Η «ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΧΕΙΡΑΨΙΑ» ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΥΡΟ 1975
Τι μένει σήμερα; Ας πούμε ένα βράδι στη βεράντα, μισόν αιώνα πριν. Το διάβασμα με πορτατίφ για στρυφνό μάθημα και στο διάλειμμα από το «σπασίκλιασμα» οι μαγικοί Pink Floyd στο πρώτο μας κασετόφωνο. Ένας χρόνος στη μεταπολίτευση. Άγουρο 1975…
Όσοι το άκουσαν στην ώρα του -δηλαδή στα μέσα της δεκαετίας του 1970- και το αγάπησαν -δηλαδή πολλές δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο- εκείνο το αριστούργημα των Pink Floyd, σίγουρα κάτι ένοιωσαν διαβάζοντας αυτές τις μέρες τα πάμπολλα αφιερώματα για τα 50 χρόνια από την κυκλοφορία του Wish You Were Here.
Shine on you crazy diamond, δικέ μου.
Το άγουρο για την εφηβεία μας 1975, έτος μετάβασης από τη χούντα στη δημοκρατία, με το εκκρεμές της ψυχοσύνθεσης και της συμπεριφοράς να πηγαίνει ευνοήτως προς τα αριστερά, είχε πολλά παράλληλα γεγονότα μέσα κι έξω από την Ελλάδα.
Εδώ είχαμε τη δίκη των πρωταίτιων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, τις διεργασίες για το νέο Σύνταγμα, το διαζύγιο του ζεύγους Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ και στη μουσική ατμόσφαιρα με τα τραγούδια του Μίκη, τις πολιτικές μπαλάντες, τα αντάρτικα κλπ, ως συνέπεια της άκρης του εκκρεμούς που επισημάναμε.
Το 1975 ήταν όμως το ίδιο παράξενη αλλά και καθοριστική χρονιά για την Αμερική και την Ευρώπη, με τη μουσική να αντικατοπτρίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ραγδαίες πολιτισμικές αλλαγές. Ο πόλεμος του Βιετνάμ είχε φτάσει στο τέλος του ενώ το ροκ εντ ρολ είχε πάψει να είναι πια «επικίνδυνο».
Την ίδια στιγμή, γεγονότα από την ποπ κουλτούρα, τον αθλητισμό και την πολιτική συνέθεταν ένα σκηνικό έντονης μετάβασης και αντίφασης.
Μουσικά πάντως το 1975 υπήρξε μια χρονιά-σταθμός.
Η disco, το punk, η reggae και το metal βρίσκονταν σε άνοδο, ενώ καλλιτέχνες όπως η Patti Smith και ο Willie Nelson κυκλοφορούσαν πλέον εμβληματικά άλμπουμ. Ταυτόχρονα, θρυλικές μορφές της ροκ όπως οι Bruce Springsteen, Pink Floyd, Joni Mitchell, Led Zeppelin, Bob Dylan και Neil Young παρέδωσαν διαχρονικά έργα.
Και το βινύλιο αγορασμένο με αιματηρές οικονομίες που ευχαρίστως δεχόσουν να υποστείς για να ζήσεις εκείνη την παλιά μουσική μαγεία της γενιάς μας πάντα δίπλα μας. Αν μάλιστα ο δίσκος ήταν «εισαγωγής» ένοιωθες βασιλιάς σε εποχές αντιμοναρχικού κλίματος.
Μόλις λίγα χρόνια πριν, άλλωστε, το 1969 επί Γούντστοκ, ο κόσμος κόντεψε να πιστέψει ότι η ποπ ροκ μουσική θα κληρονομήσει τον κόσμο.
Τέτοιο ρίγος είχαμε. Όπως συνέβη και με την τύχη να αγοράσεις στην εφηβεία σου το «Wish You Were Here». Παίζει ρόλο και η ηλικία που ήσουν «τότε» για το χτίσιμο των αναμνήσεων.
Αν τα μισά κομμάτια του άλμπουμ (“Welcome to te Machine” και “Have a Cigar” συνιστούν μια καταγγελία της εκμετάλλευσης των μουσικών από τις δισκογραφικές εταιρείες, τα άλλα μισά (“Shine on You Crazy Diamond” και Wish You Were Here”) αποτελούν μια πλάγια αναφορά στον Syd Barret, ψυχή της μπάντας στα πρώτα της βήματα (συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, κιθαρίστας) που αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το γκρουπ μετά το πρώτο άλμπουμ των Pink Floyd εξαιτίας ψυχολογικών προβλημάτων, που σύμφωνα με ρεπορτάζ της εποχής προκάλεσε η χρήση LSD.
Οι λάτρεις του ιστορικού αυτού δίσκου συζήτησαν όπως και κάποιοι αναλυτές, την αρχή του κομματιού Wish You Were Here (ομώνυμο του δίσκου) όπου συμβαίνει μια νοερή «κιθαριστική» συνάντηση του πρώην (Syd Barett) και του νυν κιθαρίστα (David Gilmour) μέσα απο ραδιοκύματα!
Τι δεν ξεχάσαμε από το Wish You Were Here παρότι πέρασε μισός αιώνας;
*Σίγουρα τη φλεγόμενη χειραψία του εξωφύλλου.
Δύο επιχειρηματίες ανταλλάσουν χειραψία, με τον έναν να τυλίγεται στις φλόγες. Αντιπροσωπεύει, σύμφωνα με τις κριτικές της εποχής, την εκμεταλλευτική φύση της μουσικής βιομηχανίας όπου οι καλλιτέχνες (ο άντρας που φλέγεται) “καίγονται” από συμφωνίες και χάνουν την ψυχή τους, ενώ ο άλλος (η βιομηχανία) παραμένει ανεπηρέαστη.
(Είναι εμπνευσμένο από τον αγγλικό ιδιωματισμό “I gοt burned”, που αναφέρεται σε μια συμφωνία όπου το ένα μέρος “ρίχνει” (εξαπατά) το άλλο (ίσως η φράση έχει σχέση και με την χαρτοπαιξία, πχ στο black jack, καίγεσαι όταν τραβήξεις φύλλο που σε πάει πάνω από το όριο).
Όταν η μουσική βιομηχανία ήταν παντοδύναμη οι νεαροί μουσικοί που ήταν πρόθυμοι να υπογράψουν συμβόλαια με εταιρείες έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης. Πχ ό,τι δαπανούσε η εταιρεία για την δημοσιότητα του καλλιτέχνη (ρούχα, φωτογραφήσεις, οργάνωση συναυλιών κτλ) τους τα αφαιρούσαν (και με το παραπάνω) μετά από τις εισπράξεις του δίσκου. Έτσι, οι μουσικοί έπαιρναν ψίχουλα ή τίποτα. Μια εξαίρεση ήταν οι Led Zeppelin, οι οποίοι χάρη στον επιτήδειο και δυναμικό μάνατζέρ τους Peter Grant δεν έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης.
*Επίσης τον Άνθρωπο Δίχως Πρόσωπο που έκανε αίσθηση στο οπισθόφυλλο. Με κοστούμι, χωρίς πρόσωπο ή άκρα, εμφανίζεται στην έρημο, συμβολίζοντας το κενό, την απανθρωπιά και την έλλειψη ταυτότητας μέσα την αδυσώπητη “μηχανή” της μουσικής βιομηχανίας (“welcome to the machine” !).
* To Σκηνικό των φωτογραφιών (Η εξωτερική πίσω αυλή (“Back Lot”) των στούντιο της Warner Bros, στο Hollywood, όπου έκαναν προσωρινές ψευτο-κατασκευές με κόντρα πλακέ και φελιζόλ που εκπροσωπούσαν αστικά τοπία για να γυρίσουν εξωτερικά ταινιών.
Το διάλεξαν σαν σκηνικό “η χώρα της φαντασίας, όπου τίποτα δεν είναι αληθινό”, δίνοντας έμφαση στην εικονική πραγματικότητα και έλλειψη αυθεντικότητας της μαζικής κουλτούρας (και κατ’ επέκταση του υλικού πολιτισμού και του και καπιταλισμού) την οποία επέκρινε το συγκρότημα σε αυτό το δίσκο.
Το άλμπουμ συνδύαζε έντονα συναισθηματικούς στίχους σε τραγούδια που κυριαρχούνταν από εξερευνητικά ορχηστρικά μέρη. «Από αυτή την άποψη, αυτό είναι πραγματικά ένα άλμπουμ των μουσικών», είπε ο James Mason.
Τόσο ο κιθαρίστας David Gilmour όσο και ο αείμνηστος πιανίστας Rick Wright έχουν αποκαλέσει το «Wish» ως το αγαπημένο τους άλμπουμ των Pink Floyd.
Το ότι θεωρήθηκε αριστούργημα μετά το μυθικό “Dark Side Of The Moon”, που θεωρούνταν αξεπέραστο, για πολλούς αποτέλεσε έκπληξη.
Ίσως μάλιστα αυτή η τελειότητα της παραγωγής προκάλεσε την αντίδραση του επόμενου κινήματος των seventies, αυτού του punk rock, οι πρωταγωνιστές του οποίου ήθελαν να επιστρέψουν στον άγριο αυθορμητισμό του πρωτόγονου rock and roll.
Πίσω στην Ελλάδα του 1975, αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω ίσως φανούν υπερβολικά. Ειναι όμως αληθινά
Ο φίλος συγγραφέας Στέφανος Σακελλαρίδης θυμάται:
«Φαίνεται πως το «Wish You Were Here” συνδύαζε την ποιότητα με την εμπορικότητα: ηταν ευρηματικό, πολύπλοκο με άψογη παραγωγή και δημιουργική χρήση των ηχητικών εφέ αλλά συγχρόνως κατά περίεργο τρόπο εύπεπτο και πιασάρικο στο ευρύ κοινό. Για αυτό (σύμφωνα με την προσωπική μας εμπειρία) δεν το άκουσαν μόνο οι ροκαδες αλλά και τα παιδιά που άκουγαν ελαφρολαϊκά η ντίσκο. Εκείνα τα χρόνια το άκουγες παντού: σε καφετέριες, ντισκοτέκ, σε εμπορικά καταστήματα, σε πάρτυ, αλλά και σαν μπακγκράουντ σε ερωτικά ραντεβού ή και σε αισθησιακές ελληνικές ταινίες και σήριαλ»!
Τι μένει σήμερα;
Ας πούμε ένα καλοκαίρι βράδι στη βεράντα, μισόν αιώνα πριν. Το διάβασμα με πορτατίφ για τις εισαγωγικές εξετάσεις και στο διάλειμμα από το «σπασίκλιασμα» οι Pink Floyd στο πρώτο μας κασετόφωνο. Ένας χρόνος στη μεταπολίτευση. Άγουρο 1975…