ΜΑΡΙΟΣ ΒΟΥΤΣΙΝΑΣ “ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΤΣΑΚΩΝΟΜΑΣΤΑΝ, ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ΠΟΣΟ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΧΩ ΜΠΑΜΠΑ ΠΑΓΟΠΩΛΗ”
Και όμως… στο τέλος της ημέρας, αυτός ο πατέρας, ο περίφημος Ανδρέας Βουτσινάς, με έναν τρόπο, παράξενο και ιδιαίτερο, είχε τη δική του συμμετοχή σε αυτή την εκπληκτική προσωπικότητα, τον Μάριο Βουτσινά.
Έχω την τύχη να έχω απέναντί μου, αυτόν τον άνθρωπο, τον Μάριο Βουτσινά, και να απολαμβάνω την αφοπλιστική του ειλικρίνεια και την αστείρευτη γοητεία του λόγου μα και των εκφράσεών του, με αφορμή την επική έκθεση «Εγώ, ο Ανδρέας Βουτσινάς». Μας συνδέει ένας κοινός αγαπημένος άνθρωπος, ο Ιάκωβος, και πριν ξεκινήσει η συνέντευξη μιλάμε αρκετά για εκείνον.
Αυτό κάπως σαν να σπάει τον πάγο και βρισκόμαστε απλώς να συζητάμε για τη ζωή του και κυρίως για τη σχέση με τον πατέρα του, Ανδρεά Βουτσινά, αυτή τη διεθνώς αναγνωρισμένη και καταξιωμένη προσωπικότητα. Εγώ όμως θα συστήσω τον Μάριο, έναν καλλιτέχνη που δεν κατατάσσεται, έναν γλύπτη υφών και σχημάτων, έναν πλάστη εικόνων, έναν ποιητή της ύλης, της φαντασίας και του συναισθήματος.
Αν έχεις κάτι δικό του (έχω ένα μικρό ασημένιο κουταλάκι που δημιούργησε όταν γέννησα για να μου το δωρίσει ο κοινός μας φίλος), μικρό κόσμημα ή μεγάλο έπιπλο ή έναν διαμορφωμένο ονειρικό χώρο είσαι τυχερός. Αυτός ο άνθρωπος μιλάει με ένταση και δημιουργεί με έντονη μαεστρία.
Μία έκθεση – φόρος τιμής για τον Ανδρέα Βουτσινά
Αυτή η έκθεση είναι, προφανώς, ένας φόρος τιμής στον πατέρα σας, αλλά υπάρχει και κάποιος άλλος στόχος κύριε Βουτσινά;
Στόχος… δεν ξέρω αν είναι η σωστή λέξη. Ξέρω όμως ότι πρόκειται για μια προσωπική ολοκλήρωση – δική μου, σε σχέση τον πατέρα μου με τον οποίο είχα μια θυελλώδη σχέση.
Νομίζω το «θυελλώδης», ήδη, μαρτυρά πολλά.
Βέβαια. Γιατί προσπαθούσα να έχω μια σχέση μαζί του από τα 9 μου και κατάφερα να την αποκτήσω στα 60 μου. Και αυτό συνέβη κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες – λόγω της ασθένειάς του. Δεν υπήρχε πια αυτό το «τεντωμένο σχοινί» που τον χαρακτήριζε σε όλη του τη ζωή. Μπορούσε να σκεφτεί πιο ήρεμα, να κάνει μια παύση, να αναλογιστεί προσωπικά πράγματα που ίσως είχε αφήσει πίσω του παίρνοντας αποφάσεις από άλλες εποχές.
Καμιά φορά σκέπτομαι «τι θα προτιμούσα; Να είχα μεγαλώσει σε μια οικογένεια που θα με ρωτούσε “τι θέλεις να φας; Θες κοκκινιστό; Να σου φτιάξω;” ή σε αυτήν που μεγάλωσα που ραντεβού μας ήταν το Μέγαρο και το Ηρώδειο και οι συζητήσεις μας για τα οικονομικά ρίσκα. Εσείς πώς το νιώθετε αυτό;
Είναι πολύ ωραία ερώτηση. Γιατί, κάθε φορά που τσακωνόμασταν με διαστήματα μεγάλα απόστασης, σκεφτόμουν κι εγώ πως θα ήθελα να είχα έναν «μπαμπά μπακάλη, χασάπη ή παγοπώλη».
Παγοπώλη;
Ναι, και το λέω αυτό γιατί θυμάμαι μια εικόνα από τη μονοκατοικία στα Εξάρχεια: κάθε πρωί περνούσε ο παγοπώλης με το πριόνι που έκοβε τον πάγο κι έβγαινε η κοπέλα του σπιτιού με τη δαγκάνα να πάρει τον πάγο. Ήταν ένας άνθρωπος που έκανε κάτι χρήσιμο. Και αυτό για εμένα, είχε σημασία.
Το ότι είχα τον πατέρα, που ίσως μου άξιζε να έχω, δεν σημαίνει ότι η λέξη «πατέρας» του ταίριαζε. Γι’ αυτό και ποτέ δεν τον αποκάλεσα έτσι – τον λέω «Ανδρέα», αφού ως «πατέρα» δεν τον γνώρισα. Είχα πατριό, είχα ανθρώπους των οποίων τη στάση απέναντί μου μπορούσα να κρίνω ή και να κατηγορήσω.
Η ιστορία της οικογένειας
Ποια είναι, λοιπόν, η ιστορία αυτής της οικογένειας;
Ήταν δύο νέα παιδιά, 16 και 17 ετών, που γνωρίστηκαν τη δεκαετία του ’50 – εκείνα τα ωραία χρόνια με τα πάρτι, τα φουρό, τις βραδιές με ορχήστρες. Έκαναν στενή παρέα και ερωτεύτηκαν. Ο πατέρας μου έφυγε να σπουδάσει στο Old Vic στο Λονδίνο, ενώ η μητέρα μου αποφάσισε να κάνει αισθητική στη μύτη της – ήταν λίγο χοντρή, ίδια με τη δική μου- και τελικά την κατέστρεψε.
Πήγε στο Λονδίνο να τον βρει· εκείνη 19, εκείνος 20. Έκαναν πολιτικό γάμο, γιατί η μητέρα μου ήταν έγκυος. Από τη μεριά της οικογένειας της μητέρας μου, η εκδοχή ήταν ότι εκείνος της είπε: «Πήγαινε στην Ελλάδα να γεννήσεις, κι εγώ θα έρθω».
Αλλά δεν ήρθε ποτέ.
Ναι, εγώ με αυτό μεγάλωσα – με το ότι της είπε ψέματα και δεν γύρισε ποτέ.
Και χρόνια αργότερα, ανοίγω ένα ψυγείο στην Κυψέλη, στο σπίτι της γιαγιάς μου…
– ένα στρογγυλό General Electric του ’50, το οποίο είχε γίνει αρχειοθήκη αλληλογραφίας και ήταν πια στο σαλόνι, αφού στην κουζίνα είχε μπει το καινούργιο. Και βρίσκω όλη την αλληλογραφία της μητέρας μου με τον πατέρα μου. Είχε κρατήσει αντίγραφα από όλα όσα του έγραφε, κι εκείνος είχε φυλάξει τα δικά της. Μέσα σ’ αυτόν τον σωρό από γράμματα, τραβάω έναν φάκελο… και βρίσκω μια απάντηση που περίμενα μια ολόκληρη ζωή.
Γράμμα;
Όχι, μία φωτογραφία. Μια φωτογραφία που κουβαλάω πάντα. Είναι η μητέρα μου και ο πατέρας μου στο Λονδίνο. Χορεύουν. Η φωτογραφία ήταν μικρή αφού από τις πολλές μετακομίσεις είχε αρχίσει να κόβεται. Έτσι, είχε μείνει μόνο ο πατέρας μου και η μητέρα μου, χωρίς τα υπόλοιπα ζευγάρια που χόρευαν γύρω τους, σε ένα υπέροχο κλαμπ στο Λονδίνο. Και από πίσω έγραφε: «Η Λέλα με τον Νίκο, ο Κώστας με την τάδε, ο τάδε με την τάδε, κι εγώ με τον Ανδρέα». Και στο γράμμα που τη συνόδευε, είχε σημειώσει τη συνομιλία τους κατά τον χορό.
Η μητέρα μου τού έγραφε: «Θυμάσαι εκείνο το βράδυ, σ’ εκείνο το κλαμπ, με τους φίλους μας, που μου ψιθύριζες στο αυτί να μην φύγω, να μείνω μαζί σου, να γεννήσω το παιδί μας, να το μεγαλώσουμε και να κάνουμε τη ζωή μας; Κι εγώ, η ηλίθια, επειδή ζήλευα, σηκώθηκα κι έφυγα…». Ετσι, με μια φωτογραφία και ένα γράμμα μου αποκαλύφθηκαν αλήθειες μέσα από πράγματα που δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα βρεθούν στα χέρια μου.
“Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα – ήμουν εννιά ετών”
Μου φαίνεται απίστευτο…
Μα τις περισσότερες αλήθειες, κάπως έτσι τις έμαθα. Όπως, για παράδειγμα, το τηλεγράφημα του πατέρα μου προς τη γιαγιά μου – που με μεγάλωσε – όπου έγραφε:
«Εμείς παντρευτήκαμε. Σας ευχαριστούμε για τις ευχές».
Ή όπως το άλλο τηλεγράφημα που μου έστειλε ο ίδιος στη Νέα Υόρκη, όταν χτύπησα την πόρτα του στούντιό του. Όλοι αναρωτιούνταν ποιος ήμουν, κι εγώ είπα: «Θέλω να δω τον πατέρα μου». Ο Ανδρέας έφυγε τότε από την πίσω πόρτα, γιατί κανείς δεν ήξερε πως είχε παιδί. Μια εβδομάδα αργότερα, μου έστειλε τηλεγράφημα που έγραφε:
«Αν μπορεί κάποιος να συνοδεύσει τον μικρό Μάριο, την τάδε μέρα και ώρα, στην τάδε οδό, στο γραφείο της ψυχαναλύτριάς μου».
Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα – ήμουν εννιά ετών.
Μετά τα εννιά σας αναπτύξατε σχέση;
Τον ξαναείδα στα δεκαεννιά.
Γιατί στα εννιά, είδα απλώς έναν άνθρωπο που ήταν τυπικά ο πατέρας μου, να μου λέει ότι «περίμενα να σε δω γύρω στα είκοσι για να σου εξηγήσω γιατί χώρισα με τη μητέρα σου» κάτι που φυσικά, δεν με αφορούσε καθόλου τότε.
Και, συγκρίνοντας την απουσία του πατέρα με την παρουσία του πατριού, το αποτέλεσμα ήταν ολέθριο. Τουλάχιστον είχα κάποιον να κατηγορήσω για τη συμπεριφορά του απέναντί μου. Υπήρχαν στιγμές, βέβαια, που ένιωθα σαν τη Σταχτοπούτα αφού είχα κυρίως πολλές γυναίκες να ασχολούνται μαζί μου.
Και πόσους πατριούς;
Ο Γιάννης Σακελλαρίδης – ο γιος του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, που έγραψε τις οπερέτες – ήταν ο τρίτος σύζυγος της μητέρας μου και ο βασικός πατριός. Ο πρώτος σύζυγός της ήταν ο πατέρας μου και ο δεύτερος, ένας φίλος του παππού μου, σαραντατριών ετών τότε, που γοήτευσε τη μητέρα μου – εκείνη ήταν είκοσι. Ο γάμος αυτός κράτησε έξι μήνες.
Hard rock.
Τυπικό! Μια γυναίκα που ήρθε από το Λονδίνο με ένα μωρό παιδί, χωρίς χαρτιά, χωρίς γάμο, χωρίς ταυτότητα. Και έκανε τη ζωή που έκανε. Με τον Γιάννη Σακελλαρίδη απέκτησαν ένα παιδί, την αδερφή μου, που δυστυχώς δεν ζει πια.
Με αυτόν τον άνθρωπο δεν είχατε καλή σχέση;
Αυτός ο άνθρωπος με μισούσε ∙ ή μάλλον, με μισούσε επειδή ήμουν ο γιος του Ανδρέα που είχε προλάβει να πάρει την Άρτεμη πριν από εκείνον!
Θα σας πω κάτι που με κυνηγάει ακόμα, με μια δόση χιούμορ. Θυμάμαι μια σκηνή στην πλατεία Βικτωρίας – τότε που ήταν ένα στολίδι της Αθήνας, με το ρολόι απέναντι, τα μαγαζιά και τον κόσμο.
Μέναμε πολύ κοντά· εγώ μεγάλωσα με τη γιαγιά μου στη Ζαΐμη, στα Εξάρχεια, στη μονοκατοικία της. Θυμάμαι, λοιπόν, τον Γιάννη να κρατάει το καρότσι της αδερφής μου, που ήταν τότε ενός-ενάμιση έτους. Μασούλαγε ένα κουλούρι. Εγώ, πεντέμισι-έξι χρονών, του λέω: «Θέλω κι εγώ κουλούρι». Κι εκείνος γυρίζει και μου λέει: «Εσύ κουλούρι; Είσαι πολύ χοντρός για να τρως κουλούρια».
Κακό…
Ναι, αλλά δεν μου έκανε και τόσο κακό τελικά. Υπήρχε απλώς η απουσία ενός πατέρα. Μετά από εννιά χρόνια ψυχανάλυσης, θεωρώ ότι μπορώ να τα λέω με το όνομά τους τα πράγματα. Δηλαδή, όταν λένε «το καημένο το παιδί μεγάλωσε χωρίς πατέρα», εγώ δεν το αντιλήφθηκα έτσι. Μεγάλωσα με πέντε γυναίκες και έναν διακοσμητικό παππού που φορούσε το καπελάκι του στραβά και πήγαινε στον ιππόδρομο τις Τετάρτες και τα Σάββατα. Ήμουν μέσα σ’ έναν γυναικωνίτη όπου όλες με φροντίζανε – κι έτσι έγινα και μια «φράπα». Με αυτή τη λογική, δεν κατήγγειλα ποτέ την έλλειψη· κατήγγειλα την παρουσία του πατριού.
Και ούτε τη μαμά; Διότι αν η μαμά ήθελε να έχετε σχέση με τον πατέρα σας, δεν θα είχατε;
Εκείνος δεν ήθελε ούτε καν «καλημέρα» με τη μητέρα μου.
Η γιαγιά μου μου είχε υποσχεθεί ότι αν εντόπιζα τον πατέρα μου στην Ευρώπη, θα μου έδινε λεφτά να πάω να τον βρω. Οπερ και εγένετο. Και πήγα στο Παρίσι. Τον πήρα τηλέφωνο και του είπα πως είμαι δημοσιογράφος από την Ελλάδα που θέλει να του πάρει συνέντευξη.
Στα εννιά μου είχα εισπράξει έναν πολύ αυστηρό μπαμπά -με γυαλισμένα παπούτσια, γκρι σκούρο κουστούμι, μια γραβάτα- και τώρα έβλεπα μία νέα περσόνα: τον σκηνοθέτη Βουτσινά στο Παρίσι, που θα ερχόταν στο ξενοδοχείο να εντυπωσιάσει έναν Έλληνα δημοσιογράφο. Εγώ καθόμουν στο σαλόνι του ξενοδοχείου, σε θέση από όπου έβλεπα ολόκληρη τη διαδρομή του από τη ρεσεψιόν. Μόλις με αντίκρυσε, πάγωσε και με ρώτησε απλώς αν η μητέρα μου ήταν εκεί. Του απάντησα «μην ανησυχείς, είμαι μόνος μου». Έτσι ξεκινάει μια σχέση που πέρασε δια πυρός και σιδήρου.
Με πολλά σκαμπανεβάσματα προφανώς…
Με πολλά πάνω κάτω, με τσακωμούς και πάντα με την ίδια απορία: πώς γίνεται ό,τι φαίνεται θετικό, να είναι αρνητικό. Ό,τι μας φέρνει κοντά να μπορεί και να μας απομακρύνει. Έπρεπε να περάσουν χρόνια, να παραδοθεί στην αρρώστια του, να τον αναλάβω εγώ, να μην έχουμε να κρύψουμε τίποτα ο ένας από τον άλλο, και να μην νοιαζόμαστε για τους καβγάδες τους τόσο εφήμερους πλέον που την επόμενη μέρα ήμασταν πάλι όπως πριν.
Όταν ο κόσμος τού έλεγε «Πόσο σου μοιάζει ο γιος σου!», γινόταν έξαλλος
Καταλάβατε γιατί όλο αυτό; Τόσο εγωκεντρικός;
Συνειδητοποίησα ότι ό,τι εγώ έβρισκα θετικό σε μια φιλική σχέση – κι όχι πατρική – αποδείχθηκε αρνητικό: ένας εγωιστής (Λέων) δεν μπορεί να δεχτεί ότι του μοιάζει κάποιος τόσο πολύ. Δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι έχει τη σκιά του· και όταν ο κόσμος του το έλεγε «Πόσο σου μοιάζει ο γιος σου!», γινόταν έξαλλος.
Ήταν θέμα χαρακτήρα. Δεν ήθελε κανέναν να τον ακολουθεί ή να του μοιάζει· του χαλούσε τη μοναδικότητα. Γι’ αυτό είχε ριχτεί με τα μούτρα στα ζώα.
Στα ζώα;
Έχουμε φάει στο μισό στην Πεντέλη, οι τρεις με τη Μίκα. Η Μίκα, το σκυλάκι του, καθόταν μέσα σε μια Louis Vuitton τσάντα στην πολυθρόνα δίπλα του. Και εκείνος μασούσε το φιλέτο και της το έδινε στο στόμα.
Πώς καταφέρατε να νιώσετε ότι έχετε δικαίωμα στο δικό σας δημιουργικό σας όνειρο; Δεν υπήρχε σκιά πάνω σε όλο αυτό;
Αν δεν το είχα το όνειρο, δεν θα ήμουν εδώ. Η μάνα μου είχε μια πολύ αγαπημένη φίλη – τη Βάσω – που τώρα είναι 92–94 χρονών και βγαίνουμε ακόμη μια φορά τον μήνα, που με βοήθησε τρομερά και με ήξερε από τότε που ήμουν στο πορτ-μπεμπέ.
Πριν πενήντα χρόνια λοιπόν, περπατούσα στο Κολωνάκι και φθάνοντας έξω από το Dolce (το σημερινό Φίλιον) βλέπω τη Βάσω να σηκώνεται και να τρέχει να με χαιρετήσει. Μου λέει «Όπως ξέρεις, εγώ δεν είμαι θρήσκα, αλλά όταν περνάς από εδώ, ανέβαινε να ανάψεις ένα κεράκι στον Άγιο Διονύσιο. Ακόμα και αν ήσουν εγκληματίας ή ναρκομανής, η κοινωνία θα σε συγχωρούσε χάρη στην οικογένεια που έχεις». Στα είκοσι μου το θεώρησα περίεργο· χρειάστηκαν άλλα είκοσι χρόνια για να καταλάβω πόση αξία είχαν αυτά τα λόγια.
Της αφιέρωσα την πρώτη μου έκθεση· η πρώτη μου επαφή με την τέχνη ήταν μέσα στο εργαστήριο της, με τελάρα και μπογιές. Επίσης, και η γιαγιά μου, που με μεγάλωσε, μου άνοιξε πολλές πόρτες. Αν η μάνα μου δεν είχε τη μάνα που είχε, ίσως να μην ήμουν εδώ σήμερα και να κάνω αυτά που κάνω.
Η γιαγιά με πήγαινε δύο φορές την εβδομάδα σινεμά: είδα Μπάστερ Κίτον, Το Τρίο Στούτζες, τον Χοντρό και τον Λιγνό, τη Μελωδία της Ευτυχίας, μετά με πήγαινε στο Εθνικό – και στα 13 γύρισα από την Αμερική με τρεις δίσκους: Έλα Φιτζέραλντ, μία Σάρα Βον και τη Μελωδία της Ευτυχίας. Δεν ήμουν «φυσιολογικό» παιδί· δεν έπαιζα μπάλα, δεν έκανα πολλά για την ηλικία μου αναμενόμενα.
Το θετικό του πατριού είναι ότι ήταν μουσικός και μάλιστα σε πολλές ηχογραφήσεις ήταν ο πιανίστας του Χατζηδάκι οπότε έχω ζήσει με τον Μάνο μέσα στο σπίτι. Αυτά είναι ανεκτίμητα πράγματα αν ένα παιδί έχει τη στόφα να τα καλωσορίσει.
“Ένιωσα σαν να παίζω μια παρτίδα σκάκι με τον πατέρα μου που δεν τελείωσε ποτέ…”
Οπότε… ας γυρίσουμε στον Αντρέα.
Τον είχα θαυμάσει πριν τον αξιολογήσω σαν πατέρα – γιατί δεν μπορούσα να τον αξιολογήσω ως πατέρα. Ήταν ταλαντούχος, πανέξυπνος, ανταγωνιστικός. Ο καθοριστικός καυγάς και η μεγάλη τομή ήρθε όταν συνειδητοποίησα την ανταγωνιστικότητα σε όλο της το μεγαλείο.
Μετά το πρώτο εγκεφαλικό, του στάθηκα πολύ. Επίσης, συνεργαστήκαμε στις Τρεις Ψηλές Γυναίκες άψογα αλλά μετά κατέπεσε και δεν μπορέσαμε να ξανασυνεργαστούμε – ένιωσα σαν να παίζω μια παρτίδα σκάκι με τον πατέρα μου που δεν τελείωσε ποτέ.
Όταν ξεκινούσαμε, μου είπε «Έχε υπόψιν σου τώρα που θα συνεργαστούμε τις Τρεις Ψηλές Γυναίκες. Είδες που τα κατάφερες τελικά; Και θα είμαστε στο ίδιο σκαλοπάτι. Δεν έχει σημασία ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ – είμαστε ίσοι εδώ όταν δουλεύουμε».
Και αυτό το τηρούσε.
Απολύτως, και έτσι είμαι και εγώ. Όταν συναντιόμασταν στο σανίδι δεν ήμουν πιο κάτω κι αυτός δεν ήταν πιο πάνω. Όλοι όσοι δουλεύουμε είμαστε ίσοι – και το έζησα έτσι.
Και το ψυχικό κενό, η αποδοχή…
Δεν είχα κενό- ή μάλλον, είχα μία ανάγκη να γνωρίσω αυτή τη διασημότητα. Γι’ αυτό πολλές φορές, όταν τσακωνόμασταν, έλεγα ότι προτιμώ τον χασάπη για μπαμπά.
Νιώσατε στο τέλος, να πήρατε μια αποδοχή από εκείνον;
Πλήρη και χωρίς «μα». Κάποιος το έγραψε προχθές και το επαναλαμβάνω τώρα, και ας ακούγεται άγαρμπο: δεν είχα έναν μαλάκα πατέρα. Είχα έναν πατέρα που δεν μπορούσε να είναι πατέρας – και αυτό ακριβώς ήθελα να διαπιστώσω. Στην Ελλάδα μεγαλώνουμε με τη χειρότερη πεποίθηση ότι «δεν είναι ότι δεν μπορείς, αλλά δεν θες». Όχι! Υπάρχει το «δεν μπορώ» – ειδικά για ανθρώπους με έντονη προσωπικότητα και ιδιοσυγκρασία.
Το αρχείο και η έκθεση
Μάλιστα, και πώς φθάσατε στη συνεργασία με τον Σταμάτη Γκίκα;
Ο Σταμάτης και εγώ κολλήσαμε αμέσως όταν γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι – κλείνουμε 40 χρόνια φιλίας. Είχα τη μεγάλη τύχη να τον γνωρίσω γιατί ήταν μαθητής του πατέρα μου και ένα από τα παιδιά της Λυσιστράτης του Λαζόπουλου. Πρέπει εδώ να πως ότι όταν ο Ανδρέας είχε θεατρικές παραγωγές, έπαιρνε τους μαθητές του για εξάσκηση και για να αποκτήσουν εμπειρία.
Τις χρονιές που ήμουν στο Παρίσι, πήγαινα στα μαθήματα του πατέρα μου και παρακολουθούσα. Και τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι πάνω από όλα, ο Ανδρέας ήταν δάσκαλος. Η σιγουριά που έδινε σε έναν ηθοποιό, οι συμβουλές του για το πώς θα σταθεί στη σκηνή και για το πώς θα διαχειριστεί όσα κουβαλάει μέσα του, έπλαθαν την προσωπικότητα των ηθοποιών.
Εκανε την ψυχογραφία των χαρακτήρων για να τους βοηθήσει να ανοιχτούν και να προχωρήσουν. Εκεί στο Παρίσι ήταν σαν να βλέπω εκείνον, τον Θεό που από δίπλα του περνούσε ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ, η Άνουκ Εμέ, η Φανι Αρντάν και όποιος μπορείς να φανταστείς. Ηταν μαγικά.
Το αρχείο ήταν φτιαγμένο;
Πήγα στο Παρίσι να βρω ό,τι μπορούσα να περισώσω- τίποτα δεν ήταν σε τάξη. Κάναμε ενάμιση χρόνο ταξινόμηση. Εκτός από τον Σταμάτη Γκίκα ο οποίος ήταν ο πιο κολλητός άνθρωπος του πατέρα μου στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, οφείλω πάρα πολλά στην Παυλίνα Βοσινάκη, τον πιο ανιδιοτελή άνθρωπο που υπάρχει, η οποία μου έφερε βαλίτσες με Αργος Τύπος και φακελωμένους χρονογικά.
Έχουμε δουλέψει πάρα πολύ σκληρά για αυτή την έκθεση. Ο Σταμάτης έκανε μεταφράσεις από ελληνικά σε γαλλικά, από γαλλικά σε ελληνικά, από αγγλικά σε ελληνικά, τα πάντα για το έντυπο που τυπώθηκε με μεγάλη συγκίνηση…
Και μάλιστα στο τυπογραφείο της Βουλής. Όταν έστειλα αίτημα στον κύριο Κακλαμάνη, μου απάντησε: «Αν δεν κάνω εγώ κάτι για τον πατέρα σου, ποιος θα το κάνει;» Δεν ήθελα να φτιάξω απλά έναν κατάλογο. Δεν με ενδιέφερε να τυπώσω άλλο ένα πορτρέτο του πατέρα μου – είχε 32. Με ενδιέφεραν όσα λένε οι άλλοι γι’ αυτόν. Και όλη η δουλειά έγινε χειρουργικά: να βρεθούν, να μεταφραστούν, να γίνει επιμέλεια, να στηθούν από τον γραφίστα. Τους ευχαριστώ όλους και την Ίριδα Κρητικού που πίστεψε σε αυτό το εγχείρημα ως εικαστικός και ως αρχαιολόγος.
Στην έκθεση υπάρχει αναπαράσταση του σπιτιού του με 34 πορτρέτα, ένα στρώμα-κρεβάτι που φτιάχτηκε από μένα με τα 300 ρολόγια της συλλογής του.
Υπάρχει μια κολώνα μέχρι το ταβάνι, φτιαγμένη από όλα τα μπουκάλια αρωμάτων που μάζευε. Και προβολές στην αίθουσα, αφού πήρα τα δικαιώματα ταινιών -και ευχαριστώ για αυτό την Εμανουέλα Παυλίδου, γιατί από το Ιδρυμα μας παραχωρήθηκε και η ταινία με τη Μελίνα που έπαιζε ο πατέρας μου. Και στο μισάωρο ντοκιμαντέρ μιλούν η Φιλαρέτη Κομνηνού, η Λυδία Φωτοπούλου, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η Αλεξάνδρα Λαδικού.
«Εγώ, ο Ανδρέας Βουτσινάς», Εως 24/01/2026
Eλληνοαμερικανική Ενωση, Mασσαλίας 22, τηλ. 210 3680 052
Στο πλαίσιο της έκθεσης θα κυκλοφορήσει συλλεκτική εφημερίδα-μονογραφία με αρχειακό υλικό και κείμενα για τον Ανδρέα Βουτσινά από το Τυπογραφείο του Ελληνικού Κοινοβουλίου.
H έκθεση πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της Βουλής.
Την έκθεση θα πλαισιώσει σειρά παράλληλων εκδηλώσεων, προβολών και ξεναγήσεων.