Η ΣΕΠΙΝΤΕ ΦΑΡΣΙ ΓΥΡΙΣΕ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΖΑ – ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Το NEWS24/7 μίλησε με την Σεπιντέ Φαρσί για το ντοκιμαντέρ “Put Your Soul on Your Hand and Walk”, την ευθύνη των θεσμών να μιλήσουν για τη Γάζα, και την στοχοποίηση της παλαιστίνιας φωτορεπόρτερ Φάτμα Χασούνα από τον Ισραηλινό στρατό.
Αυτό δεν είναι (μόνο) ένα φιλμ – είναι ένα μια εκπομπή απόγνωσης. Κι είναι ένας επικήδειος.
Αλλά ταυτόχρονα, είναι ένα ντοκουμέντο, είναι ένα κομμάτι αλήθειας που κατάφερε να δραπετεύσει από την πολιορκημένη Γάζα μέσα από πόνο, θυσία και κακές συνδέσεις. Θα ήταν πραγματικά σαν καθηλωτικό φιξιόν – αν δεν ήταν η συνταρακτική, εξοργιστική πραγματικότητα.
Το Put Your Soul on Hand and Walk, δίχως ιδιαίτερη αμφιβολία η πιο σημαντική ταινία του φετινού φεστιβάλ Καννών, ξεκίνησε για την ιρανή σκηνοθέτη Σεπιντέ Φαρσί ως μια σειρά συνομιλιών με τη νεαρή παλαιστίνια φωτογράφο Φάτμα Χασούνα. Η Φαρσί –που η ίδια έχει κάνει σχεδόν ένα χρόνο φυλακή στο Ιράν πριν φύγει από τη χώρα τελευταία φορά το 2009– καταγράφει με την κάμερά της τις βίντεο συνομιλίες με τη Φάτμα, παραθέτοντας ενδιάμεσα εικόνες που εκείνη κατέγραψε από την καταπλακωμένη Γάζα, αλλά και τηλεοπτικά ρεπορτάζ γύρω από τις εξελίξεις της επίθεσης του Ισραήλ στην περιοχή.
Είναι υπό αυτή την έννοια μια χρονοκάψουλα, μια ματιά σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε μια εν εξελίξει γενοκτονία, στο πώς τα media την καταγράφουν, και στο πώς είναι η αλήθεια εκεί, στο έδαφος. Μέσα από τις εικόνες της Φάτμα, αλλά και μέσα από τις σχεδόν καθημερινές περιγραφές της. Σε άλλη κλήση είναι ευδιάθετη, χαμογελαστή. Σε άλλη μοιάζει καταπονημένη – από τις βόμβες, από την έλλειψη φαγητού, από τα πάντα.
Η Γάζα φτάνει στα μάτια μας, όπως και στα μάτια της Φαρσί, σε απευθείας μετάδοση, μέσα από βίντεο κλήσεις με κακό σήμα, με διακοπές, με κακή εικόνα, διακεκομμένο ήχο. Σε μια περιοχή αποκλεισμένη από το Ισραήλ, και με δημοσιογράφους να στοχοποιούνται ασταμάτητα ακριβώς για να περιοριστεί η διάδοση της αλήθειας, αυτό που φτάνει μπροστά μας μέσα από αυτές τις συνομιλίες και τις εικόνες, είναι δεδομένα ανεκτίμητο.
Αλλά είναι και κάτι παραπάνω.
«ΝΟΜΙΖΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΛΛΗ ΔΕΙΛΙΑ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥΣ.»
Μια μέρα μετά την ανακοίνωση της ταινίας στο πρόγραμμα του παράλληλου τμήματος Acid του φεστιβάλ Καννών, το Ισραήλ στόχευσε και βομβάρδισε το σπίτι της Χασούνα σκοτώνοντας την ίδια και τα μέλη της οικογένειάς της.
Το σοκ ήταν τεράστιο και οι αντιδράσεις μεγάλες. Το τμήμα Acid αφιέρωσε χώρο στην κεντρική του σελίδα στην Χασούνα και έβγαλε μια ανακοίνωση που μιλούσε ευθέως για γενοκτονία και ευθύνη του Ισραήλ. Το κυρίως φεστιβάλ Καννών όμως, αυτό με την μεγάλη πλατφόρμα –κι αυτό με τη μεγάλη ευθύνη– μοιράστηκε μέρος της δήλωσης της Φαρσί, και στην δική του ανακοίνωση αναφέρεται γενικώς στη «βία στην περιοχή», δίχως να κάνει αναφορά σε γενοκτονία ή, απίθανα, στο ίδιο το Ισραήλ.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας πολιτιστικός θεσμός αποτυγχάνει να στηρίξει τους ανθρώπους που μέσω της έκθεσης που τους δίνει, τους αφήνει έκθετους: Πρόσφατα ο βραβευμένος με Όσκαρ Χαμντάν Μπαλάλ, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Καμιά Άλλη Γη, απήχθη από ισραηλινούς εποίκους. Ο Μπαλάλ, που ύστερα από διεθνείς αντιδράσεις αφέθηκε ελεύθερος, πιστεύει ότι η επίθεση ήταν αντίποινα για την επιτυχία του ντοκιμαντέρ. «Άκουσα τους στρατιώτες να γελούν με εμένα… Άκουσα τη λέξη ‘Όσκαρ’», είπε τότε.
Από την πλευρά της, η Ακαδημία των Όσκαρ έβγαλε μια ντροπιαστική ανακοίνωση όπου δεν προσέφερε υποστήριξη στον βραβευμένο σκηνοθέτη μετά την απαγωγή και επίθεση εις βάρος του, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις εκατοντάδων μελών της.
«Ακόμα αναρωτιέμαι αν υπήρχε σύνδεση ανάμεσα στην επιλογή της ταινίας στις Κάννες και μια μέρα μετά, μόλις μια μέρα μετά, χτυπάνε το σπίτι της. Λένε πως στοχεύτηκε», δήλωνε η Σεπιντέ Φαρσί μετά το άκουσμα της δολοφονίας της Χασούνα. «Πιστεύω πως είναι μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου του υψηλού αριθμού δημοσιογράφων και φωτογράφων στη Γάζα που έχουν σκοτωθεί από τον ισραηλινό στρατό», συνέχισε.
Η αντίδραση ήρθε και πάλι μέσα από συλλογική αντίδραση καλλιτεχνών, όταν μια ανοιχτή επιστολή υπογεγραμμένη από εκατοντάδες ανθρώπους του ευρύτερου φεστιβαλικού χώρου (ανάμεσά τους ονόματα σαν τον Πέδρο Αλμοδόβαρ, τον Αλφόνσο Κουαρόν, τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, αλλά και τον Γιώργο Λάνθιμο, τον Κώστα Γαβρά και την Αντέλ Εξαρχόπουλος) αναφέρουν πως δεν γίνεται να σιωπούμε ενώ διαπράττεται γεροντοκτονία στη Γάζα υπογραμμίζοντας το αίτημα με τη φράση «Ντρεπόμαστε για αυτή την παθητικότητα».
«Δεν γνωρίζω την ευθύνη του φεστιβάλ, των φεστιβάλ γενικότερα, και της Ακαδημίας. Νομίζω ότι υπάρχει πολλή δειλία», λέει ευθέως η Φαρσί μιλώντας στο News24/7 στις Κάννες. «Κοιτάξτε, είχαμε τον Μακαρθισμό. Είχαμε λογοκρισία εκεί, είχαμε εδώ στην Ευρώπη, στο Ιράν την έχουμε ακόμα. Υπάρχουν πολλά παιχνίδια που παίζονται. Αυτή είναι μια βιομηχανία, κοστίζει πολλά χρήματα. Υπάρχουν πολλά χρήματα που κερδίζονται, και νομίζω ότι οι άνθρωποι σκέφτονται τα συμφέροντά τους πρωτίστως», συνεχίζει.
«Ο ανθρωπιστικός σκοπός και η ηθική και όλα… έρχονται πολύ πιο μετά».
«Αισθάνομαι επίσης υπεύθυνη», μας λέει. «Σκέφτομαι, στο δικό μου επίπεδο, ποια είναι η δική μου ευθύνη; Με την έννοια ότι έκανα αυτή την ταινία, και αν δεν την είχα κάνει, ποια θα ήταν η διαφορά; Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω σε αυτό», λέει σα να παλεύει με τον εαυτό της. «Αν δεν την είχα κάνει… ίσως να είχε γίνει στόχος έτσι κι αλλιώς επειδή ήταν φωτορεπόρτερ. Και τότε δεν θα υπήρχε ιστορία. Αλλά τώρα που την έκανα, ήταν εξαιτίας αυτού του φιλμ που στοχοποιήθηκε; Δεν ξέρουμε», συνεχίζει συγκλονισμένη.
«Νομίζω ότι είναι σίγουρα ένας συνδυασμός πολλών πραγμάτων. Στοχοποιήθηκε – έχουμε την εγκληματολογική έκθεση η οποία είναι πολύ σαφής σχετικά με αυτό. Αλλά γιατί ακριβώς στοχοποιήθηκε; Νομίζω ότι μόνο ο ισραηλινός στρατός μπορεί να απαντήσει σε αυτό», καταλήγει.
Υπάρχει ένας τεράστιος όγκος αλήθειας που φτάνει σε εμάς μέσα από το έργο της Χασούνα και κατ’επέκταση από την ταινία κι αυτό δε μπορεί παρά να είναι κάτι το ανεκτίμητο. Όμως είναι σε κάθε περίπτωση συγκλονιστικό, να διαπιστώνει κανείς το πώς η ίδια η Σεπιντέ Φαρσί δείχνει μια ενσυναίσθηση και μια αίσθηση ευθύνης και αμφιβολίας για τον εαυτό της, που πολύ μεγαλύτεροι, πολύ πιο ισχυροί οργανισμοί, δεν έχουν δείξει ποτέ.
«Η ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΛΑΕΙ ΑΠΟ ΜΟΝΗ ΤΗΣ. ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ.»
Σήμερα, σχεδόν ένα μήνα μετά από την δολοφονία της Χασούνα, είμαστε πια στις Κάννες, όπου η ταινία Put Your Soul on Your Hand and Walk έχει κάνει την πρεμιέρα της υπό θριαμβευτική υποδοχή. Στην οθόνη-μέσα-στην-οθόνη, η Χασούνα προσφέρει ένα καθημερινό ημερολόγιο καταστροφής, κουβαλώντας συχνότερα από ό,τι όχι, ένα τεράστιο χαμόγελο που κάθε φορά που το αντικρύζεις γίνεται και πιο σπαρακτικό.
Στρέφει το κινητό προς τα έξω, για να δείξει στη Φαρσί (και σε εμάς) καπνούς από βομβαρδισμούς σε κάποια διπλανή γειτονιά. Ακούμε τα βομβαρδιστικά να σκίζουν τον ουρανό. Συναντάμε μέλη της οικογένειάς της που μας χαιρετάνε. Βλέπουμε φωτογραφίες και ντοκουμέντα που παίρνει η ίδια από περιοχές πνιγμένες στο γκρεμισμένο μπετόν. Ακούμε τα λόγια της, όταν η κακή σύνδεση δεν επιτρέπει να δούμε την εικόνα της – ή όταν η ίδια νιώθει πως, απλά, δεν μπορεί να μιλήσει περισσότερο.
«Η πρώτη ιδέα όταν συνδέθηκα με τη Φάτμα και τη γνώρισα ήταν ότι θα μου έστελνε εικόνες από τη Γάζα, δηλαδή δικές της φωτογραφίες και βίντεο. Πολύ γρήγορα, οι συνομιλίες με βίντεο έγιναν ο πυρήνας της ταινίας. Και φυσικά υπήρχαν και οι εικόνες της. Και είχα ήδη αρχίσει να βιντεοσκοπώ τις ειδήσεις, επειδή ένιωθα υποχρεωμένη από την αναντιστοιχία μεταξύ της κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης σε διαφορετικά κανάλια και με διαφορετικούς τρόπους σχετικά με τις συγκρούσεις. Πόσο μιλάμε για την ουκρανική σύγκρουση δηλαδή και πόσο μιλάμε για τον πόλεμο στη Γάζα – ή το πώς μιλάμε για αυτόν», λέει στο News24/7 η Σεπιντέ Φαρσί.
«Η τηλεοπτική κάλυψη είναι πολύ ενδιαφέρουσα, έχει μια χρονικότητα. Είναι κάτι που χρονολογεί την ταινία», εξηγεί. Σα να ήθελε εξαρχής η ταινία να είναι ένα χρονολογημένο ντοκουμέντο. «Και δεν είναι μια επίπεδη κινηματογράφηση, πραγματικά έβαλα πολλά στοιχεία μέσα σε αυτήν ενώ την κινηματογραφούσα. Εν γνώσει μου – κάνω ζουμ, υπάρχει ηλιακό φως, υπάρχουν αντανακλάσεις και όλα αυτά», εξηγεί.
Είναι αυτή η αμεσότητα που δίνει μια επιπλέον τραγική και ανθρώπινη διάσταση στην ταινία. Υπογραμμίζει το πόσο αυτή η γυναίκα στην άλλη άκρη της κλήσης, αυτές οι συζητήσεις, οι εικόνες και οι εμπειρίες, δεν είναι απλώς μια καταγραφή μιας κάποιας μακρινής πραγματικότητας, αλλά είναι κάτι που φτάνει σε εμάς, τσαλακωμένα, σκονισμένα – απολύτως ανθρώπινα.
«Ήθελα να δείξω τις στιγμές της αγωνίας μου, της ανησυχίας μου γι’ αυτήν, γιατί νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση, ανησυχώντας για ανθρώπους που γνωρίζουν, ή απλά γενικά ανησυχώντας για τους Παλαιστίνιους, γνωρίζοντας ή μη γνωρίζοντας τι συμβαίνει εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή», εξηγεί. «Η διανοητική μου, ας πούμε, συμφωνία με τον εαυτό μου και με τη Φατμά ήταν ότι μου ανοίχτηκε και μοιράστηκε τη ζωή της, και ήθελα να μοιραστώ και τη δική μου μαζί της, αλλά και με τον θεατή».
Αρχικά, η Φαρσί μας λέει πως δεν σκόπευε απαραιτήτως να εστιάσει μόνο σε έναν άνθρωπο αυτό το ντοκιμαντέρ. «Παρακολουθούσα διάφορες οικογένειες Παλαιστινίων που είχαν φτάσει από τη Γάζα μέχρι τις αρχές της 24ης Απριλίου [σσ. όταν άρχισε να μιλάει με τη Χασούνα.]. Για μερικές εβδομάδες, τον Μάρτιο έως τα μέσα Απριλίου μπορούσαν να πληρώσουν 8.000 δολάρια ανά κεφάλι στους Αιγύπτιους ή στους Ισραηλινούς κι έτσι οι Παλαιστίνιοι που μπορούσαν να τα δώσουν, έφυγαν με αυτόν τον τρόπο. Έτσι συνάντησα κάποιους από αυτούς που έφτασαν στο Κάιρο αλλά δεν είχαν κανένα καθεστώς – δηλαδή έφτασαν εκεί, είχαν βίζα 45 ημερών και μόλις τελείωνε, γίνονταν απάτριδες πρόσφυγες».
Αυτές ήταν οι οικογένειες που ακολουθούσε η Φαρσί, μέχρι που γνώρισε τη Φάτμα. «Τότε έγινε πολύ ξεκάθαρο, πολύ γρήγορα, ότι αυτή ήταν το κέντρο της ταινίας μου. Έχω λοιπόν και άλλα πλάνα, έκανα μια ταινία μικρού μήκους, και θα κάνω και άλλα πράγματα από αυτά [τα υλικά που μάζεψε]. Αλλά αυτό είναι κάτι που θεωρώ μοναδικό και πολύ ιδιαίτερο – κάτι άλλο που συνέβη μαζί της», λέει συναισθηματικά η ιρανή δημιουργός. Μιλάει σαν η προσωπικότητα της Χασούνα να την παρέσυρε τόσο, που εν τέλει σχημάτισε και την ίδια την ταινία.
«Όταν γυρίζω μια ταινία, το κάνω πρώτα από μια εμμονή, που σημαίνει ότι πρόκειται για ένα θέμα που είναι πολύ σημαντικό για μένα», λέει πηγαίνοντάς μας στο ξεκίνημα. «Στη συνέχεια προσπαθώ να μεταφέρω στο κοινό μου αυτό που με συγκινεί και αυτό που με ενοχλεί ή αυτό που μου έχει γίνει εμμονή. Και φυσικά, έτσι με οδηγούν αυτά που συμβαίνουν στον παλαιστινιακό λαό, ειδικά στη Γάζα, αλλά όχι μόνο: επίσης στη Δυτική Όχθη και την Ιερουσαλήμ, και γενικά στους Παλαιστίνιους», τονίζει.
«Προσπαθώ να είμαι όσο πιο κοντά και όσο πιο ειλικρινής μπορώ, αποτυπώνοντας τη φωνή και το μήνυμα και την εμπειρία ζωής της Φατμά, επειδή γοητεύτηκα και νομίζω ότι υπήρχε μια αμοιβαία γοητεία. Ήταν σαν ημερολόγια ή ανταλλαγή επιστολών, μόνο που το κάναμε όχι μόνο με κείμενα και ήχο, αλλά και με βίντεο. Και είναι σαν ένας χρόνος γεμάτος ανταλλαγές και εμπειρίες ζωής μαζί της. Αλλά νομίζω ότι η ταινία μιλάει από μόνη της. Ελπίζω σίγουρα ότι η ταινία θα κυκλοφορήσει και θα ταξιδέψει και θα μεταφέρει το μήνυμα και θα βοηθήσει την παλαιστινιακή υπόθεση».
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΗ ΦΑΤΜΑ
«Ίσως κάποιοι θεατές, ως μέρος του κοινού στο μέλλον, να παρακολουθήσουν την ταινία χωρίς να γνωρίζουν ότι η Φάτμα δολοφονήθηκε», λέει η Φαρσί καθώς μιλάμε για τον τρόπο με τον οποίο το έργο της έχει νομοτελειακά πλέον πάρει μια τελείως άλλη μορφή και διάσταση από την αρχική. «Αλλά ως επί το πλείστον, πιθανότατα οι περισσότεροι άνθρωποι θα την παρακολουθήσουν γνωρίζοντας αυτό το γεγονός. Έτσι, φυσικά, παρακολουθείτε πράγματα για ένα άτομο που σκοτώθηκε, και το γνωρίζετε αυτό και το παρακολουθείτε», παραδέχεται.
Είναι μια συνταρακτική εμπειρία, σαν επικήδειος σε slow motion, σαν μια επίμονη υπενθύμιση, κλήση μετά την κλήση, χαμόγελο μετά το χαμόγελο, βομβαρδισμό μετά τον βομβαρδισμό, της απόλυτης θηριωδίας. «Ξέρεις ότι η τραγωδία είναι εκεί, αλλά υπάρχει και αυτή η αργή εξαφάνιση, η οποία υπογραμμίζει όλη την ταινία», ομολογεί.
Όμως αυτό που μένει πίσω είναι ένα πορτρέτο γεμάτο δύναμη, και μια αποστολή. Η Φαρσί λέει πως από την Φατμά θυμάται την «περηφάνια της και την αφοσίωσή της σε αυτή την αποστολή που πίστευε ότι είχε, να καταγράψει αυτόν τον πόλεμο μέσω της φωτογραφίας. Ήταν πραγματικά κάτι εξαιρετικό. Και ένα χρόνο αργότερα, κυριολεκτικά ένα χρόνο αργότερα, την τελευταία φορά που μιλήσαμε – που είναι το τέλος της ταινίας τώρα – τη ρώτησα, “θέλεις να φύγεις από τη Γάζα;” Είπε, “όχι, θα έρθω για το φεστιβάλ και θα γυρίσω πίσω”. Και μου λέει: “H Γάζα μου με χρειάζεται και πρέπει να κάνω αυτό που κάνω τώρα”», θυμάται η Φαρσί.
«Δεν νομίζω ότι έχουμε πολλούς ανθρώπους με τόση αφοσίωση σε κάποιο σκοπό», μας λέει καθώς θυμάται εκείνη την τελευταία τους επικοινωνία. Η αρχική εκδοχή της ταινίας έκλεινε με το μήνυμα «η Φάτμα είναι ζωντανή στη Γάζα» – όπως κάθε απειροελάχιστο χιλιοστό της ταινίας, έτσι κι αυτή η λεπτομέρεια είναι μια συγκλονιστική υπενθύμιση της βάρβαρης πραγματικότητας. Τώρα, στο φιλμ έχει προστεθεί το βίντεο της τελευταίας επικοινωνίας των δύο γυναικών.
Όπως το θυμάται η Φαρσί, η Φάτμα ένιωθε αρκετά χαρούμενη σε εκείνη τους την επικοινωνία, κατά την οποία της ανακοίνωσε πως η ταινία είχε επιλεγεί στις Κάννες. Μια μέρα – λίγες ώρες– αργότερα, το Ισραήλ βομβάρδισε στοχευμένα το σπίτι της Χασούνα.
Θυμάται η δημιουργός του φιλμ πως σε όλη τη διάρκεια της επικοινωνίας τους, προσπαθούσε συνέχεια να κρατά επαφή ακόμα κι αν η Φάτμα δε μπορούσε να βγει σε κλήση. Θυμάται πως κάποιες φορές η νεαρή γυναίκα είχε άσχημους πονοκεφάλους επειδή μπορούσαν να τρώνε μόλις μία φορά τη μέρα. «Είναι πολύ δύσκολο να το ακούς αυτό. Εννοώ, ζούμε τη ζωή μας και τρώμε και κάνουμε όλα τα διασκεδαστικά πράγματα και, ακόμη και αν δεν κάνουμε πολλά, κάνουμε απλώς τα συνηθισμένα», λέει η Φαρσί σαν ακόμα να προσπαθεί να βρει λογική σε μια φύσει παράλογη συνθήκη. «Η κανονικότητα, όπως είπα και στην ταινία, υπάρχει – Όμως η δική τους κανονικότητα είναι απλά τόσο διαφορετική από τη δική μας».
Η ιρανή σκηνοθέτης βρίσκεται ακόμα σε επαφή με την μητέρα της Χασούνα και την πιο στενή της φίλη. «Έλαβα χτες τις φωτογραφίες των μικρών παιδιών που παίζουν στην ταινία. Είναι μεγαλύτερα τώρα. Και το ένα από αυτά φαίνεται υποσιτισμένο. Είναι τρομερό. Σπαράζει πραγματικά η καρδιά σου», λέει η Φαρσί. «Έχω πολύ συχνά νέα από τη Γάζα, και είναι σημαντικά. Αλλά δεν μπορώ να κάνω πολλά. Αυτό είναι το πρόβλημα.Αυτό είναι το τρομερό. Ότι είσαι εδώ και είσαι ανίσχυρος. Κάνουμε ό,τι κάνουμε, αλλά είμαστε εδώ στις Κάννες, και μετά θα πάμε σπίτι. Και τότε φοβάμαι ότι μετά το φεστιβάλ, αυτή η δυναμική θα χαθεί», ομολογεί.
«Και τι θα έχουμε κάνει γι’ αυτούς; Αυτή είναι μια ανησυχία που με απασχολεί εδώ και πολύ καιρό. Δεν ξέρω πώς να το αντιμετωπίσω».
Έχει πάντως σχέδια. Αρχικά, η ίδια η ταινία που αναμένεται να κυκλοφορήσει ανά τον κόσμο. «Παράλληλα, να συνεχίσω να προωθώ τη φωτογραφία της Φάτμα και να εργάζομαι για τις εκθέσεις και ίσως ένα βιβλίο. Μόλις έλαβα ένα γράμμα από έναν εκδότη που θέλει να δημοσιεύσει τις φωτογραφίες της», μας λέει.
Αλλά τι μένει πίσω; Τι μένει μετά; «Φυσικά εξακολουθώ να ανησυχώ για την οικογένειά της, για τη μητέρα της. Θα κρατήσω επαφή με τη φίλη της, με αυτά τα παιδιά που παίζουν στην ταινία», μας λέει η Φαρσί πριν ξεφυσήξει.
«Οι υπόλοιποι έχουν πεθάνει πια. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που είδατε στην ταινία, σκοτώθηκαν σε αυτή την επίθεση».
Η ταινία Put Your Soul on Your Hand and Walk προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στο 78ο φεστιβάλ των Καννών.