Eurokinissi

ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΑΚΟΥΓΑΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

Μια προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου που άκουγε Μάνο Χατζιδάκι από την κούνια του με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη.

Καθόταν στο γραφείο του και ήταν κρυμμένος πίσω από ένα τείχος καπνού. Ο πατέρας μου κάπνιζε αμέτρητα πακέτα την ημέρα και πολλά τσιγάρα τ’ άφηνε μισοσβησμένα μέσα σε κάτι γιγάντια τασάκια, σχηματίζοντας ένα νέφος γύρω του. Είχε πέσει το βράδυ, αρχές καλοκαιριού, Ιούνιος του 1994. Εκτός από τον καπνό είχε γύρω του και βιβλία. Και ένα κόκκινο κασετόφωνο. Στην εικόνα αυτή ένιωσα σαν να έχει πέσει ένα πηχτό σκοτάδι στην ατμόσφαιρα. Σχεδόν δεν τον διέκρινα. Στο ραδιόφωνο έπαιζε την “Αθανασία”. Με ρωτάει “ξέρεις, τι είναι αυτό;” Παραξενεύτηκα για λίγο και πριν προλάβω ν’ απαντήσω, “Χατζιδάκις! Πέθανε!” 

Στις 15 Ιουνίου του 1994 ήμουν 11 ετών και κάτι ημερών. Τα λίγα δευτερόλεπτα που άργησα ν’ απαντήσω στην ερώτηση ήταν γιατί σκέφτηκα κάτι του στυλ “έλα παππού να σου δείξω τ’ αμπέλια σου.” Όχι, γιατί ήμουν κάποιο ευαίσθητο παιδάκι με λυρικές ανησυχίες. Τα γόνατα ήταν μαύρα από τη ζωή στις μπασκέτες. Αλλά στ’ αυτιά μου είχαν γραφτεί οι νότες του Χατζιδάκι. 

Μπορεί να είναι δύσκολο να περιγραφεί σ’ ένα παιδί που μεγαλώνει στην εποχή του on demand και του  αχαλίνωτου streaming να καταλάβει πώς είναι να ενηλικιώνεσαι σχεδόν μονοθεματικά, με το τι άκουγες ή το τι δεν άκουγες. Υπήρχαν σπίτια που άκουγαν μόνο Θεοδωράκη, άλλα μόνο Καζαντζίδη ή Μπιθικώτση, πιο μετά Νταλάρα, Σαββόπουλο, αποκλειστικά ξένα, μόνο όπερα ή μόνο ντίσκο. Η δισκοθήκη ήταν απλά ένα συμπλήρωμα στον κύριο πρωταγωνιστή και ακόμα και αν περιείχε και δεκάδες άλλα ακούσματα, η επίδραση του ενός ονόματος ήταν τέτοια όπου τον Οκτώβριο του 2025 αν με ρωτήσει κανείς στο σπίτι τι ακούγατε, παβλοφικά θ’ απαντήσω, Χατζιδάκι. Και ο θάνατος του τότε είναι σαν να είχε φύγει κάποιο μέλος της οικογένειας μας.

Οι γονείς μου ανήκουν στο είδος του “πνευματικού ανθρώπου”. Ή καλύτερα σε μια από τις ελίτ των διανοουμένων. Επειδή αυτό ακούγεται σαν να “έχει λεφτά”, μην ανησυχείτε δεν έχει. Η μάνα μου, Τζούλια Τσιακίρη είναι εκδότρια του Ροδακιού, ο πατέρας μου, Βασίλης Διοσκουρίδης όσο ζούσε είχε μια γενικότερη ευθύνη για τη φροντίδα των βιβλίων και των λέξεων. Πριν από το Ροδακιό, εξέδιδαν το λογοτεχνικό περιοδικό Εκηβόλος που πέρα από τις σελίδες του ήταν και μια “κατάσταση” στον καλλιτεχνικό χωράφι των Αθηνών. Η μάνα μου γνώρισε τον Χατζιδάκι στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Συνεργάστηκε μαζί του στο “Τέταρτο” και έφερε και τον πατέρα μου σε επαφή με τον Χατζιδάκι επειδή ο συνθέτης έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για τον Εκηβόλο. 

Για το αν έχω γνωριστεί με τον Χατζιδάκι υπάρχουν διάφορες θολές κουβέντες. Ότι ήταν σε μια παρέα που είχαν έρθει να με δουν στο σπίτι σαν μωρό, ότι είχα πάει στο Zoom στην Πλάκα όσο ήμουν στην κούνια, ότι τον χαιρετούσα από το καρότσι όταν συναντιόμασταν στους δρόμους γύρω από το Προεδρικό Μέγαρο όπου έβγαζε βόλτα τον σκύλο του, ότι διάφορα άλλα που στο τέλος μ’ έχουν βοηθήσει ανάλογα με την κουβέντα να εκσφενδονίζω και ένα “εγώ που ήξερα τον Μάνο κτλ” λες και ήμουν κάποιος συνδαιτυμόνας του στον Μαγεμένο Αυλό. 

Γι’ αυτόν τον κύκλο ανθρώπων ο Χατζιδάκις δεν ήταν ένας συνθέτης αλλά ένα οχυρό. Ένα Άλαμο στο κέντρο της Αθήνας που δεν έλεγε να πέσει. Ήταν μια πράξη αντίστασης απέναντι στο “κακό” της εποχής. Είτε αυτό ήταν η καταπίεση της καχεκτικής δημοκρατίας είτε η επέλαση του “αυριανισμού” είτε η απουσία πυξίδας για την ελληνική παράδοση. Τι προσανατολισμό πρέπει να έχει ο νους που ψάχνει τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα και την Αθήνα στη Νέα Υόρκη; “Δεν μ’ αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι”, έχει πει ο ίδιος. Έμοιαζε, συνέχεια να είναι παντού. Από το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης μέχρι τις πρωτεύουσες του κόσμου, σκορπούσε ένα διαρκές fomo που προκαλούσε ασφάλεια. 

Επίσης είναι όλες αυτές οι πινέζες στο χάρτη. Το πατάρι του Λουμίδη στη Σταδίου, το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα στην Πανεπιστημίου, ο Μαγεμένος Αυλός στην Πλατεία Προσκόπων, το Zonar’s στην Πανεπιστημίου, το Βυζάντιον στο Κολωνάκι, το studio της Columbia στη Νέα Ιωνία, το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, το Τρίτο Πρόγραμμα, ο Σείριος, το Zoom στην Πλάκα.    

Είναι και όλες αυτές οι ιστορίες με την εκφορά του “ρ” στην ομιλία του πάντα να τιςς συνοδεύει. Πώς του έδινε ο Νίκος Γκάτσος τους στίχους και αυτός σε μια χαρτοπετσέτα έγραφε την παρτιτούρα. Πώς από μια χαρτοπετσέτα και έναν αυτοσχεδιασμό βγήκαν τα “Παιδιά του Πειραιά”. “Μανόλη, αυτό θα πουλήσει χιλιάδες” του είχε πει ο Ζαμπέτας όταν άκουσε τις πρώτες νότες. Ο Ζαμπέτας που στις πρόβες που έκαναν, έριχνε μια πενιά παραπάνω και όταν ο Χατζιδάκις απορούσε, Γιώργο τι κάνεις; “Μαέστρο, σχολιάζω”, απαντούσε. 

Ο Μπιθικώτσης που μια ολόκληρη μέρα τον έψαχνε και όταν τον βρήκε πάνω από μια παρτίδα τάβλι σ’ ένα καφενείο του ζήτησε να τραγουδήσει το “Γαρούφαλο στο Αυτί”. Στην εκτέλεση, μπουζούκι παίζει ο Τσιτσάνης. Προφανώς, η “ανταγωνιστική” σχέση με τον Μίκη Θεοδωράκη. Και ο εκλιπών Διονύσης Σαββόπουλος που ένα μεσημέρι του έκανε μουσικές υποδείξεις ενώ στην πραγματικότητα ήθελε να σκύψει να του δέσει τα κορδόνια. 

Ας αναλογιστούμε πώς μιλάμε και για μια εποχή που κάποιος έπαιρνε κάποιον τηλέφωνο, αυτός κάποιον άλλον. Ακολουθούσαν τρεις, τέσσερις συναντήσεις και κάποια στιγμή έβγαινε το “Άξιον Εστί” του Οδυσσέα Ελύτη σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, με το εξώφυλλο του δίσκου να το έχει ζωγραφίσει ο Γιάννης Τσαρούχης και πάει λέγοντας. 

Από τις συναντήσεις των γονιών μου με τον Χατζιδάκι μου έχει μείνει η εξής ιστορία. Βρισκονται στο GB Corner, το εστιατόριο της Μεγάλης Βρετανίας για φαγητό. Σε παλαιότερο  κείμενο της η μάνα μου την περιέγραψε ως εξής: “Ήταν επιθυμία του Νίκου Γκάτσου να γνωρίσει τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Εκηβόλος. Έτσι, η τρόικα Διοσκουρίδης, Παναγιωτόπουλος, ελόγου μου, ανεβαίνουμε τα σκαλιά της Μεγάλης Βρετανίας για να τον συναντήσουμε εκεί, με οικοδεσπότη τον Μάνο Χατζιδάκι. Μεγάλη τσίτα απ’ την πλευρά μας και πόζα, θέρμη και αγαθή περιέργεια από την άλλη πλευρά, στη σκιά των δύο γιγάντων η όμορφη Αγάθη Δημητρούκα.

Ο Μ. Χ. θέλει να παραγγείλει όλο τον κατάλογο, να μας περιποιηθεί, ο Διοσκουρίδης θέλει μόνο να καπνίζει και να πίνει ένα ουίσκι, έρχονται roastbeef, προσούτο με πεπόνι, σαλάτα με ροκφόρ, «εσύ τι θα πάρεις;» καρφώνει τον Γκάτσο ο Χατζιδάκις ενώ γέρνει από πάνω τους σαν πηλιορείτικος πλάτανος με τη λαδοπράσινη ρεντιγκότα του ο σερβιτόρος. Ελαφριά στροφή του κεφαλιού του Γκάτσου προς τον αρμόδιο. «Ποιο είναι παρακαλώ σήμερα το φαγητό του προσωπικού;» «Χόρτα βραστά και τυρί φέτα ψημένη στο φούρνο.» «Αυτό θα μου φέρετε.» Ο Χατζιδάκις πικάρεται αλλά το προσπερνάει.” 

Το πικάρισμα του καφενείου, το προσόν να είσαι έτοιμος για την ώρα της μπηχτής, μπορούν να γίνουν έργο τέχνης; Ναι! Οι στίχοι του Γκάτσου και η μουσική του Χατζιδάκι αν το προσέξει κανείς είναι σαν δύο ρακέτες που εκτοξεύει η μία ένα μπαλάκι στην άλλη και πάλι πίσω. Σαν τις ατάκες την ώρα του τσίπουρου. 

Ήταν μεγάλος ατακαδόρος ο Χατζιδάκις. Φαίνεται αυτό στη μουσική του, στις τοποθετήσεις του, στα πολιτικά του κείμενα. Το τέρας του ναζισμού που αν το συνηθίσεις θα σε απορροφήσει, τα παιδιά με τις μολότοφ, τα παιδιά της γαλαρίας που “έμειναν πίσω” από τις διώξεις στον εμφύλιο. Ο λαϊκισμός του Ανδρέα Παπανδρέου και οι οπαδοί του που είναι σαν τις πέστροφες που κολυμπούν ανάποδα στο ποτάμι. Η δεξιά που όφειλε να αφήσει πίσω τις αμαρτίες του παρελθόντος και να λειτουργήσει ως αποκλειστικός φορέας του υψηλού πνεύματος. 

Σε κάποιες απόψεις του μπορείς να σταθείς, άλλες σήμερα είναι αφελείς, άλλες συντηρητικές αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν ν’ αποτελούν αιτία για τη χυδαία και συντονισμένη επίθεση που δέχτηκε. Όσα έγραφε η Αυριανή κυρίως τότε αποτελούν ως σήμερα ντροπή για την αξιοπρέπεια της χώρας. 

Μερκούρη- Ντασέν - Χατζιδάκις AP Photo

Στην κατασκήνωση με αποκαλούσαν “αιδεσιμότατο” επειδή πέρα από διάφορα άλλα είχα μαζί μου την κασέτα με τον “Ματωμένο Γάμο και το Παραμύθι Χωρίς Όνομα”. Θυμάμαι συνεχόμενα καλοκαίρια στο αμάξι να παίζει μόνο η δεύτερη εκτέλεση του Χειμωνιάτικου Ήλιου με τον Μανώλη Μητσιά. Όταν είχα δει την Έλλη Πασπαλά στο σαλόνι μας δεν μπορούσα να διαχειριστώ το γεγονός ότι έβλεπα τη φωνή των Παιδιών κάτω στον Κάμπο που “κυνηγάνε τους αστούς/ πετσοκόβουν τα κεφάλια/ από εχθρούς και από πιστούς”. Οι τραγουδιστές της Ρωμαϊκής Αγοράς, οι αφηγητές των παιδικών μου παραμυθιών. H φωνή της Αλίκης Καγιαλόγλου στους “Αντικατοπτρισμούς” ένας μόνιμος αντίλαλος στους τοίχους του σπιτιού. Οι φωνές των ηθοποιών στην “Οδό Ονείρων”, το “τιο τιξ” των Κύκνων στους Όρνιθες. Η σταράτη φωνή του Μπιθικώτση στην “Κυρά”. Η εκτέλεση στο “Αστέρι του Βοριά” από τη Νάνα Μούσχουρη και τον Ηλία Λιούγκο στο Καστελόριζο. 

 

 

Τις μέρες πριν πεθάνει ο πατέρας μου άκουγα σ’ επανάληψη το “Πάει Καιρός” με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Έχει αυτούς τους στίχους του Γκάτσου με τις νύχτες, τις βροχές, τις ψυχές, το παιδί που έχει σταθεί στο σκοτάδι για να ζεσταθεί. Και μετά αυτό το δάκρυ που κυλάει στο χώμα. Ψυχαναλυτικά εύκολα θα πει κανείς ότι ήθελα να συνδέσω τις στιγμές μ’ ένα τραγούδι και να τις διατηρήσω στη μνήμη και μπλα μπλα μπλα. Ίσως λειτούργησε όμως και εκείνο το βράδυ του Ιουνίου του ΄94 που στο πρόσωπο του πατέρα μου είχα δει τι σημαίνει πραγματικά στεναχώρια, τι σημαίνει να χάνεις ένα δικό σου άνθρωπο.

100 χρόνια μετά τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι έχω πια τη βεβαιότητα πώς κάθε άνθρωπος με κάθε βίωμα θα μπορεί να νιώσει αυτή τη σύνδεση ακούγοντας έστω ένα τραγούδι του. Μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο το έργο του σήμερα θα πρέπει να γίνει ακόμα πιο προσιτό και από τότε που ήταν αυτός εν ζωή. 

Παίξτε τα Games του NEWS 24/7: Σταυρόλεξο, Sudoku, WordroW & Word Search!

 

Ακολουθήστε το NEWS 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα