Θεόδωρος Κουρεντζής Markus Aubrech

ΟΤΑΝ Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΥΡΕΝΤΖΗΣ ΚΑΛΠΑΣΕ ΜΕ ΤΙΣ ΒΑΛΚΥΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΡΟΥ

Πήγαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και παρακολουθήσαμε τη συναυλία του μοναδικού Θεόδωρου Κουρεντζή- Οι εντυπώσεις μας

Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου ήταν κατάμεστο. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Όπως πάντα, οι συναυλίες του Θεόδωρου Κουρεντζή δεν είναι απλώς καλλιτεχνικά γεγονότα, είναι μεγάλες στιγμές. Μια τελετουργία που προσελκύει κοινό διαφορετικών ηλικιών και μουσικών προσλαμβανουσών.

Πριν εμφανιστεί ο Θεόδωρος Κουρεντζής, είχαμε μια ευχάριστη ανατροπή. Ο Γιάννης Βακαρέλης βγήκε στη σκηνή και προλόγισε τη συναυλία, ανακοινώνοντας ότι το πρώτο έργο, το Arena του Magnus Lindberg, θα το διευθύνει ο νεαρός Ιταλός μαέστρος και δεύτερος μαέστρος της Utopia, Τζουζέπε Μενγκόλι.

Θεόδωρος Κουρεντζής
Utopia press office

Ο Μενγκόλι, που εντάχθηκε στην ορχήστρα το 2022, είχε εργαστεί ως βοηθός του Κουρεντζή για το συγκεκριμένο έργο. Η διεύθυνσή του ήταν εντυπωσιακή: ευθύβολη, καθαρή, με αυξανόμενη ένταση και κορυφώσεις που διαχειρίστηκε με ωριμότητα πολύ μεγαλύτερη της ηλικίας του. Και, σε μια όμορφη συνέχεια, μετά το πέρας του Lindberg, πήρε θέση στα βιολιά για να συμπράξει στο μεγάλο βάρος της βραδιάς: The Ring Without Words.

Το πρώτο μέρος με τον Lindberg δεν ήταν τυχαίο. Το Arena είναι ένα απολύτως μοντέρνο έργο, εξεταζόμενο συχνά ως άσκηση στη ρυθμική ένταση, στην τεχνική οξύτητα και στην αμφίδρομη σχέση μουσικού–χώρου. Ένα ιδανικό άνοιγμα για να προετοιμάσει το αυτί και το σώμα του ακροατή για το ορμητικό, αχανές σύμπαν του Βάγκνερ.

Μια ορχήστρα “γίγαντας”: 6 άρπες – 6 κόντρα μπάσα

Η σκηνή του Μεγάρου ήταν θεαματικά γεμάτη. Στα αριστερά, έξι άρπες σε παράταξη, ένα οπτικό και ηχητικό θέαμα που σπάνια συναντά κανείς ζωντανά. Στα δεξιά, έξι κόντρα μπάσα, όρθια και στιβαρά, θεμελιώνοντας τον ήχο με μια γήινη, υπόγεια δύναμη που ένιωθες περισσότερο στο σώμα παρά στο αυτί.

Στο πίσω κέντρο της σκηνής, τα κρουστά δεσπόζαν σαν καρδιά του συνόλου, έτοιμα να δώσουν παλμό και καταιγισμό. Μπροστά τους, σε τέλεια ευθυγράμμιση, τα πνευστα και τα χάλκινα, λαμπερά και επιβλητικά, περίμεναν τη στιγμή να “φυσήξουν” αέρα στον βαγκνερικό ήχο.

Αυτή η συμμετρία δεν ήταν διακοσμητική: ήταν ένας τρόπος να ακουστεί το βάρος, η ορμή και η κοσμογονική διάσταση της βαγκνερικής γραφής όπως την είχε φανταστεί ο ίδιος ο συνθέτης – σε μεγέθη σχεδόν υπερβατικά.

Ο μοναδικός Θεόδωρος Κουρεντζής

Από τη στιγμή που ανέβηκε στο πόντιουμ ο Θεόδωρος Κουρεντζής το κοινό “άλλαξε” τρόπο αναπνοής. Ένα κύμα σιωπής πέρασε πάνω από την αίθουσα και όλα πάγωσαν για ένα δευτερόλεπτο, λες και ο χώρος περίμενε να αφουγκραστεί τον πρώτο παλμό του. Ο Θεόδωρος Κουρεντζής δεν διευθύνει απλώς, ζει τη μουσική με τρόπο που μοιάζει σχεδόν μεταφυσικός. Κάθε κίνησή του, κάθε ανασήκωμα του θώρακα, κάθε νεύμα του, δημιουργεί την αίσθηση ότι η ορχήστρα και ο μαέστρος μοιράζονται μια κοινή αναπνοή, μια ενιαία ζωτική ενέργεια που διαπερνά τα σώματα όλων των μουσικών.

Καθώς η μουσική του Βάγκνερ ξεδιπλωνόταν, ο Κουρεντζής έμοιαζε να ίπταται πάνω από τα έγχορδα. Δεν τα καθοδηγούσε, τα υποδεχόταν, τα στήριζε, τα έσπρωχνε σε πτήση. Κάποιες στιγμές σκύβει τόσο κοντά στα βιολιά που μοιάζει σαν να τους ψιθυρίζει μυστικά, σαν να τους εμπιστεύεται κάτι που ανήκει μόνο στη συγκεκριμένη στιγμή. Άλλες, τεντώνεται στις μύτες των ποδιών, αφήνοντας το σώμα του να παρασυρθεί από το χρώμα του ήχου, σαν να προσπαθεί να αγγίξει το ηχόχρωμα που αιωρείται πάνω από την ορχήστρα. Η κίνησή του έχει κάτι τελετουργικό· μια ιεροτελεστία όπου ο ίδιος είναι και ιερέας και πιστός.

Ο Θεόδωρος Κουρεντζής
Ο Θεόδωρος Κουρεντζής Utopia-Press-Office

Ακόμη και οι απότομες, κοφτές μετατοπίσεις των ποδιών του παράγουν έναν ανεπαίσθητο ήχο που φτάνει μέχρι το κοινό. Είναι σαν κρυμμένος ρυθμός, ένας δεύτερος παλμός που συνοδεύει τη μουσική, ένας φευγαλέος χτύπος στο ξύλο του πόντιουμ που υπενθυμίζει ότι όλο αυτό συμβαίνει τώρα, ζωντανά, σε μια στιγμή που δεν θα επαναληφθεί ποτέ με τον ίδιο τρόπο.

Τίποτα από αυτά δεν είναι περιττή θεατρικότητα ή επίδειξη. Είναι η φυσική κίνηση ενός ανθρώπου απόλυτα αφιερωμένου στο έργο, ενός μαέστρου που δεν βρίσκεται απέναντι από την ορχήστρα αλλά μέσα της. Η μουσική τον διαπερνά και εκείνος την επιστρέφει στο κοινό μεταμορφωμένη. Κι εμείς, από τα καθίσματά μας, δεν παρακολουθούμε απλώς μια συναυλία, γινόμαστε μάρτυρες μιας ζωντανής τελετουργίας, μιας εμπειρίας που ισορροπεί ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο άυλο.

Όταν ακούστηκε το Ride of the Valkyries, η αίθουσα ένιωσε μια απότομη μετατόπιση, λες και άλλαξε βαρύτητα. Οι πρώτες φράσεις στα χάλκινα δεν ήταν απλώς η έναρξη ενός από τα πιο αναγνωρίσιμα μοτίβα της μουσικής ιστορίας· ήταν μια εισβολή. Ένα κάλεσμα σε μάχη, σε πτήση, σε έκσταση.

Ο Κουρεντζής μεταμορφώθηκε. Οι κινήσεις του έγιναν ορμητικές, σχεδόν θυελλώδεις, σαν να έσερνε μαζί του ολόκληρο το σώμα της ορχήστρας προς τα πάνω. Τα χάλκινα “έλαμπαν”, τα έγχορδα “έτρεχαν” και οι έξι άρπες αριστερά πρόσθεταν έναν σχεδόν ηλεκτρικό παλμό που δεν συνηθίζεται σε καμία εκτέλεση αυτού του έργου.

The Ring Without Words – ένα σύμπαν 15 ωρών συμπυκνωμένο σε εβδομήντα λεπτά

Ο Lorin Maazel, το 1987, συνέθεσε ένα τολμηρό συμφωνικό πορτρέτο της τετραλογίας του Βάγκνερ. Το The Ring Without Words δεν είναι απλώς μια συρραφή αποσπασμάτων, είναι μια συμφωνική αφήγηση που αντικαθιστά την ανθρώπινη φωνή με τη φωνή της ορχήστρας.

Καθώς η Utopia βυθιζόταν στα αποσπάσματα του The Ring Without Words, ένιωθες πως ολόκληρη η τετραλογία του Βάγκνερ –όλος ο μύθος, η κοσμογονία και η καταστροφή του– ξετυλιγόταν μπροστά σου χωρίς καμία λέξη. Σαν να έβλεπες έναν κόσμο να γεννιέται από τα πρωτόγονα νερά, να υψώνεται στο βασίλειο των θεών και να κατρακυλά έπειτα στις σκοτεινές στοές των Νιμπελούνγκεν. Σαν να ταξίδευες μέσα από δύο γενιές καταδικασμένων ερώτων, να καλπάζεις μαζί με τις Βαλκυρίες στον ουρανό, να παρακολουθείς έναν ήρωα να σκοτώνει το τέρας που δεν μπορεί να σκοτώσει τη μοίρα του.

Ο Θεόδωρος Κουρεντζής
Ο Θεόδωρος Κουρεντζής

Αυτό ακριβώς είναι το The Ring Without Words: η συμπύκνωση μιας ολόκληρης μυθολογίας σε καθαρή ορχηστρική ενέργεια. Ο Lorin Maazel, στη διασκευή του 1987, δεν πρόσθεσε ούτε νότα. Απλώς άφησε τη συμφωνική γραφή του Βάγκνερ να μιλήσει μόνη της – και έτσι η τετραλογία, απαλλαγμένη από τις φωνές, αποκαλύπτει τη δραματουργική της ουσία. Μια ιστορία θεών, ανθρώπων, εξουσίας, αγάπης και καταστροφής, ειπωμένη αποκλειστικά με ήχο.

Και μέσα από αυτή τη μουσική αφήγηση, ο Κουρεντζής έμοιαζε όχι να ερμηνεύει τον Βάγκνερ, αλλά να επιβλέπει την ίδια τη γέννηση και την καταστροφή κόσμων.

Η Utopia άλλωστε δεν είναι μια συνηθισμένη ορχήστρα. Δεν υπάρχει ιεραρχία “μαέστρος–μουσικοί”. Υπάρχει ένα σύνολο όπου όλοι λειτουργούν με έναν σχεδόν τηλεπαθητικό συγχρονισμό. Η παραμικρή κίνηση του μαέστρου βρίσκει άμεσο αντίκτυπο στον ήχο. Είναι ένα σύνολο που δεν παίζει μουσική: γεννά μουσική.

Φεύγοντας από το Μέγαρο, δεν θυμόμουν απλώς νότες. Θυμόμουν κινήσεις, αναπνοές, μορφές, τη συλλογική αναμονή της τελευταίας παύσης πριν την τελική κάθοδο στη σιωπή.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα