“ΧΡΥΣΟΣ” ΛΕΞ, “ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΠΟΙΟΤΗΤΟΣ” ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΜΙΛΑΝΕ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗ VEEGO RECORDS
Έχοντας στο ενεργητικό της δεκάδες καλλιτέχνες, μια πανσπερμία κυκλοφοριών -πάντα σε βινύλιο- που δημιουργούν αίσθηση και με αποκορύφωμα τις χιλιάδες πωλήσεις του Γ.Τ.Κ., η ανεξάρτητη Veego Records από την Πάτρα συζητιέται σήμερα όσο καμία άλλη δισκογραφική. Ο ιδρυτής της μίλησε στο News 24/7. Μας είπε κάτι και ο ΛΕΞ.
Ό, τι και να συμβεί στο μέλλον, όσο μακρά και να αποδειχθεί η πορεία της Veego Records, η κυκλοφορία σε βινύλιο του Γ.Τ.Κ. του ΛΕΞ δεν θα μπορεί παρά να θεωρείται -και όντως να αποτελεί- κομβικής σημασίας στιγμή για το «legacy» της εταιρίας – αλλά και γενικά για την δισκογραφία στην Ελλάδα τον 21ου αιώνα.
Πρώτος και μάλλον καλύτερα απ’ όλους το αντιλαμβάνεται αυτό ο ιδρυτής της, Ανδρέας Μητρέλης, αποδέκτης χιλιάδων παραγγελιών και ακόμη περισσότερων μηνυμάτων από την πρώτη στιγμή της ηχηρής ανακοίνωσης, λίγο μετά την ψηφιακή κυκλοφορία του πολυσυζητημένου άλμπουμ από την Stay Independent.
Από τις 25 Νοεμβρίου του 2024 κάθε «πηγαδάκι» ανάμεσα σε όσους τα τελευταία χρόνια παρακολουθούν το δραστήριο label αργά ή μάλλον γρήγορα θα οδηγηθεί στον 46ο δίσκο με την μπράντα του – μια κυκλοφορία που αποτέλεσε και αιτία γνωριμίας με το label ενός αισθητά πιο ευρέως κοινού.
Ξαφνικά η Veego συζητήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη -ανεξάρτητη ή μη- «παραδοσιακή» δισκογραφική εταιρία στην Ελλάδα, σχεδόν έξι χρόνια μετά την ίδρυσή της την άνοιξη του 2019 «με σκοπό να αναδείξει κυκλοφορίες που είτε βρήκαν κλειστές τις πόρτες κάποιας άλλης δισκογραφικής, είτε χάθηκαν στον ψηφιακό κόσμο, είτε ξεχάστηκαν από τον χρόνο» όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο μανιφέστο του label. Στο οποίο έχει ενδιαφέρον τόσο η συνέχεια όσο και το ύφος της:
«Οι κυκλοφορίες μας είτε είναι προορισμένες να γίνουν κλασικές ή θα έπρεπε ήδη να είναι. Η Veego Records με έδρα την Πάτρα συνεχίζει να δουλεύει για τις καλύτερες εκδόσεις σε βινύλιο, ηχητικά και καλλιτεχνικά, ικανοποιώντας και τους πιο απαιτητικούς του είδους. Δεν έχει σκοπό να γίνει ένα συμβατικό label, θα συνεχίσει να σκαλίζει ακόμα και στα πιο ιδιόμορφα είδη μουσικής που κανεις μας δε ξέρει ότι έχει ανάγκη να ακούσει, μέχρι τώρα τουλάχιστον (ή έστω) για να βρει αυτά που πραγματικά αξίζουν ώστε να τυπωθούν σε βινύλιο».
Μη συμβατικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν και τα labels που είχε κατά νου ως πρότυπά του ο Μητρέλης, όπως λέει στο News 24/7, όταν αποφάσισε να προχωρήσει στην ίδρυση του δικού του. «Κυρίως αγγλικές εταιρίες, όπως είναι οι BBE, Sounds of the Universe, Mr. Bongo, Be With, International Anthem -μου άρεσαν οι εκδόσεις τους και το περιεχόμενό τους στα social την περίοδο εκείνη- αλλά και ελληνικές, όπως η Inner Ear».
Το ντεμπούτο της Veego Records ήταν και το ντεμπούτο του πρώτου καλλιτέχνη του καταλόγου της, το άλμπουμ Μυστικές Χορευτικές Κινήσεις από το Παιδί Τραύμα. «Είχα ήδη ετοιμάσει την πρώτη κυκλοφορία, που θα ήταν αυτή του Sonny Touch, όταν γνώρισα το Παιδί Τραύμα. Μου άρεσε πολύ το ντεμπούτο του, το είχε κυκλοφορήσει μόνος του σε cd. Είχαμε και πολλά κοινά σαν άνθρωποι και μέχρι και σήμερα είμαστε πολύ καλοί φίλοι. Υπήρξε χημεία από την αρχή. Με χαροποιεί ιδιαίτερα που αυτός είναι το ξεκίνημα της Veego», λέει ο Μητρέλης, όντας και ο ίδιος καταναλωτής μουσικής στο εν λόγω φορμάτ από την ηλικία των 6, τότε που ζήτησε από τη μητέρα του να του αγοράσει το Thriller του Michael Jackson γιατί «το είχε ένας γείτονας και καθόμουν έξω από την πόρτα του και το άκουγα τα απογεύματα που το έβαζε να παίζει και είχα ενθουσιαστεί».
Σήμερα δεν ξέρει πόσους ακριβώς δίσκους βινυλίου έχει στα ράφια του σπιτιού του. «Δεν τους μετράω. Πουλάω και αγοράζω διαρκώς. Πουλάω παλιούς που ξέρω πως δεν πρόκειται να ακούσω ξανά και δεν με εκφράζουν και αγοράζω καινούριους, περίπου 5 τον μήνα. Σίγουρα πάντως έχω πάνω από 5.000 βινύλια» λέει και κάνει για το News 24/7 μια φιλότιμη προσπάθεια υφολογικής και αισθητικής χαρτογράφησής τους, ξεκαθαρίζοντας εξαρχής ότι δεν αντέχει καθόλου το metal, τις κλασικές rock φόρμες, το hardcore punk και τη ska. «Κι εγκυκλοπαιδικά έχω κάποιους δίσκους, τύπου Μαρία Κάλλας, κάποια gospel, country και μερικά κλασικά ελληνικά. Νομίζω τα είδη που υπερισχύουν είναι γύρω από τη rock, που άκουγα από μικρός, κι αργότερα indie που άκουγα μετεφηβικά και μέχρι τα 30 μου. Πλέον μαζευω abstract pop, electro, bedroom, jazz, ψυχεδέλεια και πολύ reggae τον τελευταίο καιρό. Επίσης έχω μεγάλη συλλογή από σπάνια ελληνικά βινύλια».
Κάποια από όλα αυτά μπορεί να τα χρησιμοποιήσει και ως DJ – «τις λίγες φορές που το κάνω πλέον, κυρίως σε κάποια πριβέ πάρτι και ολιγόωρα sets» – ενώ εκτός από πολλούς δίσκους βινυλίου, αγοράζει και εισιτήρια για συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό τα τελευταία σχεδόν 40 χρόνια, αρχής γενομένης από την πρώτη μεγάλη συναυλία της ζωής του, αυτή της Διεθνούς Αμνηστίας στις 3 Οκτωβρίου 1988, τότε που στη σκηνή του ΟΑΚΑ, εκτός από τον Γιώργο Νταλάρα, τον Γιούσου Ν’ Ντουρ, την Τρέισι Τσάπμαν, τον Πίτερ Γκάμπριελ και τον Στινγκ, ανέβηκε και ο Μπρους Σπρίνγκστιν, τον οποίο μέχρι σήμερα έχει δει live περίπου 60 φορές (έχει εξηγήσει γιατί στο σχετικό ρεπορτάζ του OneMan).
Δισκογραφική εταιρία πάντως τονίζει ότι δεν ήθελε να ιδρύσει ανέκαθεν -μία κλασική, συνήθως «για πλάκα» και «σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν» θεματική στο μυαλό των φανατικών μουσικόφιλων- αν και στο ξεκίνημα της σπουδαίας και ασύγκριτα σημαντικής για την ελληνική δισκογραφία της τρέχουσας χιλιετίας, επίσης με έδρα την Πάτρα, δισκογραφικής εταιρίας Inner Ear, είχε κάνει ένα πέρασμα από το δυναμικό της. «Όχι, ούτε όνειρο μου ήταν, ούτε κάτι που είχα σκεφτεί στο παρελθόν. Μουσικός παραγωγός ήθελα να γίνω, πράγμα που κάνω σε κάποιους δίσκους της Veego, όπως του Λεπύρ, των Kepler is Free και στο νέο άλμπουμ των Turboflow3000».
Άρχισε όμως να επεξεργάζεται το σενάριο πριν από 8 περίπου χρόνια, κατοικώντας για λίγο στο Λονδίνο και όντας, όπως τονίζει, επηρεασμένος από τον τρόπο που παρατήρησε ότι λειτουργούσαν και σκέφτονταν οι άνθρωποι εκεί γύρω από τη μουσική. Του πήρε περίπου ένα χρόνο για να ιδρύσει τελικά τη Veego, χωρίς κάποιο μεγαλόπνοο ή έστω συγκροτημένο business plan.
«Δεν μπορώ να πω ότι ξεκίνησα με φοβερή οργάνωση. Είχα στο μυαλό μου κάποια πράγματα που αποτέλεσαν τη βάση της Veego και προσπάθησα να μείνω πιστός στις αρχές μου» λέει και παραδέχεται ότι επί του πρακτέου τα πράγματα εξαρχής ήταν και σήμερα παραμένουν εν μέρει αρκετά διαφορετικά σε σχέση με αυτό που περίμενε.
«Υπάρχει το δημιουργικό κομμάτι, από την άλλη υπάρχει και το γραφειοκρατικό που είναι, πολλές φορές, ζόρικο και θέλει γερό στομάχι. Μετά είναι και το εμπορικό κομμάτι, γιατί, κακά τα ψέματα, οι πωλήσεις είναι το ζητούμενο. Είναι καλλιτέχνες πολύ άξιοι που δεν “ακούστηκαν” όσο περίμενα. Ακόμη όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις είμαι πολύ σίγουρος ότι αφήνω στη δισκογραφία κάτι πολύτιμο και διαχρονικό κι αυτό είναι ένα από τα στοιχήματά μου, οπότε πάλι αισθάνομαι ότι έχω πετύχει».
Με τις μεγαλύτερες δυσκολίες ήρθε αντιμέτωπος την περίοδο της πανδημίας «και λίγο μετά, μέχρι να επανέλθουμε σε μια κανονικότητα. Δυσκολίες αντιμετωπίζω διαρκώς με τις άδειες για τις διασκευές και τις επανεκδόσεις. Γίνονται κατά καιρούς και διάφορα λάθη π.χ. σε εξώφυλλα και ένθετα, αλλά και καθυστερήσεις από εργοστάσια ή στις εισαγωγές και πολλά πολλά άλλα απρόοπτα που συμβαίνουν και δημιουργούν εκνευρισμό και άγχος».
«Θέλω τους δίσκους μου να τους ακούνε σε 50 χρόνια»
Πώς επιλέγει όμως τους καλλιτέχνες της Veego Records; Τι εννοεί όταν λέει ότι: «Δεν υπάρχει περιορισμός στο είδος της μουσικής. Εδώ θα βρείτε από ντίσκο, τζαζ, ψυχεδελοπρογκρέσιβ, ηλέκτρο-λογικά, χιπ-χοπ, μέχρι και μπουζουκάκι θα ακούσετε σε κάποιες κυκλοφορίες. Θα μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε από τα funk του Σταμάτη Κόκοτα μέχρι τους πιονέρους της ηλεκτρονικής σκηνής Ρομπότνικ»; Ποια είναι τα ηχητικά και αισθητικά κριτήρια με βάση τα οποία αποφασίζει ποια άλμπουμ θα κυκλοφορήσουν από την εταιρία του; Και κατά πόσο η εξίσωση μεταβάλλεται με τα χρόνια;
«Βγάζω δίσκους που μου αρέσουν. Δεν κοιτάω αν κάτι είναι εμπορικό κι αν θα κάνει επιτυχία. Όταν βρω κάποιον, που για μένα είναι ταλαντούχος, θέλω να τον βοηθήσω να πάει μπροστά και να πάρει αυτό που του αξίζει. Δεν έχω αγάπη σε κάποιο συγκεκριμένο είδος μουσικής παραπάνω από κάποιο άλλο. Λατρεύω τους καλλιτέχνες όταν δημιουργούν πέρα από τα συνηθισμένα. Θέλω τους δίσκους μου να τους ακούνε σε 50 χρόνια και να τους βρίσκουν ενδιαφέροντες τουλάχιστον, αν όχι πρωτοποριακούς για την εποχή τους. Φέτος, για παράδειγμα, ελπίζω ότι θα καταφέρουμε να κυκλοφορήσουμε έναν δίσκο με experimental, λαϊκά κομμάτια. Αυτό ξέρω ήδη ότι θα ξενίσει πολλούς και ότι δύσκολα θα πείσει κάποιους άλλους. Δεν έχει όλος ο κόσμος τη διάθεση να ανοίξει τα αυτιά του. Παρόλα αυτά θέλω να το κάνω» λέει και εξηγεί εν συντομία την πρακτική πλευρά των πραγμάτων.
«Αρχικά συναντώ τους καλλιτέχνες για να κάνουμε μια γενική συζήτηση» λέει, εννοώντας τους καλλιτέχνες που επικοινωνούν μαζί του γιατί θέλουν να ενταχθούν στο roster της Veego. «Τις περισσότερες φορές οι ηχογραφήσεις είναι ολοκληρωμένες ή στο τελικό στάδιο από τους καλλιτέχνες και προχωράμε μαζί στην παραγωγή. Ταυτόχρονα επιλέγουμε μαζί το εξώφυλλο ή τον γραφίστα που θα το κάνει και μετά αποφασίζουμε περίπου την περίοδο που θα κυκλοφορήσει και τον τρόπο της προώθησής του».
Του ζητάω -αλίμονο, για μουσική μιλάμε- να «παίξουμε» όπως στο High Fidelity του Νικ Χόρνμπι. Πέρα από το Γ.Τ.Κ. του ΛΕΞ και, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την υφολογική πανσπερμία της Veego για την οποία και ο ίδιος καυχιέται, μπορεί να ξεχωρίσει πέντε ιδιαίτερα σημαντικές κυκλοφορίες της Veego μέχρι σήμερα;
Θα το κάνει μόνο και μόνο γιατί τον πιέζω και αφού ξεκαθαρίσει ότι στην πραγματικότητα αγαπάει εξίσου όλες τις κυκλοφορίες της εταιρίας. «Αρχικά το άλμπουμ Αυταπάτη της Ηδύλης Τσαλίκη και το ομώνυμο των Kashmir, γιατί είναι ο λόγος που η Veego είναι αυτό που είναι. Σε αυτούς τους αειθαλείς δίσκους ήθελα να δώσω μία δεύτερη ευκαιρία, να τους ακούσουν όλοι, αν γίνεται, να τους εκτιμήσουν για τη διαχρονικότητα και την καινοτομία τους και να τους βάλουν στη δισκοθήκη τους. Είναι ο σπόρος που φυτεύτηκε στο μυαλό μου και ξεκίνησαν όλα.
Άλλος δίσκος που θα ξεχώριζα είναι το Εκτός των Τειχών των Δημήτρη Παγίδα και Λευτέρη Βολάνη των No Clear Mind – τον θεωρώ αριστούργημα. Επίσης το Bukurana του Λεπύρ τόσο για την πρωτοτυπία του, αλλά και γιατί σε αυτό τον δίσκο, ως παραγωγός, έχω δώσει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου. Τέλος θα βάλω το Νέο Νέο Κύμα, γιατί είναι ο δίσκος που αφιερώθηκε στα άτομα στο φάσμα του αυτισμού, και σε ευχαριστώ προσωπικά που έχεις στηρίξει την προσπάθεια αυτή, όπως και όλους όσους βοήθησαν και στήριξαν με τον τρόπο τους» (σ.σ. αναφέρεται σε μια χορταστική συλλογή, σε διπλό βινύλιο, 23 τραγουδιών από ισάριθμα acts. Ανάμεσά τους: Παύλος Παυλίδης & B-Movies, The Boy, Pan Pan, Mazoha, Melentini).
Το κεφάλαιο ΛΕΞ
Ας μιλήσουμε όμως επιτέλους και για τον ΛΕΞ. «Η επαφή έγινε μέσω του Γιάννη Οικονομίδη. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο κι έπειτα πήγα στην Θεσσαλονίκη να τον βρω και να τον γνωρίσω από κοντά. Δεν εγινε τίποτα βιαστικά» τονίζει ο Μητρέλης. «Μου φάνηκε “γαμώ” όλη η φάση με τα βινύλια και ο Ανδρέας σαν άνθρωπος» λέει στο News 24/7 ο ΛΕΞ – στα πεταχτά και στο περιθώριο της άνευ προηγουμένου συζήτησης γύρω από τον ίδιο με αφορμή την επικείμενη, επίσης άνευ προηγουμένου για ράπερ, συναυλία του το καλοκαίρι στην Αθήνα. Ήταν η περίοδος που δούλευε πάνω στο τρίτο, πολυαναμενόμενο άλμπουμ του, λίγο πριν «βάλει φωτιά» στο γήπεδο του Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη, στην πιο πολυσυζητημένη και πολυπληθή μέχρι τότε χιπ χοπ συναυλία στην Ελλάδα.
«Περιμέναμε να τελειώσει το Μετρό (το άλμπουμ, όχι το άλλο), έγινε ένα τύπου remix από τους Kepler is Free στο “Spike Lee”, σαν προπομπός της συνεργασίας με τη Veego, και ξεκινήσαμε σιγά σιγά να φτιάξουμε το box set» λέει ο ιθύνων νους της Veego, χωρίς όπως συμπληρώνει ο ΛΕΞ να έχουν συζητήσει καν το ενδεχόμενο να βγάλουν μαζί αργότερα κάποιο άλλο, καινούριο αλμπουμ – «αλλά αυτό δεν έχει και σημασία γιατί δεν ήξερα πότε θα έβγαζα».
Εν αρχή λοιπόν το περιβόητο limited edition box-set που περιείχε τα τρία πρώτα προσωπικά άλμπουμ του ΛΕΞ σε φορμάτ δωδεκάιντσων δίσκων βινυλίου, ένα συλλεκτικό μαύρο κουτί που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα κυκλοφορούσε, όλοι θέλησαν να αποκτήσουν -εξ ου και τα 2000 κομμάτια «εξαφανίστηκαν» αμέσως- και γι’ αυτό ακριβώς, αν και τον Οκτώβριο του 2023 κόστιζε 65 ευρώ, σήμερα στο Discogs, την online πλατφόρμα αγωραπωλησιών βινυλίων και cd, η τιμή του αγγίζει μέχρι και τα 300 ευρώ.
Δύο περίπου χρόνια μετά, έχοντας προηγηθεί αφενός η συνεργασία του ΛΕΞ με τους Kepler Is Free για το τραγούδι «Σπασμένη φλέβα» των τίτλων τέλους της ομώνυμης, πολυαναμενόμενης ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, αφετέρου το καταπληκτικό teaser video σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου -The Boy- Βούλγαρη, τα μεσάνυχτα της 21ης Νοεμβρίου ο ΛΕΞ θα κυκλοφορούσε το Γ.Τ.Κ. («σπάζοντας» το Spotify με περισσότερα από 26 εκατομμύρια streams σε μόλις δύο εβδομάδες), με τον Μητρέλη να περιμένει λίγες ακόμη μέρες μέχρι να ανακοινώσει ότι «το τέταρτο album του ΛΕΞ θα κυκλοφορήσει σε βινύλιο από τη Veego Records στις 30 Ιανουαρίου 2025» – όλα αυτά μέσω social φυσικά και με ανοιχτό το λινκ των προπαραγγελιών.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τι θα γινόταν μέχρι της στιγμή που άνοιξε το site για τις προπαραγγελίες. Θα σου πω μόνο ότι μέσα σε μια ώρα περίπου πουλήθηκαν 1.000 δίσκοι». Πρόκειται φυσικά για τη best-seller κυκλοφορία της εταιρίας. Αλλά δεν πρόκειται «απλώς» για αυτό, όπως επισημαίνει. «Έχουμε σίγουρα έναν χρυσό δίσκο που είναι στα 3.000 αντίτυπα και είμαστε αρκετά κοντά σε έναν πλατινένιο, που είναι στα 6.000 και ελπίζουμε ότι θα τα καταφέρουμε. Νομίζω ότι στην Ελλάδα είναι ο πρώτος δίσκος, σε φυσική μορφή, εδώ και 20 χρόνια που γίνεται χρυσός και πάει για πλατινένιος. Δυστυχώς η IFPI που κάνει τις απονομές, δεν μετράει τις πωλήσεις, όπως έκανε παλιότερα», λέει ο Μητρέλης.
Το όριο για να ανακηρυχθεί χρυσός ένας δίσκος από το 2019 έχει πέσει στα 3000 αντίτυπα, επιβεβαιώνει στο News 24/7 ο Νίκος Στεφανάκης, Operations Manager της IFPI και επιβλέπων των charts. Αυτά όσον αφορά τις πωλήσεις σε φυσική μορφή (βινύλια και cd). Για τις ψηφιακές, δηλαδή κατά κύριο λόγο μέσω Spotify, YouTube και Apple Music, η διαδικασία μέτρησης είναι πιο περίπλοκη. «Δεν είναι όλες οι χρήσεις ισότιμες» επισημαίνει, δηλαδή υπάρχει ένας διαχωρισμός συνδρομητών και μη ανάμεσα σε όσους καταναλώνουν μουσική ψηφιακά, είναι διαφορετικός ο συντελεστής μέτρησης στον αλγόριθμο που καθορίζεται από τα κεντρικά της IFPI, ο οποίος αλγόριθμος στη συνέχεια προσαρμόζεται στα δεδομένα της κάθε χώρας, καταλήγοντας σε ένα συγκεκριμένο point system.
Στην Ελλάδα ψηφιακά χρυσό γίνεται ένα single όταν συγκεντρώσει 5 εκατομμύρια πόντους, πλατινένιο με 10 εκατομμύρια και διαμαντένιο με 50. Ενώ για τα albums ισχύουν τα εξής: χρυσό στα 45 εκατομμύρια πόντους, πλατινένιο στα 90 και διαμαντένιο στα 450. «Στο φυσικό προϊόν είναι πια ανεπίσημες οι απονομές (παλιότερα στη διαδικασία εμπλέκονταν ορκωτοί λογιστές), έγκειται στη γνώση των εταιριών για τις πωλήσεις, ξέρουν ποιο είναι το όριο, πάντως ως IFPI συστήνουμε να μη γίνεται χρήση του λογοτύπου μας» λέει ο κ. Στεφανάκης, τονίζοντας ότι η αύξηση των ψηφιακών χρήσεων τα τελευταία δύο χρόνια είναι αλματώδης: 50% από το ’22 στο ’23, 36% από το ’23 στο ’24.
Το βινύλιο ως σφραγίδα αγαπης στη μουσική
Ο Μητρέλης στις αρχές της άνοιξης ανακοίνωσε άλλη μία ανατύπωση σε βινύλιο του Γ.Τ.Κ.. Όλα αυτά από μία ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία της οποίας οι πωλήσεις κατά κανόνα κυμαίνονται από 300 εως 1000 αντίτυπα ανά κυκλοφορία. Πάντα σε βινύλιο. Μόνο σε βινύλιο.
«Για εμένα είναι σφραγίδα αγαπης στη μουσική, όταν θες αυτή κάπως να υπολογίζεται. Δε συγκρίνεται με τίποτα η ζεστασιά και η καθαρότητα του ήχου ενός βινυλίου από ένα καλό ηχοσύστημα» επιμένει ο Μητρέλης, σε μια εποχή που εύλογα (οι τιμές παγκοσμίως αυξάνονται με κωμικοτραγικούς ρυθμούς) ή μη (ας μη γκρινιάζουμε π.χ. με το hype της αθηναϊκής και όχι μόνο εστίασης, υπάρχουν και μεζεδοπωλεία χωρίς DJs και πικάπ ΜΚ2) πληθαίνουν οι φωνές που λένε ότι η συλλογή δίσκων βινυλίου τείνει να μετατραπεί σε «παιχνιδάκι» μεσηλίκων που ακριβώς επειδή δεν ξοδεύουν πια τα λεφτά τους σε ποτά και ξενύχτια, επιδίδονται μετά μανίας σε αυτό το ενδεχομένως μάταιο γαϊτανάκι και «φλεξάρουν» σε χειροπιαστή εκδοχή κάτι που μπορούν να καταναλώσουν (και κατά κύριο λόγο έτσι το καταναλώνουν στην καθημερινότητά τους) ψηφιακά. Και ο ιθύνων νους της Veego συνεχίζει:
«Πραγματικά, θα ήθελα η μουσική στις πλατφόρμες να μην είναι δωρεάν. Να πρέπει όλοι να πληρώνουν Spotify, YouTube ή ό,τι άλλο. Ούτε τη μουσική στα social βλέπω με καλό μάτι. Έχουν μάθει όλοι να ακούν 30’’ από ένα κομμάτι και μόνο αυτό τους ευχαριστεί. Το παρακάτω τους κουράζει ή τους αφήνει αδιάφορους. Επίσης τα social κάνουν τα hits. Ο κόσμος δεν έχει πια άποψη, ούτε επιλέγει τι μουσική θα ακούσει. Δεν έχει πια η μουσική τη θέση που της αξίζει και λυπάμαι γι’ αυτό».
Με δρομολογημένες ήδη της επόμενες κυκλοφορίες της Veego Records (από το box set Φαντασμαγορία του Pan Pan μέχρι το νέο άλμπουμ των MΟb, του αθηναϊκού τρίο που, με το ζόρικο κράμα krautrock, jazz και post-punk του πρώτου τους δίσκου, υμνήθηκε στη Guardian, αλλά και «μία επετειακή επανέκδοση σε ένα πρωτοποριακό disco rap electro soundtrack από μια ταινία, που τελικά δεν γυρίστηκε ποτέ…») δεν μένει τώρα τίποτα άλλο από ένα γύρο ακόμη του παιχνιδιού που ξεκινήσαμε μερικές γραμμές πιο πάνω: Αν ο χώρος και ο χρόνος, δεν έπαιζαν κανένα ρόλο, ποιο είναι το top 5 δίσκων που θα ήθελε ο Ανδρέας Μητρέλης να κυκλοφορήσει η Veego Records;
«1) Personal Space (Electronic Soul 1974- 1982): Μια συλλογή που άλλαξε τον τρόπο μου για το πώς πρέπει να ακούω demo και lo-fi ηχογραφήσεις. 2)The Greg Foat Group – Dark is the Sun (2011). 3) Αρλέτα – Τσάι Γιασεμιού (1985): Ίσως ο πιο αγαπημένος μου ελληνικός δίσκος. 4) LCD Soundsystem – American Dream (2017). 5) Mary & The Boy / Felizol – Time Machine (2009): Μάλλον αυτός είναι ο αγαπημένος μου ελληνικός δίσκος μαζί με το Ταξίδι του Σκότους των Ρομπότνικ. Αυτή είναι μία λίστα με 5 δίσκους που επηρέασαν τη Veego ώστε να γίνει η Veego».
Ακούστε και το επεισόδιο του podcast Χίλιες και Μία Νύχτες με καλεσμένο τον Ανδρέα Μητρέλη να αφηγείται μια φευγάτη ιστορία με περίεργη κατάληξη σε ένα πολύ γνωστό κτίριο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.