εδώ.)

«Πόσο μπορεί να συνεχίσει ο κόσμος να ζει με παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης για τους άλλους ανθρώπους; Με την φαινομενική απάθεια των ανθρώπων που βρίσκονται σε θέση να κάνουν κάτι πραγματικά για αυτό;»

 

Τον συναντάμε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, το πρωί μετά την πανελλήνια πρεμιέρα της Βουγονίας στις Νύχτες Πρεμιέρας, όπου με πολύ ανοιχτό τρόπο, με ηρεμία, και με χαμόγελο, μας μιλά για την νέα ταινία του αλλά και για ό,τι άλλο βρίσκεται στην τροχιά της. Κι είναι, εξαρχής, αυτές οι σκέψεις για τον κόσμο μας που κυριαρχούν στην κουβέντα.

Για τον Λάνθιμο, ας πούμε, ήταν απόλυτης σημασίας να εξερευνήσει «το χάσμα που υπάρχει μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων, τις προκαταλήψεις που έχουμε για ανθρώπους ή ομάδες, το οποίο αυτή τη στιγμή με την τεχνολογία διογκώνεται».

«Υπό μία έννοια, επιβραβεύεσαι για το να συνεχίζεις να πιστεύεις το ίδιο πράγμα χωρίς να κοιτάς πουθενά αλλού, και επιβεβαιώνεσαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν το ίδιο. Έτσι καταλήγεις τελείως αποκλεισμένος, με μία έννοια. Δηλαδή ενώ έχεις πρόσβαση στα πάντα, στην ουσία χάρη στους αλγορίθμους όλο και περιορίζεσαι σε ένα μικρότερο γκρουπ και σε ένα μικρότερο σύστημα αξιών και πίστης», εξηγεί.

«Αυτό νομίζω ότι φαίνεται πάρα πολύ από τη σύγκρουση αυτών των δύο βασικών χαρακτήρων, με τον τρίτο να είναι κάπως η φωνή της λογικής, η φωνή μιας ισορροπίας που βρίσκεται μεταξύ αυτών σε αυτό το χάσμα. Αυτό ήταν κάτι πολύ σημαντικό, νομίζω, το οποίο αντανακλά πολύ τη σημερινή πραγματικότητα», συνεχίζει.

Όμως ακόμα εντονότερη ήταν στο μυαλό του μια ευρύτερη αίσθηση απόγνωσης απέναντι στον κόσμο μας, και η οποία αναπόφευκτα βρίσκει το δρόμο της μέσα στην υφή του φιλμ.

«Αυτή η ταινία μιλάει βαθιά για την ανθρώπινη φύση και παρατηρεί με έναν τρόπο την πορεία την οποία έχουμε αρχίσει να ακολουθούμε, που φαίνεται να είναι προς ένα αδιέξοδο», λέει.

«Δηλαδή πόσο μπορεί να συνεχίσει ο κόσμος να ζει με παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης για τους άλλους ανθρώπους; Με το πόσο προωθείται ο ατομικισμός και εγωκεντρισμός από παντού; Με το γεγονός ότι ολόκληρος ο πλανήτης διοικείται από το 1% του πληθυσμού, των πιο πλούσιων ανθρώπων στον κόσμο; Με την κλιματική αλλαγή και την καταστροφή του πλανήτη; Με τη γενοκτονία στη Γάζα; Με την φαινομενική απάθεια των ανθρώπων που βρίσκονται σε θέση να κάνουν κάτι πραγματικά για αυτό…»

«Προς τα που πάμε; Αυτό είναι που ρωτάει η ταινία και θεωρώ ότι είναι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα αυτή τη στιγμή. Αν είναι όντως αυτό που θέλουμε να ζούμε σαν άνθρωποι, αν αυτό είναι που μας ικανοποιεί – το πού βρισκόμαστε και το πού πάμε».

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΝΘΙΜΟΣ, ΕΝΑ ΡΙΜΕΪΚ ΚΑΙ Η CHAPPELL ROAN

Emma Stone
Βουγονία (2025) Atsushi Nishijima/Focus Features © 2025 All Rights Reserved.

Στη Βουγονία (που κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου), ο Λάνθιμος σκηνοθετεί την Έμμα Στόουν και τον Τζέσι Πλέμονς σε ένα απρόβλεπτο κυνηγητό που μπορεί και να έχει να κάνει με τη σωτηρία του πλανήτη. Ριμέικ της καλτ νοτιοκορεάτικης ταινίας Save the Green Planet! του 2003, η Βουγονία ακολουθεί έναν συνωμοσιολόγο που, μαζί με τον ξάδερφό του, απαγάγουν μια πανίσχυρη CEO μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας, επειδή είναι πεπεισμένος πως στην πραγματικότητα είναι εξωγήινη με αποστολή να καταστρέψει τη Γη.

Ο Λάνθιμος δεν είχε δει ποτέ την ορίτζιναλ ταινία, παρά μόνο αφότου διάβασε το σενάριο του ριμέικ, που είχε γράψει ο Γουίλ Τρέισι (ένας από τους σεναριογράφους του τηλεοπτικού Succession). «Το είδα για να σιγουρευτώ ότι είχε νόημα να γίνει ριμέικ και ότι αυτό που θα κάναμε είναι αρκετά διαφορετικό. Όντως το είδα αυτό, και έτσι αποφάσισα να την κάνω», μας εξηγεί.

Το όλο πρότζεκτ ξεκίνησε από τον σκηνοθέτη Άρι Άστερ, και μάλιστα αρχικά με την εμπλοκή του σκηνοθέτη του ορίτζιναλ, Τζανγκ Τζουν-χουάν. Όταν εκείνος δεν μπόρεσε να προχωρήσει με το πρότζεκτ, προτάθηκε στον Λάνθιμο. «Ήταν μια αρχική ιδέα του Άρι Άστερ, γιατί του άρεσε πολύ η ορίτζιναλ ταινία. Βρήκαν τον Γουίλ Τρέισι που έγραψε το σενάριο και όταν το είχαν, μου πρότειναν αν θα με ενδιέφερε να το κάνω. Σκέφτηκαν ότι θα ήταν κάτι που θα μου ταίριαζε. Και ήταν όντως», γελά ο σκηνοθέτης.

«Είναι η πρώτη φορά που κάνω μια ταινία από ένα σενάριο που δεν έχω εξαρχής αναπτύξει», ομολογεί ο Λάνθιμος. «Και εντυπωσιάστηκα αμέσως με το που το διάβασα, μου άρεσε πάρα πολύ. Το έστειλα κατευθείαν στην Έμμα, γιατί υπήρχε αυτός ο χαρακτήρας που θεωρούσα ότι θα είναι τέλειος για αυτήν. Ενθουσιάστηκε και εκείνη και αμέσως συμφωνήσαμε να ασχοληθούμε με το πρότζεκτ».

«Και μετά φυσικά μου δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψω με τον Γουίλ Τρέισι για να το φέρω κάπως πιο πολύ στη δική μου ματιά, αλλά ήταν από την αρχή ένα εξαιρετικό σενάριο. Αναπτύσσω κι άλλα σενάρια, αλλά αυτό αισθάνθηκα ότι ήταν αρκετά έτοιμο να γίνει ταινία – και πολύ σχετικό με τη σημερινή πραγματικότητα», σχολιάζει ο Λάνθιμος. «Ήταν ένα δώρο, κάπως, αυτό το σενάριο».

«Το να αφήσεις τόσο εξαιρετικούς ηθοποιούς να βάλουν την προσωπικότητά τους και τη σκληρή δουλειά τους και να σου δώσουν κάτι παραπάνω, συνήθως σου δίνει κάτι πολύ πιο πλούσιο από ό,τι έχεις στο μυαλό σου».

Με την Έμμα Στόουν φυσικά σε αυτό το σημείο βρίσκονται σε ένα –ας μην φοβηθούμε να το πούμε– ιστορικού βεληνεκούς συνεργατικό σερί. Μαζί με τη μικρού μήκους Βληχή έχουν δουλέψει μαζί σε 5 ταινίες, και ανάμεσά σε αυτές η Στόουν μετρά ένα Όσκαρ κι άλλη μία υποψηφιότητα, ενώ ο Λάνθιμος έφτασε στο Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας με το Poor Things, μια ταινία που αξίζει κάθε μικροσωματίδιο του hype της.

Στη Βουγονία ο Λάνθιμος τη σκηνοθετεί σα να ήταν κάποια μυστηριώδης παρουσία από ταινία του Βέρνερ Χέρτσογκ, την ώρα που η ηρωίδα της, η Μισέλ, αποκτά χαρακτηριστικά προοδευτισμού στο προφίλ της και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί, τα οποία τελικά όμως εκμεταλλεύεται για να ενισχύσει το προφίλ της αλλά και την ισχύ της απέναντι στους εργαζόμενούς της. Είναι ένα πολυσύνθετος ρόλος και μια ακόμα εκπληκτική –και εντελώς διαφορετική από ό,τι έκανε ο Μπέλα Μπάξτερ– ερμηνεία από την ηθοποιό, με μεγάλη φροντίδα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια.

Όπως ας πούμε τη χρήση του ανθεμικού Good Luck, Babe της λατρεμένης Chappell Roan σε μια σκηνή όπου η Μισέλ οδηγά έχοντας μόλις φύγει από το γραφείο. «Ήταν μια έρευνα του τι θα είχε ενδιαφέρον να ακούει αυτός ο χαρακτήρας. Νομίζω ότι θα ακούει κάτι πολύ σύγχρονο και κάπως προοδευτικό, και νομίζω είναι ένα κομμάτι του χαρακτήρα της ότι θα προσπαθούσε να είναι σε επαφή με το σύγχρονο και το λίγο edgy», εξηγεί ο Λάνθιμος όταν (φυσικά) τον ρωτάω πώς κατέληξαν σε αυτό το κομμάτι.

«Οπότε έκανα μια έρευνα, δοκίμασα διάφορα τραγούδια και αυτό ήταν ένα που νομίζω ταίριαζε πάρα πολύ. Και άρεσε πολύ και στην Έμμα η ιδέα. Τα ψάχναμε μαζί, στέλναμε ο ένας τον άλλον τραγούδια – της άρεσε πάρα πολύ αυτό όταν της το έστειλα, και αποφάσισα να είναι αυτό».

Δίπλα – ή μάλλον απέναντι – στην Στόουν είναι ο Τζέσι Πλέμονς, ένας ακόμα κορυφαίος ηθοποιός της γενιάς του σε διαδοχικές συνεργασίες με τον Λάνθιμο. Για την αμέσως προηγούμενη ταινία που έκαναν μαζί, τις Ιστορίες Καλοσύνης, ο Πλέμονς κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Καννών. Στη Βουγονία είναι ο συνωμοσιολόγος Τέντι, ένας χαρακτήρας σχεδόν δυσφορικά ανάγλυφος, σε μια ακόμα φοβερή ερμηνεία του ηθοποιού.

«Στο σενάριο οι χαρακτήρες ήταν πολύ ζωντανοί και πολύ συγκεκριμένοι και ήξερα ότι η Έμμα και ο Τζέσι θα μπορέσουν να κάνουν κάτι σίγουρα εξαιρετικό με αυτό. Οπότε συνήθως απλά τους αφήνω να να παλέψουν με το υλικό και με τον εαυτό τους και να δουν τι θέλουν να δώσουν αυτοί. Δεν θέλω να τους περιορίσω με συγκεκριμένες σκέψεις δικές μου για το πως θα έπρεπε να είναι ο χαρακτήρας», παραδέχεται ο Λάνθιμος.

«Το να αφήσεις τόσο εξαιρετικούς ηθοποιούς να βάλουν την προσωπικότητά τους και τη σκληρή δουλειά τους και να σου δώσουν κάτι παραπάνω, συνήθως σου δίνει κάτι πολύ πιο πλούσιο από ό,τι έχεις στο μυαλό σου».

ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΤΟΥΣ ΚΟΣΜΟΥΣ ΤΟΥ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΝΘΙΜΟΣ

Poor Things (2023) Searchlight Pictures

Μια κλειστοφοβική πάλη οπτικών του κόσμου, η Βουγονία είναι στην ουσία ένας ακόμα κόσμος που ο Λάνθιμος μοιάζει να έχει δημιουργήσει εκ του μηδενός, όπως κάνει εξάλλου σε όλες του τις ταινίες. Από το Ξενοδοχείο του Αστακού μέχρι το steampunk του Poor Things κι από τους εφιάλτες στον Θάνατο του Ιερού Ελαφιού μέχρι το ξεκομμένο από τον πολιτισμό σπίτι του Κυνόδοντα, οι χαρακτήρες του μοιάζουν να κατοικούν πάντα σε ιδιόμορφες εκδοχές κάποιας τεταμένης πραγματικότητας – σαν παράξενοι πλανήτες, μόνοι τους στο σύμπαν. (Ο Λάνθιμος γελάει όταν του λέω πως πάντα έβλεπα τον Κυνόδοντα σαν sci-fi ταινία.)

«Ναι, δεν είναι και πολύ συνειδητό. Μπορώ να σκεφτώ μετά το γεγονός ότι ναι, προφανώς με ενδιαφέρουν κάποιοι μικρόκοσμοι και προφανώς μπορείς να ρίξεις φως σε διάφορα θέματα, καταστάσεις, τάσεις, φτιάχνοντας έναν ιδιαίτερο κόσμο με τους δικούς του κανόνες», εξηγεί. «Νιώθω ότι αυτό για μένα λειτουργεί καλά ως προς το να εξερευνήσω αυτά τα πράγματα. Αλλά ξαναλέω, δεν το κάνω συνειδητά. Δεν λέω, “λοιπόν τι κόσμο θα φτιάξουμε τώρα ώστε να εξερευνήσουμε αυτό;”», ξεκαθαρίζει.

Πώς γίνεται λοιπόν; «Νομίζω ξεκινάει από πολύ μικρά πράγματα. Από μια παρατήρηση σε σχέση με το τι συμβαίνει γύρω σου ή με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο που λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και λες: αν αυτό το πάρω και το τραβήξω, τι θα μπορούσε να γίνει; Και αν ολόκληρος ο κόσμος αντιδρούσε με αυτόν τον τρόπο; Κι αν φτιάξουμε αυτόν τον κόσμο, για να εξετάσουμε αυτή την συμπεριφορά ή αυτή τη πεποίθηση ή οτιδήποτε άλλο;», συνεχίζει να αναρωτιέται. Είναι εξάλλου αυτές οι ερωτήσεις που πάντα καθόριζαν το σινεμά του.

«Οπότε ξεκινάει από κάτι μικρό – μια παρατήρηση, μια ιδέα – και μετά όντως ναι, κατασκευάζεται ένας μικρόκοσμος μέσα στον οποίο μπορείς να παρατηρήσεις τα πράγματα από πολύ πιο κοντά, με έναν τρόπο. Είναι σαν να βάζεις ένα μικροσκόπιο σε κάτι πάρα πολύ μικρό και ξαφνικά – αυτός είναι ολόκληρος ο κόσμος. Κάπως έτσι λειτουργεί», αναλύει.

Αυτοί οι κόσμοι έχουν κάτι το υπερβατικό στην οπτικοποίησή τους, μια σχεδόν επιθετική αμεσότητα όπου η αίσθηση του ανοίκειου συνυπάρχει με αιχμηρή εικόνα, με διαρκείς ερωτήσεις για την φύση των ανθρώπων και τη θέση τους στον κόσμο, με grande αίσθηση δράματος αλλά και με ένα σουρεάλ, σχεδόν ονειρικά ανεξήγητο χιούμορ.

(Δεν είναι τυχαίο πως ένα από τα πράγματα που θαυμάζει αυτή τη στιγμή ο Λάνθιμος είναι η πλήρως ακατάτακτη, σχεδόν αδύνατον να εξηγηθεί, σειρά The Rehearsal του ΗΒΟ, όπου ο άφοβος, ευφυής Νέιθαν Φίλντερ χτίζει διαρκώς κόσμους μέσα σε άλλους κόσμους επιχειρώντας να κατανοήσει ή αποδομήσει κάποιο συμπεριφορικό στοιχείο. «Είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχουν γίνει ποτέ πιστεύω, είναι φανταστικός ο Νέιθαν. Αυτό είναι κάτι που δεν έχω ξαναδεί όχι μόνο στην τηλεόραση, αλλά πουθενά και στο σινεμά», λέει με ενθουσιασμό ο έλληνας σκηνοθέτης.)

Για τη Βουγονία ήταν πολύ σημαντικό το να γυριστεί η ταινία σε VistaVision, ένα μεγαλύτερης ανάλυσης widescreen φορμάτ φιλμ, το οποίο ήταν πολύ δημοφιλές στα ‘50s, και που έχει γνωρίσει νέα άνθιση την τελευταία διετία χάρη σε ταινίες όπως το Brutalist, το Μια Μάχη Μετά την Άλλη, αλλά και τις επερχόμενες ταινίες της Γκρέτα Γκέργουιγκ, του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν και του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου.

«Είναι σαν να βάζεις ένα μικροσκόπιο σε κάτι πάρα πολύ μικρό και ξαφνικά – αυτός είναι ολόκληρος ο κόσμος

«Αυτή η μεγαλύτερη διαύγεια κι ευκρίνεια που έχει, και το βάθος της εικόνας, σε συνδυασμό με το ότι αποφασίσαμε να δουλέψουμε περισσότερο με μεσαία και κοντινά πλάνα τους χαρακτήρες, τους έκανε σχεδόν μεγαλύτερους από την πραγματικότητα», εξηγεί ο Λάνθιμος. «Βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, οπότε υπάρχει αντίστιξη στο ότι τους κινηματογραφείς με έναν τρόπο υπερβατικό, χρησιμοποιώντας ένα φορμά τόσο πλούσιο και τόσο βαθύ όπως είναι το Vistavision».

Όπως όμως συμβαίνει και με τους κόσμους που δημιουργεί, έτσι και το στυλ του το βλέπει ως αποτέλεσμα κάποιων (συλλογικών) διαδικασιών – χωρίς να έχει δηλαδή, όπως λέει, ακριβώς συναίσθηση του στυλ του. «Εγώ διαβάζω ένα σενάριο και έχω κάποιες άμεσες και αυθόρμητες σκέψεις για το τι λειτουργεί, τι δεν λειτουργεί και το πώς θα προτιμούσα εγώ να είναι. Πού θα προτιμούσα να δώσω βάρος, πού θα προτιμούσα να οδηγηθεί αυτό. Πόσο χιούμορ έχει ή δεν έχει; Οπότε το σκέφτομαι κάπως αυθόρμητα και πρακτικά, παίρνοντας κάποιες αποφάσεις στην υλοποίηση αυτού του σεναρίου», εξηγεί.

«Πολλά πράγματα παραμένουν σταθερά, και δεν γίνεται κι αλλιώς», λέει. Ενώ παράλληλα, «μπαίνει και η ανάγκη ίσως να κάνω κάτι που είναι λίγο διαφορετικό σε σχέση με το τι έκανα πριν. Αλλά πάντα το πιο σημαντικό για μένα είναι να βρω έναν τρόπο να κινηματογραφήσω με έναν τρόπο που μου εμπνέει το ίδιο το υλικό της ταινίας. Και γι αυτό, ας πούμε, αυτή τη φορά η κινηματογράφηση είναι σχετικά διαφορετική από ό,τι ήταν και στις Ιστορίες Καλοσύνης και στο Poor Things. Είναι και σαν προσωπική ανάγκη, αλλά και πηγάζει από το υλικό. Ποια είναι η κατάσταση, ποια είναι η ιστορία, ποιο είναι το υλικό, τι είναι οι χαρακτήρες;»

Δίνει το παράδειγμα της μουσικής, που έχει γράψει κι εδώ ο Τζέρσκιν Φέντριξ, υποψήφιος για Όσκαρ με το Poor Things. «Ήθελε να υπάρχει μια αντίστιξη της κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας και των λίγων χώρων με μια σχεδόν εκστατική μουσική».

«Αλλά όλα αυτά πηγάζουν περισσότερο από το υλικό και την αντίδρασή μου σε σχέση με αυτό, την αντίδρασή μου σε σχέση με τις ερμηνείες των ηθοποιών. Μετά, όταν βρίσκομαι στο μοντάζ, η ταινία αλλάζει από αυτό που είχες στο μυαλό σου. Σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας αλλάζει», τονίζει ο Λάνθιμος.

«Είναι το σενάριο, μετά οι ηθοποιοί, το γύρισμα, το μοντάζ, η μουσική. Οπότε δε νομίζω καν ότι έχω ποτέ και τον απόλυτο έλεγχο. Έχω τον απόλυτο έλεγχο μέχρι εκεί που μπορώ να φτάσω πρακτικά και να πούμε ΟΚ, τελειώσαμε αυτήν την ταινία. Συνήθως αυτό είναι ένα deadline που σε αναγκάζει να τελειώσεις την ταινία – γιατί αλλιώς θα μπορούσαμε να δουλεύουμε για πάντα», καταλήγει γελώντας.

ΘΑ ΕΚΑΝΕ ΞΑΝΑ ΤΑΙΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;

Βληχή (2022) Y. Lanthimos

Νωρίτερα μες στη χρονιά, η Βουγονία γράφτηκε πολύ στον εγχώριο τύπο χάρη στην υπόθεση της Ακρόπολης, την οποία η παραγωγή είχε ζητήσει για ένα σύντομο γύρισμα μιας σημαντικής σκηνής της ταινίας. (Η εναλλακτική που βρέθηκε είναι εντυπωσιακή στιγμή μες στην ταινία αλλά δε γίνεται παρά να σκεφτεί κανείς πως θα έμοιαζε το ίδιο σημείο με την εμβληματική Ακρόπολη ως σκηνικό.)

Η Ακρόπολη δεν δόθηκε στον Λάνθιμο, το οποίο όπως γράφαμε και τότε είναι κομμάτι μιας αλυσίδας αποφάσεων πάνω στο τι θέλει η χώρα να προβάλλει ως «τέχνη» και τι όχι. Θυμόμαστε δε ότι, όπως είχε πει ο Λάνθιμος στους έλληνες δημοσιογράφους κατά την κυκλοφορία του Poor Things, όλες οι επιλογές για την πολυβραβευμένη ταινία ήταν ανοιχτές, ακόμα και το να γυριστεί και στην Ελλάδα. Νωρίτερα φυσικά, είχε γυρίσει τη μικρού μήκους Βληχή με την Έμμα Στόουν στην Τήνο.

Όλα αυτά δείχνουν αν μη τι άλλο πως το κεφάλαιο Ελλάδα παραμένει ανοιχτό για τον ίδιο. Αλλά έχουν υπάρξει όλα αυτά τα χρόνια ιδέες που είχε, οι οποίες αν ήταν να γίνουν, θα είχε νόημα να γίνουν μόνο εδώ; «Υπάρχουν κάποια πράγματα που σκέφτομαι αλλά ποτέ δεν… ξανά, δεν το σκέφτομαι έτσι», λέει ενώ το σκέφτεται. «Δηλαδή είναι μια φυσιολογική διαδικασία σκέψεων, ιδεών, και κάθε φορά αποφασίζω τι νιώθω ότι είναι πιο ολοκληρωμένο στο μυαλό μου ώστε να αρχίσω να δουλεύω σε ένα σενάριο».

«Οπότε αν πραγματικά είναι κάτι που έχει λόγο να γυριστεί στην Ελλάδα, φυσικά και θα το κάνω. Όπως έκανα ας πούμε με τη Βληχή, τη μικρού μήκους ταινία. Εμπνεύστηκα από τον τόπο, οραματίστηκα αυτό το πράγμα και έπρεπε, και ήθελα, να γίνει εκεί. Δεν θα μπορούσε να γίνει πουθενά αλλού. Αν υπάρξει κάτι τέτοιο άλλο στην πορεία, φυσικά και [θα το κάνω]… παρόλες τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς», λέει χαμογελώντας.

«Γιατί υπάρχουν δυσκολίες διαφορετικών ειδών παντού».

«Αν πραγματικά είναι κάτι που έχει λόγο να γυριστεί στην Ελλάδα, φυσικά και θα το κάνω. Παρόλες τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς.»

Αυτό μου θυμίζει κάτι που μου είχε πει όταν είχαμε μιλήσει ξανά, πριν χρόνια, για τον Θάνατο του Ιερού Ελαφιού, συγκρίνοντας τις διαδικασίες των διεθνών παραγωγών στο επίπεδο των οποίων πλέον είχε αρχίσει να λειτουργεί, με τα όσα είχε βιώσει πίσω, όταν έκανε ταινίες στην Ελλάδα. «Όσο μεγαλύτερο κι αν γίνεται το μπάτζετ, δεν είναι ποτέ αρκετό. Είναι πάντα ίιιισα λίγο λιγότερο από αυτό που χρειάζεσαι για να κάνεις την ταινία. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό!», έλεγε γελώντας στη συνέντευξη για το τότε PopCode. «Είναι πάντα αγχωτικό, πάντα παλεύεις ενάντια στο χρόνο, και απέναντι σε μια προϋπάρχουσα ιδέα για το πώς τα πράγματα υποτίθεται πως πρέπει να φτιάχνονται, πόσοι θα είναι στο συνεργείο, πώς σετάρεις ένα ολόκληρο φιλμ».

Η κουβέντα τότε είχε φτάσει αναπόφευκτα στα ξεκινήματά του στην Ελλάδα, με την Κινέττα και έπειτα με τον Κυνόδοντα. «Επειδή ξεκίνησα κάνοντας ταινίες στην Ελλάδα με τους φίλους μου και ήμασταν ας πούμε 5 άνθρωποι που δεν χρειάζονται πολλά, μπορούσαμε να είμαστε ελαστικοί, να κάνουμε ό,τι θέλουμε, να αλλάζουμε γνώμη. Εκεί δουλεύεις μόνο με ανθρώπους που το κάνουν από την αγάπη τους για τη δημιουργία μιας ταινίας, σου δίνουν τα ρούχα τους, τα αυτοκίνητά τους, σου δίνουν τα πάντα απλά για να γίνει η ταινία», έλεγε τότε.

Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, που ήταν παραγωγός της Κινέττας (και μετέπειτα και στις Άλπεις), θυμάται πως «ο μόνος τρόπος που καταφέραμε να την φτιάξουμε είναι επειδή το κάναμε μόνοι μας. Ήμασταν τέσσερα άτομα. Είπαμε, γάμα το. Θα το κάνουμε μόνοι μας, ξέρεις, με κάποια χρήματα από άλλους παραγωγούς που συνεργάζονταν με τον Γιώργο στη δημιουργία διαφημιστικών, και χρησιμοποιήσαμε φιλμ και κάμερες από διαφημιστικά».

Τα δεδομένα έχουν φυσικά αλλάξει για τον Λάνθιμο που, στο διεθνές πια στερέωμα δουλεύει σε ταινίες που κερδίζουν Όσκαρ –θυμάστε ότι το Poor Things κέρδισε τέσσερα Όσκαρ;;–, διακρίνονται στα φεστιβάλ, προσελκύουν ηθοποιούς που εμφανέστατα τρελαίνονται να δουλεύουν μαζί του, και γενικώς είναι υπολογίσιμα κομμάτια των στρατηγικών πλάνων ακόμα και γιγάντιων στούντιο. Με έχει στιγματίσει αυτή η εικόνα από το Disney Expo για τις μεγάλες κυκλοφορίες της Disney το ‘24, όπου ανάμεσα σε ριμέικ δισεκατομμυρίων, υπερήρωες, Pixar και μπλοκμπάστερ franchise επιστημονικής φαντασίας, υπάρχει μια ταινία των Λάνθιμου-Φιλίππου.

Από την Κινέττα έχουν περάσει 20 χρόνια. Από τον Αστακό –την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, για την οποία προτάθηκαν για Όσκαρ Σεναρίου μαζί με τον Ευθύμη Φιλίππου– έχουν περάσει 10. Είναι στάδια, είναι διαφορετικές περίοδοι, είναι πράγματα που εν τέλει χτίζουν ένα σπουδαίο σύνολο διαρκούς κίνησης, διαρκούς εξερεύνησης, όπως θέλεις πες το. Εκείνες οι παλιές του ταινίες από την Ελλάδα, θα είναι πάντως κάτι πάντα ξεχωριστό.

«Τις βλέπω… με συμπάθεια», λέει γελώντας με ζεστασιά. «Τις βλέπω ως παιδιά μου. Δεν τις βλέπω συχνά. Δηλαδή όχι “δεν τις βλέπω συχνά” – κάνω γενικώς χρόνια να τις ξαναδώ από τη στιγμή που έχω τελειώσει», διορθώνει τον εαυτό του. «Τις αγαπάω με τα ελαττώματά τους, με πολλά πράγματα που ξέρω εγώ για αυτές, τα οποία δεν ξέρει κανένας. Το τι συνέβη, πώς έγιναν, πώς κατέληξαν να είναι αυτό που είναι. Είναι κομμάτια της ζωής μου, δεν μπορώ να τα δω ως ταινίες με τον ίδιο τρόπο που βλέπω ταινίες κάποιου άλλου».

«Και γι’αυτό νομίζω ότι είναι κάπως μάταιη προσπάθεια να…», σταματάει για να σκεφτεί. «Πέρα από το ότι ξέρω ότι αποτυγχάνω σε πάρα πολλά πράγματα που προσπαθώ να κάνω σε ταινίες – έχει να κάνει με τις συνθήκες, ίσως με την ικανότητά μου να φτάσω σε ένα σημείο, την ικανότητα συνεργατών ή οτιδήποτε – πάντα ψάχνω να φτιάξω κάτι που θα το δω και μετά θα με συγκινήσει», ξεκαθαρίζει.

«Έχω συνειδητοποιήσει ότι αυτό είναι μάταιο».

«Γιατί πραγματικά ξέρω ακριβώς το πώς έγινε, το πώς θα μπορούσε να είναι καλύτερο, τι έλειπε, τι “θα” μπορούσε. Πράγματα που τα περισσότερα δεν τα ξέρει κανένας άλλος», καταλήγει χαμογελώντας. «Οπότε απλά θα προσπαθώ να κάνω το καλύτερο που μπορώ. Πάντα».

«Και να χαίρομαι τη διαδικασία περισσότερο».

Giulia Parmigiani

Η πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας ΒΟΥΓΟΝΙΑ φιλοξενήθηκε στην τελετή έναρξης του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, παρουσία των διεθνώς καταξιωμένων, δημιουργού Γιώργου Λάνθιμου και μοντέρ Γιώργου Μαυροψαρίδη. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία.

Σχετικό Άρθρο
Σχετικό Άρθρο
Info:

Η “Βουγονία” κυκλοφορεί στην Ελλάδα από την Tanweer, την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα