ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Η σύνδεση του μεγάλου τροβαδούρου με την πόλη που τον μεγάλωσε.
Ποια είναι τα δώρα του Διονύση Σαββόπουλου στη Θεσσαλονίκη;
Είναι τα μέρη που απαθανάτισε με τους στίχους του και τα έκανε τοπόσημα, οι ποιητές της προηγούμενης γενιάς από τη δική του, που «πρόλαβε να δει» και ύμνησε, οι φίλοι του, «εκδρομείς του ‘60», που συνδέονται με πολιτιστικά μεγάλα γεγονότα, πολιτικούς αγώνες και εκπαιδευτικά αιτήματα όπως το «1-1-4» και το «15% για την παιδεία» και οι λαμπρές και τραγικές στιγμές της πόλης που σφράγισαν τη δική του ενηλικίωση.
Πάνω από όλα, ίσως είναι η μαγική του ικανότητα να φτιάχνει εικόνες καθημερινότητας στην πόλη να τις συνδέει με στίχους εμβληματικούς που μένουν στα χείλη ολονών και εγγράφονται στην αιωνιότητα.
Διεθνώς υπάρχουν πολλά παραδείγματα μεγάλων καλλιτεχνών που συνδέθηκαν με μια πόλη την οποία απαθανάτισαν.
Ο Λούτσιο Ντάλα συνδέθηκε με την κοινωνική και τρυφερή πλευρά της Μπολόνια με τραγούδια όπως το «Πιάτσα Γκράντε» και το «Φουτούρα» και βέβαια οι Μπιτλς με τη γενέτειρά τους το Λίβερπουλ με τα θρυλικά “Penny Lane”, “Strawberry Fields” και “In my life”, όπως και ο Λουΐς Άρμστρονγκ με τη Νέα Ορλεάνη και ο Φρανκ Σινάτρα με τη Νέα Υόρκη.
Λίγοι όμως έχτισαν σχέση σαν κι αυτήν του αξέχαστου τροβαδούρου με την πόλη του.
Το φαινόμενο Σαββόπουλος είναι άλλωστε γέννημα της πόλης. Της μετεμφυλιακής Θεσσαλονίκης, της συγκεκριμένης παρέας του Ε΄ Γυμνασίου και των δασκάλων που είχαν φλόγα, παιδεία και αγάπη για το «δασκαλίκι». Είναι όμως και της εποχής των τραμ της Βασιλίσσης Όλγας, του αυστηρού πατέρα που κρατούσε γωνία Αγίας Σοφίας και Τσιμισκή από το χέρι τον μικρό Διονύση, ενώ πέρναγε ο Επιτάφιος. Είναι και της συντροφιάς που πήγαινε «ως το σπίτι απ’ την ταβέρνα συζητώντας» και «από τη διαδήλωση ως το πάρτι τραγουδώντας».
Είναι πάνω απ’ όλα γέννημα μια αστραφτερής γενιάς ποιητών όπως ο Ασλάνογλου, ο Αναγνωστάκης, ο Ιωάννου, ο Χριστιανόπουλος.
Ο ίδιος το κατέγραψε αυτό στο ανεπανάληπτο αυτοβιογραφικό του τραγούδι:
«Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ
στο υπόγειο νησί τους
ταξίδεψα ως εδώ
με μια κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία
Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στη Γεωγραφία
Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία»
Παρακάτω θα δούμε τη Θεσσαλονίκη, τα τοπόσημα γενικής συγκίνησης για την πόλη, τους «εκδρομείς», τους δασκάλους, την ατμόσφαιρα των αρχών της δεκαετίας του ’60, τους ποιητές αλλά και τους καθημερινούς ανθρώπους όπως ξεπηδούν μέσα από τη στιχουργική του τροβαδούρου:
- «Μια θάλασσα μικρή»
Είναι το Μπαξέ τσιφλίκι. Με μνήμες του Διονύση Σαββόπουλου από καραβάκια του Θερμαϊκού στα 1950. Τη «Λευκή» και τον «Ναυτίλο». Με τα μεγάφωνα να παίζουν Βέμπο «Να με παίρνανε τα σύννεφα». - «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη»
Αυτοβιογραφικό τραγούδι με πλείστες όσες αναφορές: ‘’Με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ’’ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο κάπου στου Χιρς η ετοιμόγεννη μητέρα του Διονύση στις 2 Δεκεμβρίου του 1944.
Αναφέρει επίσης «Του ορφανοτροφείου τη μπάντα’’ (του Παπαφείου), τον Φλοίσβο όπου «στέκει ο Τσιτσάνης μ’ ένα μικρό βιολί’’.
Και παρακάτω : «Να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ’’.
- «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη»
«Στην παραλία τα καφενεία όλα κλειστά και η θάλασσα βρώμικη και σάπια’’ (σκηνή από την παραλία της Θεσσαλονίκης). ‘’Που ακούστηκε ο Άλκης να πεθαίνει’’ (αναφορά στον πρόωρα χαμένο Άλκη Σαχίνη). - «Καλοκαίρι»
“Πλάι στα μέγαρα στις τέντες με τ’ αγέρι’’, «Με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι’’, «Καρεκλάκια, πετονιές μες στο πανέρι’’, «Λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι’’, «Την κοψιά μιας προτομής μες στο παρτέρι» (είναι η προτομή του Βότση δίπλα στον Λευκό Πύργο). Όλα παιδικές μνήμες. - «Ταγκό βουβό»
«Σε κάτι νεόκτιστα που λες -τί εποχές…- τι φτωχές βασανισμένες αγκαλιές’’. (Μνήμες από τα γιαπιά στη Βασιλίσσης Όλγας όπου κατέφευγαν τα ‘’ζευγαράκια’’ για να φύγουν αργότερα με άμμο και ασβέστη στα παπούτσια!) - «Τσάμικο»
«Μπιζανίου κι Αναλήψεως, Αγίας Τριάδος, Εικοστής Πέμπτης Μαρτίου’’, ‘’Κάπου εδώ έχω γνωστούς αλλά τέτοια ώρα μην βαρύνω τους’’, ‘’Πλατεία Ναυαρίνου, Διοικητηρίου κι Εξαρχείων’’.
‘’Κώστας, Κώστας, Μανώλης, Πέτρος, Γιάννης, Τάκης, Αλέκος, Βασίλης, Άγγελος’’ (Αναφορές σε φίλους όπως ο Κώστας Ιορδανίδης, ο Κώστας Θεοφιλόπουλος, ο Πέτρος Δήτσας, ο Γιάννης Ζήκας, ο Βασίλης Καλλιπολίτης, ο Άγγελος Ραζής. Οι εκδρομείς του εξήντα’’).
Δεκάδες φορές περπατήσαμε με τον Διονύση από το Λευκό Πύργο μέχρι το λιμάνι.
Έλεγε :
«Τι πόλη ρε παιδί μου. Κοίτα πόλη»!
«Ο τόπος έχει ενέργεια. Δεν παθαίνουν αυτοί οι τόποι τίποτα».
Στη διαμόρφωση όμως της καλλιτεχνικής του ταυτότητας συνέβαλε και η κοσμογονία της δεκαετίας του ´60 διεθνώς, τα λεγόμενα swinging sixties.
Μιλώντας για τη την επίδραση αυτή μας είπε:
«Η γενιά μου το εμπιστεύθηκε το μέλλον. Δεν το εμποδίσαμε. Στον εικοστό αιώνα θα μπορούσε να επιβληθεί ο φασισμός, η κτηνωδία. Θα μπορούσε να είχε σταματήσει ο πολιτισμός. Όμως εμείς είχαμε όνειρα. Σώσαμε ό,τι άξιζε να σωθεί».
«Ποια ήταν όμως τα χαρακτηριστικά της δυναμικής παρέμβασης της γενιάς σου;» τον ρώτησα για τις ανάγκες του βιβλίου «Υπόγεια Διαδρομή» που μου εμπιστεύθηκε.
Η απάντηση είναι αποκαλυπτική:
«Πρώτον η σεξουαλική απελευθέρωση. Δεύτερον η κολοσσιαία παρέμβαση της ουτοπικής Αριστεράς στην καθημερινή ζωή. Τρίτον – και δυσκολότερο να το εξηγήσω – η καθημερινή μουσική που ξεπέρασε τον καταναλωτικό και βιομηχανικό της χαρακτήρα και υψώθηκε σε Λαϊκή Μουσική. Το πέτυχαν ιδιοφυή τσογλάνια με θεϊκό ταλέντο. Κατέστρεψαν κάθε έννοια μάρκετινγκ και δημόσιων σχέσεων, ξεκινώντας πάλι από την αρχή. Ήταν μια αναγέννηση».
Στον πλάτανο
Πολλές φορές με την παρέα του Διονύση τα λέγαμε στον πλάτανο του Ντορέ.
Δεν τον κούραζαν η συζήτηση και οι γόνιμες διαφωνίες και τα ξενύχτια εκεί απέναντι από τον Λευκό πύργο όταν σχολούσε (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών) το Φεστιβάλ Κινηματογράφου εκείνης της εποχής.
Παραδοσιακά ερχότανε όλη η Αθήνα του σινεμά τότε, οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί, οι παραγωγοί. Είναι γνωστό ότι ο Διονύσης δεν υπήρξε φίλος του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Αντιθέτως αγαπούσε εκείνες τις ταινίες του Σακελάριου και του Τζαβέλα.
«Δεν είναι πολλές εκείνες οι καλές ταινίες» έλεγε.
«Μπορεί να είναι 40 – 50 ταινίες όλες και όλες. Ναι αλλά αυτές απετέλεσαν μια μικρή παράδοση ελληνικού κινηματογράφου. Από εκεί και πέρα έπρεπε να συνεχίσει το σινεμά μας. Το λέω αυτό γιατί οι άνθρωποι που υπηρετήσαμε το τραγούδι και τέλος πάντων έτσι μας μάθανε και οι ποιητές, να δουλεύουμε με το ένα πόδι στην παράδοση και το άλλο πόδι στον μοντέρνο βίο. Δεν μπορείς να είσαι μοντέρνος κατευθείαν. Και τι θα καταλάβει και ο κόσμος;
«Από την άλλη», πρόσθεσε «δεν μπορείς να μείνεις και μόνο σ αυτά που σου παρεδόθησαν. Χρειάζεται μία σύνθεση νεοτερικότητας και παράδοσης. Σύνθεση ανατολής και δύσης. Δεν θα κουράζομαι να το λέω. Αυτό έχει ανάγκη η ψυχή μας και αυτό έχει ανάγκη ο τόπος μας».
«Το 1961 άρχισε ο Φεστιβάλ του Κινηματογράφου. Όχι στην εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, τότε άρχισε στο Ολύμπιον στην Πλατεία Αριστοτέλους. Το 1976 όμως που μου έδωσαν εμένα για το «Χάππυ Νταίη» το βραβείο της μουσικής. Το αρνήθηκα. Και έγινε και ένας θόρυβος τον οποίο εγώ δεν τον ήθελα. Αν ήταν τώρα θα έλεγα ένα ευχαριστώ πολύ και θα τελείωνε η ιστορία».
Θα ολοκληρώσω αυτό το κείμενο με ένα απόσπασμα μιας αφήγησης του Νίκου Παπάζογλου για την φιλία τους με τον Διονύση Σαββόπουλο που άρχισε από τα παιδικά τους χρόνια :
«Ο Σαββόπουλος ήταν ίσως από τις τελευταίες περιπτώσεις μάστορα που ήθελε να έρχονται και να τον βλέπουν στο εργαστήριο. Να τον δουν να δουλεύει και να φτιάχνει το έργο του. Δεν ντρεπόταν να τραγουδήσει με την τρεμάμενη φωνή του γιατί ήταν σίγουρος ότι αυτό που έλεγε ήταν σημαντικό. Και στο κάτω – κάτω όπως ένας μάστορας, που κάθονταν τα πιτσιρίκια με γουρλωμένα μάτια και παρακολουθούν την δουλειά του έτσι και του Σαββόπουλου του άρεζε αυτό το πράγμα. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που λέγανε ‘’Αφήστε με ήσυχο’’. Μετά από 30 χρόνια θα μείνουν τα πάντα από το έργο του Σαββόπουλου. Ο Διονύσης είναι πια ένας φάρος της ελληνικής τραγουδοποιίας και μάλιστα πολύ φωτεινός’’. (Από το βιβλίο «Υπόγεια Διαδρομή», Ιανός -1999)