“PUTAIN”: ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ EUPHORIA

Το δημιουργικό δίδυμο των Φρέντερικ Ντάεμ (σεναριογράφος) και Ντέμπεν φαν Νταμ (σκηνοθεσία) μιλούν στο NEWS24/7 για την πολυβραβευμένη νεανική σειρά “Putain” που στριμάρει ολόκληρη στο Cinobo.

Όταν μιλάμε για εηφβικές σειρές, ειδικά εκείνες που θέλουν να στοχεύσουν σε μια κάποια φυσικότητα, οι λύσεις δεν είναι και πάρα πολλές. Το κλειδί είναι, σε κάθε περίπτωση, η αυθεντικότητα.

Οι νεανικές αυτές σειρές εξάλλου παρουσιάζουν πάντα ενδιαφέρον, ανεξαρτήτως εποχής. Είναι πάντα συναρπαστικό να θες να δεις πώς μιλούν σήμερα οι νέοι, πώς αντιμετωπίζουν τον κόσμο, τι βλέπουν γύρω τους, τι βλέπουν όταν κοιτούν τους εαυτούς τους.

Βλέπε και “Euphoria”, που όπως και το “Putain” είναι απίστευτα στιλιζαρισμένο. Αν υπάχει αληθινός όμως πρόγονος της νέας βελγικής σειράς 10 επεισοδίων που στριμάρει στο Cinobo, είναι μάλλον το αγγλικό “Skins”: μια σημαδιακή σειρά πάνω στην εφηβική κατάσταση, όπου κάθε επεισόδιο έπαιρνε άλλη μορφή και πλαίσιο αφήγησης γύρω από τον εκάστοτε χαρακτήρα.

Αυτές οι σειρές ήταν που πάντα δοκίμαζαν πράγματα και πήγαιναν την αφήγηση, το στυλ και τη φόρμα της τηλεόρασης ένα μικρό βήμα πιο πέρα. Λογικό, μιας που οι ήρωες κι οι ηρωίδες τους νιώθουν σα να βρίσκονται έξω από το mainstream, έξω από τα κέντρα αποφάσεων.

Πάνω σε αυτή την ιδέα οι Φρέντερικ Ντάεμ (σεναριογράφος) και Ντέμπεν φαν Νταμ (σκηνοθεσία) δημιούργησαν το “Putain”, μια νεανική σειρά που βάζει στο τραπέζι πολλά ζητήματα, όχι μόνο νεανικότητας. Η γλώσσα, η επικοινωνία, η ταξικότα, σε μια πόλη Βρυξελλών που βράζει.

Η σειρά ακολουθεί τον Τζίτζι, που ζει στις Βρυξέλλες, όταν ανακαλύπτει ότι η μητέρα του, Αναΐς, βγαίνει ξανά με τον πρώην της, με τον οποίο μοιραζόταν όχι μόνο αγάπη αλλά και έναν εθισμό στα ναρκωτικά στο παρελθόν. Ο Τζίτζι θέτει ένα τελεσίγραφο: ή τον γιο της ή τον εραστή της. Όταν η Αναΐς αρνείται να διαλέξει, ο Τζίτζι αποφασίζει να φύγει από το σπίτι.

Καταφεύγοντας στους φίλους του, ο Τζίτζι βρίσκει τον δρόμο του σε μια ανελέητη Χωρίς να έχει το παραμικρό να ζηλέψει από την ομορφότερη και πιο εντυπωσιακά παιγμένη κινηματογραφική παραγωγή, αυτή η σειρά σκληρής ενηλικίωσης μας προσκαλεί σε έναν μεθυστικό όσο και αποπνικτικό κόσμο εφηβικής απόγνωσης.

Γιατί όμως θέλησαν οι δύο δημιουργοί να δουλέψουν μαζί σε αυτό το σχέδιο, και από τι άλλα έργα εμπνεύστηκαν; Πώς δούλεψαν με τους ηθοποιούς και τι τελικά είναι αυτό που κρατά τις νεανικές αυτές σειρές τόσο φρέσκες και τόσο γεμάτες ρίσκο;

Τους συναντήσαμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου το “Putain” έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα του, λίγο πριν έρθει ολόκληρη στο Cinobo.

Μιλήστε μου αρχικά για το υπόβαθρο και την ιστορία σας. Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το Putain;

Φρέντερικ Ντάεμ (σεναριογράφος): Λοιπόν, γνωριστήκαμε στη σχολή κινηματογράφου, όταν ήμασταν… πολύ νέοι. Ήταν αστείο γιατί κάπως… γρήγορα καταλάβαμε ότι βλέπαμε τα πράγματα με παρόμοιο τρόπο. Μετά εγώ απομακρύνθηκα από τον κινηματογράφο και στράφηκα στη λογοτεχνία, έγραψα βιβλία, αλλά εκείνος συνέχισε με τον κινηματογράφο.

Και μετά, κάποια στιγμή, προέκυψε η ευκαιρία να δουλέψουμε ξανά μαζί. Αρχικά υπήρχε μια πολύ μικρή ιδέα που είχα αναπτύξει με έναν παιδικό μου φίλο. Στην αρχή ήταν κάτι σαν ημι-αυτοβιογραφικό. Αλλά μετά εξελίχθηκε, άλλαξε, και κάπως… διαμορφώθηκε αυτό που είναι τώρα η σειρά.

Σημαντικό ότι υπάρχει κάτι προσωπικό πίσω καθώς και ότι έχετε και μεταξύ σας σύνδεση, εφόσον στόχος είναι κάτι άμεσο κι αυθεντικό.

Ντάεμ: Ναι. Νομίζω ότι υπήρξε και στη γραφή αυτή η στιγμή όπου αναρωτηθήκαμε: “Τι ιστορία λέμε τώρα; Τι λέει αυτό για τους νέους; Τι λέει για τους ανθρώπους γενικά;” Και το project άρχισε να επεκτείνεται πέρα από το αρχικό, πιο στενό προσωπικό πλαίσιο. Στην πορεία έγινε κάτι μεγαλύτερο, κάτι διαφορετικό.

Όταν, για παράδειγμα, ρωτάς… ή όταν ο κόσμος λέει “Τι είναι τηλεοπτικό; Τι είναι κινηματογραφικό; Τι χωράει σε τηλεόραση; Τι είναι υπερβολικά ‘καλλιτεχνικό’ για τηλεόραση;” Για εμάς, δεν θέλαμε κάτι με χαμηλότερα στάνταρ, κάτι εξημερωμένο ή προσαρμοσμένο για να γίνει mainstream.

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να θέλετε να μιλήσετε μέσα από αυτούς τους νεαρότερους χαρακτήρες;

Ντάεμ: Νομίζω ότι από την αρχή ήταν πως θέλαμε να πούμε κάτι για το πώς είναι να μεγαλώνεις στις Βρυξέλλες, και πώς μεγαλώσαμε εμείς. Επίσης επειδή είμαστε Φλαμανδοί σε μια γαλλόφωνη πόλη. Είναι κάπως παράξενο να έχεις την ιστορία σου να διαδραματίζεται σε μια πόλη όπου δεν μιλάς τη μητρική σου γλώσσα. Και πρέπει να το εκπροσωπήσουμε αυτό.
Φυσικά είναι μυθοπλασία, και το παρουσιάσαμε ως τέτοια. Δεν είναι ο δικός μας κόσμος όπως ήταν όταν ήμασταν έφηβοι, είναι εντελώς διαφορετικός κόσμος.

Αυτός είναι ένας λόγος που ανέφερα το Skins νωρίτερα… επειδή έχει πάντα αυτή την αίθσθηση πως κατασκευάζει έναν κόσμο ή ένα περιβάλλον για κάθε χαρακτήρα.

Ντάεμ: Νομίζω πως υπάρχει και αυτή η ένταση… ανάμεσα στο ότι είναι μια φλαμανδική σειρά, αλλά διαδραματίζεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο, πολύ “μεικτό” περιβάλλον. Και ποτέ δεν θέλαμε να πούμε: “Α, είμαστε οι συγγραφείς, είμαστε οι αυθεντίες”. Όχι. Κατά κάποιον τρόπο, ήμασταν κι εμείς μέσα στη διαδικασία. Ειδικά ο Ντέμπεν που δούλευε διαρκώς ξαναγράφοντας, κοιτάζοντας, βλέποντας…

Επίσης αναζητούσαμε το τι ήταν καθολικό και τι ήταν όχι. Και δε θέλαμε να φαίνεται στους νεότερους ανθρώπους ότι «πρέπει τώρα να γράψουμε νεανικά». Νομίζω ότι αρκετοί άνθρωποι προσπαθούν να το κάνουν αυτό. Είναι πάντα τόσο κριντζ και μπορείς πάντα να το καταλάβεις.

Έτσι πήρε πολύ χρόνο μέχρι να ανοιχτούν, να νιώσουν εμπιστοσύνη. Να καταλάβουν ότι αυτό ήταν πραγματικά συνεργατικό, σχεδόν συμβιωτικό, με κάποιο τρόπο.

Έχει ενδιαφέρον η ισορροπία, γιατί δεν μιλάμε προφανώς για κάτι ντοκιμαντερίστικο αλλά υπάρχει… κάποια ισορροπία εκεί, να το θέσω έτσι.

Φαν Νταμ: Υπάρχει, ναι. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ισορροπία, επειδή κάναμε κάτι που συνομιλεί με την πραγματικότητα, αλλά δεν είναι ντοκιμαντέρ. Και ταυτόχρονα το κανάλι μάς έλεγε ότι “ίσως είναι πολύ καλλιτεχνικό”. Περίεργο, γιατί… στο Βέλγιο είχε τεράστια επιτυχία. Οπότε τι συζητάμε;

Ντάεμ: Ναι, αλλά αυτή είναι πάντα η συζήτηση. Πάντα. Πότε κάτι γίνεται πολύ “καλλιτεχνικό”; Πότε φτάνεις στο σημείο που ο θεατής σταματά να παρακολουθεί επειδή είναι υπερβολικά καλλιτεχνικό; Θυμάσαι επίσης ότι υπήρξαν στιγμές που κι εμείς οι ίδιοι δεν ήμασταν σίγουροι για κάποιες αποφάσεις;

Όταν αμφιβάλλεις, φτάνεις σε ένα σημείο όπου λες ότι αν δεν είμαστε σίγουροι, πρέπει να πάρουμε τη πιο ριψοκίνδυνη επιλογή. Γατί είναι καλύτερο να υπάρχει ρίσκο, παρά να κάνεις κάτι που δεν έχει ταυτότητα.Θα προτιμούσαμε να πει κάποιος “α, αυτό είναι υπερβολικό” ή “πολύ edgy”, ή “πολύ καλλιτεχνικό”, παρά να πούμε ότι κάναμε κάτι “ασφαλές”.

Δουλεύουμε σε μια βιομηχανία βασισμένη στον φόβο. Αν προσπαθείς να ευχαριστήσεις όλους, όλα γίνονται επίπεδα. Και εγώ αυτό δεν το θέλω.

Υπήρχαν ταινίες ή σειρές που λειτούργησαν ως επιρροή;

Ντάιμ: Το “Atlanta”, πολύ.

Φαν Νταμ: Και το “Kids”, ο Larry Clark, με έναν τρόπο… Ήταν πολύ σημαντικές αναφορές από την αρχή. Κυρίως ως υπενθύμιση του να μην έχουμε πατροναριστική ματιά. Να μην αισθανόμαστε ότι “δείχνουμε τον κόσμο των εφήβων από ψηλά”.
Ντάεμ: Και το “Atlanta”, επειδή δεν είναι τηλεόραση που “πρέπει να είναι κάτι συγκεκριμένο”. Δεν λέει “επειδή είναι τηλεόραση, πρέπει να μοιάζει έτσι”. Το αγαπάμε γι’ αυτό. Υπάρχει ένα επεισόδιο που είναι… Spider-Man ή κάτι τέτοιο, μέσα σε ένα σχολείο. Δεν με νοιάζει. Απλώς υπάρχει.

Φαν Νταμ: Νομίζω πως το ωραίο είναι πως, με κάποιο τρόπο, το “Atlanta” είναι τηλεόραση που κάνει ό,τι θέλει. Και ίσως αυτό προσπαθήσαμε κι εμείς να κάνουμε εδώ, να αφήσουμε πράγματα να κινούνται ελεύθερα. Ας πούμε μερικές φορές κάναμε επεισόδια που δεν είχαν καθόλου πλοκή. Ήταν περισσότερο μια αίσθηση. Μια μέρα. Απλώς παρακολουθούσες τους χαρακτήρες να είναι σε έναν χώρο.

Ντάεμ: Αυτό που δοκιμάσαμε να κάνουμε είναι να μην τους πιέζουμε με δραματουργία με τον κλασικό τρόπο. Και γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό που τα παιδιά άνοιξαν στην διαδικασία. Δούλεψε.

Πώς δουλέψατε με τα παιδιά;

Φαν Νταμ: Έχουμε κάνει πάρα πολλές πρόβες. Και νομίζω πως ήταν πραγματικά σημαντικό, επειδή δεν ήταν μόνο “να τους δώσουμε το σενάριο”. Έπρεπε να τους γνωρίσουμε. Να δούμε πώς μιλούν, πώς σκέφτονται, τι κάνουν όταν μπαίνουν σε μια αίθουσα. Και μετά να φτιάξουμε τη σειρά από τα υλικά που μας έδωσαν οι ίδιοι.

Ντάεμ: Ναι. Επειδή αυτό είναι το πιο σημαντικό: να μην προσποιείσαι ότι ξέρεις καλύτερα. Δεν ξέρουμε καλύτερα. Δεν είμαστε 17. Αλλά αυτοί είναι. Και ήταν ο μόνος τρόπος να δουλέψει.

Φαν Νταμ: Και έτσι φτάσαμε στο σημείο όπου τους ζητούσαμε να μας πουν:
“Δεν θα το έλεγα έτσι.”
“Δεν μιλάμε έτσι.”
“Αυτό είναι κριντζ.”
Και έπρεπε να το δεχτούμε, γιατί είχαν δίκιο.

Ντάεμ: Και κάπως έτσι η σειρά βρήκε την καρδιά της. Η καρδιά της δεν ήταν το σενάριο – ήταν αυτοί. Πριν από αυτούς, το πράγμα ήταν απλώς “μια ιδέα”, με αυτούς έγινε ζωντανό.

Νομίζω πως υπάρχει κάτι πολύ ενδιαφέρον στο πώς χρησιμοποιείτε τη γλώσσα στη σειρά. Είναι ένα είδος μίξης: φλαμανδικά, γαλλικά, αγγλικά… Μοιάζει με πραγματικές Βρυξέλλες.

Ντάεμ: Ναι, εντελώς. Οι Βρυξέλλες έχουν πλάκα. Νομίζω πως δεν υπάρχει άλλος τόπος όπου μπορείς να έχεις μία συζήτηση όπου αλλάζεις γλώσσα κάθε δύο προτάσεις. Και όταν γράφεις κάτι που διαδραματίζεται στις Βρυξέλλες, δεν μπορείς να αγνοήσεις αυτό, αλλιώς φαίνεται ψεύτικο.
Φαν Νταμ: Στις πρόβες το είδαμε αυτό πολύ έντονα. Μιλούσαν μεταξύ τους με έναν τρόπο που ήταν ρευστός. Αλλαζαν γλώσσα χωρίς να το σκέφτονται. Κι αυτό μάς βοήθησε να πούμε: “Ωραία, δεν κάνουμε μια ‘φλαμανδική’ σειρά. Κάνουμε μια σειρά που συμβαίνει εδώ, σε υτό το περιβάλλον.”

Ντάεμ: Και κάτι άλλο: όταν είσαι Φλαμανδός στις Βρυξέλλες, δεν είσαι ποτέ ακριβώς… ντόπιος. Και το αντίστροφο. Υπάρχει πάντα ένα περίεργο μείγμα ταυτοτήτων. Αυτό θέλαμε να το δείξουμε χωρίς να το κάνουμε θέμα. Απλώς να υπάρχει.

Εγώ προσωπικά ένιωσα ότι ο τρόπος που μιλάνε στη σειρά είναι πάρα πολύ φυσικός. Δεν μοιάζει με “γράψαμε διάλογο νέων”.

Φαν Νταμ: Αυτό ήταν το πιο δύσκολο πράγμα. Όχι τα γυρίσματα: η γλώσσα. Γιατί οι νέοι ξέρουν πότε κάποιος “τους μιμείται”. Το καταλαβαίνουν πριν καν τελειώσεις τη φράση σου.

Γι’ αυτό τους είπαμε: “Αν δεν θα το λέγατε έτσι, πείτε μας πώς.” Και πολλές φορές μας το είπαν! (γελάει)

Ντάεμ: Και είχαν δίκιο. Πάντα είχαν δίκιο. Αν το κρατούσαμε “όπως το γράψαμε”, θα ακουγόταν τεχνητό. Και η σειρά δεν μπορεί να αντέξει ούτε δευτερόλεπτο τεχνητότητας.

Υπήρχαν στιγμές στα γυρίσματα που νιώσατε ότι “αυτό δεν θα το καταφέρουμε”; Ότι κάτι ήταν πολύ δύσκολο να γίνει;

Φαν Νταμ: Ναι, πολλές. Νομίζω ότι σε κάθε επεισόδιο υπήρχε μια στιγμή που λέγαμε: “Ουάου… αυτό είναι πολύ μεγάλο για εμάς.” Ταυτόχρονα υπήρχαν επεισόδια που ήταν πολύ μικρά. Και τα αγαπώ αυτά τα δύο άκρα. Μου άρεσε που μια μέρα γυρίζαμε κάτι που ήταν “μεγάλο”, δύσκολο, τεχνικά απαιτητικό, και την επόμενη μέρα γυρίζαμε κάτι που ήταν απλώς… δυο παιδιά σε ένα δωμάτιο που μιλούν. Αυτή η εναλλαγή μάς έδινε ενέργεια.

Ντάεμ: Και νομίζω ότι αυτό είναι και το ωραίο με το να δουλεύεις με νέους: ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει. Μπορεί να μπουν στο σετ και να είναι φοβεροί ή μπορεί να μπουν και να είναι εντελώς αλλού.Και δεν γίνεται να τους πιέσεις. Πρέπει να τους δώσεις χώρο ώστε αυτό που έχουν να βγει.

Φαν Νταμ: Ναι, και όταν βγει είναι απίστευτο. Υπάρχουν σκηνές που ακόμη και τώρα, όταν τις βλέπω, σκέφτομαι: “Δεν το σκηνοθέτησα εγώ αυτό. Το έκαναν μόνοι τους.” Και αυτή είναι η καλύτερη αίσθηση.

Και πώς βιώσατε την επιτυχία που είχε η σειρά όταν προβλήθηκε τελικά πρώτη φορά στη χώρα σας;

Ντάεμ: Δεν το περιμέναμε. Πραγματικά. Είχαμε συνηθίσει την ιδέα ότι κάνουμε κάτι πολύ… ιδιαίτερο, που ίσως να μην είναι για όλους. Και ξαφνικά ήρθαν μηνύματα από ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε καν, μεγαλύτερους σε ηλικία, που έλεγαν:

“Αυτό μου θύμισε την εφηβεία μου.”
Ή:
“Αυτό μοιάζει με το παιδί μου.”

Και ήταν συγκλονιστικό.

Φαν Νταμ: Εμένα με άγγιξε πολύ όταν είδα ότι οι γονείς, που δεν είναι το προφανές κοινό, έλεγαν ότι κατάλαβαν καλύτερα τα παιδιά τους. Αυτό σίγουρα δεν το σχεδιάσαμε.

Σχετικό Άρθρο
Info:

To “Putain” στριμάρει ολόκληρο στο Cinobo. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα