“Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΧΙΝΤ ΡΑΤΖΑΜΠ”: ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΦΙΛΜ ΠΟΥ ΕΦΕΡΕ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
H Καουτέρ Μπεν Χανιά παραδίδει ένα φιλμ του οποίου η δύναμη είναι αδύνατον να περιγραφεί με λόγια – έχοντας σμπαραλιάσει τους θεατές και δημοσιογράφους που το παρακολουθήσαμε στην παγκόσμια πρεμιέρα του – Χειροκοκροτούσαμε επί 23 λεπτά.
Για τις μεγάλες πιθανότητες που είχε η “Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ” να διακριθεί στα βραβεία του φετινού φεστιβάλ Βενετίας –μέχρι και το Χρυσό Λιοντάρι– γράφαμε από πριν καν ξεκινήσει η διοργάνωση, αλλά ακόμα και με αυτό το σκεπτικό, δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για την ίδια την εμπειρία της παρακολούθησης του συνταρακτικού, σαρωτικού υβριδικού φιλμ της Καουτέρ Μπεν Χανιά.
Η Τυνήσια σκηνοθέτρια γύρισε την ταινία ταχύτατα, σε μια άμεση αντίδραση πάνω σε ένα από τα αμέτρητα σοκαριστικά περιστατικά κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας και της συνεχιζόμενης κατοχής στη Γάζα. Και παραδίδει ένα φιλμ του οποίου η δύναμη είναι αδύνατον να περιγραφεί με λόγια – έχοντας σμπαραλιάσει τους θεατές και δημοσιογράφους που το παρακολουθήσαμε τη μέρα της παγκόσμια πρεμιέρας του.
ΜΙΑ ΣΑΡΩΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΑΣΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΧΙΝΤ ΡΑΤΖΑΜΠ
Η ταινία αποτελεί δραματοποίηση ενός φρικώδους περιστατικού τον Ιανουάριο του ‘24 στη Γάζα, όταν ένα 6χρονο κορίτσι καθηλώνεται ουσιαστικά μέσα στο αυτοκίνητο όπου επέβαινε μαζί με μέλη της οικογένειάς της. Ο κατοχικός στρατός του Ισραήλ άνοιξε πυρ, σκοτώνοντας τους υπόλοιπους επιβαίνοντας, με την μικρή Χιντ Ρατζάμπ, ακόμα ζωντανή, να έρχεται σε τηλεφωνική επικοινωνία με υπαλλήλους της Ερυθράς Ημισελήνου. Εκεί όπου, χιλιόμετρα μακριά, στήνεται μια επιχείρηση διάσωσης της 6χρονης, έχοντας όμως να αντιμετωπίσουν κύματα γραφειοκρατίας εκτός από τις γενοκτονικές ορέξεις του ισραηλινού στρατου.
Η Μπεν Χανιά σπάει ξανά τα όρια πραγματικότητας και μυθοπλασία, όπως έκανε και στο έξοχο προηγούμενο φιλμ της, “Τέσσερις Κόρες” το οποίο λειτούργησε με μια μίξη πραγματικών προσώπων και ηθοποιών ώστε να αναπτύξει ένα ψυχαναλυτικό παιχνίδι ρόλων σε κινηματογραφική μορφή. Ετούτη τη φορά όμως, αυτό που κάνει μας οδηγεί ευθέως στα όρια της φρίκης, όπου η πραγματικότητα είναι εντελώς αναπόδραστη για τους θεατές.
Στην ταινία, η “Φωνή” του τίτλου, ανήκει όντως στην πραγματική 6χρονη Χιντ Ρατζάμπ. Η Μπεν Χανιά κάνει χρήση των αληθινών ηχογραφήσεων από τη μέρα της επιχείρησης διάσωσης, την ώρα που η οπτική δράση εξελίσσεται στο κέντρο της Ερυθράς Ημισελήνου μέσα από δραματοποιήσεις των πραγματικών γεγονότων.
Μπορεί να ακούγεται σαν exploitation, και σίγουρα το σινεμά της Μπεν Χανιά συχνά φλερτάρει με αυτό. Αλλά ειλικρινά, η προσπάθεια συμβατικής κινηματογραφικής απεικόνισης ενός τέτοιου γεγονότος, θα έπρεπε να θεωρείται εξίσου αν όχι περισσότερο εκβιαστική. Με το να κρατά την αληθινή φωνή της Χιντ Ρατζάμπ (και μαζί τον αληθινό πανικό, την απόγνωση, τους ήχους των σφαιρών του ισραηλινού στρατού) η Μπεν Χανιά κρατά το έργο σε αποφασιστική απόσταση από την ασφάλεια του entertainment, μην αφήνοντας περιθώριο στον θεατή να αποστασιοποιηθεί (έστω υποσυνείδητα) με τη γνώση πως όσα βλέπει είναι κατασκευές, είναι κάτι για να δει και να νιώσει κάτι και μετά να συνεχίσει τη μέρα του.
Όταν ακούς με τα ίδια τα αυτιά σου, νωρίς στο φιλμ, μια ζωή να χάνεται την ώρα της κλήσης, ξέρεις άμεσα πως δεν έχεις επιλογή να κάνεις βήμα πίσω (ή να κλείσεις τα αυτιά σου). Η διάτρηση του φιξιόν επιτρέπει στην πραγματικότητα να εισβάλει στη μεγάλη οθόνη, την ώρα που μπροστά στα μάτια μας ένα μικρό αλλά εξαιρετικό ensemble ηθοποιών ερμηνεύουν τους ρόλους των υπαλλήλων της ανθρωπιστικής οργάνωσης που σταδιακά χάνουν όλο και περισσότερο την ψυχική τους ηρεμία και ισορροπία.
Αυτή η διαρκής μετατόπιση ανάμεσα στο αληθινό και στο σκηνοθετημένο είναι σαν αλληλουχία από σφαλιάρες – μια αίσθηση όχι ανόμοια με το να σκρολάρεις μέχρι τέλους (της μέρας, της μπαταρίας, της υπομονής, της θέλησης) σε ένα social media feed που μας ταϊζει εναλλάξ αληθινές εικόνες θανάτου και λιμού από τη Γάζα, με μια παράλληλη καταγραφή της πραγματικότητας, φαινομενικά διαφορετική για τον καθένα.
Η Μπεν Χανιά σκηνοθετεί όλο το φιλμ μες στα γραφεία της οργάνωσης, σα να ήταν ένα αγωνιώδες θρίλερ διάσωσης όπου όμως: α) κάθε διέξοδος απελευθέρωσης είναι ερμητικά κλειστή και β) το κινηματογραφικό σασπένς κορυφώνεται σε στιγμές πραγματικής οργής και απόγνωσης. Οι άνθρωποι της οργάνωσης είναι παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο γραφειοκρατίας που έχει επιβάλει ο ισραηλινός στρατός, που όπως σημειώνεται κάποια στιγμή στη διάρκεια της ταινίας, είναι σα να παίζει επιδεικτικά με τη μοίρα του κοριτσιού.
Η αρχική αποστομωτική αίσθηση του φιλμ οδηγεί σταδιακά στο σοκ, που οδηγεί στην απόγνωση, στον σπαραγμό και τελικά στην οργή, καθώς σταδιακά συνειδητοποιούμε ως θεατές τι πρόκειται να ακούσουμε και τι πρόκειται να αντικρύσουμε. Στην ουσία η ταινία χρησιμοποιεί την έλξη της μεγάλης οθόνης για να μας μετατρέψει σε μάρτυρες της φρίκης – μιας μόνο εκφρασής της, δηλαδή. Δεν το ζητήσαμε και δεν αποδεχτήκαμε, αλλά σε μια τέτοια ακραία συνθήκη ανθρωπιστικής κρίσης, κανείς δεν ζητά ή αποδέχεται τίποτα από τα όσα συμβαίνουν.
Τίποτα αυτή τη στιγμή στον κόσμο μας δεν είναι φυσιολογικό. Κι είναι αναπόφευκτο (αν όχι αναγκαίο) κι η τέχνη να μην σταματά στα ‘φυσιολογικά’ της όρια.
Στο μεγάλος του έπος “Ιστορία(ες) του Σινεμά”, ο Γκοντάρ μιλούσε μεταξύ άλλων για την ηθική κρίση στην οποία οδηγήθηκε το σινεμά μέσα από την αποτυχία του να καταγράψει εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με τον ίδιο τρόπο που μια ταινία δε μπορεί ποτέ στα αλήθεια να είναι αντι-πολεμική (καθώς αποτυπώνει αναπόφευκτα με όρους σασπένς, μυθοπλασίας –και entertainmen, φυσικά– τα γρανάζια της φρίκης), ίσως έτσι ακριβώς και το γκλάμουρ της μεγάλης οθόνης να αδυνατεί να μεταδώσει με συνθήκες ευθύτητας και αλήθειας την απόλυτη φρίκη.
Βλέποντας τη “Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ” με έπιασα να αναρωτιέμαι τι θα έλεγε για αυτό ο Γκοντάρ. Η Μπεν Χανιά αδειάζει το σινεμά της από το γκλάμουρ της αγωνιώδους μυθοπλασίας και μας μεταφέρει την καταγραφή της γενοκτονίας της Γάζας. Η ταινία της δεν αφήνει περιθώριο ούτε εντυπωσιασμού ούτε αποστασιοποίησης, εξαναγκάζοντας τον θεατή σε συναισθηματική συμμετοχή σε μια φρίκη την οποία βιώνουμε –εξοργιστικά– μόνο από μακριά. Νιώθωντας τον ίδιο βασανιστικό περιορισμών των υπαλλήλων της Ερυθράς Ημισελήνου.
Η εικόνα του φιλμ είναι τα πρόσωπα των ηθοποιών που όλο και περισσότερο παραδίδονται στην απόγνωση. Ο ήχος, είναι η αληθινή φωνή της Χιντ Ρατζάμπ. Το θύμα δεν αποκτά ποτέ βλέμμα στην αφήγηση, δεν έχει περιθώριο. Εκείνη παραμένει καταδικασμένη, και οι ‘πρωταγωνιστές’, παγιδευμένοι. Η πολεμική μηχανή του Ισραήλ είναι ένα μακρινό, απρόσωπο τέρας ολέθρου που ελλοχεύει πίσω ακόμα κι από την υποψία μιας λάθος στροφής στο δρόμο.
Δεν υπάρχει εξιλέωση. Δεν υπάρχει σκρολάρισμα για να πέσουν τα μάτια σου σε κάτι άλλο. Δεν υπάρχουν συμβατικές δραματουργικές κατασκευές που θα σε καθησυχάσουν πως αυτό που βλέπεις είναι μόνο μια ταινία. Δεν υπάρχει τίποτα, παρά μόνο η Φωνή. Και ένα σινεμά που τώρα, καταγράφει.
«FREE PALESTINE» ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ SALA GRANDE
Με δεδομένα όλα τα πάραπάνω, δεν είναι καθόλου παράξενο τελικά που η ταινία είχε την δίχως προηγούμενο αντίδραση που ζήσαμε σήμερα στο Λίντο. Στο τέλος της πρώτης πρωινής δημοσιογραφικής προβολής, οι θεατές χειροκροτούσαν τους τίτλους τέλους για ώρα, σα να ήταν οι συντελεστές εκεί. Κόσμος περπατούσε σα να είχε χτυπηθεί από οδοστρωτήρα. Σε μια βουβή ουρά για καφέ μετά την προβολή, συνάδελφος με κοιτάζει και λέει «ας μη μιλήσουμε για αυτό που είδαμε γιατί δε θα το αντέξω».
Το βράδυ, στην επίσημη πρεμιέρα, την προβολή ακολούθησε ένα 23λεπτο(!) standing ovation κατά τη διάρκεια του οποίου η Sala Grande ήταν γεμάτη παλαιστινιακές σημαίες και συνθήματα Free Palestine. Το σπορ της χρονομέτρησης των παλαμακίων είναι βλακώδες και δε σημαίνει τίποτα, εκτός από όταν σημαίνει: 23 λεπτά παλαμάκια όχι απλά δεν έχει ξαναγίνει, αλλά πρακτικά σημαίνει πως η αίθουσα είχε μετατραπεί πρακτικά σε συγκέντρωση – σαν αυτή την άλλη μεγαλειώδη, που έγινε το περασμένο Σάββατο στο Λίντο συγκεντρώνοντας χιλιάδες κόσμο που διέσχισε το νησί.
Νωρίτερα μες στη μέρα, στη συνέντευξη τύπου για την ταινία, η Μπεν Χανιά δέχθηκε μια ερώτηση σχετικά με την ηθική του φιλμ, για το γεγονός δηλαδή πως χρησιμοποιεί τη φωνή και φωτογραφίες ενός παιδιού που δεν είχε τρόπο να συμφωνήσει σε αυτό.
«Έχω ακούσει αυτό το επιχείρημα. Είναι βασικό θέμα συζήτησης», απάντησε η σκηνοθέτρια.«Όταν ενισχύεις τις φωνές των Παλαιστινίων, σε κατηγορούν ότι τους εκμεταλλεύεσαι – είναι ένας άλλος τρόπος για να σε σιωπήσουν. Δεν έχω τίποτα να απαντήσω σε αυτό».
Στη συνέχεια, η (εξαιρετική) πρωταγωνίστρια της ταινίας Σάζα Κιλάνι διάβασε μια κοινή δήλωσε εκ μέρους των ηθοποιών: «Εκ μέρους όλων μας των ηθοποιών: Δεν είναι αρκετά; Αρκετά με τις μαζικές δολοφονίες, την πείνα, την απάνθρωπη μεταχείριση, την καταστροφή, τη συνεχιζόμενη κατοχή. Η φωνή της Χιντ είναι μία από τις δεκάδες χιλιάδες φωνές παιδιών που σκοτώθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι η φωνή κάθε κόρης και κάθε γιου που έχει το δικαίωμα να ζει, να ονειρεύεται, να υπάρχει με αξιοπρέπεια, και όλα αυτά του έχουν στερηθεί μπροστά στα μάτια μας».
Στο μεταξύ, πριν λίγες μέρες έγινε γνωστό πως μια σειρά μεγάλων ονομάτων του Χόλιγουντ μπήκαν υποστηρικτικά ως executive producers στην ταινία, δίνοντας έτσι μια ενδεχομένως μεγαλύτερη πλατφόρμα διάδοσης – θυμίζουμε πως το περσινό ντοκιμαντέρ “Καμιά Άλλη Γη” που κέρδισε το αντίστοιχο Όσκαρ, δεν βρήκε ποτέ διανομή στην Αμερική. Ονόματα όπως ο Τζόναθαν Γκλέιζερ, ο Μπραντ Πιτ, ο Αλφόνσο Κουαρόν, αλλά και οι Χοακίν Φοίνιξ και Ρούνι Μάρα, που παρευρέθηκαν και στην παγκόσμια πρεμιέρα της Βενετίας.
Αυτό, σε συνδυασμό με ένα βέβαιο μεγάλο βραβείο από το φεστιβάλ (προσωπικά δεν βλέπω πώς χάνει το Χρυσό Λιοντάρι) θα κάνουν τη “Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ” μια ταινία με μεγάλες προοπτικές διακρίσεων στο βάθος της σεζόν. Ακόμα πιο σημαντικά, θα είναι μια μελλοντική ταινία-σημείο αναφοράς, μια ταινία που κατέγραψε, άμεσα, αποφασιστικά, ωμά.
Έρχεται μάλιστα λίγους μήνες μετά το επίσης σπουδαίο “Put Your Soul on Your Hand and Walk” της Σεπιντέ Φαρσί, το οποίο είχαμε δει στις Κάννες, λίγες μέρες αφότου το Ισραήλ εκτέλεσε την πρωταγωνίστρια του ντοκιμαντέρ με στοχευμένη βομβιστική επιδρομή στην κατοικία της. Τόσο αυτό όσο και η “Φωνή” έχουν ευτυχώς ήδη διανομή στην Ελλάδα.
Η “Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ” θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από το Cinobo. To 82o φεστιβάλ Βενετίας ολοκληρώνεται στις 6 Σεπτεμβρίου.