Ο “ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ” ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΑΣ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΚΑΤΑΜΑΤΑ
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου επαναπροσδιορίζει τον «Δράκουλα» ως μύθο του σήμερα. Μια σκοτεινή τελετουργία για τον φόβο και την ανθρώπινη επιθυμία- Τι λέει στο NEWS 24/7
Μπαίνω στο Θέατρο Πόρτα και τον κοιτώ να κάθεται στο φουαγιέ. Ψηλόλιγνος, ντυμένος στα μαύρα, σαν μια καθαρόαιμη γκόθικ φιγούρα που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τις σκιές του ίδιου του έργου του. Σκέφτομαι πόσο του ταιριάζει ο Δράκουλας, πόσο φυσικά μοιάζει να καταπιάνεται με έναν μύθο που ακουμπά στο σκοτάδι και στην επιθυμία. Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου είναι σαν να έχει φτιαχτεί για να αφηγείται ιστορίες που κοιτούν τον άνθρωπο στα πιο αθέατα βάθη του.
Με το βλέμμα στραμμένο στον Δράκουλα του Bram Stoker, επιχειρεί μια νέα, υπαρξιακή ανάγνωση του μύθου: όχι ως παραμύθι τρόμου, αλλά ως καθρέφτη της σύγχρονης ψυχής. Από τις 24 Οκτωβρίου, ο Δράκουλας ανεβαίνει στο Θέατρο Πόρτα σε δική του διασκευή και σκηνοθεσία, απογυμνωμένος από τον ρομαντικό του μανδύα και ντυμένος με τα χρώματα της εποχής μας — κόκκινο, μαύρο και λευκό.
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου επαναπροσδιορίζει τον μύθο, μετατρέποντάς τον σε μια σύγχρονη ποιητική τελετουργία όπου η επιστήμη συναντά τον μύθο, το σώμα γίνεται πεδίο σύγκρουσης και το αίμα – σύμβολο ζωής, εξουσίας και απώλειας.
“Η ιστορία του Δράκουλα με γοήτευε ανέκαθεν. Ασκεί πάνω μου μια ανεξήγητη έλξη, κάτι σκοτεινό και μυστηριώδες που με καθηλώνει. Πάντα ένιωθα την επιθυμία να δημιουργήσω κάτι γύρω από τον κόσμο των βαμπίρ, γιατί για μένα αποτελεί μια αστείρευτη πηγή ιστοριών, μια δεξαμενή μυστηρίου και φαντασίας.
Ο Δράκουλας συνδυάζει τη γοητεία της νύχτας με την αίσθηση του ανοίκειου, του απόκοσμου. Αυτή η ατμόσφαιρα μού φέρνει στο μυαλό τον γερμανικό ρομαντισμό και τις υποκουλτούρες των δεκαετιών του ’70 και του ’80 – τη dark μουσική, το γκόθικ, το μπλακ μέταλ. Όλα τα στοιχεία που αγαπώ βαθιά, επικεντρώνονται στο σκοτάδι, την αιμοδιψία και τη γοητεία του ακατανόητου.
Το φοβερό είναι πως ο Δράκουλας “γεννιέται” μέσα στη βιομηχανική επανάσταση. Αναδύεται σε έναν κόσμο γεμάτο επιστημονικές ανακαλύψεις και κοινωνικές ανατροπές, έρχεται σε σύγκρουση με τον σύγχρονο άνθρωπο του 19ου αιώνα – τον άνθρωπο που πιστεύει βαθιά ότι η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα. Για μένα, αυτή η σύγκρουση του φυσικού με το υπερφυσικό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί αναδεικνύει τη συνάντηση του ορθολογισμού με το μυστηριώδες και μας καλεί να δούμε πέρα από όσα θεωρούμε δεδομένα”.
Πώς πραγματεύτηκες λοιπόν αυτόν τον μύθο;
Η βασική σύγκρουση του έργου συντελείται ανάμεσα στον κόμη Δράκουλα και στον Βαν Χέλσινγκ, τον γιατρό, που στη δική μας διασκευή έχει τον χαρακτήρα του σύγχρονου, ορθολογικού ανθρώπου. Ο Βαν Χέλσινγκ προσπαθεί, μέσα από τις επιστημονικές του μεθόδους, να ερμηνεύσει το φαινόμενο του Δράκουλα σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς.
Ο Δράκουλας δεν είναι απλώς ένα παραμύθι για το παρελθόν, είναι μια ιστορία για το τώρα, για τον κόσμο που ζούμε σήμερα. Στην κλασική αφήγηση, ο ήρωας έρχεται στο Λονδίνο από τα Καρπάθια, φέρνοντας μαζί του μια πανούκλα που απειλεί να καταστρέψει την πόλη. Στη δική μας εκδοχή, η επιδημία γίνεται η αφορμή για να αναδείξουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στον επιστημονικό ορθολογισμό και τον μυθολογικό, υπερφυσικό κόσμο του Δράκουλα.
Ο Βαν Χέλσινγκ ξεκινά την έρευνά του από τα επιστημονικά δεδομένα της επιδημιολογίας και της ανοσολογίας, αλλά όσο προχωρά, στρέφεται προς τα παραμύθια, τις ιστορίες για δράκους και τελικά ανακαλύπτει τον Δράκουλα. Παρ’ όλα αυτά, αρνείται να αποδεχτεί την ύπαρξή του μέχρι το τέλος.
Η παράσταση δεν είναι απλώς μία αναβίωση μιας ιστορίας του 19ου αιώνα. Είναι το πώς η σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και τη φαντασία, ανάμεσα στο «άλλο» και στο «εμείς», παραμένει επίκαιρη. Σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες και τεχνολογικές προόδους, αυτή η αναζήτηση της αλήθειας μάς κάνει να αναρωτιόμαστε για τη θέση μας, για το πώς αντιλαμβανόμαστε το «άλλο» και πώς αυτό καθρεφτίζεται μέσα μας.
Και το δάγκωμα του Δράκουλα;
Αυτό που με γοητεύει περισσότερο είναι η φύση του δαγκώματος – αυτό το μοίρασμα του αίματος που φέρνει μαζί του τη σωματική και ψυχική «μόλυνση». Στην παράσταση, βλέπω αυτή τη μόλυνση ως μια επιθυμία που απελευθερώνεται, μια σκοτεινή, καλά κρυμμένη πλευρά του εαυτού που ξυπνά, αποκαλύπτεται και καταλαμβάνει το πρόσωπο που μολύνεται. Η αρρώστια δεν έρχεται από έξω, υπάρχει μέσα μας και περιμένει τη σωστή στιγμή για να εκδηλωθεί.
Ο Δράκουλας είναι η αναγνώριση αυτής της σκοτεινής μας πτυχής που, όσο κι αν προσπαθούμε να την καταπιέσουμε, είναι πάντα μέσα μας, παρούσα. Το «άλλο», το ξένο, το απωθημένο, είναι κομμάτι μας. Το προσωποποιούμε σε έναν βρικόλακα ή σε έναν ξένο, ανάλογα με την εποχή και την κοινωνία, και παραμένει εκεί, μέσα μας, για να εμφανιστεί και να καθορίσει τις αντιφάσεις που μας συνθέτουν.
Το «άλλο» τρομάζει, γιατί οι δυτικοί άνθρωποι έχουν εκπαιδευτεί να κατανοούν, να εξηγούν και να αναλύουν τα πάντα. Θέλουν να τα βάζουν σε κουτάκια, να τα εκλογικεύουν, να έχουν τον έλεγχο. Ο φόβος του άγνωστου είναι βαθιά ριζωμένος μέσα τους.
Όσο πιο σύγχρονοι και πολιτισμένοι πιστεύουμε ότι είμαστε, τόσο πιο δύσκολο μας είναι να αποδεχτούμε το διαφορετικό και βλέπουμε την αλήθεια ως κάτι απόλυτο και όχι ως μια συνεχή διαδικασία μετακίνησης που συχνά διαταράσσει κάτι που θεωρούσαμε δεδομένο, προκαλώντας ρωγμές στις πεποιθήσεις που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσαμε αμετάβλητες.
Η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι μόνο παρατηρητής του κακού, αλλά ότι, ίσως, μπορείς κι εσύ να το κάνεις, είναι αυτή που σε γεμίζει τρόμο. Αν σκεφτείς ότι θα μπορούσες να κρατάς εσύ ο ίδιος το τσεκούρι με τα ματωμένα χέρια, τότε αντιλαμβάνεσαι πόσο εύθραυστο είναι το όριο ανάμεσα στο καλό και το κακό.
Το αίμα είναι μια εξαιρετικά ρευστή ουσία. Αν η ασθένεια είναι στο αίμα, τότε κυκλοφορεί μέσα σου χωρίς να την βλέπεις. Είναι αόρατη και αόριστη, αλλά ταυτόχρονα τόσο υπαρκτή και επικίνδυνη.
Και τι γίνεται σήμερα;
Σήμερα οι πληροφορίες και οι τεχνολογικές εξελίξεις κατακλύζουν τη ζωή μας, νιώθουμε ότι έχουμε τον κόσμο στα χέρια μας. Όμως, αυτή η ψευδαίσθηση του ελέγχου είναι μόνο επιφανειακή. Η ροή των πραγμάτων είναι ρευστή και η τεχνολογία, που προσπαθεί να τακτοποιήσει και να οργανώσει τα πάντα, στην πραγματικότητα μας «πίνει το αίμα», παίρνοντας από εμάς την ουσία, τη σύνδεση με το άγνωστο και το ακατανόητο.
Τι εστί τελικά αυτή η ….αφαίμαξη του Δράκουλα;
Η ιδέα της «αφαίμαξης» είναι ιδιαίτερα ισχυρή, όχι μόνο ως φυσική πράξη, αλλά και ως μεταφορική έννοια που αφορά το πώς τα πράγματα, οι καταστάσεις ή οι άνθρωποι μπορούν να απορροφήσουν την ενέργεια και τη δύναμή μας. Το αίμα, που είναι ο βασικός χυμός της ζωής, γίνεται το σύμβολο για ό,τι μας «πίνει» τη ζωτικότητα, την ενέργεια και την ανθρώπινη ουσία μας.
Στην παράστασή μας, ο Δράκουλας, ή το πλάσμα που προσωποποιεί, δεν είναι απλώς ένα τέρας. Αντίθετα, είναι κάτι που μάς «πίνει το αίμα» με έναν τρόπο που συνδέεται περισσότερο με τη σύγχρονη πραγματικότητα, παρά με τον μύθο.
Αυτό που πραγματικά με ενδιαφέρει είναι να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που μας «πίνει το αίμα», όχι μόνο σε επίπεδο ατόμου, αλλά και κοινωνίας. Η παράσταση δεν ασχολείται μόνο με τον Δράκουλα ως τέρας, αλλά και με τις δυναμικές που φέρνει μαζί του, τις κοινωνικές και προσωπικές ανατροπές που προκαλούν αυτή την αόρατη «μόλυνση».
Ποιος λοιπόν μας πίνει το αίμα σήμερα;
Μπορεί να είναι και ο τρόπος που η τεχνολογία ή η εξουσία μάς απορροφούν, καταναλώνουν τον χρόνο και την ενέργειά μας, χωρίς να το αντιληφθούμε πλήρως.
Η εξουσία, όπως την αντιπροσωπεύουν πολιτικοί όπως ο Πούτιν ή ο Τραμπ, μπορεί και απορροφά την ενέργεια των ανθρώπων και τους χειραγωγεί, εξαντλώντας τους, χωρίς να το αντιληφθούν.
Αυτό που αναδεικνύει η παράσταση είναι ακριβώς αυτή η ρευστότητα των συνόρων και των εννοιών: το αίμα, η ζωή, η εξουσία, η τεχνολογία, όλα μπλέκονται σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο μηχανισμό, και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αναρωτηθούμε ποιοι είναι αυτοί οι «Δράκουλες» που μας πίνουν το αίμα σήμερα, με ποιον τρόπο και γιατί.
Δράκουλας: Μία διαρκής μεταμόρφωση…
Ο Δράκουλας γίνεται νυχτερίδα, ζώο, ομίχλη – αλλάζει μορφή, γίνεται κάτι διαφορετικό συνεχώς. Και αυτό είναι που προκαλεί τον φόβο μας: η αίσθηση ότι, μια μέρα, μπορεί να ξυπνήσουμε και να μην αναγνωρίζουμε πια τον εαυτό μας ή τον κόσμο γύρω μας.
Η μεταμόρφωση του Δράκουλα, όπως και των άλλων προσώπων στην παράσταση, είναι συνδεδεμένη με την ιδέα ότι το «άλλο» δεν είναι πάντα εξωτερικό, αλλά και εσωτερικό. Για παράδειγμα, οι χαρακτήρες όπως ο Τζόναθαν ή η Μίνα, καθώς και ο ίδιος ο «τρελός» ή προφήτης του κακού, αναδεικνύουν την σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία για απελευθέρωση και τις κοινωνικές πιέσεις. Κάθε χαρακτήρας «μολύνεται» από τη δική του ανάγκη να αποδεχτεί ή να αντισταθεί σε αυτή την εσωτερική και εξωτερική σύγκρουση.
Η μαγεία του Δράκουλα είναι ακριβώς αυτή η μεταμόρφωσή. Στη ζωή μας, κουβαλάμε μια συνεχώς αναδυόμενη αντίφαση – είμαστε σαν «ωρολογιακές βόμβες», με τις αντιφάσεις και τις επιθυμίες μας να περιμένουν τη στιγμή που θα εκραγούν. Δεν μπορούμε να «θεραπεύσουμε» αυτό, γιατί είναι συνυφασμένο με το να είμαστε άνθρωποι. Το ερώτημα δεν είναι πώς να το λύσουμε, αλλά πώς να το αναγνωρίσουμε και να το ζήσουμε.
Μπορούμε να το αναγνωρίσουμε ωστόσο;
Το θέατρο, η Τέχνη το βιβλίο είναι τρόποι για να εξερευνήσουμε αυτά τα φαινόμενα, χωρίς να προσδοκούμε να τα «λύσουμε».
Η ιδέα της «επιδημίας» είναι μια ενδιαφέρουσα μεταφορά για το πώς, σε ψυχικό και κοινωνικό επίπεδο, επενδύουμε σε καταστάσεις που ξέρουμε ότι μπορεί να μας βλάψουν, αλλά μας ελκύουν λόγω μιας βαθιά ριζωμένης επιθυμίας για κάθαρση ή αναγέννηση.
Οι έννοιες της υγείας, της θεραπείας και της ευρωστίας, όσο και αν τις προσπαθούμε να τις διατηρήσουμε, πάντα ακολουθούνται από μια αντίφαση: την έλξη προς το αντίθετο, το παράλογο και το ανεξήγητο. Αυτή η ένταση ανάμεσα στη λογική και τα ένστικτα μας κάνει να επιθυμούμε να «παίξουμε με τη φωτιά».
Ζούμε σε μία διαρκή αντίφαση. Από τη μία πλευρά, οι κοινωνίες προσπαθούν να καταστείλουν την επιθυμία, να επιβάλουν κανόνες και αξίες που περιορίζουν τη δράση και τις ανάγκες των ατόμων. Από την άλλη, η επιθυμία αυτή προβάλλεται συνεχώς ως ελευθερία μέσα από τα μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα, ενθαρρύνοντας τα άτομα να ακολουθήσουν τα “θέλω” τους χωρίς περιορισμούς.
Αυτό δημιουργεί μια διπλή πραγματικότητα: από τη μία, η κοινωνία μας προωθεί τη «λογική» και την «αυτοσυγκράτηση», ενώ από την άλλη, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η σύγχρονη κουλτούρα σε ενθαρρύνουν να ζήσεις την επιθυμία σου, να επιδιώξεις την άμεση ικανοποίηση. Ωστόσο, αυτή η ελευθερία είναι επιφανειακή, καθώς καταναλώνουμε ενέργεια και χρόνο σε επιθυμίες που δεν ανήκουν σε εμάς, αλλά σε μια συνεχώς ανακυκλούμενη διαδικασία επιθυμιών και ικανοποιήσεων που δεν μας γεμίζουν πραγματικά.
Άραγε θα βρούμε ποτέ γαλήνη;
Η γαλήνη, όπως τη φανταζόμαστε, ίσως να μην έρχεται με τον τρόπο που περιμένουμε. Η πραγματική πρόκληση είναι να μάθουμε να αναγνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε τα τραύματά μας, να τα κουβαλάμε χωρίς να αφήνουμε αυτά να μας καταναλώσουν, αλλά να επιλέγουμε να αντλούμε δύναμη από αυτά και να προχωράμε.
Η ελπίδα να βρούμε την ανακούφιση ή τη λύση μπορεί να μας κινητοποιεί, αλλά το πιο σημαντικό είναι το πώς θα ανταποκριθούμε σε αυτή τη συνεχιζόμενη διαδικασία της αναγνώρισης και της αποδοχής των σκοτεινών μας πλευρών. Και σε αυτή τη διαδικασία, μπορεί να ανακαλύψουμε όχι μόνο την ανάγκη για «μετάγγιση», αλλά και τη δύναμη να δημιουργούμε και να ζούμε με αυτά τα τραύματα, δίνοντάς τους νέες εκδοχές και νέες κατευθύνσεις στην πορεία μας.
Αλήθεια ο Θάνατος τι χρώμα έχει για σένα;
Σίγουρα δεν έχει μόνο μαύρο. Στο μυαλό μου έχω τα χρώματα της νυχτερινής λήψης. Περιλαμβάνει δηλαδή και το πράσινο και το λευκό, κάτι που παραπέμπει στην αίσθηση αποσύνθεσης και αδιευκρίνιστης ύπαρξης. Ο θάνατος δεν είναι απλώς σκοτάδι, είναι ένας χώρος γεμάτος μαγεία και απαγορευμένο.
Και τα χρώματα της παράστασης ποια θα είναι;
Η σκηνή για μένα είναι σαν σκοτεινός θάλαμος, ο χώρος της ανακάλυψης αυτού του «άλλου», του ανεξήγητου.
“Παίζω” με το μαύρο, το άσπρο και το κόκκινο γιατί ενσωματώνουν την επιθυμία για ζωή και για θάνατο, την ανάγκη για φως και την έλξη του σκοταδιού.
Έχω προσπαθήσει να χρησιμοποιήσω και άλλα χρώματα, αλλά τελικά έχω καταλήξει σ΄αυτά τα τρία που τα χειρίζομαι καλά, γιατί αυτά αντανακλούν την αισθητική μου και την ένταση που θέλω να μεταδώσω.
Το θέατρο που κάνεις έχει χαρακτηριστεί από πολλούς “δύσκολο”. Ο Δράκουλας πώς θα είναι;
Όπως και στην Τέχνη, έτσι και στο θέατρο, η διαδικασία και το περιεχόμενο δεν είναι πάντα κάτι που πρέπει να κατανοηθεί άμεσα. Το να καταλάβει κάποιος πλήρως τη δουλειά μου δεν είναι το ζητούμενο, γιατί η πραγματική γοητεία έγκειται στο ερέθισμα και στο αίνιγμα που δημιουργείται.
Αναγνωρίζω ότι ο κόσμος συχνά επιθυμεί το χειροπιαστό, το εύληπτο, το απλό, αλλά εγώ θεωρώ ότι η τέχνη δεν είναι εκεί για να «παραδώσει» άμεσα μια λύση. Για μένα, οι παραστάσεις δεν είναι απλώς για να διασκεδάσουν, αλλά για να μετακινήσουν, να ξυπνήσουν συναισθήματα και να δημιουργήσουν χώρο για σκέψη.
Η σύγχρονη τέχνη, όταν δεν προκαλεί ερωτήματα και δεν ζητάει καμία διάδραση ή αντίδραση από τον θεατή, καταλήγει να είναι απλώς ένα «ευχάριστο θέαμα», που, παρά την ομορφιά του, σε ακυρώνει ως αληθινό συμμετέχοντα στην εμπειρία.
Συνολικά, θέλουμε τα πράγματα όλο και πιο εύκολα, όλο και πιο γρήγορα, με την ελπίδα να αποφύγουμε το βάρος της σκέψης και της προσπάθειας. Αλλά το ερώτημα παραμένει: ποιος θα κάνει τα πράγματα εύκολα για όλους μας;
Το θέατρο έχει αυτή τη μοναδική ικανότητα να μας επιτρέπει να βιώσουμε αυτόν τον χρόνο συλλογικά, μαζί με άλλους. Είναι σαν να βρισκόμαστε όλοι μαζί σε μια κοινή στιγμή, με έναν κοινό χρόνο που, αν και διευρύνεται, παραμένει κοινός για όλους μας. Αυτό το στοιχείο της συλλογικότητας, που είναι όλο και πιο σπάνιο στη σύγχρονη κοινωνία, μας βοηθάει να καταλάβουμε και να νιώσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι, ότι οι δράσεις μας και οι εμπειρίες μας συνδέονται με τους άλλους, με την κοινότητα γύρω μας.
Όπως και τα βαμπίρ, έτσι και εμείς, παίρνουμε και δίνουμε “αίμα”, δεν είμαστε παρά καθρέφτες της ανθρώπινης ανάγκης για σύνδεση, επιβίωση και ανανέωση.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Θάνος Παπακωνσταντίνου
Δραματουργική επεξεργασία: Ελένη Μολέσκη
Σκηνικά – Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Πρωτότυπη μουσική: Άντης Σκορδής
Κίνηση: Μαριάννα Καβαλλιεράτου
Σχεδιασμός φωτισμών: Μαριέττα Παυλάκη
ΔΙΑΝΟΜΗ
Κόμης: Αντώνης Μυριαγκός
Δρ. Βαν Χέλσινγκ: Άντζελα Μπρούσκου
Τζόναθαν Χάρκερ: Αργύρης Πανταζάρας
Ρένφηλντ: Δημήτρης Δρόσος
Μίνα: Σίσσυ Τουμάση
Λούσι: Μαργαρίτα Αλεξιάδη
Τα παιδιά της Νύχτας: Θοδωρής Βράχας, Βασίλης Μπούτσικος, Δημήτρης Ψύλλος
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Aπό 24 Οκτωβρίου
Τετάρτη & Κυριακή στις 20:00
Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00
Προπώληση εισιτηρίων εδώ