Η ΠΙΝΑ ΜΠΑΟΥΣ “ΖΗΤΑ” ΑΠΟ 23 ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΤΟΥΣ
Μία συνέντευξη με τον Θανάση Ακοκκαλίδη, τη Βίκυ Βολιώτη και τον Δημήτρη Γεωργιάδη που μας ξεναγούν στον μαγικό κόσμο της Πίνα Μπάους.
Λίγο πριν ξεκινήσει η πρόβα του Kontakthof μπαίνω στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού στο Κτίριο Τσίλλερ. Εκεί δεσπόζει μία τεράστια αίθουσα χορού. Πρόκειται για την προσαρμογή σκηνικού του Gerburg Stoffel. Ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της σπουδαίας χορογράφου Πίνα Μπάους (Pina Bausch), κάνει πρεμιέρα σήμερα, Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου και πρόκειται για μια σύμπραξη του Εθνικού Θεάτρου με το Pina Bausch Foundation.
Το Kontakthof παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1978 στην Όπερα του Wuppertal και αποτελεί ορόσημο της πρώιμης περιόδου της Bausch. Με τον καιρό, το έργο αυτό συνέχισε να περιοδεύει, προσαρμοζόμενο σε διάφορες γενιές και ερμηνείες, διατηρώντας πάντα την ίδια ακαταμάχητη ενέργεια. Μέσα από το έργο, η Pina Bausch αναζητά την επαφή, τη συναισθηματική φόρτιση, τη βία και την τρυφερότητα που προκύπτουν από την ανθρώπινη ανάγκη να επικοινωνήσει κανείς.
Η σκηνική αυτή αναβίωση τελεί υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση των Josephine Ann Endicott, μέλους της αρχικής διανομής του 1978 και επί χρόνια βοηθού της Pina, και του Δάφνι Κόκκινου, μέλους του Tanztheater Wuppertal και βοηθού της Pina από το 1993, σε συνεργασία με την Anne Martin — επίσης μέλος της αρχικής διανομής — και τον Scott Jennings, διευθυντές προβών του Foundation.
Η παράσταση θα παρουσιαστεί στην Κεντρική Σκηνή του Κτηρίου Τσίλλερ με 23 ξεχωριστούς ερμηνευτές και ερμηνεύτριες από την Ελλάδα, 21 έως 55 χρόνων, που επιλέχθηκαν ειδικά για αυτή την παραγωγή.
Συναντώ τον Θανάση Ακοκκαλίδη, τη Βίκυ Βολιώτη και τον Δημήτρη Γεωργιάδη, τρεις από τους 23 ερμηνευτές και ερμηνεύτριες που πρωταγωνιστούν στην παράσταση αυτή. Ξεκινάμε και συζητάμε για το πώς προφέρεται και τι σημαίνει το Kontakthof. Η γερμανοτραφής Βίκυ Βολιώτη εξηγεί πως σημαίνει “η αυλή των συναντήσεων” και το τονίζει στην παραλήγουσα με σιγουριά.
Την ξενάγησή μας στο έργο αυτό ξεκινά ο Θανάσης Ακοκκαλίδης: “Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του κόσμου είναι οι ανθρώπινες σχέσεις των ανδρών και των γυναικών που συναντιούνται πάνω στη σκηνή. Μέσα σε αυτόν βλέπουμε τα παιχνίδια εξουσίας που αναπτύσσονται μεταξύ τους ή και την ανάγκη που μπορεί να υπάρξει σε σχέση με την αγάπη, την τρυφερότητα, την ευαλωτότητα.
Και η Βίκυ Βολιώτη διευκρινίζει: “Μιλάμε για σχέσεις ερωτικές και συζυγικές έτσι, όχι φιλικές. Εμπεριέχει ό,τι περικλείει τον κόσμο ενός ζευγαριού.
Ο Δημήτρης Γεωργιάδης προσθέτει: “Είναι ένας χώρος κατανόησης, τρυφερότητας, αγγίγματος, αλλά και βίας.”
Λόγια δεν υπάρχουν στην παράσταση. Υπάρχουν, ωστόσο, διακριτοί ήρωες, ζευγάρια τα οποία ακολουθούμε;
Ο Δημήτρης Γεωργιάδης εξηγεί πως: “δουλέψαμε με το βίντεο της πρωτότυπης παράστασης. Κάποιοι από εμάς έχουμε τον αντίστοιχο ερμηνευτή – χαρακτήρα της πρώτης διανομής.”
Και ο Θανάσης Ακοκκαλίδης προσθέτει: “Το έργο δεν έχει πλοκή με τη συμβατική έννοια του όρου. Είναι μια παράθεση σκηνών μέσα από τις οποίες αναπτύσσονται όλα αυτά που είπαμε πριν, πολλές φορές με χιούμορ, άλλες φορές με λιγότερο χιούμορ και με μεγαλύτερη βιαιότητα.
Αυτό που μας ειπώθηκε εξαρχής είναι ότι πρόκειται για ένα πολύ συγκεκριμένο υλικό, το οποίο έχει παιχτεί το 2000 με ανθρώπους 65 ετών και άνω και το 2008 με εφήβους.
Και αυτό φτιαγμένο με διαφορετικούς ανθρώπους ξαφνικά μεταμορφώνεται. Η συνάντηση παραμένει η ίδια, αλλά επειδή υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι, αυτό αλλάζει τα πάντα. Το ίδιο υλικό έρχεται σε συνάντηση με διαφορετικές ηλικίες και, εκ των πραγμάτων, αλλάζουν οι συναντήσεις: αλλάζει το σώμα, αλλάζουν οι συμπεριφορές.”
Η Βίκυ Βολιώτη συνεχίζει: “Το έργο έχει χαρακτήρες, όχι με τον τρόπο που τους εννοούμε συνήθως στο θέατρο. Έχει κάποιες τυπικές φιγούρες ανθρώπων. Τουλάχιστον όσον αφορά τους γυναικείους χαρακτήρες, υπάρχει η γυναίκα από το ‘καλό σπίτι’, εκείνη που όλοι οι άντρες θέλουν να παντρευτούν και που τους κινεί όπως θέλει η ίδια. Υπάρχει η παντρεμένη γυναίκα, που βιώνει μια κρίση μέσα στον γάμο της. Υπάρχει η κοπέλα που κυνηγάει τη σχέση, που θέλει απεγνωσμένα να αποκτήσει έναν σύντροφο και κυνηγάει όποιον άντρα βρεθεί μπροστά της — και τελικά σχεδόν κακοποιείται. Είναι αυτή που προσπαθεί να βρει τον σύντροφο και στο τέλος την κοροϊδεύουν.
Και υπάρχει η πιτσιρίκα, που κουβαλά όλη την αυτοκαταστροφή της έφηβης. Υπάρχει, δηλαδή, ένα υλικό που το συναντάμε ως αρχέτυπα.”
Ο Θανάσης Ακοκκαλίδης προσθέτει πως: “Η αφήγηση γίνεται κυρίως από την πλευρά των γυναικών, ο θεατής διαβάζει το έργο κυρίως μέσα από τη γυναικεία πλευρά.”
Και η Βίκυ Βολιώτη καταλήγει πως : “Βέβαια, η εικονοποίηση της σχέσης γίνεται και από τις δύο πλευρές. Γιατί αυτό που καταφέρνει το έργο είναι να δημιουργεί εικόνες σχέσεων, στιγμιότυπα από ζευγάρια που συναντάμε καθημερινά και που ζούμε κι εμείς οι ίδιοι.”
Πίνα Μπάους και το ταξίδι του Kontakthof
Αλλάζετε και χαρακτήρες στην πορεία του έργου;
“Ναι αλλάζουμε. Εξαρτάται από το τι φέρνει ο κάθε ερμηνευτής στην παράσταση. Πρόκειται για μια ζύμωση ανάμεσα στον άνθρωπο που ερμηνεύει και στο ίδιο το υλικό. Και τελικά, αυτός ο άνθρωπος που ερμηνεύει είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της παράστασης, περισσότερο ίσως και από το αρχέτυπο που υπάρχει ως ένα πρώτο υλικό.
Από εμάς έχει ζητηθεί δηλαδή ένα κομμάτι της προσωπικότητάς μας. Δεν μας έχει ειπωθεί τίποτα συγκεκριμένο για τον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Έχουμε μόνο τη χορογραφία, που είναι στην ουσία το κείμενό μας”, λέει ο Δημήτρης Γεωργιάδης.
Αυτό το ταξίδι πώς το βιώνετε;
Ο Δημήτρης Γεωργιάδης αναφέρει πως “μου αρέσει πολύ και με εμπνέει γιατί νιώθω πως η χορογραφία αλλάζει εμένα. Είναι η πρώτη φορά που δεν βρίσκομαι με έναν σκηνοθέτη ή μια σκηνοθέτρια που περιμένω να με μαγέψει στην πρόβα, να μου πει εκείνο το κάτι που θα με ‘στείλει’, ή να μου δείξει πώς ερμηνεύει ένα κομμάτι.
Εδώ, το ίδιο το κείμενο –που στη δική μας περίπτωση είναι η κίνηση– είναι αυτό που με μετατοπίζει. Μετατοπίζει εμένα, τόσο ως άνθρωπο όσο και ως ερμηνευτή.”
Ο Θανάσης Ακοκκαλίδης λέει από την πλευρά του: “Στην αρχή έπρεπε να κατανοήσουμε τα κινησιολογικά μοτίβα του έργου. Στη συνέχεια ήρθε το πιο ερμηνευτικό κομμάτι, το οποίο ακόμη για μένα παραμένει ανοιχτό και συνεχίζουμε να το δουλεύουμε – και νομίζω ότι θα το δουλεύουμε σε όλες τις παραστάσεις.
Για μένα αυτό είναι γενικό ζητούμενο στη δουλειά και στο θέατρο: το να μπορώ να υπάρχω χωρίς να υποδύομαι. Να υπάρχω, να είμαι εκεί, να μην ‘παίζω’. Σημασία έχει να συναντήσω αυτό που έχω καταλάβει, αυτό που έχω συμφωνήσει με τους χορογράφους. Αυτό μας ζητούν: να είμαστε εμείς.”
Ο Δημήτρης Γεωργιάδης συνεχίζει: Εγώ δεν μπορώ να δω εμένα, βλέπω όμως ότι το κομμάτι της Βίκυς είναι τελείως διαφορετικό. Διαφορετικός είναι ο τρόπος που κάνει η Βίκυ το δικό της κομμάτι σε σχέση με το πώς το έκανε ένας έφηβος – γιατί είχα δει το ντοκιμαντέρ με τα έφηβα παιδιά – ή με το πώς το είχε κάνει η πρώτη χορεύτρια στην αρχική διανομή.
Είναι ενεργειακά διαφορετικό, γιατί η Βίκυ φέρνει τη δική της ενέργεια, τον δικό της κόσμο”.
Η Βίκυ Βολιώτη λέει από την πλευρά της πως: “Αυτό που μας ζητείται είναι να λειτουργήσουμε, όπως λειτουργούν οι ηθοποιοί στο θέατρο. Δηλαδή, να κάνουμε ερμηνεία αυτών που έχουμε να χορέψουμε.
Οι χορογράφοι μάς δίνουν το πλαίσιο και η δική μας δουλειά είναι να το γεμίσουμε. Κι αυτό είναι κι ένα είδος σκηνοθεσίας.
Είμαι πραγματικά πολύ χαρούμενη που βρίσκομαι σε αυτή τη δουλειά, γιατί μετά από τόσα χρόνια μου ζητείται κάτι που δεν έχω ξανακάνει ποτέ. Είναι δύσκολο, είναι καινούργιο, αλλά με ξυπνάει. Με κάνει να βγαίνω από το σπίτι με χαρά και να έρχομαι εδώ.
Αναρωτιόμουν στην αρχή: γιατί με πήραν εμένα; Έχω μια σχετική εξοικείωση με το σώμα μου, έχω κάνει χορό όταν ήμουν μικρή, αλλά ποτέ δεν ήμουν χορεύτρια. Ο Θανάσης έχει ασχοληθεί πάρα πολύ με τον χορό, έχει υπάρξει χορογράφος. Ο Δημήτρης είναι αμιγώς ηθοποιός. Κι όμως, σε αυτή τη δουλειά υπάρχουμε ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο: επειδή μας ζητείται κάτι που είναι πέρα από τον χορό και την κίνηση.”
Και αυτό το κάτι ήταν κάπως αποκαλυπτικό για εσάς;
“Συνεχίζει και θα συνεχίζει να είναι αποκαλύπτικό” αναφέρει ο Θανάσης Ακοκκαλίδης. Και η Βίκυ Βολιώτη προσθέτει: “Είναι ο κόσμος που έφτιαξε η Πίνα Μπάους και που συνεχίζουν οι άνθρωποι που ήταν δίπλα της και τη γνώρισαν και είναι και οι ίδιοι πια δημιουργοί. Είναι ένας κόσμος ο οποίος είναι πάρα πολύ ενδιαφέρων και φοβερά συγκινητικός”.
Τρεις ώρες γεμάτες υπέροχα πράγματα
Τι βλέπουμε λοιπόν αυτές τις τρεις περίπου ώρες της παράστασης;
“Βλέπουμε υπέροχα πράγματα που σίγουρα αγγίζουν τον θεατή”, λέει η Βίκυ Βολιώτη.
Και ο Θανάσης Ακοκκαλίδης συνεχίζει: “Πρόκειται για ένα υλικό που προσαρμόζεται. Το βασικό του χαρακτηριστικό είναι ο άνθρωπος. Στην παράσταση υπάρχει μια συνεχής εναλλαγή: συνυπάρχει η ωμή πραγματικότητα με την ωμή ειλικρίνεια, αλλά και μια τυπικότητα. Υπάρχει χιούμορ, υπάρχει μελαγχολία. Υπάρχει ερωτισμός, αμηχανία, πόνος, ευαλωτότητα. Υπάρχει το παιχνίδι της εξουσίας, η συνάντηση, η ανάγκη για αγάπη και αποδοχή. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Και τα συναντάμε χωρίς να υπάρχει μια γραμμική αλληλουχία. Δεν υπάρχει κάτι που να συνδέεται με έναν συμβατικό τρόπο.
Υπάρχουν στιγμές πολύ έντονες πάνω στη σκηνή, όπου είμαστε όλοι ως ένα σύνολο. Υπάρχει μια σκηνή που τη λέμε ‘χάος’, όπου γίνεται πραγματικά χαμός. Κι όμως, όλο αυτό είναι απολύτως μετρημένο πάνω στη μουσική. Μπορεί να φαίνεται χαοτικό, αλλά όλοι ξέρουμε ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε.
Και υπάρχουν άλλες στιγμές απόλυτης ησυχίας, όπου μπορεί να μη συμβαίνει σχεδόν τίποτα, και ξαφνικά να ξεπηδά κάτι που μας ξυπνά ξανά. Νομίζω ότι οι θεατές έρχονται για να αισθανθούν. Έρχονται για να συναντήσουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτό”.
Ο Δημήτρης Γεωργιάδης εξηγεί από την πλευρά του: “Δεν είναι δηλαδή μια διανοητική διαδικασία. Είναι μια αισθητηριακή εμπειρία. Νομίζω ότι η Πίνα Μπάους αναμετρήθηκε με τον πυρήνα του ανθρώπου. Όλη της η δουλειά είχε να κάνει με πολύ πρωτόλεια, βασικά πράγματα του ανθρώπου. Μπορεί να φοράμε κοστούμια και φορέματα, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε γυμνοί.”
“Ναι, είναι πολύ ωραίο αυτό που λες” λέει ο Θανάσης Ακοκκαλίδης “Γιατί βρισκόμαστε σε μια αίθουσα χορού καλοντυμένοι, καλοφτιαγμένοι. Όμως, στην ουσία, αυτό που λέει ο Δημήτρης είναι ακριβώς το ζητούμενο.
Η πρώτη μας σκηνή είναι να παρουσιαστούμε όπως ακριβώς είμαστε. Κι αυτό έχει μια πολύ ιδιαίτερη δυσκολία. Γιατί το πιο απλό πράγμα είναι και το πιο δύσκολο: να μην κάνεις τίποτα και απλώς να υπάρχεις. Θα έλεγα ότι όλο το έργο είναι αυτό: το να μην υποδύεσαι κάτι.”
Τι θα λέγατε ότι σας συγκίνησε περισσότερο στο έργο και στη διαδικασία στην οποία έχετε μπει;
Ο Δημήτρης Γεωργιάδης εξομολογειται πως: “με συγκίνησε η ανθρωπιά του έργου και οι συνάδελφοί μου, το ήθος τους. Το πώς, με λίγα λόγια, καταφέρνουμε να συνεννοούμαστε. Με συγκίνησε επίσης το ότι επικοινωνώ, με έναν τρόπο, με μια δημιουργό της οποίας έβλεπα τα έργα σε βίντεο στο θέατρο και έκλαιγα. Αισθάνομαι κάπως κομμάτι μιας ιστορίας – της ιστορίας του παγκόσμιου θεάτρου. Και φυσικά με συγκινεί και το ίδιο το έργο: αυτό που αφηγείται, η ατμόσφαιρά του, τα βλέμματά του, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει στους ανθρώπους.”
Για τη Βίκυ Βολιώτη η παράσταση αυτή αγγίζει κάτι πολύ προσωπικό. “Το έργο αυτό συνδέεται με τη μητέρα μου και με ένα κομμάτι της καταγωγής μου, το οποίο το νιώθω πολύ έντονα σε όλη τη διάρκεια των προβών. Γνωρίζω αυτόν τον κόσμο που προσπαθούμε να αναβιώσουμε εδώ, και αυτό από μόνο του είναι βαθιά συγκινητικό για μένα.
Το δεύτερο που με συγκινεί είναι ότι έρχομαι, έμμεσα, σε επαφή με μια δημιουργό που είναι σύμβολο για όλους μας. Με έναν τρόπο, αισθάνομαι ότι συναντώ και τον ίδιο τον άνθρωπο πίσω από το έργο.
Και το τρίτο που με συγκινεί πολύ, ίσως και περισσότερο τώρα που είμαι η μεγαλύτερη ηλικιακά μέσα στον θίασο, είναι το πώς τα νέα παιδιά παλεύουν να υπάρξουν. Δουλεύουν σκληρά, με αυταπάρνηση, σε έναν χώρο αφάνταστα πιο δύσκολο ακόμη κι από το θέατρο. Κι όμως επιμένουν. Και συνεχίζουμε.”
Και ο Θανάσης Ακοκκαλίδης καταλήγει: “Νομίζω ότι η θεματολογία του έργου με συγκινεί πάρα πολύ. Επίσης, έχει δημιουργηθεί μια όμορφη ομάδα, και αυτό ξεκινάει από τους ανθρώπους που ηγούνται. Πρόκειται για μια αρμονική διαδικασία, που μας αφήνει χώρο και χρόνο να είμαστε ο εαυτός μας, ενώ ταυτόχρονα δουλεύουμε πάνω σε κάτι πολύ συγκεκριμένο, με έναν σαφή και κοινό τρόπο εργασίας.
Για μένα προσωπικά, η Πίνα Μπάους αποτελεί έμπνευση και στα δικά μου έργα. Οι αναφορές μου είναι πολλές και διαρκείς σε σχέση με τη δουλειά της.
Νιώθω επίσης ότι μέσα σε αυτή τη διαδικασία συναντώ κάτι βαθιά προσωπικό, κάτι που ακόμη προσπαθώ να καταλάβω και να ορίσω. Δεν ξέρω αν ακούγεται απόλυτα ξεκάθαρο, αλλά όλο αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή — όλες αυτές οι συναντήσεις, όλες αυτές οι σχέσεις που δημιουργούνται — με φέρνει σε επαφή με κομμάτια του εαυτού μου που με συγκινούν. Και ίσως, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν με τρομάζουν πια.”
Συντελεστές για το Εθνικό Θέατρο
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Josephine Ann Endicott, Δάφνις Κόκκινος
Διεύθυνση δοκιμών: Scott Jennings, Anne Martin
Προσαρμογή σκηνικού: Gerburg Stoffel
Προσαρμογή κοστουμιών: Petra Leidner
Προσαρμογή φωτισμών: Jo Verlei
Σύμβουλος ήχου: Karsten Fischer
Συνεργάτης στην προσαρμογή κοστουμιών: Παύλος Θανόπουλος
Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια
Οι μεταφράσεις των κειμένων της παράστασης στα ελληνικά είναι του Γιώργου Δεπάστα.
Πνευματικά δικαιώματα παράστασης: Verlag der Autoren, Frankfurt am Main εκπροσωπώντας το Pina Bausch Foundation, Wuppertal.
Ερμηνεύουν (με αλφαβητική σειρά): Θανάσης Ακοκκαλίδης, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Βίκυ Βολιώτη, Κατερίνα Γεβετζή, Δημήτρης Γεωργιάδης, Μαριλένα Δάρα, Δάφνη Δρακοπούλου, Νίκος Ζιάζιαρης, Ναταλία Καλογεροπούλου, Δημήτρης Κολλιός, Μελίνα Κόντη, Νίκος Κουσούλης, Κωνσταντίνος Κοντογεωργόπουλος, Νίκος Λεκάκης, Έρη Μάγκου, Δημήτρης Μανδρινός, Ιωάννης Μπάστας, Αλεξάνδρα Όσπιτση, Εβίνη Παντελάκη, Πύρρος Θεοφανόπουλος, Έλσα Σίσκου, Βασιάνα Σκοπετέα, Σάνια Στριμπάκου
Φωτογραφίες: Karol Jarek Βίντεο: Νίκος Πάστρας
Χώρος: Κεντρική Σκηνή | Κτήριο Τσίλλερ
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη & Κυριακή στις 17.00 | Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 20.00
Διάρκεια: 2 ώρες και 50 λεπτά (με διάλειμμα)