AP Photo/Jean Jacques Levy, File

Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ ΗΤΑΝ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ ΑΛΛΑ ΑΛΗΘΙΝΟΣ

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ πέθανε στα 89 του χρόνια αφήνοντας πίσω μια τεράστια κληρονομιά ως χολιγουντιανός σταρ, σκηνοθέτης, ακτιβιστής, και άνθρωπος του σινεμά.

«Αυτές είναι όλες οι φορές που απέδρασα».

Στην κλιμάκωση της πολύ γλυκιάς περιπέτειας “Ο Κύριος και το Όπλο” του Ντέιβιντ Λάουρι, στον τελευταίο πρωταγωνιστικό ρόλο της καριέρας ενός αληθινού θρύλου, ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Ρέντφορντ απαριθμεί τις φορές που δραπέτευσε από τη φυλακή.

Για τον Λάουρι, η πρόθεση πίσω από αυτό το πολύ συναισθηματικό μοντάζ ήταν να φτιάξει ένα φανταστικό, μες-στο-κεφάλι-του μοντάζ σκηνών που θα μπορούσαν να έχουν προέλθει από όλη την καριέρα του ίδιου του Ρέντφορντ, ο οποίος μπόρεσε με τόσο ευκολία και μηδενική επιτήδευση, να ερμηνεύσει γοητευτικούς ήρωες κι από τις δύο πλευρές του νόμου.

Σαν ένδειξη αυτής της πρόθεσης, ο Λάουρι συμπεριλαμβάνει σε αυτό το μοντάζ και μια σκηνή από την “Καταδίωξη” του Άρθουρ Πεν, με τον αστραφτερό Ρέντφορντ του 1966 να ξεπροβάλλει ανάμεσα στα υπόλοιπα στιγμιότυπα. Στον τελευταίο του πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Ρέντφορντ αποχαιρετά με ένα διακριτικό, υπέροχο σπάσιμο του τέταρτου τοίχου, σβήνοντας την απόσταση ανάμεσα στον ίδιο και τους ήρωές του – με τρόπο σοφιστικέ και γοητευτικό, όπως μόνο ένας αληθινός θρύλος θα μπορούσε σε μια τέτοια περίπτωση, χωρίς να μοιάζει σα να περιαυτολογεί.

Είναι ένας υπέροχος κινηματογραφικός αποχαιρετισμός, για έναν σταρ που υπήρξε πάντοτε έμβλημα – κάτι που πράγματι, πάντα ξεπερνούσε την απλή διάσταση της εμφάνισής του στο πανί. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ πάντα ήταν και κάτι ακόμα παραπάνω.

ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ: «ΕΙΜΑΙ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΑΛΛΆ ΑΚΤΙΒΙΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ ΜΟΥ»

AP Photo/Carlo Allegri

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ όντως πάντα ήταν κάτι περισσότερο από αυτό που φαινόταν – κάτι περίεργο να πει κανείς, δεδομένου πως σε μια πρώτη ματιά ο Ρέντφορντ πάντα ήταν από τους λιγοστούς ανθρώπους που έμοιαζαν απλά αψεγάδιαστοι. Αλλά κι όμως, ήταν πάντα εκείνος ο ηθοποιός που ήταν και ακτιβιστής (έμπρακτα, όχι στα λόγια), εκείνος ο σκηνοθέτης που έβαλε επιρροή και περιουσία πίσω από την ανάδειξη ενός νέου ανεξάρτητου σινεμά, εκείνο το sex symbol που ήξερες πάντα πως σε όσο mainstream ταινία κι αν τον έβλεπες, θα ήταν ένα φιλμ σκεπτόμενο, που σέβεται τον θεατή.

«Είμαι ηθοποιός στο επάγγελμα, αλλά ακτιβιστής από τη φύση μου», έλεγε πριν 10 χρόνια συνεχίζοντας ένα έργο αδιάκοπο. Πάνω στην σταρ περσόνα του, σωρεία μετέπειτα ηθοποιών θέλησαν να χτίσουν ένα αντίστοιχα πολύπλευρο προφίλ – κάθε δεκαετία είχε και τους δικούς της «νέους Ρόμπερτ Ρέντφορντ».

Σε βάθος δεκαετιών, υπήρξε συνώνυμο του μεγάλου αμερικανού σταρ στη μεγάλη οθόνη, συνδυάζοντας το εμβληματικό λουκ του κατεξοχήν ωραίου, με τον εντός κι εκτός οθόνης ακτιβισμό του, αλλά και μια επίμονη διάθεση οι ταινίες του να κουβαλούν μια κάποια βαρύτητα – πολιτική ή/και πολιτιστική.

Η διασημότερη ίσως περίοδός του ως σταρ ήταν στα τέλη των ‘60s και στην διάρκεια των πολιτικά φορτισμένων ‘70s, όταν ο Ρέντφορντ κατάφερε με φαινομενική άνεση να ισορροπήσει ανάμεσα στην ταμπέλα του sex symbol και στην εκπροσώπηση ενός ώριμου mainstream σινεμά για σκεπτόμενο κοινό.

Εκείνη την περίοδο των είδαμε σε αξεπέραστα πολιτικά θρίλερ όπως οι “Τρεις Μέρες του Κόνδορα” και το “Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου”, ταινίες-σημεία αναφοράς για το είδος τους ακόμα και σήμερα, μισό αιώνα αργότερα – πάντα κάθε λίγους μήνες θα μου τύχει να μιλήσω σε κάποια συνέντευξη με σκηνοθέτη που θέλει να γυρίσει τον δικό του “Κόνδορα” κι όσο για τους “Ανθρώπους” δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθούμε στην σημασία τους σήμερα.

Και ας είμαστε βέβαιοι πως ταινίες σαν αυτές δε θα λειτουργούσαν εξίσου, με άλλη κεντρική φιγούρα. Ο Ρέντφορντ ως παρουσία είχε πάντα μια ήρεμη αυτοπεποίθηση και το να τον βλέπεις στο επίκεντρο μιας τέτοιας συνωμοσιολογικής αγωνίας προσέδιδε ένα έξτρα επίπεδο σε έργα έτσι κι αλλιώς καθηλωτικά.

Μια αγαπημένη μου, λιγότερο γνωστή του εμφάνιση, που χρησιμοποιεί εξαιρετικά ως όπλο αυτή ακριβώς την ευγενή του ηρεμία, είναι από το επεισόδιο “Nothing in the Dark” του “Twilight Zone”, όπου έπαιζε τον θάνατο:

Την ίδια περίοδο, ήξερε πώς να χειρίζεται τον εαυτό του ως σταρ, πετυχαίνοντας μια ισορροπία ζηλευτή και η οποία δίχως αμφιβολία εμπνέει πολλούς σταρ μέχρι και σήμερα – από τον “ένα για μένα, ένα για το στούντιο” σταρ-σκηνοθέτη Τζορτζ Κλούνεϊ μέχρι τον επιλεκτικό στους σταρ ρόλους του και περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο.

ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΖΕΪΝ ΦΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟ «ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙΣ ΤΟΝ ΛΟΥΖΕΡ» ΤΟΥ ΜΑΪΚ ΝΙΚΟΛΣ

Ο Ρέντφορντ πρωταγωνίστησε δίπλα στην Μπάρμπρα Στράιζαντ στο κλασικό στο είδος του “Τα Καλύτερά Μας Χρόνια” του Σίντνεϊ Πόλακ αλλά και, εντελώς εμβληματικά, δίπλα στην Τζέιν Φόντα στο “Ξυπόλητοι στο Πάρκο”. Οι δυο τους γύρισαν μαζί τρεις ταινίες μέσα σε διάστημα 13 χρόνων: Την “Καταδίωξη” του Άρθουρ Πεν, το “Ξυπόλητοι στο Πάρκο” ένα χρόνο μετά και τον “Ηλεκτρικό Καβαλάρη” του Πόλακ μια δεκαετία αργότερα.

«Ήθελα να κάνω μια ταινία με την Τζέιν, δεν είχαμε κάνει ταινία μαζί εδώ και 37 χρόνια. Ήθελα να κάνω άλλη μία πριν πεθάνω», είπε ο Ρέντφορντ το 2017 στη Βενετία, όπου έκανε πρεμιέρα το ρομαντικό “Οι Ψυχές μας τη Νύχτα”, η 4η και τελευταία συνύπαρξη του εμβληματικού ζευγαριού στη μεγάλη οθόνη.

Παράλληλα, ο Ρέντφορντ διατηρούσε αβίαστα την κινηματογραφική του σταρ περσόνα πρωταγωνιστώντας σε μαζικής αποδοχής ταινίες διαχρονικής επιτυχίας. Όπως το μπέιζμπολ δράμα του Μπάρι Λέβινσον “Ο Καλύτερος”, το κλασικό “Κεντρί” με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, ή 4 χρόνια νωρίτερα “Οι Δύο Ληστές” με τον Πολ Νιούμαν, από τον ίδιο σκηνοθέτη, Τζορτζ Ρόι Χιλ.

Μια από τις αγαπημένες ταινίες του ίδιου, όπου έπαιξε έναν βετεράνο πολέμου τον 19ο αιώνα, το “Τζερεμάια Τζόνσον” απέκτησε ένα απρόσμενο είδος διαχρονικότητας, γεννώντας ένα από τα διασημότερα reaction gifs που χρησιμοποιούνται σήμερα στο ίντερνετ:

Ως sex symbol, ο Ρέντφορντ έδωσε στο σινεμά ένα διαφορετικό τύπο άντρα ήρωα, κάποιον που έχει ως βασικό χαρακτηριστικό μια ήρεμη σιγουριά, μια αρμονία και μια απαλότητα, ακόμα και στους πιο έντονους ρόλους του.

Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για μια περίπτωση μονόκερου. Απολαμβάνω το ανέκδοτο από την παραγωγή του “Πρωτάρη” του Μάικ Νίκολς. Ο Ρέντφορντ ήθελε πολύ τον ρόλο που τελικά πήρε ο Ντάστιν Χόφμαν, που επρόκειτο να παίξει απέναντι στην Κάντις Μπέργκεν. Ο Νίκολς δεν τον επέλεξε και του εξήγησε το γιατί λέγοντας απλά, «δεν μπορείς να παίξεις τον λούζερ».

Ο Νίκολς αφηγείται τον διάλογο που ακολούθησε. «Κοίταξε πώς είσαι!», είπε στον Ρέντφορντ. «Πόσες φορές έχεις αστοχήσει με κάποια γυναίκα;», τον ρωτάει. «Η απάντησή του, σας το ορκίζομαι, ήταν “τι εννοείς;”. Δεν καταλάβαινε καν το concept».

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΣΑΝΤΑΝΣ

AP Photo, File

Στα ‘80s ο Ρέντφορντ πραγματοποίησε μια σταδιακή μετάβαση σε ρόλους (και) εκτός οθόνης.

Παρά την πολύ προσεκτική του σειρά επιλογών ως κεντρικός σταρ –ή ίσως και λόγω αυτής της διαρκούς ανάγκης να κάνει curate τους ρόλους τους ως, απλός, ηθοποιός– στις αρχές των ‘80s αποφάσισε να εμπλακεί και σε άλλες πτυχές της βιομηχανίας. Νιώθοντας μια ανυπομονησία σε σχέση με την ερμηνευτική διαδικασία και θέλοντας να εξερευνήσει κι άλλες περιπλοκότητες μέσω του σινεμά, αποφάσισε να περάσει και πίσω από την κάμερα.

Με το καλημέρα, πέτυχε χρυσό. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, “Συνηθισμένοι Άνθρωποι”, παρακολουθεί τις ρωγμές στους οικογενειακούς δεσμούς όταν ο μεγαλύτερος γιος πεθαίνει σε ατύχημα. Βραβευμένο με 4 Όσκαρ – Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου και Σεναρίου – το φιλμ έδωσε στον Ρέντφορντ το πρώτο και τελευταίο του διαγωνιστικό Όσκαρ, και μάλιστα για σκηνοθεσία. (Η μία και μοναδική του ερμηνευτική υποψηφιότητα είχε έρθει 8 χρόνια νωρίτερα, για το “Κεντρί”.)

Συνέχισε να σκηνοθετεί τις επόμενες δεκαετίες, δημιουργώντας συχνά ένα είδος μεγαλόπνοου, και βαθιά συναισθηματικού έπους, έντονης αμερικάνικης εικονογραφίας αλλά και συνάμα μεγάλης αλήθειας στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Έργα του είναι μεταξύ άλλων ο “Γητευτής των Αλόγων”, ο “Θρύλος του Μπάγκερ Βανς” και το “Ποτάμι Κυλά Ανάμεσά Μας”, όμως τελικά η κορυφαία ίσως σκηνοθετική δουλειά του ήταν ολοζώντανο πορτρέτο μιας πολύ σύγχρονης αμερικάνικης απάτης.

Το “Quiz Show” του 1994 θέτει ηθικά διλήμματα μέσα από μια εξερεύνηση της κουλτούρας διασημότητας και της καπιταλιστικής αδηφαγίας, κοιτάζοντας τα ‘50s όχι με τον άκριτα νοσταλγικό φακό που τόσο πολύ κανονικοποίησαν τα ριγκανικά ‘80s, αλλά ως μια τεταμένη εποχή αποσιώπησης και πειρασμών. Για το απολαυστικό του φιλμ ο Ρέντφορντ σκόραρε την 3η και 4η υποψηφιότητα Όσκαρ της καριέρας του, για Καλύτερη Ταινία και Σκηνοθεσία. Δεν κέρδισε, και δε θα προτεινόταν ποτέ ξανά – μέχρι που του απονεμήθηκε ένα τιμητικό Όσκαρ το 2001.

Παράλληλα ιδρύει το 1981, ένα χρόνο μετά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το Sundance Institute, έναν οργανισμό αφοσιωμένο στην ανάδειξη νέων κινηματογραφικών φωνών. Όταν το 1984 ανέλαβε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ της Γιούτα και του έδωσε, λίγα χρόνια αργότερα, το όνομα του Ινστιτούτου του, ο Ρέντφορντ άφηνε το μεγαλύτερο πολιτιστικό του στίγμα στο σύγχρονο σινεμά.

AP Photo/Douglas C. Pizac

Είναι δύσκολο να υπερβάλει κανείς σχολιάζοντας το πόσο πολύ ο Ρέντφορντ καθόρισε το σύγχρονο σινεμά μέσα από το Σάντανς, μια φαινομενικά ανεξάντλητη πηγή ταλέντου και νέων φωνών, που επανασχημάτισε τον κινηματογραφικό χάρτη. Οδηγούμενος από μια επιθυμία να αναδείξει ανεξάρτητες φωνές και να εξερευνήσει μέσω αυτών περίπλοκες καταστάσεις και γκρίζες ζώνες τόσο προσωπικών όσο και πολιτικών ζητημάτων, και βαθύτατα προβληματισμένος από ένα χολιγουντιανό σύστημα που από τα ‘80s και μετά έκανε δημιουργικά άλματα προς τα πίσω, ο Ρέντφορντ αναζήτησε και βρήκε εναλλακτικές διόδους έκφρασης και δημιουργικής αναζήτησης. Πόσοι σταρ μπορούν να ισχυριστούν το ίδιο;

Τη μέρα που έγινε γνωστός ο θάνατός του, μπορούσες να συναντήσεις συγκινητικές αφιερώσεις προς το πρόσωπό του, από ανεξάρτητους δημιουργούς, νέους και παλιούς, ακόμα κι αν δεν είχαν ποτέ δουλέψει μαζί του – απλώς και μόνο γιατί χωρίς το Σάντανς δε θα υπήρχαν σήμερα με τους όρους που επιθυμούν.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΝΗΜΕΙΩΔΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ MARVEL

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ με την Μπάρμπρα Στράιζαντ στα γυρίσματα του "Τα Καλύτερά Μας Χρόνια" το 1972. AP Photo/HC

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε το 1936 στη Σάντα Μόνικα. Ο πατέρας του ήταν λογιστής ενώ η μητέρα του πέθανε όταν ο ίδιος ήταν ακόμα 19 χρονών, από επιπλοκές στη γέννα των δίδυμων αδελφών του, που επίσης έζησαν λίγο αφήνοντάς τον μοναχοπαίδι. Στην εφηβεία του δουλεύει διάφορες δουλειές ενώ συχνά έχει μπλεξίματα με συμμορίες. Στα τέλη των ‘50s βρίσκεται στο Παρίσι όπου ζει και σπουδάζει τέχνη, πουλώντας σκίτσα στο δρόμο.

Στα τέλη των ‘50s κάνει την πρώτη εμφάνισή του Μπρόντγουεϊ και το ‘61 εμφανίζεται στο προαναφερθέν επεισόδιο “Twilight Zone”. Δύο μόλις χρόνια αργότερα συναντά μεγάλη επιτυχία ξανά στο Μπρόντγουεϊ με το θεατρικό “Ξυπόλητοι στο Πάρκο” του Νιλ Σάιμον, 4 χρόνια πριν μεταφερθεί στο σινεμά, ξανά με τον ίδιο, κι αυτή τη φορά έχοντας δίπλα του την Τζέιν Φόντα – τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Από τότε μέχρι το διάστημα που σταδιακά αποφάσισε να εγκαταλείψει την ηθοποιία, ο Ρέντφορντ αποτέλεσε σταθερή, στιβαρή παρουσία στις οθόνες μας κάτι παραπάνω από 60 χρόνια, παίρνοντας σοβαρά την ίδια στιγμή και το ρόλο του ως διασημότητα με μια σημαντική δημόσια πλατφόρμα. Ο Ρέντφορντ υποστήριξε περιβαλλοντικούς σκοπούς, τα δικαιώματα των ινδιάνων, της ΛΟΑΤ κοινότητας, και φυσικά τις τέχνες.

«Δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω», δήλωσε η Τζέιν Φόντα λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του θανάτου του. «Σήμαινε πολλά για μένα και ήταν ένα πανέμορφο άτομο με κάθε τρόπο. Υπερασπιζόταν μια Αμερική γιατί την οποία πρέπει να συνεχίσουμε να μαχόμαστε».

Οι δυο τους, όπως είπαμε και παραπάνω, επανενώθηκαν μετά από δεκαετίες για μια 4η και τελευταία ταινία, σε έναν από τους τελευταίους ρόλους του Ρέντφορντ πριν εγκαταλείψει την ενεργό δράση. Σε μια ύστερη περίοδο όμως, κάθε άλλο παρά ασήμαντη ή αδιάφορη.

Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Τζέιν Φόντα αγκαλιάζονται τον Σεπτέμβριο του '17 στο φεστιβάλ Βενετίας. Joel Ryan/Invision/AP

Από τις αρχές των ‘80s συνέχισε να πρωταγωνιστεί σε ταινίες που ήταν απολαυστικά δείγματα του είδους τους, σε τεράστιο βαθμό χάρη στην παρουσία του ίδιου – ήταν απλά αδύνατον να έχεις τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην ταινία σου και να μην Σημαίνει Κάτι. Από old school έπη σαν το “Πέρα από την Αφρική” ως το δράμα φυλακών “Μπρουμπέικερ, το πιο σκληρό αγκάθι στη ζούγκλα με τα σίδερα”, από το δικαστικό “Τρεις και Μοναδικοί” μέχρι το καλτ αγαπημένο “Οι αθόρυβοι” με τον Μπεν Κίνγκσλεϊ, κι από την “Ανήθικη Πρόταση” με Ντέμι Μουρ και Γούντι Χάρελσον μέχρι τα “Παιχνίδια Κατασκόπων” με τον πιο ξεκάθαρο ίσως επίγονό του, τον Μπραντ Πιτ.

Στα ‘10s ήταν πια που η παραγωγή του μειώθηκε αισθητά, αλλά όχι ποιοτικά. To “Όλα Χάθηκαν” παραμένει μια από τις πιο αγνές κινηματογραφικές εμπειρίες των ‘10s με τον Ρέντφορντ σε αυτό που χωρίς υπερβολή μπορεί και να είναι η ερμηνεία της καριέρας του: Σε έναν ρόλο δίχως λόγια, παίζει μόνος του σε μια ταινία επιβίωσης δύο ωρών, έναν ναύτη απέναντι στην άγρια θάλασσα και τα στοιχεία της φύσης. Πρόκειται για κάτι στα όρια του μυθικού.

Την αμέσως επόμενη χρονιά, έγινε το σπάνιο Μεγάλο Όνομα που εμφανίζεται σε ταινία της Marvel και δεν μοιάζει με υπνοβάτης ή/και όμηρος, παίζοντας στο ωραιότατο “Captain America: Ο Στρατιώτης του Χειμώνα”. Το στούντιο θέλησε διακαώς (και κατάφερε) να πλασάρει την ταινία ως μοντέρνο κατασκοπικό θρίλερ στην παράδοση των ‘70s ογκόλιθων του είδους, κι η παρουσία ενός μερακλή και ορεξάτου Ρέντφορντ σε μεγάλο ρόλο σίγουρα δίνει στην ταινία μια επιπλέον meta αύρα.

Σαν αυτή για την οποία μιλούσαμε στην αρχή του κειμένου, για να έρθουμε να κλείσουμε όπως ξεκίνησαμε. Το “Ο Κύριος και το Όπλο” είναι ουσιαστικά η τελευταία αληθινή ταινία του (εμφανίστηκε αργότερα σύντομα μόνο στο “Avengers: Endgame” όπως και κάθε άλλος ηθοποιός που είχε παίξει σε ταινία Marvel – αυτή είναι, επισήμως πια, η τελευταία ταινία της καριέρας του), ο τελευταίος του κεντρικός ρόλος. Ένας αποχαιρετισμός βουτηγμένος μες στην προσωπική και χολιγουντιανή ιστορία.

Για έναν σταρ, μια κινηματογραφική φιγούρα που από ένα σημείο και μετά, η ίδια της η ύπαρξη κουβαλούσε από μόνη της νόημα, κληρονομιά και μυθολογία.

Για έναν σταρ, έναν κυριολεκτικά πανέμορφο άνθρωπο, που μέχρι τέλους δεν σταμάτησε να εκπροσωπεί μια μάχη για το σκεπτόμενο, ώριμο mainstream σινεμά, αλλά και για την ύπαρξη του ανεξάρτητου σινεμά. Κι ο οποίος δεν δίστασε ποτέ να χρησιμοποιήσει το μέγεθός του στην υπηρεσία ακτιβισμού και προοδευτικών πολιτικών.

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ήταν όλα αυτά που οι πάντες στο Χόλιγουντ θέλουν εδώ και δεκαετίες να γίνουν.

Σχετικό Άρθρο
Σχετικό Άρθρο
Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα