Η Νάντια Κατσούρα, ο Χάρης Φραγκούλης και ο Ανδρέας Κοντόπουλος Χρήστος Συμεωνίδης

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΝΑ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΤΕΙ Ο ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΣ ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΑ – ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΦΑΟΥΣΤ ΣΤΟ NEWS 24/7

O Χάρης Φραγκούλης, ο Ανδρέας Κοντόπουλος και η Νάντια Κατσούρα μιλούν στο NEWS 24/7 με αφορμή τον Φάουστ που επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο με ανανεωμένη διανομή σε σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη.

Η βασισμένη στον Φάουστ του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε ομώνυμη παράσταση, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη, μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε την περσινή θεατρική περίοδο, επέστρεψε για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, με ανανεωμένη διανομή, στο Εθνικό Θέατρο, στην Κεντρική Σκηνή του Κτηρίου Τσίλλερ.

Συναντήσαμε τον Χάρη Φραγκούλη, τον Ανδρέα Κοντόπουλο και τη Νάντια Κατσούρα στο Εθνικό Θέατρο, μία ημέρα πριν την πρεμιέρα του έργου και μιλήσαμε για τον Φάουστ ως σύμβολο της σύγχρονης ανθρώπινης μοναξιάς, για τον έρωτα ως βίαιη παραίτηση από τον ναρκισσισμό και για τον Μεφιστοφελή όχι ως δαίμονα, αλλά ως εκείνη την ανοιχτή πληγή που σε καλεί να κοιτάξεις τον εαυτό σου χωρίς καμία προστασία.

Ο Χάρης Φραγκούλης ξεκίνησε τη συζήτηση αναφερόμενος στη ματιά του Άρη Μπινιάρη: “Ο Άρης εστίασε σε έναν πολύ συγκεκριμένο άξονα του έργου του Γκαίτε και εφτιαξε μια παράσταση διάρκειας μιάμισης ώρας. Στην πραγματικότητα το έργο είναι μια μήτρα που χωράει μέσα του τα πάντα, ο πυρήνας του είναι θεολογικός, οπότε εμπεριέχει όλους τους υπαρξιακούς κραδασμούς.
Ο Φάουστ παρουσιάζεται ως ένας άντρας γύρω στα σαράντα πέντε, που δεν είναι ούτε νέος ούτε γέρος. Βρίσκεται στο μεταίχμιο, στην ηλικία εκείνη όπου ο άνθρωπος αρχίζει να κοιτάζει προς τα πίσω και να κάνει απολογισμό.

Μέσα σε αυτή την εσωτερική αναμέτρηση, ο ήρωας συναντά τον έρωτα. Και εκεί εστιάζει η παράσταση, στο σημείο όπου ο έρωτας δεν εμφανίζεται ως ρομαντικό αίτημα, αλλά ως ρήγμα. Γιατί ο έρωτας δεν ζητά απλώς να αφεθείς, σου ζητά να παραιτηθείς από το εγώ σου. Να ανοιχτείς, να διαλυθείς, να καταστραφείς, να δεχτείς μια βαθιά πληγή στον ναρκισσισμό σου. Ο έρωτας απαιτεί να τραυματιστεί ο ναρκισσισμός ανεπανόρθωτα.

Και αυτό είναι τρομακτικό, ειδικά όταν έχεις ήδη χτίσει μια ζωή, μια προσωπικότητα, μια ταυτότητα που σε περιβάλλει σαν θώρακας. Είναι άλλο πράγμα να παραδίνεσαι στον έρωτα στα είκοσι και άλλο στα σαράντα πέντε. Τότε η παράδοση δεν είναι παιχνίδι, είναι πράξη βίαιης απογύμνωσης.”

Η Νάντια Κατσούρα και ο Χάρης Φραγκούλης
Η Νάντια Κατσούρα και ο Χάρης Φραγκούλης Χρήστος Συμεωνίδης

Ο Μεφιστοφελής δεν έρχεται σαν καταστροφή, αλλά σαν γοητεία

Αυτός ο παραλληλισμός του ψυχαναλυτή με τον Μεφιστοφελή είναι ανατρεπτικός…

Ο Ανδρέας Κοντόπουλος συμφωνεί και λέει: “Είναι ένα από τα όμορφα – και σκοτεινά – παράδοξα που υπάρχουν μέσα στο έργο. Ακόμη και δραματουργικά, το καλό και το κακό μοιάζουν, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο Μεφιστοφελής, όπως τον δουλέψαμε και εμείς στη δική μας νέα διανομή, δεν έρχεται σαν καταστροφή, αλλά σαν γοητεία.

Στο κλασικό κείμενο, υπάρχει η περίφημη φράση «σπούδασα τα πάντα, κατέκτησα τα πάντα και δεν βρήκα το νόημα της ζωής» – ο Φάουστ ουσιαστικά φωνάζει: «Τι είναι αυτό που δίνει πνοή;» Και σε μια στιγμή απόλυτης κόπωσης λέει: «Στο διάβολο όλα. Ας έρθει η μαγεία». Εκεί εμφανίζεται ο Μεφιστοφελής – όχι για να τον τιμωρήσει, αλλά για να τον λυτρώσει από τον ίδιο του τον έλεγχο και την αυτολογοκρισία του.

Ο Ανδρέας Κοντόπουλος
Ο Ανδρέας Κοντόπουλος Χρήστος Συμεωνίδης

Αυτή είναι και η οπτική της παράστασης σε σχέση με τον έρωτα: ο έρωτας, όπως και ο διάβολος, δεν έρχονται πάντα να καταστρέψουν. Έρχονται να σε βυθίσουν σ’ αυτό που είσαι πραγματικά, να σε φέρουν αντιμέτωπο με την αλήθεια σου. Δεν παίζω τον Μεφιστοφελή σαν μια μορφή που θέλει να κάνει κακό, αλλά σαν μία “ανοιχτή πληγή”, σαν μια τρυφερή αλλά αδυσώπητη παρουσία. Πλησιάζω τον Φάουστ με μια περίεργη τρυφερότητα και του προτείνω ένα άλλο μονοπάτι λέγοντάς του: “Αγκάλιασε το σκοτεινό σου κομμάτι”. Γιατί αυτό κάνει η αγάπη: χωράει και το μικρό, και το φθαρτό, και το ευάλωτο, και το σκοτεινό μέρος του άλλου. Ακόμη κι αν ξέρει ότι αυτό δεν σώζεται”.

Μαργαρίτα, το μέσο του έρωτα

Νάντια, εσύ ενσαρκώνεις τη Μαργαρίτα, το αντικείμενο του έρωτα…

“Όχι ακριβώς «το αντικείμενο», θα έλεγα πως είναι το μέσο. Το κορίτσι αυτό γεννιέται από εκείνη την «ανοιχτή πληγή» που περιέγραψε ο Αντρέας και που συμβολικά για μένα φέρει μέσα του τον χορό του έρωτα.
Η Μαργαρίτα γίνεται η αφορμή για να σπάσουν οι αναστολές, οι αντιστάσεις, οι μηχανισμοί άμυνας. Για να επιτραπεί αυτή η βουτιά, πρέπει να αφεθούμε στο άγνωστο του Άλλου. Σήμερα λείπει απελπιστικά η ικανότητα να νιώθουμε, να εμπλεκόμαστε πραγματικά, να ραγίζουμε το ναρκισσιστικό τείχος που η εποχή έχει χτίσει γύρω μας.
Αυτό το κορίτσι νιώθω πως προσπαθεί σταθεί απέναντι σε αυτό που επιβάλλει η εποχή: τη συναισθηματική αδράνεια, την αδυναμία εμπλοκής” απαντά.

Ο Ανδρέας Κοντόπουλος αναφέρει: “υπάρχει κάτι στη γλώσσα της σκηνής του ονείρου ανάμεσα στην Μαργαρίτα και τον Φάουστ. Εγώ, ως Μεφιστοφελής κάθομαι και ακούω. Σαν ψυχαναλυτής, όχι σαν δαίμονας. Και η γλώσσα εκεί είναι αλλιώτικη – λογοτεχνική, σχεδόν έξω από το ύφος του υπόλοιπου κόσμου της παράστασης. Δημιουργεί αυτό το δίπολο ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα”.

Φάουστ- Άρης Μπινιάρης
Χρήστος Συμεωνίδης

Τι λέτε στη σκηνή του ονείρου;

Η Νάντια Κατσούρα εξηγεί πως “είναι σαν να έχει έρθει η μορφή αυτού του άντρα μέσα στο όνειρό της. Και εκεί, μιλάει για το σκοτάδι – το οποίο δεν είναι παρά ένα πέρασμα. Ένα μέρος της διαδικασίας.
Ο χώρος αποκτά μια συγκεκριμένη υφή. Ακόμα και τα χρώματα, το φως, οι εναλλαγές και οι πτυχώσεις δημιουργούν μια νέα διάσταση. Όλα αυτά σμιλεύουν την ουσία του, και το κοινό δεν βλέπει απλώς μια σκηνή, αλλά ζει μέσα σε αυτήν”.

Ο Ανδρέας Κοντόπουλος συμπληρώνει πως “όλο αυτό έχει ενδιαφέρον, γιατί μιλάτε για μια γκρίζα πόλη, μια αλυσίδα, ένα κλειστό σύστημα που μας περιβάλλει. Κι η γλώσσα χρησιμοποιείτε μοιάζει σχεδόν «επιτηδευμένη» σαν μια απόπειρα ρήξης, σαν να θέλει να σπάσει την επιφάνεια του ελέγχου.

Σήμερα, εκπαιδευόμαστε — σχεδόν προπονούμαστε — στην ιδέα της κατανόησης. Σαν να πρέπει όλα να συμπυκνωθούν, να κλείσουν γρήγορα. Σαν να μην υπάρχει λόγος να ολοκληρωθεί μια φράση, να ακουστεί η ανάσα ανάμεσα στις συλλαβές.
Η γλώσσα έχει αρχίσει να συρρικνώνεται. Τα γράμματα μασιούνται, χάνονται, αφήνοντας πίσω τους έναν ήχο αχταρμά, μια θολή μνήμη της λέξης, όχι τη λέξη την ίδια. Κι αυτό είναι αποκαλυπτικό. Γιατί μέσα σε αυτή τη θολότητα, μέσα σε αυτό το «να τελειώνουμε», χάνεται και η εμβάθυνση και η σχέση και ο κίνδυνος του λόγου.

Γι’ αυτό, κατά έναν παράδοξο τρόπο, αυτό που κάνει η παράσταση — που μιλάει με λέξεις που ολοκληρώνονται, που αρθρώνονται, που ζητούν να ακουστούν — λειτουργεί σχεδόν αντιστασιακά. Είναι υπέρ της παράστασης να απαιτεί από τον θεατή να ακούσει και όχι απλώς να πληροφορηθεί”.

Φάουστ- Άρης Μπινιάρης
Χρήστος Συμεωνίδης

“Κατανοώ άρα υπάρχω”

Ο Χάρης Φραγκούλης τονίζει πως “’ολα συνδέονται με την κατανόηση, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή, μετά τον Διαφωτισμό. Η φράση «Κατανοώ, άρα υπάρχω» έχει μετατραπεί σε αυτοσκοπό. Αυτή είναι η αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, το τι θέλει να μας πει ο ποιητής, ποιο είναι το νόημα. Υπάρχει η διαρκής αγωνία να καταλάβουμε τα πάντα.
Στον έρωτα όμως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: Δεν ξέρεις γιατί είσαι ερωτευμένος με κάποιον. Δεν μπορείς να το εξηγήσεις λογικά. Κάτι μέσα σου σε σπρώχνει, αλλά δεν μπορείς να το αιτιολογήσεις με αριστοτελική λογική. Και όμως, αυτό δεν σε βάζει σε αμφιβολία. Το αντιλαμβάνεσαι απλώς ως κάτι αληθινό”.

Και συνεχίζει: “Σήμερα δεν αντέχουμε να νιώθουμε άβολα. Δεν αντέχουμε την αβεβαιότητα. Και γι’ αυτό ευαγγελιζόμαστε ότι τα ξέρουμε όλα.
Κοιτάξτε την προηγούμενη γενιά, που πίστευε πως τα ήξερε όλα και έκαψε ως επικίνδυνα ακόμη και τα βιβλία. Όλα ξεκίνησαν με καλές προθέσεις, όμως φτάσαμε στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Χίτλερ και ο Στάλιν υποστήριζαν πως ήθελαν το φως, αλλά αυτή η ανάγκη για απόλυτο φως οδήγησε στην καταστροφή.

Φάουστ- Άρης Μπινιάρης
Χρήστος Συμεωνίδης

Ο Φάουστ λέει συνέχεια: «Θέλω το φως. Θέλω το φως τώρα!» Αλλά δε γίνεται να δημιουργήσεις τον τέλειο άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι όπως είναι. Και η ανθρώπινη ζωή δεν είναι κάτι που μπορείς να καταστρέψεις ή να ελέγξεις. Ποιος είσαι εσύ που θα αποφασίσεις ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει; Κι ας έχεις δίκιο.

Ο Φάουστ είναι μόνος του και αυτή η μοναξιά τον οδηγεί στην παράνοια. Οι άνθρωποι σήμερα παρανοούν, είναι μόνοι τους με έναν υπολογιστή, μιλούν στον εαυτό τους, κατασκευάζουν τον εαυτό τους. Δεν έχουν σχέσεις. Ο καθένας έχει τη δική του γνώμη και λέει «αυτό είναι και τέλος». Η συζήτηση τελειώνει εκεί, γιατί όλα είναι χρηστικά. Οι άνθρωποι πια δεν επικοινωνούν, απλώς καταναλώνουν.

Ο έρωτας, όμως, είναι κάτι διαφορετικό. Έρχεται και μας χτυπάει. Και πρέπει να ανοιχτούμε σε αυτόν, να παραδοθούμε.
Ο Ανδρέας Κοντόπουλος σημειώνει: Και τελικά, το πιο τραγικό είναι ότι όλοι θέλουμε το ίδιο: να αγαπηθούμε, να ανήκουμε κάπου, να νιώθουμε τρυφερότητα. Όλοι αναζητούμε αυτή τη σύνδεση, αυτό το άνοιγμα στον άλλον.

Και ο Χάρης Φραγκούλης αναφέρει: Σκέφτεσαι και λες: «Μα είναι όλα τόσο απλά, γιατί τα κάνουμε τόσο δύσκολα;» Και έχει τρομερό ενδιαφέρον που ο Μεφιστοφελής λέει στον Φάουστ να αγαπήσει ουσιαστικά τον εαυτό του και τις επιθυμίες του. Αυτό το μήνυμα έχει ένα τρομερό συμβολισμό. Στο τέλος, το κακό είναι τόσο σχετικό, τόσο ασαφές, πολλές φορές είναι απλώς η μη αποδοχή του εαυτού μας και των επιθυμιών μας.

Ο Φάουστ, είναι θυμωμένος γιατί έφτασε εκεί που ήθελε και δεν βρήκε τη χαρά του. Θα μπορούσε και ο σύγχρονος άνθρωπος να πει: «Έχω δέκα σπίτια και σαράντα πέντε πισίνες» και να νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος.Οι άνθρωποι πήραν τις πισίνες τους. Ένας μέσος άνθρωπος σήμερα έχει το αμάξι του, έχει ίντερνετ, τα έχει όλα. Όμως δεν είναι ευτυχισμένος. Το παράδειγμα αυτό της ζωής απέτυχε.

Ο Φάουστ νιώθει άδειος, λέει “έχω κατακτήσει τη γνώση, αλλά είμαι δυστυχισμένος”. Τότε η γνώση ήταν ο σκοπός. Σήμερα, μπορεί να λέει κάποιος: «Έχω όλα τα λεφτά του κόσμου», αλλά μέσα του είναι δυστυχισμένος. Αυτός ο άνθρωπος θα είναι πολύ θυμωμένος, γιατί το έχει πειραχτεί και απογοητευτεί από την ίδια του την αναζήτηση.

Χρήστος Συμεωνίδης

Υπάρχουν σύγχρονες Μαργαρίτες;

Η Νάντια Κατσούρα απαντά: “Υπάρχουν, αλλά δε φαίνονται. Είναι αυτό που δεν επιτρέπεται να υπάρξει στην εποχή μας. Η ευαισθησία, η ευαλωτότητα, είναι τα πράγματα που μας απαγορεύουν να ζήσουμε. Και νομίζω ότι όλο ξεκινάει από εκεί. Μας απαγορεύουν τον θάνατο. Κρύβουν τον θάνατο, γιατί συνεχώς πρέπει να καταναλώνουμε, να πηγαίνουμε παρακάτω, να είμαστε σε μια διαρκή κίνηση. Αλλά αν είχαμε συνείδηση του θανάτου καθημερινά, δεν νομίζω πως θα ζούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι όπως ζουν τώρα. Δεν θα συνέχιζαν τη ζωή τους με τον ίδιο τρόπο.

Το πιο βασικό, όμως, είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μας σηκώσει τα μάτια. Να κοιτάξουμε έξω από τον εαυτό μας. Να δούμε κάτι πέρα από την αυτοκατανάλωση και την καθημερινότητα μας. Και αυτό είναι που μας λείπει. Όπως είπα και πριν, το ζητούμενο είναι να κοιτάξουμε έξω, να ανοίξουμε τα μάτια μας σε κάτι περισσότερο.

Ο Χάρης Φραγκούλης συμφωνει και σημειώνει: “Οι σύγχρονες σχέσεις -και οι ερωτικές- είναι καταναλωτικές. Είναι και θέμα θεολογικού ζητήματος. Δεν είναι ζήτημα αν πιστεύεις ότι ένας μουσάτος τύπος θα σε τιμωρήσει, αλλά το αν είναι η γυναίκα ιερό πρόσωπο. Γιατί, αν δεν είναι ιερό πρόσωπο η γυναίκα, τότε πώς να μη γίνουν αυτά που γίνονται;

Από τη στιγμή που ο άνθρωπος, και ειδικά η γυναίκα, δεν θεωρείται ιερός, πώς να μην καταλήξουμε στην καταστροφή; Χρειάζεται κάτι που να κάνει τον άνθρωπο ιερό πρόσωπο, ώστε να μην τον σφάξεις. Ακριβώς αυτό είναι το θέμα. Δεν είναι θέμα θρησκοληψίας, είναι ότι λείπει αυτός ο Θεός από την κοινωνία μας, και γυρνάμε γύρω από αυτή την έλλειψη.

Και ο Ανδρέας Κοντόπουλος λέει: “χωρίς τον Θεό, το “άλλο” πρόσωπο, είτε άντρας είτε γυναίκα, δεν θεωρείται ιερό. Και το ρωτάς: «Ποιος είναι ο Άλλος;» Εξαρτάται από το τι σημαίνει αυτός ο Άλλος για τον καθένα”.

Ο Χάρης Φραγκούλης συνεχίζει λέγοντας “Ο καθένας βλέπει διαφορετικά τον Άλλο. Κι αυτό μας φέρνει στην πραγματικότητα των σχέσεων. Αν δεν πιστεύουμε στον Άλλον, πώς να έχουμε αυτή τη ρωγμή, το άνοιγμα που λέγαμε πριν; Πώς να κάνουμε σχέση με κάποιον αν δεν του επιτρέπουμε να είναι ιερό πρόσωπο για εμάς; Πρέπει να υπάρχει κάτι που να σε σηκώνει, να σε βγάζει από τον εαυτό σου. Αν τα πάντα τελειώνουν μέσα σου, δεν χρειάζεται να αλλάξεις τίποτα”.

Ο Ανδρέας Κοντόπουλος υπογραμμίζει πως “ο θυμός και η απογοήτευση, είναι το θεμελιώδες πρόβλημα. Όλες αυτές οι διαστροφές γύρω μας είναι αποτέλεσμα του θυμού που δεν εκφράζεται σωστά”.

“Και, παράλληλα, δίπλα μας, τρέχει μια φοβερή, υποτιθέμενη ευγένεια που προσποιείται ότι τα πάντα είναι φυσιολογικά, ενώ γύρω μας μαίνονται πόλεμοι. Αυτή τη στιγμή, που μιλάμε, μαίνονται δύο σοβαρότατοι πόλεμοι, πέρα από τους μικροπολέμους και όλες τις μαφίες που λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα” λέει με ένταση ο Χάρης Φραγκούλης και συνεχίζει τη σκέψη του: “ο πόλεμος δεν είναι απλώς αριθμοί και στατιστικά. Είναι κάτι που αφορά την ύπαρξη. Αλλά το πιο περίεργο είναι ότι ενώ όλα αυτά γίνονται, εμείς ζούμε σε έναν κόσμο που συνεχώς προσπαθεί να αποτρέψει αυτή την υπαρξιακή ένταση. Προσπαθούμε να την καλύψουμε με την “ευγένεια”, με το “όλα είναι καλά”, ενώ οι πραγματικές εντάσεις είναι εκεί, και τα πάντα παραμένουν υποκρισία.

“Και παρόλο που όλα αυτά συμβαίνουν, βλέπεις και κάτι υπερβατικό. Για παράδειγμα, τα παιδιά στην Παλαιστίνη έχουν το θάρρος και την ανάγκη να ζήσουν. Ζούνε μέσα στα χαλάσματα, σε έναν κόσμο που καταρρέει. Και με το που γίνεται μια μικρή ανάπαυλα, πάνε και φυτεύουν ένα λουλούδι. Αυτή η ανάγκη για ζωή είναι τόσο ισχυρή, ακόμα και σε ένα τέτοιο περιβάλλον καταστροφής. Είναι το υπερβατικό, αυτό που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πλήρως, αλλά το αισθάνεσαι. Αυτή η ανθρώπινη ανθεκτικότητα που επιβιώνει ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες” καταλήγει ο Ανδρέας Κοντόπουλος.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα