Merrick Morton

ΠΟΛ ΤΟΜΑΣ ΑΝΤΕΡΣΟΝ, ΠΩΣ ΓΥΡΙΣΕΣ ΤΗΝ ΠΙΟ ΘΕΑΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΣΟΥ;

Σε μια κλειστή συνέντευξη τύπου για τους ψηφοφόρους των Χρυσών Σφαιρών, ο Πολ Τόμας Άντερσον και το καστ του “Μια Μάχη Μετά την Άλλη” μίλησαν για μια ταινία που κάνει τους πάντες να παραληρούν. Το NEWS 24/7 έδωσε το “παρών” και μεταδίδει όσα είπε ο σπουδαίος σκηνοθέτης.

Δεν ξέρω τι περιμένετε να δείτε από την καινούρια ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον, αλλά μάλλον δε θα είναι αυτό.

Η πρώτη φορά μετά το Punch Drunk Love(!) που σκηνοθετεί μια ιστορία στο παρόν αντί να βρίσκεται διαρκώς στο παρελθόν, ο μεγάλος σκηνοθέτης αποδεικνύει με το Μια Μάχη Μετά την Άλλη πολλά πράγματα που ίσως να μην ξέραμε για αυτόν – ίσως να μην τα ήξερε ούτε κι ο ίδιος μετά βεβαιότητας.

Πως, ας πούμε, έχει πολλά πράγματα να πει για την επαναστατικότητα και για την αιώνια σύγκρουση ελέγχου και αντίστασης. Ή πως μπορεί να γυρίσει μια φανταστική σκηνή δράσης. Το ξέραμε αυτό; Το φανταζόμασταν;

Το Μια Μάχη Μετά την Άλλη δεν είναι παραδοσιακή περιπέτεια ακριβώς, αλλά στη διάρκεια των σχεδόν τριών ωρών του (που περνάνε σα να ήταν 80 αέρινα λεπτά), το φιλμ έχει διαδοχικές αγωνιώδεις σκηνές καταδίωξης ή σύγκρουσης να παρουσιάσει.

Από το εισαγωγικό πρώτο ημίωρο ήδη, και το ξεδίπλωμα της αντιστασιακής δράσης των French 75, μέχρι το μανιασμένο κυνηγητό που εξαπολύει για χρόνια μετά ο συνταγματάρχης Λόκτζο (Σον Πεν) κυνηγώντας τον πρώην «ταραξία» Μπομπ (Λεονάρντο ΝτιΚάπριο) και την κόρη του, Γουίλα (Τσέις Ινφίνιτι). Ένα κυνηγητό που εξελίσσεται σε δρόμους, σε τούνελ, σε ταράτσες – με τον Πολ Τόμας Άντερσον να σκηνοθετεί τα πάντα έχοντας μεν νεύρο, αλλά και απόλυτη εστίαση σε χαρακτήρες και mood. Σκηνές δράσης γυρισμένες σα να ήταν ένα θρόισμα, ένα κύμα… ή μια έκρηξη.

Τον Πολ Τόμας Άντερσον πριν λίγα χρόνια τον είχαμε συζητήσει ως πιθανώς τον κορυφαίο εν ενεργεία αμερικάνο σκηνοθέτη (αν και είχαμε εξαιρέσει τον Σκορσέζε μες στο κείμενο, για να έχει και νόημα κιόλας να το γράψουμε – καταλαβαίνετε). Το Πίτσα Γλυκόριζα δεν ήταν κι από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας του, αλλά με το Μια Μάχη Μετά την Άλλη επιστρέφει με ένα μάλλον αναμφίβολο μεγάλο έργο (καριέρας;).

Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας, μας δόθηκε η δυνατότητα να βρεθούμε σε μια κλειστή συνέντευξη τύπου που διοργανώθηκε για τους ψηφοφόρους των Χρυσών Σφαιρών. Δώσαμε το παρόν και σας μεταφέρουμε τα όσα ειπώθηκαν από τον σκηνοθέτη – αλλά και λίγα λόγια από την πρωταγωνιστική του τριπλέτα, των Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Σον Πεν, και την αποκάλυψη Τσέις Ινφίνιτι.

Ο Πολ Τόμας Άντερσον σκηνοθετεί τους Λεονάρντο ΝτιΚάπριο και Μπενίσιο Ντελ Τόρο σε μια σκηνή της ταινίας. Merrick Morton

Για το πότε ένιωσε πως ήξερε ακριβώς την ταινία που είχε στα χέρια του

«Ποτέ δεν ένιωσα πραγματικά έτσι. Ένιωθα ότι είχαμε περισσότερα για να ξεκινήσουμε, παρά λιγότερα. Μόλις πριν λίγο κάναμε μια συνέντευξη και αστειευτήκαμε ότι ναι, ίσως να σκαλίζω και να γράφω αυτό το πράγμα εδώ και 20 χρόνια, αλλά ο Μπενίσιο ήρθε να κάνει τη σκηνή του και γράψαμε την καλύτερη σκηνή της ταινίας μέσα σε μία μέρα και ένα βράδυ, στο δείπνο, πραγματικά. Οπότε είναι πάντα κάτι που εξελίσσεται.

Έχουμε την αφετηρία μας, έχουμε τα κομβικά σημεία της ιστορίας, έχουμε τους χαρακτήρες μας, αλλά πρέπει να υπάρχει χώρος για ανακάλυψη — μέσα σε λογικά πλαίσια. Δεν μπορείς απλώς να βγεις εκεί έξω ελπίζοντας και κάνοντας το σταυρό σου ότι θα βρεις κάτι. Αλλά είχαμε αρκετά θεμέλια και αρκετή συναισθηματική βάση στην πλοκή για να ρίξουμε μια ζαριά, να πάμε στο τραπέζι και να αρχίσουμε να παίζουμε».

Για την ισορροπία ανάμεσα στη δράση και τους χαρακτήρες

«Ξεκινήσαμε σε μια μικρή καλύβα στο δάσος με τον Λίο και την Τσέις, έναν χώρο τόσο μικρό που χωρούσαμε άνετα μόνο τέσσερις. Εκεί γυρίζαμε το κέντρο της ιστορίας πρώτα, κι ήταν ένας μαγικός τρόπος να γνωρίσουμε πραγματικά τους δύο ανθρώπους που θα ήταν οι κεντρικοί μας πρωταγωνιστές, εκείνους για τους οποίους θα νοιαζόταν το κοινό. Και μετά, το απόγευμα, πηγαίναμε και βουτούσαμε σιγά σιγά στα κυνηγητά με αστυνομικούς, τα κάναμε το απόγευμα, το βράδυ, όσο έδυε ο ήλιος. Έτσι μαζεύαμε ορμή.

Μας καθοδηγούσε ο καταπληκτικός παραγωγός και βοηθός σκηνοθέτη μας, ο Άνταμ Σόμερ, που έχει τεράστια εμπειρία σε μεγάλης κλίμακας σκηνές δράσης — από το Black Hawk Down μέχρι τον Μονομάχο. Ήξερε πώς να κινεί όλα αυτά τα κομμάτια. Εκεί που εγώ ήμουν άπειρος, εκείνος ήταν απίστευτα έμπειρος.

Και τελικά, όσο μεγάλη κι αν είναι η ταινία, κοιτάς γύρω σου κι είναι ακόμα οι ίδιοι 15-20 από εμάς που κάναμε είτε μεγάλες είτε μικρές ταινίες: μια κάμερα, ένας ηχολήπτης, οι ηθοποιοί. Καταλήγει πάντα εκεί. Όταν κάνεις μια σκηνή γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, μπορείς να φύγεις πολύ ικανοποιημένος με τη δουλειά της μέρας, ή και όχι. Είναι αλλιώς όταν είσαι έξω στους δρόμους και γυρίζεις αυτοκίνητα που τρέχουν. Δεν είναι τόσο ικανοποιητικό εκείνη τη στιγμή, αλλά είναι κομμάτια που στην αίθουσα μοντάζ, ελπίζεις ότι θα δέσουν και θα είναι συναρπαστικά για το κοινό».

Λεονάρντο ΝτιΚάπριο: «Έχεις έναν απίστευτα ατελή πρωταγωνιστή και απροσδόκητες επιλογές»

Ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, στην πρώτη του συνεργασία με τον Πολ Τόμας Άντερσον, παίζει τον Μπομπ ο οποίος, χρόνια αφότου άφησε πίσω του την επανάσταση, μεγαλώνει την κόρη του με φόβο αλλά και με αγάπη. Όταν τα πάντα πάνε κατά διαόλου, θα πρέπει να θυμηθεί αυτό που κάποτε ήταν. (Photo Courtesy Warner Bros. Pictures)

«Έχεις έναν απίστευτα ατελή πρωταγωνιστή και απροσδόκητες επιλογές. Μου αρέσει πολύ η υπόθεση ότι κάποιος που νομίζεις ότι θα είναι ο ήρωας, είναι σε θέση να αναστηθεί και να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία από το επαναστατικό του παρελθόν για να γίνει ο απόλυτος ήρωας.

Αλλά ο πραγματικός ηρωισμός του είναι η ιδέα ότι συνεχίζει ακάθεκτα να προχωράει για να προστατεύσει την κόρη του. Και λάτρεψα την ιδέα ενός ήρωα που περιμένεις ότι θα χρησιμοποιήσει απίστευτες κατασκοπευτικές δεξιότητες, αλλά δεν μπορεί καν να θυμηθεί τον κωδικό του. Είναι μια ιδιοφυής σύλληψη για να δημιουργηθεί τελικά ένας βαθιά ελαττωματικός ήρωας. Και αυτό ήταν το πιο συναρπαστικό για μένα».

Για το τι έμαθε από τις σκηνές δράσης που γύρισε

«Έμαθα ότι είναι πολύ πιο βαρετό απ’ όσο δείχνει στην οθόνη! Σίγουρα δεν σου δίνει την ίδια έντονη ικανοποίηση που σου δίνει η δουλειά πρόσωπο με πρόσωπο με τους ηθοποιούς· αυτό είναι το πιο διασκεδαστικό και το πιο ικανοποιητικό.

Καμιά φορά, το να κάνεις τέτοιες σκηνές μοιάζει σαν να συναρμολογείς LEGO: έχεις κομμάτια που ξέρεις ότι πρέπει να τα έχεις, και μερικές φορές πρέπει πραγματικά να παραδώσεις το σετ στους συντονιστές κασκαντέρ και στον Άνταμ, τον βοηθό σκηνοθέτη και παραγωγό. Πρέπει να τους εμπιστευτείς ότι θα κάνουν τη δουλειά, ότι θα κρατήσουν όλους ασφαλείς και ότι θα το κάνουν σωστά. Κι εσύ πρέπει ουσιαστικά να κάνεις πίσω, να κάτσεις στα χέρια σου και να τους αφήσεις να προχωρήσουν».

Για την άμεσα κλασική σκηνή της καταδίωξης στην έρημο

«Ξέραμε ότι οι ήρωές μας θα ήταν στον δρόμο, ξέραμε ότι θα ήμασταν στην έρημο. Εκεί μας είχε οδηγήσει το ταξίδι και εκεί θα κορυφωνόταν και θα τελείωνε. Μετά από χρόνια εξερεύνησης τοποθεσιών, λίγο πριν αρχίσουν τα γυρίσματα, καταλήξαμε περίπου μια ώρα ανατολικά από το Μπορέγκο Σπρινγκς, κοντά στα σύνορα με την Αριζόνα, οδηγώντας σε αυτό που αρχίσαμε να αποκαλούμε “ποτάμι από λόφους”. Μπορούσες να νιώσεις στο αυτοκίνητο τη συλλογική μας έξαψη γι’ αυτό το κομμάτι δρόμου. Σαν δώρο από τους θεούς του σινεμά που, μετά από χρόνια οδήγησης και αναζήτησης, μας αποκαλύφθηκε και απλά το ακολουθήσαμε.

Η καλύτερη πλευρά της ιδέας, χωρίς να αποκαλύψω πολλά, είναι ότι έδωσε την πιο σημαντική ευκαιρία για την ιστορία: τη δυνατότητα στη Γουίλα να πάρει τον έλεγχο της αφήγησης, να πάρει το πάνω χέρι. Αυτό ήταν το καλύτερο κομμάτι. Ναι, είναι συναρπαστικό να περνάς μέσα από εκείνους τους δρόμους, αλλά το καλύτερο ήταν ότι της έδωσε την ευκαιρία να ανατρέψει τα δεδομένα και να αρχίσει να κάνει εκείνη τις ερωτήσεις. Αυτό αγαπώ περισσότερο. Νομίζω γι’ αυτό αγγίζει τόσο».

Τσέις Ινφίνιτι: «Όλοι δημιούργησαν ένα περιβάλλον που ένιωθα άνετα να εξερευνήσω μαζί τους»

Η πρωτοεμφανιζόμενη Τσέις Ινφίνιτι παίζει την κόρη του Μπομπ, Γουίλα, η οποία μέσα από μια αγωνιώδη περιπέτεια επιβίωσης θα μάθει περισσότερα για την μητέρα της – αλλά, απρόσμενα, και για τον πατέρα της. (Photo Courtesy Warner Bros. Pictures)

«Πάνω απ’ όλα, είναι μεγάλη τιμή για μένα να βρίσκομαι μαζί με αυτούς τους ανθρώπους στη σκηνή, και όλοι ήταν πολύ ευγενικοί και εξυπηρετικοί, γιατί ήμουν πολύ νευρική, ειδικά την πρώτη μέρα. Όμως, όλοι δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου ένιωθα άνετα να εξερευνήσω μαζί τους και να εμφανιστώ στις σκηνές μαζί τους. Και πάνω απ’ όλα, είμαι ευγνώμων για την εμπειρία και τη βοήθεια όλων. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι θα ήμουν παρούσα για αυτούς στη σκηνή. Επικεντρώθηκα πραγματικά σε αυτή την ενέργεια, αντί να αφήσω το άγχος μου να με κυριεύσει.

Πέρα από όλα τα εργαστήρια και τις πρόβες, το πιο σημαντικό ήταν απλά να γνωριστούμε καλύτερα μεταξύ μας. Αυτές οι συζητήσεις με τον Πολ και με τον Λίο ήταν που μας βοήθησαν περισσότερο να βρούμε τους χαρακτήρες μας. Το πιο χρήσιμο πράγμα που μου είπε ο Πολ ήταν να μην το σκέφτομαι και να το ξανακάνω, και να εμπιστευτώ το ένστικτό μου».

Πολ Τόμας Άντερσον (απαντώντας): «Ειλικρινά, νομίζω ότι ο Λίο κι εγώ ήμασταν πιο νευρικοί από εκείνη».

Για το ρόλο της μουσικής και τη συνεργασία με τον Τζόνι Γκρίνγουντ

«Δουλεύω με τον Τζόνι Γκρίνγουντ εδώ και πολλά χρόνια, είναι μια συνεχιζόμενη συνεργασία. Εκτός από τους ανθρώπους που βρίσκονται εδώ, τον Άνταμ, τη Φλο και τη Σάρα, είναι ο πιο στενός μας συνεργάτης, γιατί εμπλέκεται από την αρχή. Είχε αυτό το σενάριο για πολύ καιρό και έγραφε μουσική. Το σημαντικό είναι να ακούνε όλοι αυτή τη μουσική. Ο Σον ας πούμε μιλούσε για τη μουσική όταν βλέπαμε τα dailies, και μπορούσαμε να παίξουμε αυτά που έγραφε μαζί με τις εικόνες. Έτσι όλοι αποκτούσαν αίσθηση του τόνου. Όλοι έπαιρναν αυτή τη μουσική μέσα τους. Αυτό μας έσπρωχνε στο ίδιο μονοπάτι.

Είναι κι ένα μικρό κομμάτι τέχνης που κρατάς στην τσέπη σου όσο προσπαθείς να χτίσεις κάτι κομματάκι-κομματάκι. Είναι πάντα βοηθητικό να έχεις τη μουσική να πιαστείς. Όλοι μπορούμε να την καταλάβουμε, να τη νιώσουμε, τον ρυθμό, τη μελωδία. Είναι αναπόσπαστο μέρος κάθε ταινίας, αλλά εδώ ακόμη πιο έντονα.

Η μουσική του Τζόνι είναι πάντα ξεχωριστή. Την είχαμε μαζί μας στο Ελ Πάσο, εκείνο το μεγάλο κομμάτι για πιάνο. Βλέπαμε dailies κι έπαιζα αυτή τη μουσική μαζί με τις εικόνες. Μας έδινε μια πρώτη γεύση για το πού πηγαίναμε, τι ένταση χρειαζόμασταν να κρατήσουμε. Είναι τεράστια πολυτέλεια να δουλεύεις έτσι, κι αυτό γιατί ο Τζόνι είναι συνήθως μερικά βήματα μπροστά μας, ανταποκρινόμενος στα dailies ή στο σενάριο ή σε οτιδήποτε άλλο».

Σον Πεν: «Όταν διάβασα το σενάριο, άρχισα να γελάω ήδη από την τρίτη σελίδα»

Ο Σον Πεν παίζει τον συνταγματάρχη Στίβεν Λόκτζο, ο οποίος κυνηγά μανιασμένα τους ήρωές μας για χρόνια και για χιλιόμετρα. Η συνεργασία του με τον Πολ Τόμας Άντερσον, μας λέει, ήταν αρμονική σαν ορχήστρα. (Photo Courtesy Warner Bros. Pictures)

«Όταν διάβασα το σενάριο για πρώτη φορά, άρχισα να γελάω ήδη από την τρίτη σελίδα και δεν υπήρξε σελίδα μετά που να μην συνέβη αυτό. Η συνεργασία με τον Πολ μοιάζει λίγο σαν να σου ζητούν να γράψεις τραγούδι με τον Μπράιαν Γουίλσον – δεν γίνεται πραγματικά. Εκείνος βρίσκει τον τόνο και την προσέγγιση· εσύ απλώς πρέπει να προσέχεις τα σημάδια του.

Και μετά αν χρειαστεί θα σου ρίχνει αυτά τα μικρά κοιτάγματα ή θα σου πει “θα κάνω πως δεν το είδα ποτέ αυτό”. Είναι πάντα πολύ καθαρό τι θέλει να σου πει. Και μετά απλώς προχωράς σε κάποια άλλη προσέγγιση».

Για την κινηματογράφηση σε VistaVision

«Είναι σαν 3D χωρίς τα γυαλιά. Είναι μεγάλο, είναι παρόν, σε τοποθετεί μέσα… Είναι μια υπέροχη τεχνολογία που μπορεί να κάνει και τα δύο. Και με “τα δύο” εννοώ: μπορεί να σε φέρει κοντά στα πρόσωπα των ηθοποιών και στην ερμηνεία τους με τρόπο που οι περισσότερες παραδοσιακές κάμερες δεν μπορούν, και μπορεί να σε εκτοξεύσει μέσα σε μια σκηνή δράσης με τρόπο που επίσης οι περισσότερες κάμερες δεν μπορούν. Είναι απλά περισσότερο φιλμ.

Ήταν αρκετά καλό για τον Άλφρεντ Χίτσκοκ στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων και τον Δεσμώτη του Ιλίγγου, και για τον Τζον Φορντ στην Αιχμάλωτο της Ερήμου. Όλες αυτές οι κλασικές ταινίες που συνδέουμε όχι μόνο με λαμπρές ερμηνείες αλλά και με αληθινές κινηματογραφικές εμπειρίες. Αυτή είναι η τεχνολογία με την οποία δουλεύουμε. Όσο αρχαία κι αν είναι, ποτέ δεν θα έπρεπε να έχει βγει από τη μόδα. Είναι πραγματικά ωραίο να τη βλέπουμε να επιστρέφει και να αναβιώνει. Και ναι, ο σκοπός της είναι να τη δεις γιγαντιαία και δυνατά, γιατί δε θα σε απογοητεύσει».

Σχετικό Άρθρο
Info:

Η ταινία Μια Μάχη Μετά την Άλλη (One Battle After Another) του Πολ Τόμας Άντερσον θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες την Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου από την Tanweer.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα