Arjin Experience: Η ομάδα

“ARJIN EXPERIENCE”: ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΣΤΑ ΤΡΙΚΑΛΑ ΠΟΥ ΚΥΝΗΓΑΕΙ ΑΣΤΕΡΙ MICHELIN

Από το Ντιγιάρμπακιρ στην Τουρκία, μέχρι τα Τρίκαλα και τη Θεσσαλία, ένα ταξίδι ζωής με πολύ αντάρα και απύθμενες προκλήσεις

Στην καρδιά της πόλης των Τρικάλων υπάρχει ένα νεογέννητο μαγαζί που δημιουργήθηκε με μπόλικο μεράκι, φοβερή δουλειά και μεγάλη φιλοδοξία. Πρόκειται για το «Arjin Experience», ένα εστιατόριο που υπόσχεται μία διαφορετική και καθόλα πληθωρική γαστρονομική εμπειρία.

Οι δύο συνέταιροι, ο Άζαντ και η Γλυκερία, έχουν αφοσιωθεί στην επιτυχία της επιχειρηματικής τους προσπάθειας, ενώ ο chef, Δημήτρης, μοιράζεται, ανοιχτά το κοινό τους όραμα: «να καρφιτσώσουμε ένα αστέρι μισελέν έξω από το μαγαζί».

Από το Ντιγιάρμπακιρ στην Τουρκία, μέχρι τα Τρίκαλα και τη Θεσσαλία, σε ένα ταξίδι ζωής με πολύ αντάρα και απύθμενες προκλήσεις. Ο Άζαντ βρήκε έναν τόπο που αγαπά και τον αγαπάει και σήμερα ζει και αναπνέει για το όνειρό του.

«Η ζωή είναι μικρή και νιώθω πως καμιά φορά αυτό το υποτιμάμε»

«Το όνομά μου είναι Οζγκούρ Τας, οι φίλοι μου, όμως, με φωνάζουν Άζαντ, (σ.σ. κουρδικό). Γεννήθηκα στο Ντιγιάρμπακιρ, είμαι 31 ετών και το επάγγελμά μου είναι chef.

Στην Ελλάδα ήρθα το Μάιο του 2021 ως αιτών άσυλο και σχεδόν άμεσα έλαβα το καθεστώς δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Είμαι εδώ, μόλις, τέσσερα χρόνια, αλλά ειλικρινά, δεν κατάλαβα ποτέ πώς πέρασε ο χρόνος. Έχω μία βασική αρχή στη ζωή μου: να μην αφήνω καμία ημέρα να περνά ανεκμετάλλευτη.

Όταν έφτασα στην Ελλάδα, ο αρχικός σκοπός μου δεν ήταν να παραμείνω εδώ, αλλά να ταξιδέψω προς τη Γερμανία ή τη Γαλλία. Όταν κάνεις αυτό το ταξίδι (σ.σ. το προσφυγικό) ξέρεις ότι οι πιθανότητες να επιζήσεις είναι 50-50. Οι προσδοκίες μου ήταν αρκετά χαμηλές. Στην αρχή, δούλεψα σε έναν οργανισμό ως διερμηνέας, βοηθώντας άλλους ανθρώπους που είχαν κάνει το αντίστοιχο ταξίδι. Πολλοί με παρότρυναν να μείνω εδώ και να φτιάξω τη ζωή μου εδώ. Πάντα έλεγα στον εαυτό μου, «Άζαντ, η ζωή είναι μικρή».

Έψαχνα έναν τρόπο να φύγω. Ήταν όμως ένα πολύ ακριβό ταξίδι και εγώ δεν είχα καθόλου χρήματα, αφού τα είχα ξοδέψει όλα σε διάφορες προσπάθειες να φύγω. Αποφάσισα να ψάξω για δουλειά. Μετά τη λήψη του καθεστώτος του πρόσφυγα, βρήκα ένα σπίτι στα Τρίκαλα στο πλαίσιο ενός προγράμματος στέγασης (σ.σ. πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ). Μου έδωσαν κάποιες συντεταγμένες στο χάρτη και είδα μία περιοχή που δεν ήξερα καθόλου.

Φτάνοντας στα Τρίκαλα, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να αναζητήσω για δουλειά. Δεν είχα καμία προηγούμενη επαφή με την πόλη, δεν ήξερα κανέναν. Στο μεταξύ δεν είχα πραγματικά μπουκιά να φάω. Ήθελα, όμως, να προσαρμοστώ γρήγορα και να καταλάβω που είχα βρεθεί, για να δω τι μπορώ να κάνω και να βελτιώσω τη θέση μου.

Η πρώτη μου δουλειά ήταν στη λαϊκή αγορά. Δε μιλούσα τη γλώσσα, ακόμα και τα αγγλικά μου τότε δεν ήταν καθόλου καλά, δεν ήξερα κανέναν, ήταν η μόνη δουλειά που μπορούσα να κάνω στην αρχή. Ήμουν ο χαμάλης (σ.σ. γέλια).

Δούλεψα κοντά στους δύο μήνες και βήμα-βήμα, ήμουν αποφασισμένος να χτίσω τη ζωή μου, γιατί το να είσαι πρόσφυγας, ξανά, σε άλλη χώρα, είναι τόσο κουραστική διαδικασία. Αποφάσισα να μείνω και να φτιάξω τη ζωή μου. Άρχισα να δουλεύω σε διάφορες κουζίνες στην πόλη έτσι ώστε να δοκιμαστώ και να δείξω την αξία μου, αλλά και να αποκτώ επαφές με τους ανθρώπους εδώ. Νιώθω πραγματικά τόσο τυχερός γιατί γνώρισα καλούς, αγνούς και έντιμους ανθρώπους. Άρχισα να κάνω φίλους, μετά συνεργάτες. Άρχισα να νιώθω ωραία και να πιστεύω πως ναι, κάτι πραγματικά καλό μπορεί να συμβεί εδώ για τη ζωή μου.

Κάθε φορά που δούλευα και σε μία νέα κουζίνα, έψαχνα κάτι διαφορετικό σε σχέση με την προηγούμενη εμπειρία μου. Οι συνθήκες είναι πάντα η προϋπόθεση για να βελτιώνεσαι και να προοδεύεις. Θυμάμαι την πρώτη μου επαφή με τις κουζίνες εδώ. Εντάξει, δεν ήταν και τόσο καλή, αλλά ειλικρινά ένιωθα τυχερός, ένιωθα ευγνώμων που είχα μία δουλειά που με βοηθούσε να ζω. Στα Τρίκαλα, αρχικά, όταν είχα φτάσει, ήμασταν περίπου 400 πρόσφυγες και ήμουν ανάμεσα στους πολύ λίγους που είχαν καταφέρει να βρουν μία δουλειά και να ξεκινήσουν να κάνουν κάτι. Κανείς δε μιλούσε τη γλώσσα, κανείς δε γνώριζε κανέναν, ήταν πολύ δύσκολα. Ήθελα να κάνω κάτι καλό με τη ζωή μου και με το χρόνο που μου απομένει σε αυτήν. Ήθελα να κάνω κάτι για το οποίο θα ένιωθα υπερήφανος. Η ζωή είναι πολύ μικρή και νιώθω πως το υποτιμάμε αυτό καμιά φορά. Το κάνουμε πιο περίπλοκο απ’ όσο είναι».

«Θέλω να προσφέρω μία διαφορετική εμπειρία κουζίνας»

«Έβλεπα πώς δουλεύουν οι υπόλοιποι στην πόλη και παρατηρούσα με μεγάλη προσοχή. Ήθελα να προσφέρω μία διαφορετική, μία ολιστική εμπειρία σε όποιον θα ερχόταν στο δικό μου μαγαζί. Χωρίς την καλή μου συνεργάτιδα, τη Γλυκερία, τίποτα δε θα ήταν πιθανό. Όταν λέω πως είμαι τυχερός, σκέφτομαι εκείνη. Το λέω αυτό με το χέρι στην καρδιά.

Γνωριστήκαμε δουλεύοντας μαζί σε ένα άλλο μαγαζί, εγώ εργαζόμουν στην κουζίνα και εκείνη στο μπαρ. Γίναμε καλοί φίλοι και αρχίσαμε να μοιραζόμαστε πολλά πράγματα. Όταν μπήκε στο μυαλό μου η ιδέα να κάνω τη δική μου δουλειά, το μοιράστηκα μαζί της. Ήμουν ένας πρόσφυγας, ένας ξένος στην πόλη, σκεφτόμουν πως δε μπορούσα να τρέχω ένα μαγαζί μόνος μου. Το να έχεις ένα τέτοιο μαγαζί είναι μία πολύ απαιτητική διαδικασία – από την κουζίνα, στο μπαρ και στο σέρβις. Συμφωνήσαμε να το κάνουμε μαζί και είπαμε να το πάμε βήμα – βήμα, με προσοχή, με ποιότητα, πολλή δουλειά και πολλή αγάπη. Έχοντας μία καλή πρότερη εμπειρία, προσπαθούσαμε να αποφύγουμε τα λάθη που είχαμε δει να γίνονται σε τέτοιες δουλειές.

 

Παρατηρώ πως πολλοί άνθρωποι δε νοιάζονται για το τι τρώνε, ενώ κάποιοι εστιάτορες απλώς προσπαθούν να καλύψουν τη ζήτηση. Δε βλέπω πάθος, όραμα και επιχειρηματικό πνεύμα. Κανείς δεν επιχειρεί να αλλάξει κάτι στην αγορά, όλοι προσπαθούν, απλά, να προσαρμοστούν. Αυτό για εμένα είναι ένα μεγάλο λάθος, γιατί πολλοί από όσους εργάζονται στην εστίαση έχουν τους πόρους, το δίκτυο. Όσον αφορά το φαγητό και την ποιότητά του, αυτό που παρατηρώ είναι ότι οι περισσότεροι δε βασίζονται στην πρωτογενή παραγωγή. Όλοι αναζητούν τα πιο φθηνά πράγματα, τα πιο εύκολα και καταλήγουν ο ένας να αντιγράφει τον άλλο με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πρωτοτυπία. Αυτό σκοτώνει την κουλτούρα της γευσιγνωσίας. Η Γλυκερία ήθελε να χτίσει κάτι και εγώ δεν είχα τίποτα να χάσω. Έτσι δέσαμε. Εάν δεν προσπαθήσω εγώ, πως περιμένω από άλλους να προσπαθήσουν. Εάν παρατηρώ και βλέπω πράγματα που δε μου αρέσουν, τι νόημα έχει να σταθώ και να το πω, εάν δεν κάνω κάτι εγώ που να αποδεικνύει ότι υπάρχει τρόπος να κάνεις τα πράγματα καλύτερα;

Μετά από ένα χρόνο παραμονής μου στην πόλη, ξεκίνησα να χτίζω το επιχειρηματικό μου πλάνο. Μας πήρε 1,5 χρόνο για να το οριστικοποιήσουμε. Στόχος μας ήταν να σερβίρουμε έναν ορισμένο αριθμό ανθρώπων, προσφέροντας υψηλή ποιότητας εμπειρίας και καλών πρώτων υλών. Δεν ήθελα να έχουμε ένα μεγάλο μαγαζί και να στήσουμε το πλάνο μας πίσω από το κυνήγι των χρημάτων. Θέλαμε να κομίσουμε κάτι νέο στην πόλη. Μία εμπειρία γευσιγνωσίας. Ξεκινήσαμε σαν καφέ τους πρώτους τρεις μήνες και τα χρήματα που βγάλαμε τα χρησιμοποιήσαμε για να κάνουμε το μπαρ. Μετά από 6-7 μήνες λειτουργίας του μπαρ, φτιάξαμε και την κουζίνα μας.

Τον περασμένο Δεκέμβριο κάναμε τα εγκαίνια της κουζίνας μας η οποία τρέχει τους τελευταίους πέντε μήνες. Κάθε εβδομάδα φέρνουμε νέα τυριά και νέες ετικέτες κρασιού. Αυτή τη στιγμή έχουμε 120 ξεχωριστές ετικέτες. Όλα τα προϊόντα μας είναι ελληνικά. Δουλεύουμε πολύ στενά με την τοπική παραγωγή, τη στηρίζουμε και την πιστεύουμε. Κάθε φορά που έρχεται κάποιος στο μαγαζί μας, θέλουμε να δοκιμάζει κάτι νέο, κάτι ενδιαφέρον. Είμαστε αφοσιωμένοι στο κοινό μας. Αυτοί μας δίνουν τη δύναμη να κάνουμε περισσότερα πράγματα. Προσωπικά, έχω μεγάλη αγάπη στα vintage κρασιά.

Το καθημερινό μενού δε βασίζεται σε καμία περίπτωση σε κατεψυγμένα προϊόντα, ό,τι φτιάχνουμε, εδώ, οφείλει να είναι φρέσκο. Έχουμε υιοθετήσει και εφαρμόζουμε πλήρως το zero – waste concept, σεβόμαστε τις πρώτες ύλες, το φαγητό και το κοινό μας. Ό,τι προσφέρουμε στο κοινό μας, θέλουμε να είναι το καλύτερο. Η πρόκληση είναι να το βρεις. Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν τεράστιες προκλήσεις στην παραγωγή».

«Arjin σημαίνει η φωτιά της ζωής»

Η συνεταίρος του, Γλυκερία, μιλάει για τον Άζαντ, το όνειρό του στο οποίο έγινε και εκείνη κοινωνός, τους κοινούς τόπους και… τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.

«Γεννήθηκα στη Γερμανία, αφού οι γονείς μου πήγαν μετανάστες εκεί για να δουλέψουν, όμως, γύρισα πολύ μικρή στην Ελλάδα. Η καταγωγή μου είναι από το Ροποτό Τρικάλων και μεγάλωσα στην Πύλη. Από μικρή, ασχολήθηκα με την εστίαση. Έχω σπουδάσει μουσικολογία, αλλά μου άρεσε πολύ και η εστίαση, η επαφή και η αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους, το να δημιουργείς κάτι ωραίο. Έχω πτυχίο τουριστικού συνοδού, πτυχίο marketing & management εστιατορίων και μπαρ και μιλώ ισπανικά, αγγλικά και γαλλικά – τα γερμανικά δε μου αρέσουν (σ.σ. γέλια). Στα Τρίκαλα ζω τα τελευταία 20 χρόνια. Μου αρέσει η ποιότητα ζωής. Σαν άνθρωπος θέλω μία ησυχία. Μου αρέσει η κοινωνική συναναστροφή, νιώθω μία μεγαλύτερη ασφάλεια και ηρεμία. Δε χάνεις το χρόνο σου στο δρόμο. Είναι όμορφη πόλη.

Δούλευα σε ένα μαγαζί, περίπου, 15 χρόνια σαν bar tender. Όταν πρωτοήρθε ο Άζαντ στα Τρίκαλα, δεν ήξερε κανέναν. Του είχανε δείξει μία φωτογραφία από το ποτάμι και μία από τα Μετέωρα και του είπανε ότι υπάρχει ένα σπίτι σε αυτήν την πόλη για να πας να μείνεις. Η κοινωνική λειτουργός που είχε αναλάβει να τον στηρίξει τον έφερε σε επαφή με τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού στο οποίο δούλευα. Της είχε πει ότι δεν ήθελε κανένα επίδομα, ήθελε να δουλέψει για να είναι αυτάρκης. Όταν εμφανίστηκε στο μαγαζί για συνέντευξη, κουβαλούσε μαζί του ένα μεγάλο με το βιογραφικό του. Είχε τόσο άγχος, που έφερε ένα ντοσιέ που μέσα είχε τα πάντα: το πτυχίο του, βοηθός μικροβιολόγου, το πτυχίο του chef, ένα άλλο πτυχίο ηλεκτρολόγου νομίζω. Ήθελε τόσο πολύ να την πάρει τη δουλειά για να ξεκινήσει από κάπου. Όταν τον είδα με το ντοσιέ στα χέρια, ε, εντάξει, γέλασα λίγο. Είμαι σίγουρη ότι αυτός τότε σκέφτηκε, αυτή είναι στριμμένη και δεν θα τα πάμε καλά, αλλά σήμερα, είμαστε αυτοκόλλητοι και γελάμε με αυτό.

Ο Άζαντ έχει έναν εξαιρετικό χαρακτήρα. Από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να βοηθήσει τον εαυτό του. Είναι ένας άνθρωπος ανοιχτός, έξυπνος, εύστροφος και ευθύς. Ό,τι έχει να στο πει, θα στο πει κατευθείαν, χωρίς περιστροφές, γιατί βασίζει όλες τις σχέσεις του στην ειλικρίνεια.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που τον πήρα τηλέφωνο να βγούμε για καφέ, μία πρωτόγνωρη συνθήκη για εκείνον μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Η ζωή του μετά τη δουλειά, ήταν σε ένα δωμάτιο χωρίς συναναστροφή με φίλους. Η ψυχολογία του άρχισε να αλλάζει σημαντικά μετά την αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους. Τότε άρχισε να νιώθει μέλος αυτής της πόλης, της κοινωνίας. Βγαίναμε για τσίπουρα και του εξηγούσαμε τι λέει ο Μπιθικώτσης στα τραγούδια του – γιατί του αρέσει πολύ. «Βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου», «όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», πώς να τα πεις όλα αυτά στα αγγλικά για να το καταλάβει; Ε, αυτός τα έμαθε όλα στα ελληνικά.

Αυτό που τον διακρίνει είναι το πάθος του για τη ζωή. Για αυτό τον βλέπεις να έχει τόσο υψηλή δέσμευση και αφοσίωση δουλειά του. Μέσα από τη δουλειά μας και τη φιλία μας, τον έχω ζήσει σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής του. Σκέψου ότι είναι ένας άνθρωπος μακριά από την οικογένειά του. Στις γιορτές, εγώ θα πάω στην οικογένειά μου για να φάμε μαζί, να περάσουμε χρόνο μαζί. Ο Άζαντ όσο και να θέλει να κάνει τέτοια πράγματα, δε μπορεί, δεν του το επιτρέπει η συνθήκη του. Το μόνο που μπορεί, επί του παρόντος, να κάνει είναι να μιλάει με την οικογένειά του μέσω viber και αν μπορέσει οικονομικά κάποια στιγμή να σταθεί στα πόδια του, να τους καλέσει εδώ για να τους δει μετά από τόσα χρόνια. Έχει, ήδη, να τους δει 4 χρόνια.

Συζητούμε, πλέον τα πάντα. Κάποια στιγμή μοιράστηκε μαζί μου το όνειρό του επαγγελματικά: να κάνει το δικό του μαγαζί, τη δική του κουζίνα. Μου πρότεινε να συνεταιριστούμε. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ η ιδέα. Έβλεπα έναν άνθρωπο με πάθος, με αφοσίωση και όραμα, πώς γίνεται να μην πάει καλά αυτό;

Όταν ψάχναμε όνομα για το μαγαζί, στην αρχή θέλαμε να βάλουμε κάτι ελληνικό, ψάχναμε κάτι πρωτότυπο. Μια μέρα μιλούσε στο τηλέφωνο και ανέφερε διαρκώς αυτή τη λέξη: «Arjin». Την άκουγα εγώ και τον ρώτησα, τι σημαίνει. «Η φωτιά της ζωής». Ήταν πλήρως αντιπροσωπευτικό. Αυτό έγινε το όνομα του μαγαζιού μας».

«Εμείς στοχεύουμε στο αστέρι Michelin»

Ο συνεργάτης του στην κουζίνα, ο Δημήτρης, μιλάει για την κοινή τους «τρέλα», το πάθος και ένα μεγάλο όνειρο για το οποίο δουλεύουν νύχτα – μέρα για να το πραγματοποιήσουν.

«Είμαι ο Δημήτρης και είμαι 33 ετών. Γεννήθηκα στην Παιανία, στην Αθήνα. Στην ηλικία των 12 ετών πήγαμε με την οικογένειά μου στην Καλαμπάκα. Παρόλο που ήμουν ένας καλός μαθητής στο σχολείο, δεν ήξερα τι ήθελα να γίνω. Κάποια στιγμή είδα έναν τύπο στην τηλεόραση με τατουάζ, έξυπνο, ωραίο τύπο και είπα έτσι θέλω να γίνω κι εγώ (σ.σ. ο Chef Σκαρμούτσος). Από τα 18 μου μπήκα στις κουζίνες και δε βγήκα ποτέ. Η πρώτη μου εμπειρία ήταν σε ένα ξενοδοχείο στην Καλαμπάκα και τότε απογοητεύτηκα λίγο. Δυστυχώς στην επαρχία, όσο πιο μικρή είναι η κοινωνία, τόσο πιο ερασιτεχνικά λειτουργούν. Μπήκα στο επάγγελμα με πολλή όρεξη, γούσταρα να ανέβω, να μάθω. Αλλά τότε σου λέγανε πως πρέπει να κάνεις κάτι παραπάνω, να ανεβάσεις και καμία βαλίτσα. Έλεγα πως εάν είναι έτσι η μαγειρική, ε, δε θέλω. Καθώς μπήκα, όμως, σε πραγματικές κουζίνες, σε πεντάστερα ξενοδοχεία, πολύ υψηλού επιπέδου, κατάλαβα πως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Εγώ δούλεψα σε hardcore εποχές. Όταν γνώρισα την οργάνωση, την αρμονία και την ιεραρχία στην κουζίνα, άρχισα να γουστάρω πραγματικά. Σκληρές εποχές, αλλά εμένα μου άρεσαν, γιατί εμένα μου αρέσει η πειθαρχία. Έμαθα πολλά.

Θέλω να μιλήσω για το φίλο μου τον Άζαντ που είμαστε μαζί σε αυτό που κάνει. Το κίνητρό μου είναι το ότι θέλω να συνεισφέρω στο όραμά του. Το παιδί το αγαπάει πραγματικά και δουλεύει πολύ σκληρά για αυτό. Είναι ένα πολύ αληθινό παιδί, το βλέπεις στα μάτια του. Τον εμπιστεύομαι και έχουμε κοινή δίψα. Θέλουμε να μεταφέρουμε στον κόσμο τις γνώσεις μας, τις εμπειρίες μας και να πούμε μέσα από το φαγητό που κάνουμε, αλήθειες.

Εγώ σε αυτό το μαγαζί βρήκα μία ελευθερία, με ένα μενού που κάθε μέρα είναι διαφορετικό, κάτι πολύ απαιτητικό, με φοβερή πρώτη ύλη. Εμείς αυτή τη στιγμή θέλουμε να ανέβουμε επίπεδο. Δεν είναι μόνο η Αθήνα, η Σαντορίνη, η Μύκονος. Θέλουμε να δείξουμε πως υπάρχουν και στην περιφέρεια καλά μαγαζιά, με καλή πρώτη ύλη, υψηλού επιπέδου εκτέλεση και τεχνική. Εμείς στοχεύουμε να δούμε καρφιτσωμένο απ’ έξω ένα αστέρι Michelin. Η αφετηρία και το τέλος κάθε μάγειρα είναι να δει αυτό το πράγμα. Πολλές φορές τα βράδια με τον Άζαντ, μετά από ατελείωτες ώρες δουλειάς, καθόμαστε και ονειρευόμαστε, αν το καταφέρουμε αυτό, να καρφιτσώσουμε στον τοίχο του μαγαζιού αστέρι Michelin, ας αλλάξουμε επάγγελμα, να πάμε να κάνουμε κάτι άλλο (σ.σ. γέλια). Είναι στην καθημερινότητα μας, το θέλουμε πολύ. Είμαστε, όμως, ταπεινοί. Επιζητούμε το feedback από το κοινό, είμαστε ανοιχτή κουζίνα, εμείς δουλεύουμε το φαγητό, εμείς το σερβίρουμε, εμείς εξηγούμε.

Το feedback μέχρι τώρα είναι πολύ καλύτερο απ’ ότι περιμέναμε, αλλά είμαστε ταπεινοί. Περιμένουμε, σχεδόν, επιζητούμε την σκληρή, την αυστηρή κριτική. Ευτυχώς έχουμε κι ένα εκπαιδευμένο κοινό, έχουμε food lovers, ανθρώπους που έχουν ταξιδέψει και έχουν δοκιμάσει πράγματα, παίζει σημαντικό ρόλο αυτό και για εμάς. Θέλουμε την κριτική. Θέλουμε να πάμε όσο πιο ψηλά γίνεται. Έχουμε αποδεχτεί, όμως και το ενδεχόμενο της αποτυχίας.

Με τον Άζαντ γνωριστήκαμε τυχαία. Όταν εγώ σταμάτησα από σεζόν στα νησιά, με είχαν καλέσει να αναλάβω μία κουζίνα κι εκεί τον γνώρισα να τρέχει μόνος του. Έτρεχε για όλα τα πόστα. Δεθήκαμε από την αρχή, πορευτήκαμε σε αυτό το μαγαζί για ένα χρόνο, μετά εκείνος έφυγε γιατί ήθελε να κυνηγήσει το όνειρό του. Κρατήσαμε πολύ καλή επαφή. Μεν την πρώτη ευκαιρία μου πρότεινε να δουλέψουμε μαζί.

Σαν άνθρωπος παθιάζομαι πάρα πολύ και είμαι πολύ ευθύς. Τον Άζαντ τον κοιτάς στα μάτια και σου λέει «Μήτσο, δε με νοιάζει ποιος είναι το πρώτο βιολί στο μαγαζί, θέλω να είμαστε ομάδα και αυτό να δουλεύει ρολό». Είναι πολύ ευθύς και εκείνος, πολύ παθιασμένος και πολύ αληθινό παιδί. Είναι αυθεντικός και πωρωμένος. Εγώ βρήκα έναν σύμμαχο στην τρέλα. Έχει περάσει πολύ δύσκολα. Είναι ένας μαχητής. Από το πουθενά βρέθηκε στα Τρίκαλα και κάνει κάτι μοναδικό. Έρχεσαι στη δουλειά και δε νιώθεις εργοδότη, νιώθεις ομάδα, νιώθεις σκοπό.

«Βλέπεις ένα νέο παιδί που δε μασάει μία, πώς να μην καμαρώνεις που είσαι φίλος του;»

Ο Γιώργος Αλεξόπουλος, Καθηγητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και η Ελένη Μπλέτσα, η οποία σήμερα εργάζεται στη Συνεταιριστική Τράπεζα της Καρδίτσας, όμως, γνώρισε τον Άζαντ ενόσω εργαζόταν στην Αναπτυξιακή Εταιρεία της Καρδίτσας, ήρθαν σε επαφή με τον πρωταγωνιστή της ιστορίας την περίοδο που εκείνος μόλις είχε φτάσει στην πόλη των Τρικάλων.

Αφορμή της γνωριμίας τους στάθηκε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα που υποστήριζε τη νεανική επιχειρηματικότητα. Σήμερα, ο Άζαντ αποκαλεί χαϊδευτικά το Γιώργο, «πατέρα» και την Ελένη, «μητέρα», ως ένδειξη σεβασμού και αγάπης για την υποστήριξη και την εμπιστοσύνη στα πρώτα του βήματα. Αμφότεροι, όμως, δηλώνουν πως ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, είχε όλα τα εφόδια, ήδη, για να πετύχει. Όχι απλώς, την επιβίωσή του, αλλά την ανάπτυξή του.

«Όταν γνωρίσαμε τον Άζαντ το πρώτο πράγμα που μας είπε είναι παιδιά, εγώ θέλω να δουλέψω. Ήταν ένα παιδί έτοιμο, είχε εμπιστοσύνη στους ανθρώπους με τους οποίους δούλευε. Όταν τον γνωρίσει κανείς, ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις, καταλαβαίνει πως εάν αυτός ο άνθρωπος βρεθεί σε ένα σωστό περιβάλλον και αναλάβει να κάνει κάτι, θα το κάνει πάρα πολύ καλά. Έχει το σωστό mindset. Από το πρόγραμμα κέρδισε εμπειρία εργασίας και σε άλλα εστιατόρια. Τολμώ να πω ότι περισσότερο κέρδισε το πρόγραμμα από την ιστορία του Άζαντ και λιγότερο ο ίδιος από το πρόγραμμα, αυτό, λέει πολλά για την ποιότητα του χαρακτήρα αυτού του ανθρώπου», παραδέχεται ο Γιώργος.

«Κάναμε reach out στους φορείς στη Θεσσαλία για να δούμε εάν υπάρχουν άτομα που ενδιαφέρονται για αυτές τις υπηρεσίες, του coaching, του mentoring. Ένα από τα άτομα που προτάθηκαν, έχοντας εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον, ήταν και ο Άζαντ. Εγώ πρότεινα, εφόσον ήμασταν στην ίδια πόλη, να κάνουμε δια ζώσης τις συνεδρίες, καθότι αντιλαμβανόμουν πως έτσι θα είχαμε υψηλότερη απόδοση στη μεταξύ μας σχέση. Η γλώσσα δεν ήταν εμπόδιο. Η επικοινωνία ήταν άνετη γιατί υπήρχε σημαντικό κίνητρο. «Θέλω να βρω δουλειά». Αυτό άκουγα. Ήταν φοβερά προσηλωμένος σε αυτό που έκανε γιατί είχε μεγάλη αγωνία για την επιβίωσή του. Ήρθαμε πιο κοντά κατά τη διάρκεια των συνεδριών, ένιωθα πως είναι ένας άνθρωπος με μεγάλο κίνητρο, ευφυής, που δούλευε για την ενσωμάτωσή του στην τοπική κοινωνία», υποστηρίζει η Ελένη.

«Καλλιεργήθηκε μία μεγάλη εμπιστοσύνη ανάμεσά μας, η οποία βασίστηκε στην ισότιμη επικοινωνία. Τον Άζαντ δεν τον βλέπουμε ως πρόσφυγα, αλλά ως ένα παράδειγμα προς μίμηση. Ένας άνθρωπος που έχει περάσει από μεγάλες μπόρες στη ζωή του και έχει βγει πιο δυνατός, αγωνιζόμενος όχι απλά για την επιβίωσή του, αλλά για την ανάπτυξή του. Είχε ανάγκη να οικοδομήσει έναν περίγυρο μέσα στον οποίο θα ένιωθε ασφάλεια και εμπιστοσύνη προκειμένου να επανεκκινήσει τη ζωή του.

Εκείνος, πολύ τακτικά λέει «αν μπορώ εγώ, μπορείτε κι εσείς». Ενδεχομένως τον ευνόησε και το γεγονός ότι βρέθηκε σε μία μικρότερη πόλη, καθώς εδώ οι σχέσεις των ανθρώπων γίνονται πιο εύκολα κοντινές, εάν υπάρχει η καλή θέληση, η ανοιχτοσύνη και οι συνθήκες ταύτισης. Μεγάλο ρόλο, όμως, έπαιξε η σπιρτάδα του να κάνει αυτό που οραματίζεται. Βλέπεις ένα νέο παιδί που δε μασάει μία. Ο Άζαντ εμπνέει τον περίγυρό του. Είναι παράδειγμα».

Επιμύθιο

Λένε πως ο περίγυρός μας λέει πολλά για το ποιοι είμαστε. Η Γλυκερία, ο Δημήτρης, ο Γιώργος και η Ελένη μίλησαν από καρδιάς για το φίλο και συνεργάτη τους με λόγια γεμάτα εκτίμηση και θαυμασμό. Όλοι τους συνοδοιπόροι στον κοινό στόχο και στο όραμα του Άζαντ, εμφορούμενοι από το «Arjin Experience». Αυτό σημαίνει η φωτιά της ζωής. Κάπως έτσι ένας άνθρωπος που γεννήθηκε στο μακρινό Ντιγιάρμπακιρ (σ.σ. στην Τουρκία), στα βάθη της Ανατολίας, βρήκε έναν τόπο να νιώθει κομμάτι του. Το αποτύπωμα αυτής της σχέσης με την πόλη, γράφει, ήδη, για τα καλά στην τοπική κοινωνία.

Ο πρωταγωνιστής μας δεν είναι, πλέον, ο πρόσφυγας, ο ξένος. Είναι αυτός που φέρει τη φωτιά της ζωής, εμπνέει τους γύρω του και τους κινητροδοτεί. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι πως η «φωτιά» φέρνει, διαχρονικά, κοντά τους ανθρώπους.

Το «Arjin Experience» βρίσκεται επί της οδού Καραϊσκάκη 65 στα Τρίκαλα. Επισκεφθείτε το και περιηγηθείτε σε ένα αλλιώτικο γαστρονομικό περιβάλλον, γνωρίζοντας, πως οι άνθρωποι που εργάζονται για αυτήν την εμπειρία, ζουν και αναπνέουν για αυτό που κάνουν.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα